Η έννοια του ιερού στην Αρχαία Ελλάδα

Το ιερό στη καθημερινή ζωή των Αρχαίων Ελλήνων

Έχουμε αναφέρει πολλές φορές πως το Ιερό και το Βέβηλο δεν είναι δύο έννοιες αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, δύο κινήσεις προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η κίνηση προς το Ιερό είναι για να θυμηθούμε, να βρούμε το κέντρο μας, να ενωθούμε με το Θείο. Μέσα από την ανάπτυξη των ανώτερων διαστάσεων της συνείδησης, ο άνθρωπος μπορεί να ιεροποιήσει τις καθημερινές πράξεις του. Θα προσπαθήσω να δείξω , μέσα από παραδείγματα από τους πιο σημαντικούς τομείς της καθημερινής ζωής, πώς οι αρχαίοι έλληνες βίωναν αυτή την προσπάθεια ένωσης με το Θείο.

Θυσίες

Κέντρο της λατρείας των Ελλήνων είναι ο βωμός και βασικό συστατικό της είναι η θυσιαστική πράξη , που αποσκοπεί στην άμεση επικοινωνία με τους Θεούς.. Όταν εγκαινιάζεται ένας νέος βωμός, καλείται το Θείο να αποδεχθεί το συγκεκριμένο θυσιαστήριο ως <<πόρτα>> από τον κόσμο των θνητών στον κόσμο των Αθανάτων και αντίστροφα. Σύμφωνα με τη μυθολογική αφήγηση, το θυσιαστικό έθιμο εγκαινίασε ο ίδιος ο Θεός της επικοινωνίας, ο Ερμής, όταν σκότωσε δύο από τα ιερά βόδια και τα τεμάχισε σε 6 τμήματα ως προσφορά προς τους δώδεκα Θεούς. Οι θυσίες είναι πολλών μορφών. Υπάρχουν αιματηρές θυσίες, αναίμακτες θυσίες, σπονδές οίνου, ύδατος, μελιού, γάλακτος ή ελαίου καθώς και αφιερώσεις πολύτιμων αντικειμένων. Οι θυσίες κατατάσσονται σε κατηγορίες και αναλόγως του ειδικού σκοπού τους. Έτσι έχουμε θυσίες τελετουργικές, που γίνονται ανά τακτές ημερομηνίες και είναι αφιερωμένες σε συγκεκριμένες θεότητες, θυσίες θεοποιητικές, όταν κάποιος νέος θεός γίνεται δεκτός ανάμεσα στους ήδη υπάρχοντες της πόλης, θυσίες τιμητικές, όπου προσφέρονται στους Θεούς δώρα σε εκδήλωση σεβασμού, θυσίες καθαρτικές, που είναι έκτακτες και γίνονται αποκλειστικά για απαλλαγή από κάποιο μίασμα, θυσίες μεταληπτικές, αφιερωμένες αποκλειστικά στους Ολύμπιους Θεούς όπου τρώγεται σε εορταστικό δείπνο - ως κοινωνία - το κρέας του θυσιασμένου ζώου. Υπάρχουν και άλλα είδη θυσιών, ανάλογα με πιο ειδικές περιπτώσεις της καθημερινής ζωής. Σωτήριες, Προγάμιες, Εισητήριες, Επεξόδιες, Διαβατήριες, Προτέλειες, Επινίκειες, Χαριστήριες, Ευαγγέλειες, Τελεστήριες… Οι αναίμακτες θυσίες γίνονται συνήθως με την προσφορά των <<απαρχών>> στους Θεούς, δηλαδή με την προσφορά των πρώτων και καλύτερων της κάθε απόκτησης των θνητών, που μπορεί να είναι τροφές, καρποί, λάφυρα κάθε είδους… Τέλος, κανονική θυσία αναίμακτου χαρακτήρα είναι η συστηματική ανάθεση των πολεμικών τρόπεων (ασπίδες, κράνη, όπλα) και άλλων πολύτιμων αντικειμένων (σκευών, κοσμημάτων, αγαλματιδίων ) που πιστευόταν ότι είχαν βοηθήσει στη νικηφόρα μάχη τους Έλληνες ή αντίστοιχα, ότι είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ευνοήσει κάποιους άλλους θρησκευτές στην απλή καθημερινή ζωή τους.

Γιορτές
Οι θεότητες των αρχαίων ελλήνων ήταν χωρισμένες σε θεότητες της ημέρας και θεότητες της νύχτας (ηλιακές και σεληνιακές). Η εναλλακτική εμφάνιση του Ήλιου και της Σελήνης θεωρήθηκε ως επακόλουθο μιας αδυσώπητης πάλης ανάμεσα στις θεότητες ,που σκοπό της είχε να βλάψει ή να βοηθήσει τους ανθρώπους. Η εποχή της σποράς πριν από το χειμώνα, καθώς και οι αρχές της άνοιξης, και γενικά όλα τα ηλιοστάσια, καθιερώθηκαν σα μέρες εορταστικές. Ο Ουρανός είναι το Πνεύμα - Πατέρας και η Γη είναι η Ύλη- Μητέρα. που αντιπροσωπεύει το παθητικό και θηλυκό στοιχείο. Η γονιμοποίηση της γης από τον ουρανό γίνεται μέσω της ζωογόνας βροχής . Σε ένα άλλο επίπεδο όμως αποκτά και τη σημασία της γονιμοποίησης της ψυχής.

Προσευχή
Ο άνθρωπος δέχεται σα θείο δώρο την ανατολή του Ήλιου ή τη γόνιμη βροχή και προσεύχεται στις θεότητες, είτε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του είτε για να απευθύνει σε αυτές τις διάφορες ικεσίες του. Η άμεση επικοινωνία των Ελλήνων με τους Θεούς τους επιτυγχάνεται μέσα από την προσευχή. Οι καθημερινές προσευχές γίνονται συνήθως το πρωί, ως καθαγιασμός της γιορτής της ημέρας, και απευθύνονται σε έναν ή περισσότερους Θεούς, του οποίου ή των οποίων ζητείται η βοήθεια και η συμπαράσταση. Προσευχή γίνεται και σε σημαντικές στιγμές της ημέρας, όπως λόγου χάρη, πριν από την έναρξη συνελεύσεων, πριν από τα διάφορα γεύματα, πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων και, τέλος, με το πέρας της ημέρας πριν τον νυκτερινό ύπνο. Ο προσευχόμενος φροντίζει προηγουμένως να είναι καθαρός από φυσικό και ψυχικό ρύπο, για αυτό και της προσευχής προηγείται εξαγνισμός του με αγιασμένο νερό ή θαλάσσιο. Μέσω της προσευχής ζητούν από τη θεότητα συμπαράσταση και βοήθεια στην προσπάθεια να αναχθούν πνευματικώς προς τα Άνω. Όμως μέσω της προσευχής επιδιώκεται και η ταύτιση και η ένωση με το Θείο. Κάθε πράξη του ανθρώπου δημιουργική, είναι μια Προσευχή, αρκεί να γίνεται ενσυνείδητα και να περιβάλλεται από αγάπη, ανωτερότητα και αρμονία. Πολλές πράξεις <<κοινές>> του ανθρώπου όπως η καλλιέργεια της γης, η προσφορά αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ακόμα και αυτό το γεύμα γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, έχουν ιερό χαρακτήρα και είναι ισότιμα προς μια Προσευχή.

Αθλητικοί αγώνες
Ήταν συνήθειο των Ελλήνων να τιμούν τους Θεούς με την τέλεση προς τιμή τους αθλητικών ή μουσικών αγώνων. Αθλητικούς αγώνες τελούσαν επίσης και για τους νεκρούς προγόνους ή τους αφηρωισμένους νεκρούς. Στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, η επιδίωξη της νίκης στις δοκιμασίες της ανθρώπινης δύναμης και επιδεξιότητας, είχε πάντα τη διπλή σημασία της εκπαίδευσης και της προετοιμασίας για μάχη, αλλά κυρίως οι ελληνικοί αγώνες αποτελούσαν πράξεις ξεκάθαρα λατρευτικές, δηλαδή ιεροπραξίες. Οι νικητές των διαφόρων αγώνων, που ουσιαστικά αποτελούσαν τελετουργικές πράξεις μίμησης του διαρκούς αγώνα των Θεών για τη διαμόρφωση και διατήρηση του αρχικού άτακτου Απείρου σε διατεταγμένο<<Κόσμο>> , καθώς και για τη μετέπειτα διατήρηση της αρχής τους ως εγγύηση της κοσμικής τελειότητας, αποτελούσαν προσωποποιήσεις της υπέρβασης του ανθρώπινου μέτρου. Η στέψη των νικητών με κορδέλες και κλαδιά δέντρων, ιερών στον εκάστοτε Θεό, συμβόλιζε ότι αποκτούσαν τη θεεική αναγνώριση μέσα από μια μυστική σύζευξη του νικητή θνητού με τον Ολύμπιο αθάνατο. Ήταν μια τολμηρή πράξη <<αθανατισμού>> και συνεγγύησης θνητών και Αθανάτων για την τελειότητα του αιώνιου και σφαιρικού <<Κόσμου>>. Ήταν μια πράξη επικοινωνίας μεταξύ του θείου και της εσωτερικής ανθρώπινης επιθυμίας να αποδείξει ότι μπορεί να φτάσει κάποτε και αυτός μέσα από την αρίστευση, στα Ολύμπια Δώματα.

Μουσικοί αγώνες - όρχηση
Η μουσική στην Αρχαία Ελλάδα ήταν το αντίστοιχο της γυμναστικής τέχνης και σήμαινε την αρμονική και τέλεια ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου κάτω από την άμεση εποπτεία των Μουσών. Η μουσική δεν έλειπε από τις κάθε είδους γιορτές των Θεών, όπως και από καμιά ιδιωτική ή δημόσια εκδήλωση των αρχαίων ελλήνων. Στις γιορτές των Θεών τραγουδούσαν οι Μούσες σκορπίζοντας κέφι και χαρά.. Στις ανθρώπινες αρχαίες ελληνικές γιορτές, στις νίκες, στα συμπόσια, στους γάμους, στους αθλητικούς ή ποιητικούς αγώνες, η παρουσία της μουσικής ήταν αισθητή.

Ύμνοι - Ποιήματα
Οι Ορφικοί ύμνοι, οι Ομηρικοί ύμνοι, οι φιλοσοφικοί και μυστηριακοί - λατρευτικοί ύμνοι, τα Καλλιεπή ποιήματα (έπη ,Παιάνες, Διθύραμβοι) αποτείνονταν προς τους θεούς και εξυμνούσαν τις εξαιρετικές πράξεις των ηρώων και των Θεών, με σκοπό να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους και να διαδώσουν το καλό παράδειγμα με τη μίμηση των αρετών των προγόνων. Οι ύμνοι ήταν γραμμένοι με τρόπο ώστε να αφυπνίζουν τις ψυχές με την ανάμνηση του κόσμου των Ιδεών, και να τις κατευθύνουν να πλησιάσουν προς το Ένα και Αγαθό.

Μύθοι
Μέσα στις μυθολογικές περιγραφές περιλαμβάνονται τα ύψιστα σύμβολα των ανώτερων διανοημάτων των αρχαίων Ελλήνων. Ο μυθικός ήρωας μέσα από την πάλη του ενάντια στα κατώτερα στοιχεία, αντιπροσωπεύει την εξελικτική ώθηση, είναι η προσωποποίηση της πνευματικοποιητικής ορμής. Η Θεότητα - το εξιδανικευμένο πνεύμα - γίνεται στο συμβολικό επίπεδο, ο μυθικός του πατέρας , και ο ίδιος είναι ο γιος του και ο απεσταλμένος του.

Γεωμετρία - Ιερή Γεωγραφία - Αρχιτεκτονική
Η Γεωμετρία ήταν η ιερότερη επιστήμη των Ελλήνων γιατί την ταύτιζαν με τη θεία αρμονία που υπήρχε μεταξύ του Ουρανού και της Γης και συνόψιζαν τη θεικότητα της ιερής αυτής επιστήμης στο ρητό <<Αεί ο Θεός γεωμετρεί>>. Δίδασκαν πως μόνο με τα μαθηματικά και ιδιαίτερα με τη Γεωμετρία μπορεί κανείς να φιλοσοφεί και να πλησιάσει το Θείο. Για αυτό το λόγο και τη θεωρούσαν πολύ χρήσιμη στην καθημερινή ζωή. Πρώτη και θεμελιώδη εφαρμογή της γεωμετρίας έχουμε στην αρχιτεκτονική, για τη χάραξη του περιγράμματος ενός κτιρίου στο έδαφος, για να οικοδομηθούν πάνω στις γραμμές , οι πέτρες και οι πλίνθοι.. Για να ολοκληρωθεί όμως το σχήμα του οικοδομήματος ώστε να ικανοποιεί τη λειτουργία και την εσωτερική του νομοτέλεια, θα πρέπει να τηρεί ορισμένες αναλογίες και διαστάσεις. Για τους αρχαίους έλληνες <<όπως είναι πάνω ,είναι και κάτω>>, υπάρχει δηλαδή μια αντιστοιχία του Ουρανού και της Γης, των Ουράνιων σωμάτων και κάποιων σημείων κόμβων της Γης όπου οι ενέργειες συγκεντρώνονται. Βάση της γνώσης αυτών των σημείων - κόμβων, τα αρχαία ιερατεία όριζαν τη θέση ενός νέου κτιρίου, ή μιας ολόκληρης πόλης, χάραζαν τα όρια ενός ιερού χώρου και όριζαν την οδό που θα συνέδεε δύο ιερά , ενεργοποιώντας το χώρο σε μια αρμονική σχέση με τα αστρικά σώματα.

