Ελευσίνια Μυστήρια 02

Εναλλαγή φωτός και σκότους

Το ερώτημα που έχει απασχολήσει τους περισσότερους μελετητές των Μυστηρίων είναι πού ακριβώς τελούνταν αυτές οι δραματικές παραστάσεις. Ο Φουκάρ, στηριζόμενος σε διάφορες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, κυρίως του Αριστοφάνη, πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια της τελετής υπήρχε έντονη εναλλαγή σκότους και φωτός. Φαντάζεται το δάπεδο διαιρεμένο σε πολλά τμήματα, καθοριζόμενα από τους κίονες, με το καθένα από αυτά να αναπαριστά ένα τμήμα του ’δη. Έτσι, στον κάτω όροφο, οι μύστες έβλεπαν τον σκοτεινό και ζοφερό ’δη, με τα βάσανα και τις δοκιμασίες των ανθρώπων που δεν είχαν μυηθεί στα Μυστήρια, ενώ ξαφνικά φωτιζόταν και εμφανιζόταν στα μάτια τους ο επάνω όροφος με τα κατάφωτα Ηλύσια Πεδία και τους χορούς των μυημένων στα Μυστήρια της Θεάς. Για τη δημιουργία ισχυρότατων εντυπώσεων και δραματικών συναισθημάτων στους μύστες, ο Φουκάρ δέχεται και τη χρήση μηχανημάτων, για την ύπαρξη όμως των οποίων δεν συνηγορεί καμιά αρχαία μαρτυρία.

Σε αντίθεση με τον Φουκάρ, ο Νόακ δεν δέχεται την ύπαρξη δύο ορόφων και πιστεύει ότι το Τελεστήριο ήταν ενιαίο. Αποκλείει επίσης την ενεργό συμμετοχή των μυστών στα δρώμενα, αλλά δέχεται την κατάσταση των παθών, τις διεγέρσεις του τρόμου και της φρίκης, εντυπώσεις συγκλονιστικές και βασανιστικές για τους συμμετέχοντες στις τελετές. Κατά τον Νόακ, τα δρώμενα δεν ήταν δράμα, με την κανονική έννοια του όρου, αλλά μόνο στοιχεία δράματος, στερούμενα ουσιαστικά διαλόγων και τελούμενα ως παντομίμες. Συγκεκριμένα, τα παιχνίδια της Κόρης με τις φίλες της, πριν από την αρπαγή, είχαν τη μορφή κύκλιου χορού, εκτελούμενου από τις ιέρειες της θεάς, στην Ελευσίνα. Η αρπαγή συνοδευόταν από την απότομη συσκότιση της αίθουσας, συμβολική του κόσμου των νεκρών, ενώ στη συνέχεια, με την επάνοδο του φωτός, η θλιμμένη μητέρα, την οποία υποδυόταν η ιέρεια της θεάς θα διερχόταν, θρηνώντας γοερά, και τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας και σταθμεύοντας σε καθεμία από αυτές, ώστε να γίνεται από όλους ορατή.

Το στάχυ του αδύτου

Τη μύηση και την τελετή ακολουθούσε η εποπτεία, η οποία αποτελούσε την τρίτη και την υψηλότερη βαθμίδα των Μυστηρίων και τελούνταν τη νύχτα της 22ας Βοηδρομιώνος. Κατά τον Ιππόλυτο, χριστιανό συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από ένα σιωπηλό θεριστή, τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν με μεγάλη επισημότητα στους πιστούς, σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της μητέρας γης. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, στο Τελεστήριο φυλάσσονταν ομοιώματα γεννητικών οργάνων, μολονότι πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα δεν συνάδουν με την εγκράτεια, τη νηστεία και την αυστηρή καθαρότητα που έπρεπε να τηρούν οι μύστες κατά την περίοδο των Μυστηρίων.

