Διόνυσος


Ο Διόνυσος Ζαγρέας ήταν γιος του Διός και της Περσεφόνης, κόρης κι αυτής του Διός που ύστερα από προτροπή της Ήρας, οι Τιτάνες σκότωσαν το νεογέννητο παιδί, το κομμάτιασαν και το έφαγαν. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα μέλη του παιδιού τα μάζεψε ο Απόλλωνας και τα έθαψε στο ναό των Δελφών, κοντά στον τρίποδα της Πυθίας. Μα την καρδιά του Διονύσου την περιμάζεψε η Αθηνά και την έδωσε στον Δία, που την κατάπιε κι έτσι γέννησε ένα δεύτερο Διόνυσο. Αυτόν τον μύθο τον έχουν χρησιμοποιήσει οι ορφικοί ποιητές.

Οι ποιητές αυτοί ονομάζονταν έτσι από το όνομα του περίφημου αοιδού Ορφέα, που κατάγονταν από τη Θράκη κι ήταν γιος του Οίαγρου, βασιλιά του τόπου και της Μούσας Καλλιόπης. Κι είχε αδελφό έναν άλλο αοιδό, τον Λίνο. Κι ήταν καθώς έλεγαν δάσκαλος του ο Μουσαίος ή και μαθητής του ή κατά άλλους γιος του ή εγγονός του. Ο Ορφέας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Αργοναυτική εκστρατεία. Χάρη σ' αυτόν, ο Ιάσονας κι οι σύντροφοι του γλίτωσαν από τη γοητεία των Σειρήνων. Άλλος μύθος, όχι λιγότερο περίφημος, είναι αυτός που αναφέρεται στην κάθοδο του Ορφέα στον Άδη, για να πάρει από κει τη σύζυγό του Ευρυδίκη.

Η Ευριδίκη είχε πεθάνει από δάγκωμα φιδιού, όταν, για να αποφύγει την ερωτική καταδίωξη του Αρισταίου, έτρεχε μέσα στα λιβάδια. Κατόρθωσε λοιπόν ο Ορφέας με τα τραγούδια του να γοητεύσει τον Άδη και την Περσεφόνη και να τους εξευμενίσει. Οι δυο υποχθόνιοι θεοι συγκατάθεσαν να πάρει ο Ορφέας τη σύζυγό του στους ζωντανούς, μαζί του, μα με τον όρο να μην κοιτάξει πίσω του πριν ανέβει στην επιφάνεια της γης. Όμως ο Ορφέας δεν κατόρθωσε να αντισταθεί στον πειρασμό αυτό κι έτσι εξαφανίστηκε για πάντα η σκιά της Ευριδίκης. Κι έτσι ο Ορφέας έγινε μισογύνης, απαρηγόρητος όπως ήταν από τον χαμό της Ευριδίκης. Και γι' αυτό επέσυρε το μίσος των γυναικών της Θράκης. Μαινάδες έξαλλες κομμάτιασαν το σώμα του στις όχθες του ποταμού Έβρου. Οι Μούσες περισυνέλεξαν τα σκορπισμένα του μέλη και τα έθαψαν. Μα το κεφάλι του παρασύρθηκε από το ρέμα του ποταμού προς τη θάλασσα κι έφτασε, μαζί με τη λύρα του στ' ακρογιάλια της Λέσβου. Οι Λέσβιοι έθαψαν το θεϊκό κεφάλι του περίφημου αοιδού, ενώ η λύρα με τη βοήθεια των Μουσών πήρε μια θέση ανάμεσα στα αστέρια.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, τα μέλη του Ορφέα θάφτηκαν στη Λείβηθρα, στους πρόποδες του Ολύμπου. Άλλοι όμως έλεγαν πως τον Ορφέα τον έθαψαν στο Δίον, κοντά στην Πύδνα της Μακεδονίας. Από την αρχαιότητα ο θάνατος του Ορφέα -απ' τις Μαινάδες σπαραγμένου- παραλληλίζεται με του Διόνυσου Ζαγρέα το θάνατο, που οι Τιτάνες τον κομμάτιασαν κατά προτροπή της ήρας. Οι Ορφικοί άρπαξαν αυτόν τον μύθο κι έγινε ο Διόνυσος Ζαγρέας το κέντρο μυστηρίων με πολύ υψηλό νόημα. Ιδρυτής των μυστηρίων, όπως ήταν παραδεκτό, ήταν ο Ορφέας. Ο Διόνυσος ο Ζαγρέας έγινε για τους Ορφικούς η ανώτατη παντός πράγματος αρχή, επειδή "συνδύαζε μέσα του την αιθέρια πηγή ζωής, που του είχε μεταδώσει ο πατέρας του ο Δίας και την υποχθόνια την πηγή που η μητέρα του Περσεφόνη του είχε χορηγήσει".