Θεοί
Στην κρητο-μυκηναϊκή εποχή η Θεά Μητέρα είναι αυτή που δίνει ζωή σε όλα τα όντα. Αποκτά διάφορες συμβολικές όψεις σαν Πολεμίστρια ή σαν Θεά των Όφεων. Άλλες θηλυκές Θεότητες είναι η Δίκτυννα και η Βριτόμαρτις, που αργότερα ταυτίζονται με την Θεά Άρτεμη. Συμπληρωματικός Θεός της Μεγάλης Μητέρας είναι ο Δίας, που αρχικά είναι Θεός της Φύσης. Σύμβολό του είναι ο ταύρος, με τη γονιμοποιό δύναμή του. Στη Θεογονία του Ησιόδου και στα Ομηρικά έπη παρουσιάζονται οι θεοί της αρχαιοελληνικής Θρησκείας. Η θεογονία αναφέρει το Χάος, τη Γαία και τον Έρωτα, που αποτελούν την πρωταρχική Τριάδα. Από τον Ουρανό και τη Γαία γεννιούνται οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες. Ο Τιτάνας Κρόνος νικάει τον πατέρα του και από την ένωση του με τη Ρέα γεννιούνται οι Ολύμπιοι Θεοί. Τα παιδιά της Ρέας και του Κρόνου είναι ο Ποσειδώνας, ο Πλούτωνας, η Εστία, η Δήμητρα, η Ήρα και ο Δίας. Όμως ο Κρόνος καταβρόχθιζε τα παιδιά του (όπως ο Χρόνος) και ο Δίας ήταν αυτός που έσωσε τα αδέλφια του και έθεσε τέρμα στην εποχή της κυριαρχίας του Κρόνου. Ο Δίας είναι "πατέρας Θεών και ανθρώπων". Σύμβολο της δύναμης του είναι ο κεραυνός. Προστατεύει την οικογένεια, τη φιλία, την κοινωνική τάξη. Η Ήρα είναι η Βασίλισσα του Ουρανού. Αρχικά συμβόλιζε τη Μητέρα, αλλά αργότερα έγινε το πρότυπο της Συζύγου και της Γυναίκας. Η Αθηνά είναι η Θεά της Σοφίας και του πολέμου ή καλύτερα της Ένοπλης Ειρήνης. Προστατεύει τις Καλές Τέχνες και τις χειροτεχνίες και είναι η Προστάτιδα της πόλης των Αθηνών. Ο Απόλλων είναι ο Θεός του Ηλιακού Φωτός, της Μαντικής και των προφητειών. Προστατεύει τη μουσική και οι Μούσες, οι Κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, τον συνοδεύουν. Ιέρειές του ήταν οι Σίβυλλες και οι Πυθίες. Ακόμα είναι Θεός Θεραπευτής και ο Ασκληπιός, ο Προστάτης της Ιατρικής, είναι γιος του. Η Άρτεμη ήταν αρχικά μια βουκολική Θεά του κυνηγιού και των δασών. Είναι Θεά του Σεληνιακού Φωτός και με τα αλάνθαστα βέλη της σκοτώνει το κακό και νικάει τους εχθρούς, όπως και ο αδελφός της Απόλλων. Ο Ερμής είναι ο Θεός του εμπορίου, των ταξιδιωτών και των σπιτιών. Αργότερα αποκτά και την ιδιότητα του Ψυχοπομπού και οδηγάει τις Ψυχές στο μεταθανάτιο ταξίδι τους. Του αποδίδεται το χάρισμα της ρητορικής τέχνης, σαν μέσο μεταβίβασης και επικοινωνίας. Είναι ακόμα ο Αγγελιοφόρος των Θεών και φοράει φτερωτά σανδάλια, ενώ κρατάει το κηρύκειο, σύμβολο αυτής της επικοινωνίας μεταξύ Θεών και ανθρώπων. Ο Άρης είναι ο Θεός του πολέμου και έχει ηλιακή φύση. Τα μυστήρια του είχαν σχέση με τη ζωή και το θάνατο. Ο Ήφαιστος είναι ο θεϊκός σιδεράς, ο Τεχνίτης δημιουργός. Η σωματική του παραμόρφωση είναι σύμβολο της φωτιάς, με την οποία σφυρηλατεί τα έργα του. Η Αφροδίτη είναι Θεά της Γονιμότητας, της Ομορφιάς και της δύναμης του Έρωτα. Η Ουράνια Αφροδίτη είναι η όψη της αγνής, ουράνιας αγάπης, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι ο Έρωτας της Ψυχής προς τον Κόσμο των Ιδεών. Η Πάνδημος Αφροδίτη είναι η καθημερινή, γήινη αγάπη, που περιορίζεται συνήθως στον έρωτα των σωμάτων και όχι των ψυχών. Ακόλουθοι της Αφροδίτης είναι ο μικρός Έρωτας και οι Χάριτες. Ο Ποσειδώνας είναι ο Θεός των θαλασσών και μαζί με το Δία και τον Πλούτωνα αποτελούν μια Τριάδα. Σε κάποιους μύθους σχετίζεται με τη βυθισμένη ήπειρο της Ατλαντίδος. Η Εστία είναι η Θεά του πύρινου Κέντρου της οικίας και της πόλης. Οι βωμοί της ήταν κυκλικοί και εκεί άναβε η άσβεστη ιερή φωτιά. Είναι η Θεά της αναίμακτης Θυσίας. Η Δήμητρα είναι η Μητέρα Γη, θεά των καρπών και της γεωργίας. Στα Ελευσίνια Μυστήρια αναπαριστανόταν το ταξίδι της κόρης της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο, καθώς και η επιστροφή της στον Κόσμο του Φωτός. Αυτό είναι το συμβολικό ταξίδι της ανθρώπινης Ψυχής, που βυθίζεται στα σκοτάδια του κόσμου της ύλης, όμως χάρη στις αναζητήσεις και τις προσπάθειες του ανθρώπου θα μπορέσει να επιστρέψει στην Ουράνια Πατρίδα της. Ο Διόνυσος είναι ο Θεός του Ενθουσιασμού, του κρασιού και της βλάστησης. Είναι διπλογεννημένος και από αυτό το γεγονός προέρχεται ο διθύραμβος, που έψαλλαν προς τιμή του. Η συνοδεία του αποτελείται από τις Μαινάδες, τις Βακχίδες, τους Σατύρους, τους Σιληνούς, τις Νύμφες, τους Κένταυρους και το Θεό Πάνα. Ο Πλούτωνας είναι ο Βασιλιάς του Άδη, του Κόσμου των νεκρών. Σύζυγος του είναι η Περσεφόνη, η κόρη της Θεάς Δήμητρας. Η Εκάτη είναι σεληνιακή, χθόνια Θεότητα, που μοιάζει με την Άρτεμη. Κυριαρχεί στους εξαγνισμούς και χαρίζει τη Νίκη και τη Σοφία στους Μύστες. Άλλες δευτερεύουσες Θεότητες της ελληνικής Θρησκείας είναι η Θέμις, θεά της Δίκης, η Ίρις αγγελιοφόρος του Δία, η Ήβη, θεά της Νεότητας, ο Γανυμήδης, οινοχόος των Θεών, οι Ώρες. Ακόμα, υπάρχουν οι Αστρικές Θεότητες Ήλιος, Σελήνη, Ηώς, οι αστερισμοί Ωρίων. Πλειάδες και Υάδες και Θεότητες των Ανέμων, των Νερών και της Θάλασσας.

Συμβολα και τελετές στην Αρχαία Ελλάδα

Σύμβολα
 
Η Ελληνική Θρησκεία χαρακτηρίζεται για τα πλούσια σύμβολά της. Από το 3000 π.Χ. βρίσκουμε ίχνη του Μεσογειακού Πολιτισμού με κέντρο την Κρήτη, που εξαπλώθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα από τις Μυκήνες. Σύμβολα του κρητο-μυκηναϊκού πολιτισμού είναι οι πέτρες σε μορφή στηλών, τα βουνά, τα σπήλαια, τα ιερά δέντρα, οι βράχοι, ο αριθμός 3 και ιερά ζώα όπως ο ταύρος, τα φίδια, τα περιστέρια, οι αίγες. Η Θεά Μητέρα έχει ως σύμβολο αγάλματα με έντονα τα στοιχεία της γονιμότητας (στήθη και μεγάλες λαγόνες, φίδια γύρω από τα χέρια, τα στήθη και την κόμη της). Η ασπίδα επίσης είναι σύμβολο της πολεμικής όψης της Μεγάλης Θεάς. Ο σταυρός με το ρωμαϊκό του σχήμα, αλλά και ως αγκυλωτός σταυρός, βρίσκεται χαραγμένος στο μέτωπο των ταύρων ή στο γλουτό μιας Θεάς ή σκαλισμένος σε σφραγίδες ή σε μάρμαρα των βασιλικών ανακτόρων. Το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο του μινωικού πολιτισμού είναι ο διπλός πέλεκυς ή λάβρυς, όργανο θυσίας και ιερό όπλο του κρητικού Δία. Στη μυκηναϊκή θρησκεία πολλά σύμβολα είναι κοινά με της μινωικής, όπως τα κέρατα του ταύρου ή ο ίδιος ο ταύρος. Κοινό σύμβολο όλων των φάσεων της αρχαιοελληνικής Θρησκείας ήταν το Ιερό Πυρ, που έκαιγε πάντα άσβεστο προς τιμή των εφέστιων και πολιούχων Θεών, καθώς και των ψυχών των προγόνων. Ο Ουρανός, η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη, τα Άστρα, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και τα στοιχεία της φύσης συμβολίζουν τις ενέργειες των Θεών με τους οποίους συνδέονται. Τα κτερίσματα των τάφων μαρτυρούν τη σύνδεση του σκύλου και του φιδιού με τις επικήδειες λατρείες. Τα άλογα συνδέονται με την Ηλιακή λατρεία και τον Απόλλωνα. Ο ταύρος ήταν ιερός, συμβόλιζε το Δία, ενώ η ιερή αγελάδα συνδέεται με τη "βοώπιδα Ήρα". Ο χοίρος είναι σύμβολο γονιμότητας και θυσιάζεται στις τελετές της Δήμητρας, του Διόνυσου, του Ερμή. Τα φίδια ως σύμβολα εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι την Αθήνα του 5ου αιώνα. Είναι τα ιερά ερπετά της Θεάς Αθηνάς και μάλιστα ένα ιερό φίδι κατοικεί στην Ακρόπολη, στο ναό της Θεάς. Ακόμα το φίδι είναι σύμβολο του Θεού της Ιατρικής Ασκληπιού, του Ερμή και του Απόλλωνα. Οι Πυθικοί Αγώνες θεσπίστηκαν προς τιμή του νεκρού Πύθωνα των Δελφών. Το Κηρύκειο του Ερμή αποτελείται από ένα κεντρικό κλαδί - άξονα, γύρω από το οποίο είναι περιτυλιγμένα δυο φίδια και είναι σύμβολο της ένωσης μεταξύ του ανώτερου και του κατώτερου κόσμου. Ο ίδιος ο Δίας, σε κάποιες εκδοχές μύθων, ήταν ένα τρομερό Φίδι. Τα άλογα και οι ταύροι είναι σύμβολα της θαλάσσιας δύναμης του Θεού Ποσειδώνα. Τα "Παλλάδια" ήταν πέτρες που συμβόλιζαν τη Θεά Αθηνά, της οποίας άλλα σύμβολα ήταν η αγριελιά και η κουκουβάγια. Το παγώνι, σύμβολο του έναστρου ουρανού, συνδέθηκε με τη Θεά Ήρα. Σημαντικά σύμβολα είναι τα άγρια ζώα, οι μεγάλες δυνάμεις της Φύσης, που περιστοιχίζουν τη Μεγάλη Μητέρα με την όψη της "Πότνιας Θηρών".

Τελετές στην Αρχαία Ελλάδα

Πολύ πλούσιες τελετές και εντυπωσιακές γιορτές συναντάμε όμως σε όλο τον τότε γνωστό ελληνικό κόσμο. Θα παρουσιάσουμε εδώ κάποιες από τις βασικότερες τελετές που ήταν δεμένες με την κοινωνική ζωή των δύο πιο σημαντικών Ελληνικών πόλεως την Σπάρτη και την Αθήνα. Σε μερικές θα συναντήσουμε κάποια στοιχεία που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας κλεισμένα όμως στην θρησκεία που επικράτησε αργότερα, τον Χριστιανισμό. Πάντως πέρα από αυτές τις συγκεκριμένες που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε, υπάρχουνε πάρα πολλές άλλες που αφορούν την λατρεία θεών με αφιερωμένους αγώνες μουσικούς και αθλητικούς, οι οποίοι αγώνες όμως είχαν και σαν στόχο να εντάξουν τους νέους στην κοινωνία και να τους εκπαιδεύσουνε μέσα από την ευγενείς άμιλλα. Ξεκινάμε από τις τελετές που είχαν σχέση με τον πιο σημαντικό θεσμό της αρχαιότητας που ήταν τα "Μυστήρια". Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να παραβλέψουμε τα μυστήρια της Σαμοθράκης που θεωρούνται από τα παλαιότερα και στα οποία μυήθηκε και Φίλιππος της Μακεδονίας

Σαμοθράκη
Τελετή Μύησης: Γινόταν πάντα νύχτα κάτω από το φως των δαυλών. Οι υποψήφιοι Μύστες προχωρούσαν στο σκοτάδι κρατώντας λυχνάρια στα χέρια τους, ένα σύμβολο εσωτερικού φωτός που τους βοηθούσε να διώξουν τα σκοτάδια της άγνοιας και της ύλης. Αρχικά προετοιμάζονταν σε ένα δωμάτιο που ονομαζόταν "Ιερή Οικία",εκεί τους φορούσαν έναν χιτώνα μάλλον μαύρου χρώματος Καθώς έπρεπε να προχωρήσουν για να φτάσουν στην μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου, περνούσαν πρώτα μπροστά από τον ιερό βράχο, ο οποίος ήταν χωμένος στο βάθος ενός στρογγυλού λάκκου και εκεί κάνανε σπονδές για να έχουν την συμπαράσταση των χθόνιων θεών. Επειτα έπρεπε να κάτσουν πάνω σε μια στρογγυλή εξέδρα που ήταν τοποθετημένη μπροστά στην κεντρική είσοδο και παρακολουθούσαν από εκεί ιερούς τελετουργικούς χορούς και ύμνους που προετοιμάζανε την συνείδησή τους για αυτό που θα συνέβαινε. Στη συνέχεια οδηγούσαν τον υποψήφιο Μύστη στην βόρεια αίθουσα του ανακτόρου όπου και θα λάβαινε χώρα η πραγματική δοκιμασία. Εκεί παρακολουθούσε τελετουργικές παραστάσεις και του αποκαλύπτονταν ιερά σύμβολα τα οποία έπρεπε ο ίδιος έπειτα να ερμηνεύσει. Ο χρόνος όπου γινόταν οι τελετές μύησεις ήταν 9 μέρες. Σε κείνες τις 9 μέρες το νησί πενθούσε και δεν άναβε κανένα φως πουθενά. Αυτές οι 9 μέρες συνοδεύονταν και από νηστεία. Ωσπου έφτανε την τελευταία μέρα το νέο φως που ερχόταν με καράβι από το ιερό νησί της Δήλου. Οι άνθρωποι περιμένανε στο λιμάνι να έρθει το πλοίο από όπου έπαιρναν φως και με αυτό τον τρόπο ξυπνούσε και η εσωτερική τους ανανέωση.