Την επόμενη μέρα της εποπτείας και τελευταία ημέρα των Μυστηρίων, γίνονταν μέσα στο ιερό τέμενος χοές προς τιμήν των νεκρών, κατά τις οποίες κάθε μύστης ελάμβανε δύο αγγεία γεμάτα από ένα άγνωστο υγρό και το έχυνε, ψιθυρίζοντας κάποια συμβολικά λόγια, μια τελετή που σχετίζεται με παλαιότερες γεωργικές λατρείες. Από τη χρήση των αγγείων αυτών, η τελευταία ημέρα των Μυστηρίων ονομαζόταν πλημοχόη. Ακολουθούσαν εκδηλώσεις με τραγούδια και χορούς και στη συνέχεια το ξόανο του Ίακχου επέστρεφε στην Αθήνα, πάλι με τη συνοδεία πομπής. Όπως οι περισσότεροι από τους γενάρχες πιστευόταν ότι ήταν υιοί θεών, έτσι λεγόταν ότι ο Εύμολπος, αρχηγός του γένους των Ευμολπιδών, ήταν γιος του Ποσειδώνα. Κατά την παράδοση, ο Εύμολπος είναι ο ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων και κατείχε το αξίωμα του ανώτατου αρχιερέα, το οποίο κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά του οίκου. Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστερα στην Ελευσίνα και συγκαταλεγόταν στις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στα κοινά. Οι Ευμολπίδες είχαν κληρονομικά δικαιώματα, κατοχυρωμένα από την πολιτεία για τη διοίκηση και την επιμέλεια των Μυστηρίων, ενώ κατείχαν και δικαστική εξουσία, αποτελώντας δικαστικό σώμα, το οποίο έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσης, κυρίως ασέβειας προς τα Μυστήρια.

Το τέλος των Μυστηρίων

Από τον οίκο των Ευμολπιδών προερχόταν ο ιεροφάντης, η υπέρτατη αρχή των Μυστηρίων, στον οποίο η αθηναϊκή πολιτεία παρείχε τιμές, ανάλογες με εκείνες των πολιτικών αρχόντων. Το αξίωμά του ήταν ισόβιο και κληρονομικό στο γένος των Ευμολπιδών. Το κυριότερο καθήκον του ιεροφάντη ήταν η τεράστιας συμβολικής σημασίας επίδειξη των ιερών αντικειμένων αλλά είχε και άλλες αρμοδιότητες, όπως την ερμηνεία, για λογαριασμό της πολιτείας, των αγράφων θείων νόμων και την αυστηρή εποπτεία των τελετών, ώστε να διασφαλισθεί η άψογη διεξαγωγή των Μυστηρίων.

Αντίστοιχος με τον βαθμό του ιεροφάντη ήταν αυτός της ιεροφάντιδος. Οι ιεροφάντιδες ήταν δύο, η μία της Δήμητρας και η άλλη της Κόρης και προέρχονταν και αυτές από το γένος των Ευμολπιδών.

Η δεύτερη μεγάλη οικογένεια που σχετίζεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν οι Κήρυκες, το γένος των οποίων αναγόταν στον Ερμή και την Aγραυλο, κόρη του βασιλιά των Αθηνών, Κέκροπος. Από την οικογένεια των Κηρύκων προέρχονταν τα τρία σημαντικότερα, μετά τον ιεροφάντη, ιερατικά αξιώματα: του δαδούχου, του ιεροκήρυκα και του επί βωμού ιερέα. Ο δαδούχος, ονομάστηκε έτσι από τις δάδες που κρατούσε για να ρυθμίζει τον φωτισμό και τη συσκότιση του Τελεστηρίου, κατά τη διάρκεια των τελετών, ο ιεροκήρυξ κήρυττε την επίσημη προκήρυξη των μυστηρίων και κατά την έναρξη της τελετής επέβαλλε ιερά σιγή, ενώ ο επί βωμού ιερεύς είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της θυσίας των ζώων στον περίβολο του ιερού.

Με την εξάπλωση και την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία επί αιώνες κατείχαν σημαντικότατη θέση στον αρχαίο κόσμο, άρχισαν να χάνουν το κύρος και την αίγλη τους. Το θανάσιμο πλήγμα εναντίον τους κατέφερε ο ηγεμόνας των Γότθων, Αλάριχος, ο οποίος, συνοδευόμενος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ελλάδα, από ιερείς και μοναχούς που είχαν ασπαστεί το δόγμα του Αρειανισμού, πυρπόλησε το Ιερό Τελεστήριο. Η πυρπόληση και καταστροφή των ιερών συνοδεύτηκε από τον φόνο όλου του ιερατείου, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου ιεροφάντη, ο οποίος όμως δεν ήταν Αθηναίος, καταγόμενος από το γένος των Ευμολπιδών, αλλά κάποιος ιερέας από τις Θεσπιές που είχε ασπαστεί τη λατρεία του Μίθρα. Έτσι επαληθεύθηκε και η προφητεία του γηραιού Νεστόριου, του τελευταίου γνήσιου και νόμιμου ιεροφάντη, ο οποίος είχε προβλέψει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, αφού οι Εθνικοί είχαν εκτραπεί από την πίστη και την ευσέβεια προς τους αρχαίους θεούς και έσβησε η ιερή δάδα στο Τελεστήριο της θεάς, συμβολίζοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το τέλος του αρχαίου κόσμου.