O Charl Dubois μας λέει γι' αυτή την πλευρά της λατρείας του Διόνυσου Ζαγρέα, "βασιλεύει ως κυρίαρχος στον Άδη, κάποιες μάλιστα φορές θεωρείται γιος του Άδη ή κι ένας άλλος Άδης. Όμως συμμερίζεται και του Διός τον ουράνιο θρόνο. Είναι ο πρωτότοκος θεός, πριν από το θάνατό του, όπως και μετά την ανάστασή του, συμμετέχει στην απόλυτη εξουσία του πατέρα του κι είναι ο παγκόσμιος μονάρχης, ο κυρίαρχος όλων των αθανάτων. Είναι η ψυχή του κόσμου και διασφαλίζει την διαιώνισή του. Ο αγώνας του κατά των Τιτάνων, ο θάνατός του, η ανάστασή του, της ζωής τις περιπέτειες μέσα στη φύση εκφράζουν και μέσα στο φυσικό και ηθικό τον κόσμο. Επειδή του καλού είναι η αρχή, ενώ οι Τιτάνες αντιπροσωπεύουν την καταστροφική ενέργεια του κακού. Γι' αυτό κι ο άνθρωπος, γεννημένος από την τέφρα των Τιτάνων, που είχαν τραφεί από την τέφρα του Διονύσου είναι ένα κράμα καλού και κακού. Οφείλει να πληρώσει για τα εγκλήματα των θεοκτόνων προγόνων του, να εξαγνιστεί από τούτο το αμάρτημα και να ελευθερώσει τα καλά στοιχεία που έχει μέσα του αφιερώνοντας τον εαυτό του στον Διόνυσο. Σ' αυτό αποσκοπούσε η ορφική μύηση.

Με τη μύηση αυτή οι πιστοί επιζητούσαν να έρθουν σ' επικοινωνία με το θεό με διάφορες τελετουργίες, που η κυριότερή τους ήταν η "ωμοφαγία". Κομμάτιαζαν δηλαδή ζωντανά ζώα και έτρωγαν τις σάρκες τους ωμές. Στη λατρεία του Διόνυσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού κι ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ' αυτόν θα περνούσαν μέσα σ' άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση".

Σύμφωνα με ένα κείμενο του Ευριπίδη βλέπουμε πως επικαλούνταν τον Διόνυσο Ζαγρέα, "υπέρτατε της τάξης ρυθμιστή, σ' εσένα προσφέρω αυτή τη θυσία κι αυτή τη σπονδή, σ' εσένα, Δία ή Άδη, όπως προτιμάς. Δέξου την αναίμακτη τούτη θυσία, καρπούς κάθε λογής από τα ολόγιομά μας καλάθια. Συ, ανάμεσα στους θεούς τ' ουρανού, στο χέρι σου κρατάς του Διός το σκήπτρο και συ στον υποχθόνιο κόσμο μοιράζεσαι το θρόνο με τον Άδη. Την ψυχή των ανθρώπων, που να μάθουν θέλουν τις δοκιμασίες της πρόσκαιρης ζωής τους, φώτισε, φανέρωσέ τους που θα έρχονται, ποιά είναι η ρίζα του κακού, ποιον από τους μακάριους θεούς με θυσίες πρέπει να εξευμενίσουν, τα βάσανά τους για να σταματήσουν".

Ορφέας


Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως "γόης από μουσικής άμα και μαντικής", αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.

Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ' όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.

Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον ’δη, απ' όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως "Βασσάρες" ή "Βασσαρίδες" να τον "διασπάσουν" πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν. Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.

Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον "ιερό λόγο" των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά.

Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό "τιτανική φύση" (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες). Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα - σκιά στον μουχλιασμένο ’δη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.

Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού "έφερνε μέσα του το θεό", και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.

Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ' αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη - και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.

Η "μανία" που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα - πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε "ένθεος", δηλαδή ο θεός "μπήκε" σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ' αυτό. Η "μανία" έχει σχέση με τη λέξη "μένος" που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, "να χάνει κανείς τα λογικά του", αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το "θίασο" του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την "αστική" του ύπαρξη και να γίνει "μαινόμενος", να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.

Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.