Ελευσίνα

Η τελετή των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας είχε διάρκεια 9 μέρες. Την πρώτη μέρα έβγαζαν οι ιερείς από τον ναό τα ιερά απόρρητα και τα απόθεταν στο ιερό της αγοράς το οποίο και ονομαζόταν για αυτό τον λόγο " Ελευσίνιον το εν Αστυ" Με την πανσέληνο κηρύσσονταν από τον ιεροκήρυκα η "παρόρμισιν" που σήμαινε την έναρξη των Μυστηρίων. Την επομένη οι υποψήφιοι Μύστες ντυμένοι στα λευκά και μαζί με τους χοίρους που θα προσφέρανε για θυσία στη θεά Δήμητρα μπαίνανε στη θάλασσα για να καθαρθούν. Η κύρια τελετή ξεκινούσε με μια εντυπωσιακή πομπή προς την Ελευσίνα Μπροστά πηγαίνανε οι ιερείς και οι Μύστες οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους ράβδο από πλεγμένα κλαδιά (τον βάκχιλο) ακολουθούσαν οι πολιτικοί άρχοντες και ο λαός. Η πομπή περνούσε από μια γέφυρα όπου υπήρχαν κάποιοι μασκοφόροι καθισμένη σε μια γέφυρα οι οποίοι τους έβριζαν από μακριά. (Αυτή η διαδικασία ίσως να συμβόλιζε την δύναμη που πρέπει η ψυχή ώστε οι δύσκολες καταστάσεις που θα συναντήσει να μην μπορέσουν εύκολα να την βγάλουν από τον δρόμο της). Όταν η πομπή έφτανε στο ιερό, τοποθετούσαν τον Ιακχο (ένα άγαλμα που βάζανε μπροστά στην πομπή) και ύστερα χόρευαν και τραγουδούσαν οι Μύστες. Ακολουθούσαν προσφορές θυσιών και γλυκισμάτων, και έφτανε η νύχτα των Μυστηρίων. Οι υποψήφιοι Μύστες μπαίνανε στο Τελεστήριο για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα που ήταν η αναπαράσταση του Μύθου της Περσεφόνης.

Παναθήναια

Γιορταζόταν κάθε 4 χρόνια τον μήνα Εκατομβαίων (γύρω στις 15 Αυγούστου). Η διάρκεια ήταν 4-10μέρες και ήταν φυσικά αφιερωμένα στην Αθηνά. Ξεκινούσε με χορούς και τραγούδια νέων και νεανίδων πάνω στον ιερό βράχο Την επομένη γινόταν κι εδώ μια μεγάλη πομπή η οποία ξεκινούσε από τον Κεραμικό και κατέληγε στην Ακρόπολη. Στην τελετή συμμετείχε σχεδόν όλος ο Αθηναϊκός λαός. Νέοι και νέες κρατούσαν κλαδιά ελιάς και προσφορές διάφορες για την Αθηνά μέσα σε υδρίες, καλάθια κ.α. όπως βλέπουμε στις αναπαραστάσεις. Την πομπή ακολουθούσαν και ιππείς και άρματα καθώς επίσης και τα ζώα που θα θυσιάζονταν στην Εκατόμβη. Στην κεφαλή της πομπής αυτής ήταν "το πέπλο" της Αθηνάς, το οποίο το είχανε κεντήσει με αναπαραστάσεις της θεάς από την γιγαντομαχία. Το πέπλο βρισκόταν τοποθετημένο πάνω σε μια τριήρη σε ρόδες δεμένο σαν ιστίο. Όταν έφθαναν στην Ακρόπολη το πρόσφεραν στο μεγάλο άγαλμα της θεάς που βρισκόταν εκεί, και έπειτα ξεκινούσαν τις σφαγές των ζώων και τις ετοιμασίες για τις θυσίες. Την τελετή έκλεινε το μεγάλο φαγοπότι που ακολουθούσε τις θυσίες και το ψήσιμο τόσων σφαγείων. Ολος ο λαός καθόταν σε στυλ πικνίκ σε διάφορα σημεία διασκορπισμένος κάτω από δέντρα, ενώ τα πιο σημαντικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι επίσημοι προσκεκλημένοι άλλων πόλεων φιλοξενούνταν σε ειδικά κατασκευασμένες τραπεζαρίες. Την επομένη γινόταν οι αθλητικοί αγώνες και άλλοι όπως π.χ λαμπαδηφορία (δηλαδή σκυταλοδρομία από τον βωμό του Προμηθέα που ήταν στην Ακαδημία έως την Ακρόπολη) ή ευανδρία (δηλαδή ένα είδος καλλιστεία ανδρών)κ.α.

Πολεμική Τελετή

Αυτή την τελετή την συναντάμε στην Σπάρτη. Πριν ξεκινήσει η μάχη με τον εχθρό, στεκόταν οι στρατιώτες σε παράταξη, έχοντας στα πόδια τους μπροστά τα κράνη και τις ασπίδες τους. Ο Βασιλιάς τελούσε εκείνη την στιγμή μια θυσία στην Άρτεμη, τον Απόλλωνα και τις Μούσες. Σε όλη την διάρκεια της θυσίας, παιζόταν από αυλητές ένας παιάνας προς τιμήν των Διόσκουρων και των προγόνων τους. Αφού οι Μάντεις ολοκλήρωναν την μελέτη των σφαγείων, οι πολεμιστές ξαναφορούσαν τις περικεφαλαίες και τις ασπίδες τους και βάδιζαν προς τον εχθρό ενώ έψελναν δυνατά τον παιάνα.

Τελετή του θανάτου

Από τα χρόνια του μύθου συναντάμε στην αρχαία Ελλάδα την καύση των νεκρών ως πιο διαδεδομένη, από τον 7ο αι. και μετά εμφανίζεται και η σκέτη ταφή. Πάντως σε γενικές γραμμές αυτό που συνηθιζόταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις ήταν περισσότερο η καύση του νεκρού και ακολουθούσε η ταφή της τέφρας με την απόθεση κτερισμάτων. Γίνονταν επικλήσεις στον Ερμή ως ψυχοπομπό, στο στόμα του νεκρού, και αφού πρώτα πλένανε όλο το σώμα του, τοποθετούσαν ένα κέρμα για τον Άδη. Συνηθιζόταν να ακούγονται επικήδειοι σαν τελευταία επαφή με τον νεκρό. Στόλιζαν πρώτα τον τάφο με κορδέλες και στεφάνια από σέλινο, έπειτα ρίχνανε από πάνω λουλούδια και μύρο καθώς επίσης και ένα μίγμα από μέλι γάλα και κρασί (το μελίκρατον). Επίσης καίγανε αποξηραμένα άνθη ή στάχυα, καθώς επίσης σπάζανε πήλινα αγγεία (ένα έθιμο που έφτασε μέχρι τις μέρες μας). Θυσίες κάνανε στα τριήμερα και στα εννιάμερα καθώς επίσης και στα 30ντάμερα (τα δικά μας 40). Το "Περίδειπνο" ακολουθούσε την ταφή και ήταν η συγκέντρωση των συγγενών για φαγητό αφού όμως πρώτα γινόταν ο καθαρμός της οικίας με θυμίαμα και αγιασμό και των ιδίων με πλύσιμο χεριών και κεφαλιού. Στην Σπάρτη το πένθος διαρκούσε έως 10 μέρες, ενώ στην Αθήνα ολοκληρώνονταν με την "τριακάδα θυσία" δηλαδή 30 μέρες.

Τελετή του Γάμου

Γινόταν συνήθως το μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος). Θα ξεκινήσουμε με την τελετή μόνο του γάμου έτσι όπως ήταν στην αρχαία Αθήνα. Ο Γάμος ξεκινούσε με μια τελετή εξαγνισμού της νύφης. Μέσα σε μια υδρία έφερναν νερό από το ποτάμι της καλλιρόης, και έλουζαν με αυτό την νύφη. Το γενικό πρόσταγμα το είχε μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας, την οποία ονόμαζαν "νυμφοστόλο". Παράλληλα με τον στολισμό της νύφης , στο σπίτι συγκεντρώνονταν φίλοι και συγγενείς που έφερναν δώρα. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του γάμου, που το βλέπουμε και στις διάφορες αναπαραστάσεις, είναι ο πέπλος που σκέπαζε το πρόσωπο της νύφης. Στην συνέχεια αφού είχε στολιστεί η νύφη με δαχτυλίδια περιδέραια κλπ, αφού είχε βάλει το πέπλο και ένα στεφάνι στα μαλλιά της ξεκινούσε η κυρίως τελετή. Όλοι μαζεύονταν μπροστά στο βωμό του Δία και της Ήρας και του Υμέναιου (γαμήλιοι θεοί) και έκαναν προσφορές και θυσίες. Ακολουθούσε ένα μεγάλο φαγοπότι στην μεγάλη αίθουσα του σπιτιού, όπου οι άντρες καθόταν από την μια πλευρά και οι γυναίκες από την άλλη. Όταν άρχιζε να νυχτώνει ξεκινούσανε σαν πομπή με τα δώρα και την προίκα και πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Την στιγμή που η νύφη έμπαινε μέσα όλοι της πετούσαν ξερά σύκα και καρύδια. Έπειτα της πρόσφερε (πιθανά η πεθερά) ένα κυδώνι ή ένα χουρμά, σύμβολα γονιμότητας. Το ζευγάρι έμπαινε στον κοιτώνα τους όπου θα επακολουθούσε η αποκάλυψη του πέπλου και οι απ' έξω τραγουδούσαν το "επιθαλάμιον" ένα τραγούδι ειδικό για την περίσταση και έφευγαν. Έτσι τελείωνε και η τελετή. Στην Σπάρτη τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ο γάμος αντιστοιχούσε κι στο στυλ ζωής της Σπάρτης. Ήταν σημαντικός και ήταν ντροπή για κάποιον σπαρτιάτη να μείνει ανύπαντρος και χωρίς παιδιά. Έτσι λοιπόν όταν έφτανε στην ηλικία των 30 άρπαζε την νύφη και την πήγαινε στο σπίτι του. Εκεί περίμενε ήδη μια γυναίκα η "νυμφεύτρια" η οποία την έπαιρνε και της κούρευε τα μαλλιά σύρριζα. Της φορούσε ένα χοντρό τσουβάλι για νυφικό και κάτι χοντροπάπουτσα και της έβαζε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι με άχυρα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί η νύφη περίμενε υπομονετικά τον γαμπρό. Εκείνος όταν έφευγε από το αντρικό συσσίτιο στο οποίο δειπνούσε κάθε βράδυ, έμπαινε σαν κλέφτης στο δωμάτιο της έβγαζε το τσουβάλι και ξάπλωνε για λίγο μαζί της, και μετά έφευγε να κοιμηθεί στον στρατώνα μαζί με τους συντρόφους του. Γενικά στην Σπάρτη η υπόθεση του γάμου ήταν κάτι το οποίο εξελισσόταν στα σκοτεινά.

Η Τελετή της Βάπτισης

Η τελετή της βάπτισης στην Αρχαία Αθήνα γινόταν συνήθως την πέμπτη έβδομη και δέκατη μέρα από την γέννηση του παιδιού. Η τελετή ονομαζόταν "αμφιδρόμια" Πρώτα κρεμούσαν έξω από την πόρτα ένα κλαδί ελιάς για το αγόρι ή μια μάλλινη εσάρπα για το κορίτσι. Σύμβολα ανδρείας και προκοπής αντίστοιχα. Μετά γινόταν καθαρμοί για όλους τους συγγενείς. Μια τροφός έπαιρνε το παιδί και έτρεχε μαζί του γύρω από τον κεντρικό βωμό της εστίας. Έτσι παρουσιάζονταν στην θεά και γινόταν και η επίσημη εισαγωγή του στην κοινωνική ομάδα. Την δέκατη μέρα συγκεντρώνεται πάλι η οικογένεια με τους συγγενείς για θυσία και συμπόσιο. Είναι και η στιγμή όπου ο πατέρας δίνει στο παιδί του όνομά του και οι υπόλοιποι δίνουν δώρα και φυλακτά στο παιδί.

Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 04

Κοσμήματα

Οι μεγαλοκυράδες, με τους μπούστους τους και με το φαρδύ παντελόνι σε σχήμα φούστας, γαρνιρισμένο με φραμπαλάδες, καθώς και οι άρχοντες, με την τριγωνική πάνα που τους σκεπάζει τα γεννητικά όργανα ή με χιτώνα, πηγαινοέρχονται φορτωμένοι με κοσμήματα. Στολίζουν τα μαλλιά, τα αυτιά, το λαιμό, τους καρπούς, τα δάχτυλα των χεριών. Πόρπες και καρφίτσες, ροδόσχημα κουμπιά συγκρατούν τις σάρπες, στερεώνουν τα ρούχα.

Οι κομμώσεις, που άλλες αφήνουν κυματιστά τα μαλλιά και άλλες πλεκτά, στολίζονται με χτένες, κορδέλες, διαδήματα, μακριές φουρκέτες. Όλοι έχουν το δικό τους σφραγιδόλιθο, από χαλκηδόνιο λίθο, αχάτη ή κρύσταλλο, που αποτελεί αντίτυπο της προσωπικότητάς τους και ταυτόχρονα σφραγίδα και φυλαχτό, γιατί οι σκηνές νίκης που εικονίζονται σ' αυτόν έχουν συμβολική αξία.

Έτσι οι χρυσοχόοι και οι λιθοχαράκτες του ανακτόρου δεν μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς πελατεία. Εκείνοι, ωστόσο, που δέχονται τις περισσότερες παραγγελίες, είναι αυτοί που επεξεργάζονται το ελεφαντόδοντο. Δεν τους αρκεί να παραδίνουν στους επιπλοποιούς τα χαραγμένα ή ανάγλυφα στολίδια, που θα στολίσουν το δίφρο του άρματος, τα κιβώτια και τα σκαμνιά, όλα τα μικρά κιβώτια που θα δώσουν οι άρχοντες στους φιλοξενουμένους τους την ημέρα της αναχώρησής τους. Το ελεφαντόδοντο μεταβάλλεται κάτω από τα δάχτυλά τους σε ιντάλιο, σε κοσμήματα, σε φυλαχτά, σε λαβές, σε καθρέφτες, σε τραπέζια παιχνιδιών με τα πιόνια τους, τα ζάρια, τα κότσια τους, σε στρογγυλά κουτιά, σε αγαλματάκια, κεφάλια και μέλη που τα προσαρμόζουν ή τα σφηνώνουν σε μεγάλα επίχρυσα αγάλματα.

