Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Κλεισθένης

Ο Κλεισθένης, γιος του Μεγακλή της οικογένειας των Αλκμεωνίδων και της Αγαρίστης, της κόρης του Κλεισθένη της Σικυώνος, γεννήθηκε στην Αθήνα, το 570 π.Χ. Ο προπάππος του, Μεγακλής των Αλκμεωνίδων, ήταν ο Άρχων της Αθήνας, όταν ο Κύλων έκανε την ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηνών, και να γίνει τύραννος (632 π.Χ.). Ο Κλεισθένης ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών, όταν ο Πεισίστρατος εξόρισε την οικογένεια των Αλκμεωνίδων, το 546 π.Χ. Μετά από την πτώση του Ιππία, έγινε διαμάχη για την εξουσία, ανάμεσα στον Κλεισθένη, τον ηγέτη των Αλκμεωνίδων και ελευθερωτή της Αθήνας και τον Ισαγόρα, τον αρχηγό των ευγενών. Όταν ο Ισαγόρας ανέλαβε την αρχηγία και έγινε Άρχων το 508 π.Χ., ο Κλεισθένης αρνήθηκε να υποταχθεί και έκανε έκκληση στον λαό δίνοντας τους υπόσχεση να επαναφέρει τα πολιτικά δικαιώματα τους, εάν τον βοηθούσαν να ανατρέψουν τον Ισαγόρα από την εξουσία.

Ο Ισαγόρας τότε κάλεσε τον Κλεομένη, βασιλιά της Σπάρτης και φίλο του, ο οποίος έστειλε αμέσως έναν πρέσβη απαιτώντας από τους Αθηναίους να εξορίσουν "τους μιασμένους" Αλκμεωνίδες και έτσι ο Κλεισθένης αναγκάστηκε να φύγει στην εξορία. Όταν ο Κλεομένης ήλθε στην Αθήνα, εξόρισε επτακόσιες Αθηναϊκές οικογένειες, τις οποίες ο Ισαγόρας θεωρούσε επικίνδυνες, διέλυσε την βουλή και έβαλε δικούς του ανθρώπους στις δημόσιες θέσεις. Όταν έγινε αυτό, ο λαός ξεσηκώθηκε και ο Κλεομένης, ο Ισαγόρας και οι οπαδοί τους προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στην Ακρόπολη. Οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την Ακρόπολη και μετά από δύο μέρες επέτρεψαν στον Κλεομένη και τον Ισαγόρα να φύγουν, αλλά όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Μετά από αυτό το γεγονός οι Αθηναίοι ανακάλεσαν τον Κλεισθένη και τις άλλες εφτακόσιες οικογένειες από την εξορία.

Όταν ο Κλεομένης έφθασε στην Σπάρτη, αμέσως ετοίμασε στρατό και βάδισε στην Αττική, με σκοπό να επαναφέρει τον Ισαγόρα στην εξουσία. Με την βοήθεια των Κορινθίων και άλλων Πελοποννησιακών πόλεων, ο Κλεομένης στρατοπέδευσε στην πεδιάδα της Ελευσίνας. Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι ετοίμασαν στρατό και ξεκίνησαν να εμπλακούν μαζί τους, αλλά στο μεταξύ οι Κορίνθιοι έμαθαν τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας και αποσύρθηκαν. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία, εναντιώθηκε και αυτός και η εκστρατεία αναβλήθηκε.

Όταν οι Σπαρτιάτες απεχώρησαν, οι Αθηναίοι εστράφησαν εναντίον των Χαλκιδαίων. Στα στενά του Ευρίπου, συνάντησαν και νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι έρχονταν προς βοήθεια τους. Την ίδια μέρα, οι Αθηναίοι πέρασαν στην Εύβοια και κατατρόπωσαν τους Χαλκιδείς. Οι κτηματικές περιουσίες των ευγενών κατασχέθηκαν και εδόθηκαν με κλήρο σε 4000 Αθηναίους (κληρούχοι). Ο Κλεισθένης έχοντας τώρα την εξουσία, άρχισε τις μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν την Αθήνα σε εδραιωμένη δημοκρατία. Έπεισε τον λαό να αλλάξουν την πολιτική οργάνωση από την οικογένεια και γένος σε τοπικές ομάδες. Κατήργησε την δύναμη των τεσσάρων παλαιών Ιωνικών φυλών (Αιγικορείς, Οπλίτες, Γελέοντες, Αργαδείς), επιτρέποντας στις φιλές να επιζούν μόνο για τις τελετουργικές τελετές.