Νηρέας & Γλαύκος


Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες θεότητες που σχετίζονταν με το θαλάσσιο βασίλειο. Οι θεότητες αυτές δεν ήταν τόσο σημαντικές, όσο ο Ποσειδώνας, είχαν όμως γεννηθεί και κυριαρχούσαν πριν από εκείνον. Λατρεύονταν επίσης στον ελλαδικό χώρο προτού ακόμη εκείνος καθιερωθεί. Παρόλο που ήταν θεότητες δευτερεύουσες, γύρω απ' αυτές και τους απογόνους τους δημιουργήθηκαν πολύ ενδιαφέροντες μύθοι. Μια απ' αυτές ήταν ο Νηρέας, ένας από τους "γέροντες της θάλασσας", ένας από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δαίμονες στην ακολουθία του Ποσειδώνα. Ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδέρφια του ήταν ο Θαύμαντας, ο Φόρκης, η Κητώ και η Ευρυβία. Η καταγωγή του δείχνει ολοφάνερα ότι πρόκειται για γενιά προγενέστερη από τον Ποσειδώνα. Σύζυγός του ήταν η Δωρίδα, μια από τις Ωκεανίδες. Μαζί της απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, μία από τις οποίες, η Αμφιτρίτη, έγινε αργότερα σύζυγος του Ποσειδώνα.

Έλεγαν πως, όπως και οι περισσότεροι θαλάσσιοι δαίμονες, έτσι κι ο Νηρέας μπορούσε να μεταμορφώνεται κι επινοούσε διάφορα τεχνάσματα. Γι' αυτό και τον φαντάζονταν και τον απεικόνιζαν ως άνδρα με μορφή ψαριού, κάποτε όμως από το σώμα του ξεπροβάλλει ένας λύκος, ένας τράγος ή ένα κεφάλι φιδιού, ακριβώς για να συμβολίσουν τις μορφές που μπορούσε να πάρει. Σε φίδι είχε μεταμορφωθεί ο δαίμονας, όταν πάλευε με τον Ηρακλή, ο ήρωας όμως τον έδεσε, όπως τον είχαν συμβουλέψει οι θεές της Τύχης. Έτσι, τον ανάγκασε να του απαντήσει σε όλες του τις ερωτήσεις.

Ο Νηρέας φημιζόταν επίσης για τις προφητικές του ικανότητες. Όταν συνάντησε τον Πάρη, του προφήτευσε την πτώση της Τροίας. Επίσης, προείπε το ένδοξο πεπρωμένο του Ηρακλή στους Αργοναύτες, με τη βοήθεια του Γλαύκου, που ερμήνευσε τα λόγια του σ' αυτούς. Ο Νηρέας, πρώτος γιος του Πόντου, ήταν καλοσυνάτος, σοφός, καλοπροαίρετος και γνωστός για τη δικαιοσύνη, την προθυμία και τη φιλαλήθειά του. Ο ρόλος του ήταν πάντα ταπεινός και αφανής, παρόλα αυτά δε δίσταζε να βοηθήσει όποιον είχε την ανάγκη του. Η Αφροδίτη ανατράφηκε στην κατοικία του και ο Πηλέας ευεργετήθηκε απ' αυτόν, γιατί του χάρισε το φάρμακο για να νικήσει την πείνα. Επίσης, βοήθησε τον Ηρακλή και τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση, όταν του έδωσε το κύπελλο του Ήλιου για να περάσει μ' αυτόν τον Ωκεανό. Ακόμη, του έδειξε το δρόμο για να φτάσει μέχρι τον κήπο των Εσπερίδων.

Γλαύκος

O Γλαύκος ήταν δαίμονας της θάλασσας και λατρευόταν σε πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας. Τον φαντάζονταν ως κήτος ή με ανθρώπινη μορφή, που είχε γένια από φύκια και όστρακα κολλημένα σ' όλο του το σώμα. Συνόδευε το Νηρέα στις θαλάσσιες περιπλανήσεις του, μαζί με τις Αλκυόνες και τις Νηρηίδες, το φίλο του Μελικέρτη και τα άλλα πνεύματα του νερού. Οι ναυτικοί απευθύνονταν σ' αυτόν, για να τους προστατέψει από τους κινδύνους, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν· τον αποκαλούσαν από σεβασμό "Γέροντα" ή "Γέρο θαλασσινό", όπως άλλωστε και τον Φόρκη, τον Τρίτωνα, τον Πρωτέα και τον Νηρέα. Πίστευαν πως μια φορά το χρόνο διέσχιζε τις θάλασσες και επισκεπτόταν όλα τα νησιά και τα λιμάνια, για να δείξει σ' όλους την αγάπη του. Όπως και άλλοι θεοί της θάλασσας, είχε προφητικές ικανότητες και μάλιστα έλεγαν ότι ο ίδιος ο Απόλλωνας είχε μαθητεύσει κοντά του.