Ελεφαντουργοί

Ο ελεφαντουργός των Μυκηνών έχει στον πάγκο του, που βρίσκεται πάντα σε μέρος πολύ φωτεινό, επτά μπρούντζινα εργαλεία: ένα μικρό πριόνι, τρία γλύφανα, το ένα με κυρτή λεπίδα, μια λίμα, ένα είδος κυλινδρικού τρίφτη και ένα τοξοειδές τρυπάνι Το ξέστρο του είναι από οψιδιανό λίθο, τη λάβα αυτή που μοιάζει με γυαλί και που τη φέρνει από τη Μήλο ή από το Γυαλί. Το υλικό που θα επεξεργαστεί, το πράσινο, το λευκό ή το κίτρινο ελεφαντόδοντο, του έρχεται κυρίως από τη Συρία: κοπάδια από ελέφαντες ζούσαν στις όχθες του Ορόντη ως τον 8ο αιώνα προ Χριστού. Δεν περιφρονεί, ωστόσο, τα δόντια του ελέφαντα και του ιπποπόταμου της Αιγύπτου, τους χαυλιόδοντες των ελληνικών κάπρων. Κόβει με πριόνι στο χαυλιόδοντα, έναν κύλινδρο με τόσο τέλεια τομή, ώστε θα έλεγε κανείς ότι είναι μια μεταλλική ρωγμή.

Σκαλίζει, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, πάνω στην εσωτερική επιφάνεια έναν άγριο ταύρο, που ανατρέπει έναν κυνηγό μέσα σ' ένα τοπίο δάσους. Χαράζει το εσωτερικό μέρος της βάσης, για να στερεώσει με σφήνες και λούκια ένα στρογγυλό πάτο. Ένα σμιλεμένο καπάκι εφαρμόζει στο στόμιο του πάνω μέρους. Θα μουσκέψει το αντικείμενο μιάμιση μέρα, αν ο πελάτης το θέλει, μέσα σε ξίδι ή στύψη και θα το βάψει με πορφύρα. Ή θα κολλήσει στην επιφάνεια ένα φύλλο χρυσού. Διαφορετικά, ο καλλιτέχνης θα σβήσει κατόπιν, με την πιο ψιλή άμμο και με σκόνη από ελαφρόπετρα, τις σπάνιες ανωμαλίες και θα γυαλίσει ολόκληρο το αντικείμενο με ένα στουπί γεμάτο κιμωλία. Τα θέματά του τα δανείζεται από την πανίδα και τη χλωρίδα της πατρίδας του, αλλά και, γύρω στο 1250, από τη θεματογραφία της Μιλήτου, της Σιδώνας και της Κύπρου, όπου ακμάζουν σημαντικά εργαστήρια: σφίγγες η μία απέναντι στην άλλη, πάλη λιονταριού με γρύπες, λιοντάρια που καταβάλλουν ταύρους και ανθρώπους.

Λογιστές

Συχνά γίνεται λόγος για το επάγγελμα, και μάλιστα για την τάξη ή την κάστα των γραφέων. Σε κανένα, ωστόσο, από τα τέσσερις χιλιάδες πήλινα έγγραφα που υπάρχουν και που τα περισσότερα δεν είναι παρά προχειρογραφήματα ή προσωρινές σημειώσεις, δεν αναγράφεται το όνομά τους. Η έννοια όμως του γραφέα φαίνεται πως ήταν ξένη στο μυκηναϊκό πολιτισμό.

Όποιος στην Ελλάδα ήξερε να γράφει, έστω κι αν ήταν ξένος, έπαιρνε, όπως και στην αρχαία Κίνα, σημαντική θέση στη διοίκηση των ανακτόρων και των ναών. Οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να είναι όλοι γραμματισμένοι. Μετέγραφαν τους λογαριασμούς και τις χρονιάτικες αναφορές τους σε φθαρτά υλικά, λινό, περγαμηνή, φυτικές ίνες ή φλοιούς. Δέκα το λιγότερο αξιωματούχοι, ίσως και δώδεκα, έλεγχαν τις εισόδους και τις εξόδους των τροφίμων και των ακατέργαστων ή βιομηχανοποιημένων προϊόντων, συνέτασαν τις απογραφές των στάβλων, των αποθηκών των εφοδίων ή των κελαριών, κατέγραφαν λογιστικά τα χρέη και τις οφειλές, καθόριζαν το ρόλο και τη βάση της φορολογίας, πρόβαιναν στην απογραφή του πληθυσμού και των ζωντανών, έκαναν κατανομή της εργασίας στις εργάτριες και στους εργάτες και εξοικειώνονταν με τις πολύπλοκες υποδιαιρέσεις των μονάδων , των μέτρων και των σταθμών. Μερικοί πίστεψαν πως αναγνώρισαν σαράντα, το λιγότερο, διαφορετικά "γραφεία" στο ανάκτορο μόνο της Κνωσού, γύρω στα 1300 π.Χ.

Στην πραγματικότητα τα λογιστικά έγγραφα μας γνωρίζουν διάφορους, πολύ ειδικευμένους υπαλλήλους, έναν επιστάτη για τα σύκα (ΟΡΙSUKΟ), έναν για τους καρπούς της γης ή τα δημητριακά (ΟΡΙΚΑΡΕΕU), έναν έφορο για το μέλι(ΜERΙDUΜΑ), έναν αποθηκάριο (ΟΡΙΤΕUΚΕΕU), έναν επιστάτη για τα κράματα (ΜΙΚΑΤΑ) ένα μετρητή (ΜΕΖΑΝΑ), έναν οπλοποιό (EΤΟWΟKΟ), ένα φύλακα των ιερών δερμάτων (;) (DΙΡRERΑΡΟRΟ), έναν επιφορτισμένο στο άναμμα της φωτιάς με πολλούς βοηθούς, έναν υπο-επιστάτη (ΡΟRΟDUΜΑ). Πάνω από αυτούς, που θα 'πρεπε να ξέρουν να γράφουν, γιατί έπαιρναν και διαβίβαζαν γραπτές διαταγές, υπήρχε ένας επίτροπος (KΟRΑΤE) και ένας πληρεξούσιος (ΡΟΡΟKΟREΤE) και, στις επαρχίες, ένας επαρχιακός επόπτης (ΑΤΟΜΟ) και ένας επαρχιακός διαχειριστής (DΑΜΟKΟRΟ).

Είναι φανερό πως οι τελευταίοι αυτοί αξιωματούχοι (QΑSΙRΕWΙΥΟΤΕ) διακρίνονται σε σχέση με τους προηγούμενους από τα φανταχτερά τους ρούχα και τα εμβλήματά τους, από τη μεγάλη ζωή που έκαναν και από την ίδια την τροφή τους. Ο επαρχιακός ελεγκτής, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, έπαιρνε τη χορηγία του σε γουρούνια. Οι επίτροποι και οι έπαρχοι φορολογούνταν διαφορετικά την ημέρα που το Κράτος είχε επείγουσες ανάγκες από μέταλλο ή λινάρι. Ορισμένοι υπάλληλοι με μυστηριώδεις αρμοδιότητες είχαν το δικαίωμα να απαλλάσσουν από ορισμένα βάρη αυτούς που διοικούσαν. Όπως αυτός ο ESΑREU, ίσως κάποιος διαχειριστής, που τον έλεγαν Κεύποδα, ο οποίος εξαιρούσε διάφορες κοινότητες στα νοτιοδυτικά της Πύλου, από τη φορολογία σε λινάρι ή σε είδη από λινάρι.

Ή ακόμη ο WΑΤEU, κάποιος ίσως εφοριακός πράκτορας, που ήταν επιφορτισμένος με τις μισθώσεις της γης. Άλλοι μετακινούνταν, όπως ο ΑKERΟ, ελληνικά άγγελος ή αγγελιαφόρος, που ήταν επιφορτισμένος να στέλνει επιστολές, και ο KΑRUKΑ, ή ιερός κήρυκας. Τι να πούμε, ωστόσο, για τον ΡΑDEΥ, τον ΡΑDΑWEΥ και για πολλούς άλλους, που ο όνομά τους δεν εμφανίζεται παρά μια ή δυο φορές συνολικά; Και μια που δεν βρίσκουν κάτι καλύτερο, τους μεταφράζουν σαν κύρια ονόματα, ενώ μπορεί να είναι, για παράδειγμα, όπως οι ΑΜΟΤERE και οιEREUΤERE επίτροποι, επιθεωρητές, πληρεξούσιοι και φοροεισπράκτορες.

Ζωγράφοι

Στην καρδιά του παλατιού, στο βάθος μιας αυλής, πίσω από μια στοά, από έναν προθάλαμο και από μια δίφυλλη πόρτα, απλώνεται μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, που η οροφή της συγκρατείται από τέσσερις κίονες. Συγκεντρώνονται κοντά στην κεντρική εστία για τα γεύματα, για τα συμπόσια, που συνοδεύονται από τραγούδια και αφηγήσεις, για τις δεξιώσεις.

Είναι το μέγαρο. Εκεί μέσα απασχολείται πότε-πότε μια ομάδα διακοσμητών με τους βοηθούς τους, για την επισκευή των τοιχογραφιών. Μιλούν αυθαίρετα για νωπογραφίες, αλλά πρόκειται για μια ολότελα διαφορετική τεχνοτροπία. Πάνω στις εσωτερικές πλευρές του τοίχου έχουν απλώσει οι χτίστες μια στρώση από κιτρινωπή άργιλο ανακατεμένη με ψιλοκομμένο άχυρο για να βαστάξει καλύτερα. Από πάνω οι γυψοποιοί πέρασαν δύο ή τρεις, πολύ λεπτές αλλά του ίδιου πάχους στρώσεις μαρμαροκονίας. Λειαίνουν τη μαρμαροκονία αυτή με μεγάλη προσοχή με το μαρμαρένιο στίλβωτρο, και σε μερικά σημεία ακόμη και με το νύχι: δεν υπάρχει πια η παραμικρότερη γούβα, μια ανωμαλία, ένα χαλίκι. Και κατόπιν τα αφήνουν όλα να στεγνώσουν έναν ολόκληρο μήνα.

Οι ζωγράφοι εργάζονται πάνω στην τελευταία επίστρωση, μια στεγνή και σκληρή επένδυση, την ΚΙRΙSΕWΕ, σύμφωνα με τη μέθοδο που τώρα ονομάζουν Α FRESCΟ SECCΟ. Μουσκεύουν κομμάτι, κομμάτι, ελαφρά με το σφουγγάρι την επιφάνεια που θα διακοσμήσουν και που θα τη βάψουν με το πινέλο και το καλάμι. Οι κοπανισμένες χρωστικές ουσίες, που τις διαλύουν μόνο μέσα σ' ένα αρκετά ανοιχτόχρωμο ασβεστοπολτό, είναι βασικά οργανικές και ορυκτές ουσίες. Όταν το μαύρο δεν είναι από μελάνι σουπιάς, το φτιάχνουν από σκόνη καρβουνιασμένων οστών ή από καπνιά. Η ώχρα δίνει το κίτρινο και όταν την καίνε, διάφορες άλλες αποχρώσεις, που αρχίζουν από το καφέ και φτάνουν στο κοκκινόξανθο.

Από τον αιματίτη βγάζουν τα διάφορα κόκκινα χρώματα, από το ροζ μέχρι το κρεμεζί. Το κιννάβαρι δίνει ένα χρώμα ροδαλό. Το μπλε και το πράσινο δεν είναι παρά οι σκόνες αυτές του αζουρίτη και του μαλαχίτη, των δύο αυτών ανθρακικών αλάτων του χαλκού, που συναντήσαμε και παραπάνω στην κατασκευή της υαλόμαζας, που οι κιβδηλοποιοί και οι ερασιτέχνες εξακολουθούν να ονομάζουν λαζούρι, εμαγιέ, σμάλτο ή νιέλλο. Το πιο σκούρο ή πιο ανοιχτό καφέ δεν είναι παρά ένα χώμα με μικρότερη ή μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οξείδια του σιδήρου και του μαγγανίου. Είναι πολύ πιθανό, μα όχι και βέβαιο, ότι οι μυαλωμένοι αυτοί τεχνίτες είχαν προσέξει τις χρωματικές αρετές που έχουν τα κράματα του κοβαλτίου και του χρωμίου, δύο ορυκτών που τα βρίσκουμε σε πολλά ορυχεία της Κρήτης. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι σίγουρο: ότι έκαναν διάφορες αναμείξεις μέσα στα δοχεία τους.

Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 03

Οι γναφείς και οι βαφείς

Πολλές άλλες ακόμη συντεχνίες επαγγελματιών συνωστίζονταν γύρω από τα τείχη και χρησιμοποιούσαν τα βουερά λεβέτια των σιδηρουργών , τις σκάφες και τους κάδους των αγγειοπλαστών. Εκεί δούλευαν οι γναφείς (ΚAΝΑΡEWE), που τους ονόμαζαν καμιά φορά "βασιλικούς", και οι βαφείς που καθάριζαν με ζεματιστό νερό τα μαλλιά, τα μπουγάδιαζαν με στάχτη και αιγυπτιακή σόδα ή με χώμα από την Κίμωλο, τα ξέβγαζαν, κατέστρεφαν τις φυτικές τρίχες ή ίνες με χυμό αλόης, ροδιάς, ξυνίθρας, στύψης, με ταννίνη ή με διάφορα αμμωνιούχα προϊόντα, για να πιάνουν καλά οι χρωστικές ουσίες, που έβγαζαν από την πορφύρα, την κοχενίλλη, τον κρόκο, την ίριδα, τον ίσατι, τον κάρθαμο ή τα σιδηρούχα χώματα.