Τα Καβείρια Μυστήρια

'Μανθάνειν εν τω ουρανώ το οράν, εν δε τη γη το αναμιμνήσκεσθαι. Μακάριος ο δια των Μυστηρίων διελθών, ούτος γινώσκει την αρχήν και τον σκοπόν της ζωής' (Πίνδαρος)

Από την πρωτοϊστορική ακόμα εποχή υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ θρησκείας και μυστηρίων. Η θρησκεία ήταν φανερή για τους ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων, ενώ στις μυστηριακές λατρείες μετείχαν μόνο οι εκλεκτοί, τα ανώτερα πνεύματα.

Η λέξη μυστήριο μπορεί να αποδοθεί με πολλές ερμηνείες:

1) Σημαίνει απόκρυφη διδασκαλία στους ολίγους εκλεκτούς.

2) Ιερή τελετή μέσω της οποίας μεταδίδεται η εύνοια των Θεών.

3) Μυστική συμβολική ιεροτελεστία απρόσιτη στους αμύητους.

4) Ιεροπραξία κείμενη υπέρ άνω των ανθρωπίνων αντιλήψεων.

Η ετυμολογία της λέξεως μυστήριον προέρχεται από το ρήμα μύω, το οποίο σημαίνει κλείω , κλείομαι, κλείνω τα μάτια, ησυχάζω, γαληνεύω. Η εποχή της ιδρύσεως των Καβειρίων μυστηρίων χάνεται στην αχλύ της Ελληνικής Δημιουργίας. Κατά τους αρχαίους συγγραφείς άλλοι υποστηρίζουν ότι η λατρεία των Καβείρων είναι αυτόχθων μυστηριακή λατρεία των Πελασγών, άλλοι Δε υποστηρίζουν ότι αυτή εισήχθη στον Ελλαδικό χώρο από την Ανατολή, ο συγγραφέας Στησίμβροτος που καταγόταν από την Θάσο υποστηρίζει ότι τα μυστήρια των Καβείρων εισήχθηκαν από την Μικρά Ασία.

Ο Ηρόδοτος για την προέλευση των μυστηρίων γράφει:

Αυτά και πολλά άλλα τα οποία εγώ θα υπομνήσω παρέλαβαν οι Έλληνες παρά των Αιγυπτίων, ότι Δε τα αγάλματα του Ερμού έχουν τα αιδοία ορθά, τούτο δεν το έμαθον παρά των Αιγυπτίων, αλλά παρά των Πελασγών μεν το έμαθον πρώτοι εξ όλων των Ελλήνων οι Αθηναίοι, παρά τούτων Δε οι άλλοι Έλληνες. Κατά την εποχήν Δε, καθ' ην ήδη οι Αθηναίοι ελογίζοντο μεταξύ των Ελλήνων, μετώκησαν εις την Αττικήν ως σύνοικοι οι Πελασγοί, και έκτοτε ήρχισαν να θεωρούνται ως Έλληνες. Εκείνος Δε, ο οποίος έχει μυηθή εις τα μυστήρια των Καβείρων, τα οποία επιτελούν οι Σαμοθράκες παραλαβόντες παρά των Πελασγών, αυτός θα καταλάβει τι θέλω να είπω με τα λόγια μου. Διότι την Σαμοθράκην κατώκουν προηγουμένως αυτοί οι Πελασγοί, οι οποίοι έγιναν σύνοικοι με τους Αθηναίους, παρ' αυτών Δε παρέλαβον τα μυστήρια οι Σαμοθράκες. Των οποίων τα αγάλματα του Ερμού, του να έχουν ορθά τα αιδοία έμαθον εκ των Ελλήνων παρά των Πελασγών πρώτοι οι Αθηναίοι. Περί τούτου παραδίδεται κάποιος Ιερός Λόγος, ο οποίος αποκαλύπτεται εις τα εν Σαμοθράκη μυστήρια.

No comments:

Post a Comment