Ο πληθυσμός της Αθήνας στα χρόνια του Κλεισθένη, περιελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων, οι οποίοι δεν ήταν υπήκοοι και φυσικά δεν έπαιρναν μέρος στις πολιτικές αποφάσεις. Ο Κλεισθένης διαίρεσε την Αττική σε εκατόν σαράντα Δήμους. Όλοι οι κάτοικοι που έμεναν στους δήμους έγιναν πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών και των ελεύθερων σκλάβων. Οι δήμοι είχαν υπευθυνότητες και δημόσια καθήκοντα, όπως την αναγραφή των πολιτών, την συλλογή φόρων και την εκλογή δημοσίων υπαλλήλων. Ο δήμος ήταν ένα αυτόνομο τοπικό όργανο, το οποίο είχε τον δικό του Δήμαρχο, δική του οικονομική διαχείριση, κοινή περιουσία, δικούς του ιερείς και ιέρειες. Οι δήμοι ήταν οργανωμένοι σε τριάντα τριττύες, με ισάριθμο πληθυσμό. Κάθε τριττύς αποτελείτο από ένα αριθμό δήμων, αν και μερικές από αυτές είχαν μόνο έναν μεγάλο δήμο. Οι τριττύες δεν είχαν κοινοτική ζωή και λειτουργούσαν σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δήμων και της φυλής. Από τις τριάντα τριττύες, συνέθεσε δέκα φυλές, κληρώνοντας μία τριττύα από τους Παράλιους, μία από τους Διάκριους και μία από τους Πεδιείς, και έτσι οι τρεις αυτές τάξεις που είχαν προκαλέσει ταραχές στην Αθήνα επί αιώνες, άλλαξαν ριζικά.

Οι καινούργιες περιοχές τώρα ήταν: το Άστυ (η πόλη), η οποία περιελάμβανε την Αθήνα, τον Πειραιά και το Φάληρο; η Ακτή, η οποία περιελάμβανε καινούργιες περιοχές και το Εσωτερικό, αποτελείτο από περιοχές του άστεως και της ακτής. Η ανακατανομή αυτών των τοπικών λειτουργιών ανάμεσα στις φυλές, είχε σαν σκοπό να χωρίσει τους οργανισμούς, δίνοντας ένα τέλος στις ατελείωτες διαμάχες του παρελθόντος.

Οι άνθρωποι δεν ήταν μόνο γνωστοί από το όνομα του πατέρα τους αλλά και από το όνομα του δήμου. Ο Κλεισθένης διευθέτησε τους δήμους με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά ήταν διασπαρμένοι σε διαφορετικά τμήματα της Αθήνας. Ο λόγος ήταν να παρεμποδίσει τις φυλές να αποκτούν ανεξάρτητα τοπικά συμφέροντα, καθώς επίσης να εμποδίσει τους δήμους να γίνουν πολιτικές οντότητες. Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη είχαν σαν αποτέλεσμα, την ισονομία και ο λαός συμμετείχε περισσότερο ενεργά στην δημόσια ζωή. Ο Κλεισθένης αύξησε επίσης τον αριθμό των πρυτάνεων. Η Βουλή αυξήθηκε από 400 σε 500 μέλη, 50 μέλη από κάθε φυλή. Ο αττικός χρόνος αποτελείτο από 12 σεληνιακούς μήνες, 354 ημέρες. Ο Κλεισθένης διαίρεσε τον χρόνο, για λειτουργικούς σκοπούς, σε δέκα περιόδους και οι 50 πρυτάνεις τις κάθε φυλής υπηρετούσαν για 35-36 ημέρες. Επί πλέον για μεγαλύτερη ευκολία διακυβερνήσεως, οι πενήντα γερουσιαστές ήταν χωρισμένοι σε πέντε σώματα, από δέκα άτομα το καθένα και ονομάζονταν Πρόεδροι. Οι Πρόεδροι κυβερνούσαν επί 7 ημέρες και διέμεναν στο κτίριο Θόλος, όπου και δειπνούσαν με δημόσια έξοδα. Από τους προέδρους εκλέγετο δια κλήρου κάθε μέρα, ένας Επιστάτης, ο οποίος υπηρετούσε την Βουλή και την Εκκλησία και ήταν υπεύθυνος και φύλακας των κλειδιών της Ακροπόλεως και του θησαυροφυλακίου.

Ο Κλεισθένης εισήγαγε επίσης τον οστρακισμό (εξορία από την πόλη). Η λέξης οστρακισμός προέρχεται από την λέξη όστρακο, ένα κομμάτι αγγείου, το οποίο χρησιμοποιείτο σαν ψήφος. Το άτομο, του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε όστρακα και ο αριθμός τους υπερέβαινε τις 6000, εξορίζονταν για δέκα χρόνια. Αυτό το μέτρο το εισήγαγε ο Κλεισθένης για να διασφαλίσει την πόλη από μελλοντικούς τυράννους.

Ο Κλεισθένης υπήρξε ο μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής των Αθηνών και ο ιδρυτής της Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Επίκουρος

Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύτερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος. Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ?περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου?, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυ¬ρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποι¬κοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια ? πράγμα ανακριβές, όμως.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε¬λούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστα¬τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή. Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».

Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλι¬σης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.

Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο¬τικό• οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό¬τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν' απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδο¬νές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο• η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή• πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλο¬ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο¬ρεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί¬νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ¬κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυχισμένο.

Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυ¬χισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του ?όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος? θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο¬κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ' έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά¬ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι¬διά ... και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και κατα¬λάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ¬όντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικα¬νοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο¬ρούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή¬συχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.

Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμητικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.

Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδι¬αίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνη¬ση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βού¬λησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφο¬ροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκ¬κλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».

Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν δια¬λυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας ?ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως?, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβό¬μαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι ?ανύπαρκτο, τελικώς? θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» ?ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμα¬στε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.

Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.