Μέσα από τα επίσημα έγγραφα των ανακτόρων βλέπουμε τους αξιωματούχους ντυμένους με άσπρους, κόκκινους και μαβιούς μανδύες, με άσπρα ή πολύχρωμα, γκρίζα, ασημένια, μπορεί ακόμη και χρυσά φεστόνια και άλλες γαρνιτούρες. Το ιδεόγραμμα 15β της γραμμικής γραφής Β εικονίζει, αναμφισβήτητα, έναν κάδο βαφέα που ανακατεύει με τη διχάλα του τα ρούχα ή τα κουβάρια του μαλλιού. Τα έτοιμα προϊόντα, ΤEΤUΚΟWΟΑ, στεγνώνουν στον ήλιο, πάνω σε ένα μικρό τοίχο ή σε μεταλλικές βέργες, ανάμεσα σε δυο σειρές δοκάρια, όπως συνηθίζουν ακόμη στη Λιβαδειά της Βοιωτίας ή στην Κρητσά της Κρήτης.

Οι αρωματοποιοί

Αρωματοποιοί ονομάζονταν "αυτοί που βράζουν τις αλοιφές", ΑLΕΡΗΑΖΟΟΙ ή ΑLEΙΡΗΟΖΟΟΙ. Πρέπει να είχαν πολύ μεγάλη θέση και μέσα και έξω από τα ανάκτορα, αν σκεφτούμε ότι τα αρώματα, οι αλοιφές και τα κοσμητικά χρησιμοποιούνταν τόσο στη λατρεία όσο και σε μη θρησκευτικές χρήσεις, στην περιποίηση των ζωντανών όσο και των νεκρών, ότι αρωμάτιζαν τα κρασιά, τα τρόφιμα ακόμη και τα έπιπλα, ότι οι μυρωδιές ήταν η ευαίσθητη ψυχή των θεών, των ανθρώπων και των πραγμάτων και ότι τα είδη αρωματοποιίας στάθηκαν για πολύ καιρό μια από τις σημαντικές εισοδηματικές πηγές των ελληνικών πόλεων. Στην εποχή που μας απασχολεί ολόκληρα φορτία από φιάλες, οινοχόες, ψευδόστομους αμφορείς σφραγισμένους με κερί, που χωρούσαν δύο με τρία λίτρα αρωματικά έλαια, ξεκινούσαν από τα λιμάνια της Πελοποννήσου και της Κρήτης για όλα τα παράλια της Μεσογείου.

Οι συμπληρωμένες με τις σημειώσεις του Θεόφραστου και του Πλίνιου του Πρεσβυτέρου, καθώς και από τις λαϊκές παραδόσεις, πινακίδες της Πύλου, μας δίνουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη δουλειά της σημαντικής αυτής βιοτεχνίας, που ήταν συνδεδεμένη με τόσες άλλες και που την έλεγχαν οι άρχοντες των ναών και των ανακτόρων, Το 13ο αιώνα προ Χριστού αναφέρονται έλαια του φασκόμηλου, της κύπερης, του ρόδου. Το ελαιόλαδο ανακατεμένο με λίγο αλάτι, για να μην ταγκίζει, αποτελεί πολύ συχνά το είλημα, τη βάση ή, όπως λένε οι ειδικοί, "το σώμα" ή "την ουρά" του αρώματος. Με τη βοήθεια κάποιας ρητίνης ή μιας γόμμας δένδρου, ο τεχνίτης φιξάρει ή δένει σ' αυτό ένα μύρο που εξατμίζεται πολύ συχνά, το χυμό κάποιου μέρους του φυτού, της ρίζας, του βλαστού, των φύλλων, των λουλουδιών, ακόμη και των καρπών ή των σπόρων.

Διάφοροι Τεχνίτες

Όλοι αυτοί οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι ζούσαν συγκεντρωμένοι στην ίδια συνοικία, στοιβάζοντας την οικογένειά τους και τους δούλους τους μέσα σε μερικά μικροσκοπικά δωμάτια, δίπλα στα μαγαζιά και τους φούρνους τους. Διαβιβάζουν τα επαγγελματικά τους μυστικά από πατέρα σε γιο, αφού υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες από τεχνίτες, όπως του ναυπηγού Φήρηκλου, γιου του Τέκτονα, του ξυλουργού και εγγονού του εφαρμοστού Άρμωνα. Ευκολονόητο είναι ότι τα εργαστήρια, που χρησιμοποιούσαν φωτιά, έπρεπε να είναι σχετικά απομακρυσμένα από τον κεντρικό συνοικισμό: η συνοικία του Κεραμεικού στην Αθήνα, με τους αγγειοπλάστες, τους σιδηρουργούς, τους χύτες, τους λαναράδες και τους αρωματοποιούς της, δεν συγχωνεύτηκε ποτέ με την Ακρόπολη, τη συνοικία με τους ναούς, τα ανάκτορα και τα βοηθητικά του κτίρια.

Ακόμη και οι βυρσοδέψες, αυτοί που προετοιμάζουν τα δέρματα, οι οπλοποιοί που κατασκευάζουν λινούς μανδύες και δερμάτινες ασπίδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί, αυτοί που κατασκευάζουν δίχτυα, που τόσο καλά απεικονίζονται στα κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής, όλοι αυτοί χρειάζονται νερό, χώρο και πρώτες ύλες, πράγμα που τους απομάκρυνε από την Ακρόπολη.

Όχι, αυτούς που συναντάει κανείς μέσα από τα στενά και φιδωτά σοκάκια της Ακρόπολης, ανάμεσα στους αχθοφόρους, τα παιδιά, τους δούλους, τα φορτωμένα με εμπορεύματα γαϊδούρια και μουλάρια, είναι αποκλειστικά οικογένειες εργατών και αρχιμαστόρων στην υπηρεσία των βασιλιάδων και των θεών.

Στη σκιά του παλατιού ζούσε ένα πλήθος από τεχνίτες, άντρες και γυναίκες, αυτόχθονες ή ξένους, μόνιμους κατοίκους σ' όλη τους τη ζωή ή περαστικούς επισκέπτες, δούλους αφιερωμένους σ' ένα ναό και λαϊκούς δούλους, πλανόδιους τραγουδιστές, θεραπευτές, μάντεις, κήρυκες, που τους καλούσαν ή τους έδιωχναν οι πλούσιοι. Από τα αρχεία που βρέθηκαν, γνωρίζουμε κάποιους που άκουγαν στο όνομα "Πλουτεύς", που είχαν στις διαταγές τους αμέτρητες υφάντρες, κατασκευάστριες ενδυμάτων και ράφτρες,

Πολλοί κατασκευαστές ειδών πολυτελείας δουλεύουν και μοχθούν γι' αυτούς: υποδηματοποιοί, επιπλοποιοί, λεπτουργοί, σαμαράδες, σμαλτωτές, μαχαιροποιοί, τεχνίτες που επεξεργάζονται το κόκαλο ή το κέρατο, που φτιάχνουν έγχορδα όργανα, που συναρμολογούν τόξα... Οι ναοί που έχουν στην ιδιοκτησία τους απέραντες εκτάσεις και απολαμβάνουν μεγάλα εισοδήματα, έχουν τους δικούς τους αγγειοπλάστες, αρτοποιούς, ιεροφύλακες, οινοχόους, αρχειοφύλακες, δούλους και, καμιά φορά, όπως στην Κύπρο, τα Κύθηρα ή την Κόρινθο, τις ιερές πόρνες τους.

Εδώ και πολύ καιρό αναζήτησαν να βρουν πώς έκαναν την περιουσία τους οι κατάφορτοι από χρυσάφι και κοσμήματα άρχοντες, που τους έθαβαν μαζί με τα θαυμάσια επιτραπέζια σκεύη και την πλουσιότατη ιματιοθήκη τους, με λίγα λόγια τον οικονομικό λόγο ύπαρξης του μυκηναϊκού πολιτισμού την παραμονή της καταστροφής. Οι λογιστικές πινακίδες μάς επιτρέπουν να προτείνουμε μια απάντηση: ο πλούτος των αρχόντων της Ελλάδας εξαρτιόταν, κατά μεγάλο μέρος, από το εμπόριο υφασμάτων, ακαθάριστων ή αρωματισμένων ελαίων, μεθυστικών κρασιών, από το δουλεμπόριο και την εκμετάλλευση των δούλων.

Υφαντά

Τριών ειδών είναι τα τεκμήρια στα οποία αξίζει να σταματήσουμε για λίγο. Αφορούν στη βιομηχανία υφασμάτων, στην επίπλωση και στη διαχείριση. Μια και τα υφάσματα χρειάζονται για να ντυθούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, για την κατασκευή των πανιών και για την εξάρτυση των πλοίων, για την κατασκευή θωράκων, για το κλείσιμο των παραθύρων, για την ταπητουργία, για στρωσίδια του κρεβατιού, για την τυροκομία, για το κυνήγι, για την ιατρική κ.λπ., είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι άρχοντες των ανακτόρων ή των ναών έλεγχαν αυστηρά την κατασκευή των λινών και μάλλινων υφασμάτων.

Έξι διαφορετικά ιδεογράμματα παριστάνουν αντίστοιχα κουβάρια μαλλιών, σεντόνια ή ορθογώνια κομμάτια πανιού (ΡΑWEΑ), που τα αποτελούσαν ένα ως πέντε ραμμένα φύλλα, φορέματα (WEΑΝΟ, στα ελληνικά ελνός), κοντούς χιτώνες, σάρπες ή πολύχρωμα υφάσματα, χαλιά. Το ιδεόγραμμα του σεντονιού συνοδευόταν από πέντε διαφορετικά συλλαβικά σημεία, ΚΕ, KU, ΡΑ, ΡU, ΤΕ, WE, ΖΟ, που προσδιορίζουν το υλικό, την κατασκευή ή την κατεργασία του υφάσματος, αλεύκαντο για παράδειγμα, βαμμένο ή χωρίς γυαλάδα. Διάφορα επίθετα, καμιά φορά, προσδιορίζουν την προέλευση, τον παραλήπτη, τη γαρνιτούρα, το χρώμα.

Γιατί ο ηγεμόνας μπορεί να ντύνεται με πορφύρα, οι άνθρωποι όμως της ακολουθίας του ΕQΕΤΑ -οι κόμητες θα λέγαμε- και οι βασιλικοί φιλοξενούμενοι φορούν άσπρα ή πολύχρωμα ρούχα.

Στην κατασκευή υφασμάτων για λογαριασμό του βασιλιά χρησιμοποιούσαν πολυάριθμο γυναικείο προσωπικό, ελεύθερες γυναίκες, δούλες με τα παιδιά τους, που το πλήρωναν με ορισμένη ποσότητα αλευριού και σύκων. Βλέπουμε αμυδρά μέσα από τα κείμενα τις γυναίκες που ξαίνουν, ΡEKΙΤΙRΥΑ, να λαναρίζουν το άγριο μαλλί μέσα στη μικρή τους αυλή, τις κλώστριες, ΑRΑKΑΤEYΑ, κι ανάμεσά τους τις ειδικευμένες στο λινάρι, RΙΝEYΑ, τις υφάντρες, ΙΤΕΥΑ, να εργάζονται σ' έναν κάθετο αργαλειό και να τραγουδούν, όπως η Καλυψώ, στο βάθος της σκιερής και δροσερής κατοικίας τους, τις κατασκευάστριες, ΑΚΕΤΙRΙΥΑ, τις υφάντρες χαλιών, ΤΕΡΕΥΑ, τις ράφτρες, RΑΡΙΤΙRYΑ, καθισμένες όλες μαζί κατάχαμα, μέσα σε πραγματικά εργοστάσια, να βιάζονται να παραδώσουν τις παραγγελίες για τριάντα και σαράντα σεντόνια, δεκάδες φουστάνια και φούστες με βολάν ή χωρίς βολάν, με μανίκια ή ξεμανίκωτα.

Έχουν στήσει κουβεντολόι. Προσπαθούν να αποφύγουν τα μαλώματα της επιστάτριας. Γιατί αυτή τους έχει επιβάλει μια πραγματική τιμωρία, ΤΑRΑSΙΥΑ, να επεξεργαστούν δηλαδή μέσα σε ορισμένο χρόνο μια ποσότητα ακατέργαστης ύλης, που την έχει ζυγίσει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πιο σημαντική θεά στις μυκηναϊκές ακροπόλεις, η Αθηνά, ήταν κλώστρια και το αγαπημένο της ζώο, η κουκουβάγια, είναι πουλί της ταπητουργίας. Στην Κνωσό, ορισμένα υφάσματα συνοδεύονται από ενδείξεις για το βάρος τους. ταυτόχρονα είναι και μονάδες αξίας. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να γίνονται όλα πιο γρήγορα και όσο το δυνατόν καλύτερα. Χρειάζεται άραγε να πούμε πως δεν λαμβάνουν ποτέ υπόψη τους το χρόνο ούτε την παιδική θνησιμότητα; Όποιος έχει δει, και σήμερα ακόμη, τις νέες υφάντρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής να εργάζονται μαντεύει τι θέλω να πω.

Οι Λεπτουργοί

Οι λεπτουργοί και οι κατασκευαστές ψηφιδωτών φαίνεται πως ήταν περισσότερο προνομιούχοι, όχι μόνο γιατί ήταν απόλυτα εξειδικευμένοι διακοσμητές ή γιατί τους έφερναν, όπως τον Ικμάλιο, από την Κύπρο ή τις πόλεις της Συρίας ή της Φοινίκης, αλλά και γιατί τους εμπιστεύονταν πολύτιμα ξύλα και μέταλλα. Τα διακοσμητικά θέματα ταξιδεύουν, όπως και οι καλλιτέχνες και οι φιλοξενούμενοι. Μια μακρόχρονη παράδοση, που ξεκινάει από τα σουμεριακά και βαβυλωνιακά εργαστήρια, δίδαξε στους λεπτουργούς να κόβουν, να λειαίνουν και να συναρμολογούν με σφήνες και λούκια μικρές σανίδες από κέδρο, έβενο, τούγια, χαρούπι, να τις κοιλαίνουν, να κολλούν κόκκαλο, ελεφαντόδοντο, σμάλτο ή λεπτές πλάκες από ήλεκτρο (μείγμα χρυσού και ασημιού), χρυσάφι ή ασήμι, που σχηματίζουν όμορφα σχέδια πάνω στο σκούρο φόντο του επίπλου.

Επικολλούν ακόμη ημιπολύτιμους λίθους. Καμιά φορά μέσα στις χαραξιές του ξύλου, που τις έχουν καταστήσει άφλεκτες, οι διακοσμητές χύνουν μια καυτή υαλόμαζα, KUWΑΝΟ, που έχει ένα χρώμα γαλάζιο προς το τυρκουάζ, ανάλογα με την ποσότητα της σκόνης του μαλαχίτη ή αζουρίτη που προσθέτουν σ' αυτή. Το εργαστήρι τους μυρίζει ψαρόκολλα, άσφαλτο, πίσσα, βερνίκι. Όπως οι λεπτουργοί που είχαν διακοσμήσει τα διαμερίσματα του Τουταγχαμών, των ηγεμόνων της Αλαλάχ, στον Ορόντη ή της Νούζι φτιάχνουν πλαίσια στους τοίχους, έπιπλα, κιβώτια, που η σκαπάνη τα βρίσκει σε χίλια κομμάτια μέσα στους τάφους ή στα ερείπια των ανακτόρων. Είναι συχνά πολύ λεπτή δουλειά να αποδώσουμε τη σημασία των τεμαχίων των αρχείων που αφορούν μια τόσο λεπτομερειακή και τόσο πολύμορφη εργασία στις Μυκήνες, στην Πύλο και στην Κνωσό. Τα πιο σημαντικά είναι τα χαμηλά, πτυσσόμενα τραπέζια, τα ανάκλιντρα με σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για να βάζουν τα πόδια. Μόνο οι επιφανείς και οι θεοί δικαιούνται να κάθονται στο κάθισμα που ονομαζόταν θρόνος ή στα κρεβάτια όπου έκθεταν τους επιφανείς νεκρούς. Ο γενικός όρος που προσδιορίζει όλους τους επιπλοποιούς είναι ΤΟRΟΝΟWΟKΟ, "κατασκευαστής θρόνων".

Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 02


Τεχνίτες

Στις πύλες των τειχών έχουν εγκατασταθεί όλοι οι τεχνίτες της φωτιάς, αυτοί που βράζουν τις αλοιφές, οι βαφείς, οι σιδεράδες και, ιδιαίτερα, οι αγγειοπλάστες. Η μυθολογία συνδέει στενά στην Αθήνα, καθώς και στα νησιά, τον Ήφαιστο, τον αρχισιδερά, με την Αθηνά, τη θεά όλων των κεραμουργών. Ο ένας βοηθάει να γεννηθεί η άλλη, ξεγεννώντας τον Δία, ή την καταδιώκει με τις φιλοφρονήσεις του. Θα παραμείνουν στην πραγματικότητα και οι δύο παρθένοι, γιατί είναι πολύ άστατοι και πολύ ανεξάρτητοι για να δημιουργήσουν ένα και μοναδικό σπιτικό. Από τη μεριά τους, όλοι όσοι καταπιάνονται με χύτρες και ανασκαλεύουν τους φούρνους, λίγο-πολύ μόνιμοι, προτιμούν τα περίχωρα παρά το κέντρο της πόλης, όπου οι άνθρωποι φοβούνται τις πυρκαγιές, το θόρυβο και τον καπνό. Η βυρσοδεψία, που βρωμάει, απαιτεί, εκτός από τα δέρματα, πολύ αλάτι, νερό ταννίνη και χρωστικές ουσίες.

Οι σιδηρουργοί

Οι πιο σημαντικοί από όλους αυτούς τους εργαζόμενους, οι πιο έξυπνοι και εκείνοι που η εξουσία περισσότερο κολακεύει είναι οι σιδηρουργοί. Είναι φανερό πως τους έχουν ανάγκη. Ήταν οι αποκλειστικοί δημιουργοί της δύναμης των ανακτόρων, γιατί τα εφοδίαζαν με άρματα μάχης, εξόπλιζαν τα πολεμικά και εμπορικά πλοία, θωράκιζαν τις πύλες, πολλαπλασίαζαν όλα τα εργαλεία και όλα τα σκεύη από μπρούντζο, που επιτρέπουν μεγαλύτερη παραγωγή και καλύτερη διατήρηση, διακοσμούσαν τα έπιπλα, γέμιζαν τους ισχυρούς με κοσμήματα. Πάνω από εκατό ενεπίγραφες πινακίδες στην Πύλο, στην Κνωσό και στις Μυκήνες αναφέρονται στην πολύμορφη δραστηριότητά τους.

Σ' αυτούς αποτάθηκαν ακόμη οι άρχοντες της Πύλου, την παραμονή της καταστροφής, για να σφυρηλατήσουν μάνι-μάνι το χαλκό και τον ορείχαλκο που αποσπούσαν από τους ναούς για να τους κάνουν όπλα: "Οι επίτροποι και οι επιστάτες, οι έπαρχοι, οι κλειδούχοι, οι ελεγκτές των καρπών και των συγκομιδών θα παραδώσουν τον μπρούντζο των ιερών για να γίνει αιχμές ακοντίων και λάμες σπαθιών , στις παρακάτω αναλογίες: ο επίτροπος της Πίσσας 2 κιλά, ο έπαρχος 750 γραμμάρια κ.λπ.".

Συνολικά επίταξαν περισσότερο από 51 Κιλά θραύσματα και απομεινάρια, αρκετά για να χύσουν και να σφυρηλατήσουν 400 το λιγότερο, σπαθιά, 34.000 αιχμές βελών (πινακίδα ΡΥ, Jπ 829). Μπόρεσαν να υπολογίσουν ακόμη ότι όλος ο μπρούντζος που είχαν κιόλας μοιράσει την ίδια εποχή από το παλάτι στους σιδηρουργούς που δούλευαν στη Μεσσηνία λίγο περισσότερο δηλαδή από ένας τόνος τους επέτρεψε να εξοπλίσουν μια πολιτοφυλακή με δύναμη πάνω από 2.000 άντρες. Μάλιστα, η Αθηνά βγήκε πάνοπλη από το σφυρί του Ήφαιστου.

Τα συλλαβικά κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής τούς ονομάζουν με το γενικό όρο ΚAΚEWE, που πιθανόν να το πρόφεραν "ΚHALΚEWES". Συχνά μας δίνουν το προσωπικό τους όνομα. διαπιστώνουμε έτσι ότι, αν οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ονόματα αδιαφιλονίκητα ελληνικά, το ένα τρίτο περίπου φαίνονται ξένα για την Πελοπόννησο. Ξούθος, Πυρρός, Πέταλος, Μακρύς, Φιλουργός, Εργατικός, Πλουτεύς, Χαλκεύς, αλλά επίσης WΑUDοΝΟ, Πιερίατας, Λύκειος, Σαμύ(ν)θαιος ή Τεθρεύς, που τα ονόματά τους ή τα παρατσούκλια τους έρχονται κατευθείαν από τη Μακεδονία, τη Λυκία ή τα νησιά.

Ταξιδεύουν, όπως ο ορειχαλκουργός αυτός που ξεκίνησε από τη Συρία με ολόκληρο φορτίο από μεταλλικές ράβδους, μεταλλεύματα, παλιά σκεύη και εργαλεία, και βούλιαξε στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Γελιδονιά, γύρω στο 1200 π.Χ. Είναι ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν και μερικοί μπήκαν στη δούλεψη των ναών σαν "υπηρέτες της θεότητας".

Έχουν δικά τους ή με νοίκι χωράφια. Απαλλάσσονται από πολλούς φόρους. Εργάζονται κάτω από τις διαταγές τους μαθητευόμενοι ή συντεχνίτες, ΚΑSΙΚΟΝΟ και δούλοι, DΟERΟ. Μερικοί δικαιούνται να παίρνουν από τα ανάκτορα χορηγία σε μέταλλο, ΤΑRΑSΙΥΑ: πρόκειται για ένα αξίωμα, μια υπηρεσία. Οι άλλοι δεν παίρνουν χορηγία, ΑΤΑRΑSΙΥΑ. Άλλοι, που τους ονομάζουν Α(SEΤERE(S) φαίνεται πως είναι ειδικευμένοι στην κατεργασία των πολύτιμων μετάλλων, ή διακοσμητές, κοσμηματογλύπτες, ορειχαλκουργοί, που κατασκευάζουν πολύτιμα αντικείμενα. Οι ΡΙRΙΥEΤERE ή λεβητοποιοί κατασκευάζουν λεκάνες, ΡΙRΙΥE, και, αν τύχει, και όπλα. Είναι, με λίγα λόγια, η εμπορική και δυναμική πτέρυγα του πολιτισμού, μια κάστα ισχυρή και πλούσια.

Μέχρι το 1970 περίπου, μπορούσε ακόμη να δει κανείς σε πολλές πόλεις της Κρήτης, ακόμη και στο Μοναστηράκι στην Αθήνα, χαλκωματάδες, κατασκευαστές χάλκινων σκευών, λεβητοποιούς, που εργάζονταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι άνθρωποι στο χωριό Ασιατία, εδώ και τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια, πάνω-κάτω. Από τα χαράματα ως το δειλινό ακουγόταν το βουητό από τα σφυριά τους, που γινόταν ακόμα περισσότερο διαπεραστικό, γιατί τα μαγαζιά τους βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο.

Μέσα στον καπνό που τον διαπερνούν οι κόκκινες λάμψεις της αναμμένης χόβολης ή η μουντή ανταύγεια του πυρρού χαλκού, βλέπουμε τέσσερις συντρόφους, που φορούν μια δερμάτινη ποδιά, να προσπαθούν να μετατρέψουν μια πλάκα από ζεστό μέταλλο σε λεβέτι με δύο λαβές και τρία πόδια.

Κάτω από τα απανωτά χτυπήματα των μπρούντζινων βαριών ή των στρογγυλοκέφαλων σφυριών, ο δίσκος πλαταίνει, απλώνει. πιάνει όλη την επιφάνεια της πλάκας που είναι από γκρίζο ασβεστόλιθο κι ακουμπάει πάνω σ' ένα χοντρό κούτσουρο από ξύλο ελιάς. Ενώ οι βοηθοί κατόπιν ξαναγεμίζουν το καμίνι, βάζουν τάξη στα εργαλεία, κάνουν χώρο, πίνουν μια γουλιά και φτιάχνουν κρίκους, ρεζέδες ή δικέφαλα καρφιά, ο αρχισιδηρουργός ισοπεδώνει με τον ξύλινο κόπανό του το πάχος του ελάσματός του. Με την ψαλίδα του δίνει το μέγεθος και το στρογγύλεμα που θέλει, κόβει ό,τι περισσεύει και, καθώς το μέταλλο, που το χτύπησε με χιλιάδες χτυπήματα, έχασε κάπως την ελαστικότητά του, το ξαναψήνει πάνω στα κάρβουνα, δυναμώνοντας πολύ τα φυσερά. Αρχίζει τελικά η πιο μακρόχρονη και πιο λεπτή διαδικασία, η μετατροπή ενός οριζόντιου και πλατιού φύλλου σε βαθύ και χωρίς πτυχές θύλακα, χωρίς κανένα τσάκισμα, χωρίς σχισμές και με απόλυτα ομοιόμορφο πάχος.

Ο λεβητοποιός ακουμπάει με τη λαβίδα, και με το αριστερό χέρι, το φύλλο από χαλκό πάνω σ' ένα στρογγυλοκέφαλο αμόνι και ξαναρχίζει να το σφυρηλατεί με το δεξί χέρι, ξεκινώντας από το κέντρο. Το πολύ χτυπημένο και ζυμωμένο από τα χτυπήματα μέταλλο διαστέλλεται εξωτερικά, ενώ διατηρεί την ίδια εσωτερική επιφάνεια. Αρχίζει να λυγίζει. Βαθουλώνει και παίρνει το σχήμα σκούφου. Μακραίνει τόσο, ώστε να κρύψει ακόμη και το επάνω υποστήριγμα του αμονιού. Το ξαναφέρνει πότε-πότε στη φωτιά. το μέταλλο χάνει λίγη από την ακαμψία του και, όταν κρυώσει, το τοποθετεί σ' ένα καβαλέτο ή δίκερο αμόνι, δηλαδή σ' ένα αμόνι με μία ή δύο κεφαλές. Τα απανωτά σφυρηλατήματά του δίνουν τελικά τη στρογγυλάδα, το βάθος και την επίπεδη επιφάνεια που περιμένει κανείς από ένα χωρίς σχισμές και προεξοχές δοχείο. Δεν μένει πια παρά να λιμάρουν, να στριφώσουν τα χείλη και να στερεώσουν με το γλωσσίδι τη σύνδεση των ποδιών και των αυτιών.

Οι χρυσοχόοι

Ειδικά ιδεογράμματα προσδιορίζουν το χρυσάφι και τον μπρούντζο. Το ιδεόγραμμα του χρυσαφιού μοιάζει με το σταυρό του Αγίου Ανδρέα, που έχει δύο πλάγιους κρίκους κομμένους στη μέση και ένα είδος Π στο πάνω μέρος. Με τον τρόπο αυτό απεικόνιζαν το υψηλότερο τμήμα του καμινιού που συγκρατούσε το χωνευτήρι, όπου το κίτρινο μέταλλο καθαριζόταν και αποχωριζόταν από τις προσμείξεις.

Ξεχωρίζουν καθαρά στα κείμενα το χρυσοχόο, ΚURUSΟWΟΚΟ, από τον ορειχαλκουργό ή απλό σιδερά, ΚAΚEU, και από τον οπλοποιό, EΤΟDΟΜΟ, μα όχι λιγότερο καθαρά το μάλαμα, ΚURUSΟ, από το ασήμι, ΑΚURΟ, και από ένα λευκό μέταλλο, που φαίνεται πως είναι το ήλεκτρο. ΡΑRΑΚU.

Το χρυσάφι, που παράσερνε ο Πακτωλός και τα ποτάμια της Κολχίδας ή της Γεωργίας, ήταν πάντοτε ανακατεμένο με ασήμι, που καμιά φορά έφτανε σε ποσοστό 30 στα 100. Όταν στην Ελλάδα δεν έφτανε καθαρισμένο και επεξεργασμένο, έπρεπε να το λιώσουν, να ανεβάσουν δηλαδή τη θερμοκρασία του κράματος στους 1.063 βαθμούς, είκοσι περίπου βαθμούς λιγότερο από όσους χρειάζονταν για το χαλκό.Για πολύ καιρό οι ίδιοι τεχνίτες ασχολούνταν με το ευγενές και με το ευτελές μέταλλο. Στις μυκηναϊκές πολιτείες, ακόμη και στα μεγαλοχώρια, που ήταν πραγματικά πλούσιες σε χρυσάφι, η εξειδίκευση είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Έπρεπε ακόμη να επιβλέπουν από κοντά αυτούς που το κατεργάζονταν. Οι τελευταίοι αυτοί υπηρετούσαν αποκλειστικά τους βασιλιάδες και τους πλούσιους, ζούσαν στη σκιά τους, ανάμεσα στα μικροσκοπικά πριόνια, στα τρυπάνια, στα γλύφανα, στις λίμες και στις ζυγαριές, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στον πάγκο τους και με ένα μεγάλο κομμάτι πετσί τεντωμένο ανάμεσα στη σανίδα και τη ζώνη τους, για να μαζεύουν όλη τη χρυσόσκονη που θα ξέφευγε από το εργαλείο τους. Το χρυσάφι αθάνατο, αναλλοίωτο και ακτινοβόλο υλικό, που έχει το ίδιο, πάνω-κάτω, βάρος με το μολύβι, αλλά είναι περισσότερο μαλακό και εύκαμπτο, είναι για τους Μυκηναίους τόσο θείο όσο και ο ήλιος.

Στην Πύλο, γύρω στο 1225, όριζαν δεκατέσσερις ιερόδουλες ή σκλάβες της θεότητας, για να το φυλάνε και να διαχειρίζονται τον "ιερό χρυσό", ΚURUSΟΥΟ ΙΥERΟYΟ (πινακίδα ΡΥ, Αe 303). Την κρίσιμη εκείνη χρονιά, οι άρχοντες του παλατιού εισπράττουν έκτακτη εισφορά σε χρυσάφι από τους αξιωματούχους και τους πιο σημαντικούς γαιοκτήμονες δεκαέξι τμημάτων του μικρού βασιλείου. Στο περιθώριο αυτής της αρχαϊκής φορολογικής σελίδας (ΡΥ, jn 438) κάποιος γραφιάς, μπορεί και ο γενικός ελεγκτής των οικονομικών, υπογράμμισε ένα στα τρία ονόματα: εκείνους που δέχτηκαν ή εκείνους που εναντιώθηκαν; Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε πόσους χρυσοχόους, εμπόρους και παραχαράκτες μπορούσε να έχει ένας τέτοιος πλούτος σ' όλη την Ελλάδα.

Οι αγγειοπλάστες

Σιδηρουργοί και αγγειοπλάστες ήταν οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν από την καταπίεση της πρωτόγονης γεωργικής κοινωνίας και σχημάτισαν οικογένειες, ακόμη και φύλα ή κάστες στα περιθώρια της αγροτικής αυτής κοινωνίας. Πριν από είκοσι χρόνια περίπου υπήρχαν ακόμη στην Κρήτη ολόκληρα χωριά αγγειοπλαστών. Πλανόδιοι με τον καλό καιρό, όταν μπορούσαν να φτιάχνουν και να πουλάνε τα αγγεία τους, περνούσαν το φθινόπωρο και το χειμώνα καλλιεργώντας τη γη και ασχολούμενοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου διαφορετική την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Κάθε, ωστόσο, πρωτεύουσα είχε κιόλας, ακόμη και στη Μινωική εποχή, τα εργαστήρια των αγγειοπλαστών της, που εργάζονταν άλλοι στην αποκλειστική υπηρεσία των ιερών και του ανακτόρου και άλλοι στην υπηρεσία του πλήθους.

Βρέθηκαν στις ανασκαφές οι κυψελόσχημοι φούρνοι τους από πυρίμαχη γη, τόσο στις Μυκήνες της Αργολίδας, όσο και στο Στύλο της Κρήτης. Ακουμπούν άλλοτε πάνω σ' ένα βραχώδες τείχισμα και άλλοτε όχι. Έχουν το ύψος ανθρώπου και αποτελούνται από τρία μέρη: μια κυκλική εστία με χαμηλό άνοιγμα, ένα δάπεδο από οπτό άργιλο, ένα θάλαμο για το ψήσιμο αγγείων με πλάγιο άνοιγμα για να βλέπει ο αγγειοπλάστης και ένα άλλο ακόμη στρογγυλό άνοιγμα, στο πάνω μέρος, για να φεύγει ο καπνός. Από το άνοιγμα αυτό έβαζε ο αγγειοπλάστης τα διάφορα δοχεία του, από την οινοχόη ως τη σαρκοφάγο, που έπλαθε στο κατασκότεινο εργαστήρι του. Έκλεινε το άνοιγμα, αφού άναβε πρώτα μια φωτιά από ρείκια, που κράταγε οκτώ ώρες με θερμοκρασία από 800 ως 1.000 βαθμούς, όταν αυτός έκρινε, χάρη στον τοποθετημένο δίπλα στο άνοιγμα που του χρησίμευε για να βλέπει δείκτη, ότι τα δοχεία είχαν πάρει ωραίο χρώμα και ότι δεν έμενε παρά να τα αφήσει αργά-αργά να κρυώσουν, δώδεκα πάνω-κάτω ώρες.

Δόξα στην Αθηνά. Οι κεραμουργοί, ΚERΑΜEWE, αναφέρονται συχνά στα μυκηναϊκά κείμενα. Εύκολα μπορούμε να αναμετρήσουμε και να εκτιμήσουμε την πολύπλοκη δραστηριότητά τους, μια και οι επιγραφές πάνω σε επιτραπέζια σκεύη είναι πολυάριθμες και μια που τα αγγεία που βρέθηκαν σ' όλη τη γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο περιοχή και που οι χημικοί και ιστορικοί ανάλυσαν, μας επιτρέπουν να καθορίσουμε μια τεχνική, ένα ρυθμό, ένα συρμό και ακόμη πολλούς εμπορεύσιμους τύπους.

Είναι πιθανό να υπήρχαν από τότε στα μεγάλα αστικά κέντρα ή έστω και στις πύλες των πόλεων, στα τέλη του 13ου αιώνα, δυο ειδών κεραμουργοί αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν, αντάλλασσαν, δηλαδή, μεγάλα κομμάτια με τρόφιμα: λουτήρες, λεκάνες, σαρκοφάγους, μεγάλα και υψηλά πιθάρια, πλάκες για διακόσμηση ή για επένδυση κ.λπ. και αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν επιτραπέζια σκεύη καθημερινής χρήσης.

Οι πρώτοι μάλαζαν με την τσάπα ένα, δύο είδη ντόπιου, μα αρκετά χοντροκοσκινισμένου πηλού, άφηναν να υποστεί τη ζύμωση και τον έπλαθαν με τα χέρια. Όταν ο αγγειοπλάστης επρόκειτο να φτιάξει την κοιλιά ενός πιθαριού, που για τους αρχαίους χρησίμευε για βαρέλι, κιβώτιο και αποθήκη σιταριού -στα μυκηναϊκά ονομαζόταν QΕΤΟ -έβαζε πάνω στον τροχό, που γύριζε με τα χέρια ο βοηθός ή ο δούλος του, ένα μεγάλο πλακούντα από ζύμη. Σώριαζε, κατόπι, ολόγυρα στις άκρες, απάνω στους κυλίνδρους από πηλό, όλο και πιο μεγάλους, που έφταναν ως το πάνω μέρος της κοιλιάς και κατόπιν όλο και πιο μικρούς που έφταναν ως τα χείλη. Για να αποφύγει να σπάσει η μάζα, άφηνε κάθε ζώνη να στεγνώσει μια ώρα. Δεν απόμενε πια, προτού τη βάλει στο φούρνο, παρά να κολλήσει, με κεραμόκολλα, τις λαβές, που είχαν ζυγό αριθμό, να αλείψει την εξωτερική επιφάνεια με ειδικό επίχρισμα, να τη διακοσμήσει με κυματοειδή σχήματα ή εγκάρσιες γραμμές και να την αφήσει δύο ολόκληρες ημέρες να στεγνώσει στον ήλιο. Κατάρα στους ανέμους, στους δαίμονες ή στους ανθρώπους με κακό μάτι που, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τους έρχεται η ιδέα να ρίξουν βροχή.

Η καθημερινη ζωή στην Μυκηναική εποχή 01


Η οικονομική δραστηριότητα στις ακροπόλεις. Τέσσερα ιδιαίτερα και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά, που μας περιγράφει ο Όμηρος, τα οποία δεν ξαναβρίσκουμε μαζί ούτε πριν, στη Μινωική Κρήτη, ούτε μετά, στον ελληνικό κόσμο εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα το μελετητή το μυκηναϊκού πολιτισμού κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του: οι πολλές ακροπόλεις, η δύναμη Των πολεμιστών, η εκμετάλλευση των ανθρώπων της γης, ο πλούτος των ναυτικών. Και αυτό άσχετα με το έθνος, τη δυναστεία που βασίλευε, τη γλώσσα, τη γεωγραφική θέση.

Έχουμε εδώ κάποιο είδος ανθοδέσμης με τέσσερα, λίγο-πολύ, φαρμακερά λουλούδια δεμένα με τον αρκετά χαλαρό δεσμό των οικονομικών αναγκών.

Πάνω από tις τρεις λειτουργικές και απόλυτα θεωρητικές τάξεις στις ινδοευρωπαϊκές κοινωνίες και στις τέσσερις οργανικές τάξεις στις αιγαιοπελαγίτικες κοινωνίες εμφανίζεται ένα ιεραρχικό μισοφεουδαρχικό, μισοφιλελεύθερο σύστημα. Μερικές, γερά ριζωμένες στις πόλεις οικογένειες, βασιλεύουν στο όνομα των θεοτήτων πάνω σ' ένα λαό από στρατιώτες, χωριάτες, κτηνοτρόφους, τεχνίτες, ναυτικούς, τυχοδιώκτες και ληστές. Στα πόδια τους, ωστόσο, βρίσκεται η θάλασσα, που τους τραβάει όλους αυτούς.

Μπορεί η ακρόπολη με τα ανάκτορα, τα ιερά, τα εργαστήρια και τις αποθήκες της, να δίνει την εντύπωση πως διατάζει, πως είναι η πρωτεύουσα, η κεφαλή μ' άλλα λόγια σ' αυτό το μεγάλο σώμα: η τόσο κοντινή Μεσόγειος, που τα νερά της προσφέρονται για πειρατεία και οι στεριές της για κατακτήσεις, με τους ασύγκριτους κατακτητές της και πειρατές της σιγοτρώει τον κοινωνικό δεσμό, όπως το νερό σιγοτρώει τους βράχους, ανεβαίνει και πλημμυρίζει τις ακτές.

Μπορεί το τείχος της ακρόπολης να φαντάζει πελώριο και από αιώνα σε αιώνα να γίνεται πιο ισχυρό: Θα αδειάσει ωστόσο η ακρόπολη περισσότερο σίγουρα από τους κατοίκους της, παρά αν αυτοί αποφάσιζαν, όπως στην Τροία, να μην αμυνθούν πια.

Ακροπόλεις

Μπορεί κανείς με την πρώτη ματιά να ξεχωρίσει στην Κρήτη ή στα νησιά ένα μεγαλοχώρι Μυκηναϊκής εποχής από μια πόλη μεταγενέστερης εποχής. Στις πλαγιές ενός χωματοσωρού ή ενός λόφου, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, τα χωματένια σπίτια του με το επίπεδο δώμα απλώνονται επάλληλα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, ως την κορυφή που τη στεφανώνει το Βασιλικό ανάκτορο.

Ένα ή δύο ακόμη περιτειχίσματα, από μεγάλα χαλίκια, που τα έχουν ανυψώσει με τοίχους από πλίθρα με ξύλινες συνδέσεις, προσφέρουν καταφύγιο στους άρχοντες της πόλης Βασιλιάδες και θεότητες, και στους υπηρέτες τους. Στρατιώτες φυλάνε τις πύλες ή περιπολούν πάνω στα οχυρά. Μέσα από τα τείχη υπάρχουν σκαμμένα μέσα στο βράχο πολλά μικρόσπιτα και τάφοι, που πλαισιώνουν έναν πλακόστρωτο δρόμο. Σε αυτά τα περίχωρα, τύμβοι, που το ύψος τους φτάνει καμιά φορά στο ύψος ενός τετραώροφου σπιτιού, σκεπάζουν σαν προστέγασμα θολωτές οικοδομές, που μέσα τους μπαίνει κανείς περνώντας από ένα διάδρομο με επένδυση από πέτρινες πλάκες. Είναι οι θόλοι, ή θολωτοί τάφοι.

Στο βάθος, πίσω από την πόρτα και το τριγωνικό τόξο του υποστηρίγματος, αναπαύονται τα λείψανα των ανώτατων αξιωματούχων: ηγεμόνες ή ιερείς και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχτισαν τα τείχη. Τα μικρά σπίτια έξω από τα τείχη εξαρτιόνταν κι αυτά από τα ανάκτορα. Στέγαζαν βοηθητικές υπηρεσίες, όπως στις Μυκήνες, όπου το λεγόμενο αυθαίρετο σπίτι του λαδέμπορου, με ολόκληρη τη λογιστική του, τα μεγάλα πιθάρια του και τα μυρωδικά του, δεν ήταν παρά μια από τις βασιλικές αποθήκες, που τις έλεγχαν έξι, το λιγότερο, γραφείς.

Αυτό το αποδείχνουν τόσο οι τοιχογραφίες που διασώθηκαν στο διάδρομο και σε πολλά δωμάτια, όσο και οι σφραγίδες στα αγγεία, καθώς και το περιεχόμενο από τις τριάντα μία ενεπίγραφες πινακίδες, που ανακαλύφθηκαν εκεί το 1952: κατάλογοι από δεκαοχτώ άντρες και από διάφορους προμηθευτές λαδερών προϊόντων και γνεσμένου ή υφασμένου μαλλιού, περισσότεροι από ογδόντα άτομα όλοι μαζί. Στα βορινά και στο συνεχόμενο σπίτι, βρέθηκε από τους αρχαιολόγους, που έκαναν τις ανασκαφές το 1953, μια μοναδική συλλογή αντικειμένων από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο.

Επειδή βρέθηκαν πολλές απεικονίσεις από πολυάριθμες οκτάσχημες μυκηναϊκές ασπίδες, το ονόμασαν Σπίτι των Ασπίδων. Υπήρχαν, ωστόσο, ακόμη εκεί και αγγεία από λαξευτή πέτρα. Ήταν το αντίστοιχο ενός άλλου σπιτιού που το είχαν ανασκάψει το 1954 νότια από την πρώτη αποθήκη. Το ονομάζουν Σπίτι των Σφιγγών από μια πλάκα από ελεφαντόδοντο που τις απεικονίζει από την κάθε πλευρά μιας ιερής κολόνας. Σφραγίδες με σχήματα εραλδικά, λίστες από προμήθειες και κατάλογοι από αγγεία και διάφορα μυρωδικά, δείχνουν και εδώ πως πρόκειται για βασιλική αποθήκη. Ανεβαίνοντας, με λίγα λόγια, στο παλάτι, συναντούσε κανείς κάθε είδους τεχνίτες που δούλευαν γι' αυτό.

Οι οικοδόμοι

Ακριβώς γύρω στο 1250, έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό, άρχισαν να μεγαλώνουν τα τείχη των Μυκηνών. Στον ανηφορικό δρόμο, ππγαινοέρχονταν αδιάκοπα αρχιτεχνίτες, που ήταν ταυτόχρονα αρχιτέκτονες και εργολάβοι, ξυλουργοί, χτιστάδες, σιδεράδες, βοηθοί και δούλοι. Στα περίχωρα κατοικούσαν από παλιά εμιγκρέδες δουλευτάδες και χειρώνακτες, που οι αστοί, που ζούσαν μέσα στα τείχη, θεωρούσαν τις ασχολίες τους κακόφημες ή επικίνδυνες: χύτες, μεταλλουργοί, βυρσοδέψες, βαφείς, λαναράδες, αγγειοπλάστες, γναφείς... Ακόμη και έξω "όλοι αυτοί εκεί οι άνθρωποι" χρειάζονταν κάποιο χώρο και ορισμένη ποσότητα νερού, που τους τα αρνιόνταν μέσα στις ακροπόλεις.

Το Άργος, η Κόρινθος, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα, η Αθήνα, η Θήβα δεν ξέφευγαν από τον κανόνα. Η Ελλάδα της κλασικής εποχής είδε μέσα στα πελώρια τείχη της, το έργο ξένων εργατών, των Κυκλώπων, που δούλευαν με τις οδηγίες των ειδικών, οι οποίοι κατάγονταν από τη μακρινή Λυκία. Οι βασιλιάδες της Τίρυνθας, της Κορίνθου και του Άργους, ο Προίτος, ο Βελλερεφόντης και ο Περσέας, πρόσωπα σίγουρα ιστορικά του τέλους του 14ου και της αρχής του 13ου αιώνα, πρέπει να είχαν φέρει, για τα οικοδομήματά τους, ολόκληρο στρατό από παρόμοιους μισθοφόρους που η παράδοση συνέχιζε να ονομάζει Εκατόγχειρες, Γαστερόχειρες ή Χειρογάστορες, "αυτοί δηλαδή που είναι όλο κοιλιά και χέρια".

Η ίδια παράδοση διέκρινε τεσσάρων ειδών Κύκλωπες, που όλοι τους ήταν ξένοι, όλοι πρωτόγονοι κι ωστόσο απαραίτητοι στον μυκηναϊκό πολιτισμό: γίγαντες, ασυναγώνιστοι μεταλλουργοί, που είχαν, λένε, σφυρηλατήσει τα όπλα των θεών του Ολύμπου, όταν οι τελευταίοι μάχονταν με τους ντόπιους θεούς, χτίστες και βοηθοί από τη Λυκία, που έχτισαν όλα τα κολοσσιαία μνημεία της Ελλάδας και της Σικελίας, βοσκοί με τεράστια δύναμη, φημισμένοι κτηνοτρόφοι, που είχαν τα μαντριά τους μέσα σε σπηλιές αλλά και που ταυτόχρονα ήταν μεγάλοι φαγάδες, μεγάλοι πότες και καλοί μουσικοί και, τέλος, υπεράνθρωποι πολεμιστές, κάτοικοι της Πάνω Χώρας και παλιοί καταπιεστές των Φαιάκων.

Αρχισιδηρουργοί, πρωτομάστορες, αρχιτσελιγκάδες, δάσκαλοι στα όπλα θεωρούνταν εξαίρετοι τεχνίτες. Ήταν οργανωμένοι σε μυστικές συντεχνίες και ήταν ικανοί να μυήσουν τη νεολαία. Όφειλαν, έλεγαν, τη δύναμή τους και την εξυπνάδα τους στο γεγονός ότι είχαν ένα εξαιρετικό μάτι, ή τοποθετημένο σε εξαιρετική θέση, το μάτι της μαντικής ικανότητας και της γνώσης.

Οι αρχαίοι μύθοι της εποχής του ορείχαλκου δεν έχουν ολότελα εξαφανιστεί: μπόρεσα να συγκεντρώσω στα βουνά της Κρήτης, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου εξήντα περίπου ιστορίες που μιλούν για Τριόματες, Τριμάτες ή Τριαμάτες, γι' αυτούς τους πονηρούς και επίφοβους γίγαντες, που, όπως ο θεός Δίας της Λάρισας ή της ακρόπολης του Άργους, έχουν τρία μάτια κι ωστόσο τους ξεγελάνε άντρες ή παιδιά πιο πονηρά από αυτούς. Η απόδοση τιμής σ' αυτούς τους επινοητικούς δημιουργούς του πολιτισμού δεν είναι σημερινό φαινόμενο: σε πολλές ενεπίγραφες πινακίδες του Οπλοστασίου της Κνωσού, αναφέρεται, γύρω στο 1300 π.Χ., ένα άτομο που το έλεγαν Τιrιοqa, δηλαδή Τριώπα, "αυτός που έχει τρία μάτια".

Πώς θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τους χειρώνακτες αυτούς όταν βλέπουμε τα "κυκλώπεια" μνημεία που άφησαν; Τους λαξεμένους ή ακατέργαστους αυτούς όγκους που, όπως το υπέρθυρο του Θησαυρού του Ατρέα, ζυγίζουν γύρω στους εκατόν είκοσι τόνους και φτάνουν στο μάκρος τα 8,50 μ.; Οι τέσσερις μονόλιθοι που πλαισιώνουν την περίφημη Πύλη των Λεαινών στις Μυκήνες, που έχει ύψος πάνω από 3 μέτρα και άλλο τόσο φάρδος και βάθος, δεν ζυγίζουν λιγότερο. Με την πολυμάθειά τους, ωστόσο, και την ενεργητικότητά τους οι μυθικοί Κύκλωπες, μηχανικοί ή τεχνίτες, μπόρεσαν, τη στιγμή ακριβώς που θα ξεσπούσε ο Τρωικός Πόλεμος, να τους μεταφέρουν από τα λατομεία του Χαρβατιού, σε δύο χιλιόμετρα απόσταση νοτιοδυτικά από την ακρόπολη, να τους ανασηκώσουν πάνω από 200 μέτρα, να τους πελεκήσουν και να τους στήσουν όρθιους και να τους συναρμολογήσουν κατά τρόπο που να αψηφούν την οργή των στοιχείων της φύσης και των ανθρώπων.

Οι αιγυπτιακές γκραβούρες, η μυκηναϊκή λογιστική, οι πραγματείες αρχιτεκτονικής και οι επιγραφές, οι αρχαιολογικές αποκαταστάσεις καθώς και οι εργασίες της Ελληνικής Υπηρεσίας Αναστηλώσεων, μας βοηθούν να διακρίνουμε με τι τρόπο εργάζονταν οι οικοδόμοι των μεγάλων και μικρών μνημείων.

Και πρώτα απ' όλα διαπιστώνουμε πόσο ο δικός μας τρόπος, με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας δεν μπορεί καθόλου να εφαρμοστεί στους μεροκαματιάρηδες της εποχής του ορείχαλκου. Αν αφήσουμε κατά μέρος τους χειρώνακτες με το τριγωνικό πανί στα γεννητικά τους όργανα, που η προσπάθειά τους κάτω από τον ήλιο περιορίζεται σε τρεις εξαντλητικές κινήσεις να περπατούν, να κουβαλούν και να σέρνουν, μαθαίνουμε ότι οι επικεφαλής ομάδων, οι αρχιτεχνίτες και οι εργολάβοι στα διάφορα οικοδομικά έργα, έπρεπε να ξέρουν να κατεργάζονται τόσο το ξύλο όσο και τον πηλό, την πέτρα ή το μέταλλο, να διακρίνονται ταυτόχρονα σαν μακετίστες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, να χαράζουν δρόμους δίπλα στα ποτάμια για να ρυμουλκούν πλοία ή να κατασκευάζουν αναχώματα, να χτίζουν φούρνους, να χρησιμοποιούν σοφά τον ασβέστη, το γύψο, την αμμοκονία, τα πλίθρα, να επινοούν, να πραγματοποιούν, να χειρίζονται τα κατάλληλα όργανα και ιδιαίτερα τα μέτρα και τα σταθμά, τα δοχεία, τα εργαλεία, τις συσκευές έλξης και ανύψωσης.

Άφθονη είναι η πέτρα στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για γνεύσιο, ασβεστόλιθο ή ψαμμόλιθο, δεν χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς πολύ μακριά. Τα σπίτια κτίζονται κατά κανόνα από άργιλο, πάνω σ' ένα υπόβαθρο από σκληρές πέτρες, που τις βρίσκουν εκεί κοντά. Όταν, ωστόσο, πρόκειται για τους μεγάλους ογκόλιθους των θεμελίων κάποιου ιερού ή ηγεμονικού κτιρίου, των τειχών ή μόλων, έπρεπε να σηκώνουν και να μεταφέρουν φορτία πολλών τόνων.

Τίποτε δεν μας επιτρέπει να πιστέψουμε ότι οι σύγχρονοι του Αγαμέμνονα γνώριζαν το παλάγκο με τροχαλίες, το βαρούλκο, το λοστό για τη μεταφορά των υλικών και τους αναγωγείς της ελληνικής κλασικής εποχής. Το πολύ-πολύ να χρησιμοποιούσαν τα μαγκάνια και τον εργάτη, ξύλινους δηλαδή κινητούς κυλίνδρους γύρω από τον άξονά τους, ιστούς για φορτία, ανάλογους με εκείνους των ψαράδικων του Αιγαίου, μάγκανα πηγαδιών, βαλμένα στη σειρά τους, για να ξεκολλούν από το έδαφος τους βαρείς όγκους, για να μπορούν να τους δένουν με σχοινιά και ψάθα και να τους τοποθετούν πάνω σ' ένα είδος έλκηθρου για τις κατηφοριές ή σε φορτηγά αμάξια για τους άλλους δρόμους.

Στην πρώτη περίπτωση οι εργάτες συγκρατούσαν το έλκηθρο με σχοινιά. Στην άλλη περίπτωση έζευαν στα φορτηγά αμάξια, που είχαν διπλό άξονα, πολλά ζευγάρια βόδια ή μουλάρια ή ακόμη και ανθρώπους. Έπαιρνε ο καθένας ένα σχοινί στον ώμο και τραβούσαν. Ο Ξενοφών, στην Κύρου Παιδεία του, ισχυρίζεται ότι ένα ζευγάρι υποζύγια μπορούσε να μετακινήσει πάνω σε καλό δρόμο γύρω στα εννιακόσια κιλά.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη, ΙΝ, 80) μας πληροφορεί ότι χρειάστηκαν εκατό ζευγάρια βόδια για να μεταφέρουν σε απόσταση δεκαεννιά χιλιομέτρων τις βαριές πέτρες του ναού της διπλής θεάς Έννας.

Οι λογαριασμοί των μεγάλων ελληνικών ιερών μας δείχνουν ότι δούλευαν κάπου σαράντα ζευγάρια υποζύγια για να σύρουν ένα μόνο σπόνδυλο κίονα. Οι λογαριασμοί της Πύλου δίνουν μεγάλη θέση στους κατασκευαστές παλαμαριών και διχτυών.

Η ανθρώπινη, ωστόσο, δύναμη, μαζί με τη δύναμη των ζώων, δεν θα αρκούσαν για να ανασηκώσουν τους εκατόν είκοσι τόνους ορισμένων ογκόλιθων από τα κυκλώπεια τείχη σε ύψος γύρω στα δεκαπέντε μέτρα πάνω από το έδαφος, αν οι μηχανικοί δεν σκέφτονταν να φτιάξουν, όπως και στην Αίγυπτο, προσωρινές κατωφέρειες από χώμα και να περιζώσουν, όπως στη Σικελία, με πολλά ξύλινα στεφάνια τους όγκους που θα μετακινούσαν.

Τους έκλειναν, με τον τρόπο αυτό, σε μεγάλες ρόδες ή μέσα σ' ένα ολόκληρο κύλινδρο και τις κυλούσαν κατόπιν σαν τεράστια καρούλια. Ένα σύστημα από ξύλινα κατρακύλια και λοστούς, στα τελευταία μέτρα της διαδρομής, έβαζε την πέτρα στη θέση που επιθυμούσαν. Τη στήριζαν κατόπιν με λιθάρια και γέμιζαν τα κενά με πηλό. Πόσα άραγε να κέρδιζαν οι χιλιάδες αυτοί μισθοφόροι, που δούλευαν από την αυγή ως το δείλι, ανάμεσα στις φωνές των καροτσέρηδων, στο τραγούδι που ρύθμιζε την προσπάθειά τους να τραβήξουν τις πέτρες, και στο κουδούνισμα των εργαλείων πάνω στην πέτρα; Το μαθαίνουμε από τη χωρίς τέλος λογιστική των ανακτόρων: ενώ στην Πύλο οι γυναίκες παίρνουν κάτι λιγότερο από ένα λίτρο δημητριακά για άλεσμα και ένα λίτρο σύκα την ημέρα και στην Κνωσό οι άντρες ενάμισι μόνο λίτρο δημητριακά, δώδεκα χτίστες που δουλεύουν στη Μεσσηνία και καταγράφονται στη λογιστική πινακίδα An 35 μοιράζονται 6 κιλά ακατέργαστο μαλλί, 4 κατσίκες, τρία κομμάτια πανί, 360 λίτρα κρασί και 480 λίτρα σύκα.Αυτό ήταν όλο το κέρδος τους, το "όφελός" τους (ΟΝΟ): ένα λίτρο κρασί και γύρω στο ενάμισι λίτρο σύκα το άτομο την ημέρα, λίγο κρέας, και ακόμη ένα μικρό δώρο, που θα τους επέτρεπε να μη δουλεύουν ολόγυμνοι. Και έχουν να ζήσουν ακόμη και ολόκληρη οικογένεια! Έχουν τάχα άδικο οι μεταγενέστεροι που βεβαιώνουν ότι "δεν είναι παρά κοιλιές και χέρια"; Και είχαν πάλι άδικο που καταδίκασαν το δόλιο Σίσυφο, τον ιδρυτή του Ακροκορίνθου, να κυλάει αιώνια πάνω στον ανήφορο της Κόλασης, έναν τεράστιο βράχο, που ξανακατρακυλούσε μόλις έφτανε στην κορυφή.