Ο παλιότερος μύθος για τον Γλαύκο προέρχεται από την παραλιακή πόλη Ανθηδόνα της Βοιωτίας, απέναντι από την Εύβοια. Οι ψαράδες εκεί διηγούνταν πως ο Γλαύκος ήταν κάποτε συνάδελφός τους. Μια μέρα, εκεί που ήταν ξαπλωμένος σ' ένα λιβάδι για να ξεκουραστεί από το ψάρεμα, πρόσεξε ότι ένα από τα ψάρια που είχε πιάσει δάγκωσε το χορτάρι -το ίδιο που και ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος- ξαναζωντάνεψε κι έπεσε στη θάλασσα. Έκπληκτος αποφάσισε να δοκιμάσει και ο ίδιος· ένιωσε τότε μια υπερκόσμια δύναμη και πήδηξε στη θάλασσα. Οι θεοί θέλησαν να τον κρατήσουν ανάμεσά τους ως αθάνατο και του αφαίρεσαν τη θνητή του υπόσταση.

Μεταγενέστεροι μύθοι έλεγαν πως πήδησε στη θάλασσα από απελπισία, επειδή οι θεοί τον έκαναν βέβαια αθάνατο, δεν του χάρισαν όμως και την αιώνια νεότητα. Μια άλλη πιθανή εκδοχή ήταν ότι λούστηκε στα νερά μιας πηγής που χάριζε την αθανασία. Επειδή οι συμπατριώτες του δεν τον πίστεψαν κι εκείνος δεν μπορούσε να τους αποδείξει τη νέα του φύση, έπεσε στη θάλασσα. Τέλος, έλεγαν ότι ο Γλαύκος ρίχτηκε στο πέλαγος από αγάπη για τον αγαπημένο του φίλο Μελικέρτη· ο Μελικέρτης ήταν θνητός, που πριν τον Γλαύκο είχε πέσει στη θάλασσα και οι θεοί τον είχαν κάνει αθάνατο. Ως θαλασσινός δαίμονας ονομαζόταν έπειτα Παλαίμονας.

Παππούς του Γλαύκου ήταν ο Λάρυμνος και ως γονείς του αναφέρονται οι ακόλουθοι: ο Ανθηδόνας και η Αλκυόνη, ο Πόλυβος και η Εύβοια, ο Κοπέας και η Εύβοια ή ο Ποσειδώνας και κάποια Ναϊάδα. Πίστευαν πως ο Γλαύκος είχε αγαπήσει την Ύδνα, κόρη ενός περίφημου δύτη, του Σκύλλου, καθώς και τη Σύμη, κόρη του Ιαλυσού και της Δωρίδας. Τη Σύμη την απήγαγε και την έφερε στην ακτή της Μικράς Ασίας, όπου και εγκαταστάθηκαν σ' ένα νησάκι. Από τότε το νησί αυτό έχει το όνομα της κόρης.

Ο Γλαύκος είχε αγαπήσει κι άλλες κοπέλες, οι έρωτές του αυτοί, όμως, ήταν άτυχοι. Είχε προσπαθήσει να κατακτήσει την όμορφη Σκύλλα, εκείνη όμως τον απέκρουσε. Εκείνος τότε, με τη βοήθεια της Κίρκης ή του Ποσειδώνα, τη μάγεψε και την έκανε τέρας φοβερό.

Επίσης πλησίασε την Αριάδνη, όταν ο Θησέας την είχε εγκαταλείψει στη Νάξο. Ο Γλαύκος ήρθε τάχα να την παρηγορήσει, τον σταμάτησε όμως έγκαιρα ο Διόνυσος και τον έδεσε.Την ικανότητά του να προλέγει το μέλλον την είχε χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει αρκετούς ταξιδιώτες. Είχε παρουσιαστεί στον Μενέλαο, κοντά στο ακρωτήριο Μαλέας, για να του προφητέψει τα μελλούμενα, καθώς και στους Αργοναύτες για το ταξίδι τους. Άλλωστε, είχε ήδη λάβει μέρος ο ίδιος στη ναυπήγηση του καραβιού τους, της Αργώς.

Οι ψαράδες, γενικά, τον φαντάζονταν να κάθεται ψηλά σ' ένα βράχο και να προλέγει τις συμφορές τους, θρηνώντας ταυτόχρονα για τη δική του αθανασία. Εκείνοι, κουρνιασμένοι στη βάρκα τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο ν' αποτρέψουν το κακό, με προσευχές στους θεούς να τους εξευμενίσουν.

Ο Πρωτέας


Ο Πρωτέας ήταν θαλάσσιος δαίμονας. Οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν συχνά "Γέροντα της θάλασσας", όπως άλλωστε και τον Φόρκη, τον Νηρέα, τον Τρίτωνα και τον θεωρούσαν προστάτη στα ταξίδια τους. Όπως μας λέει ο Όμηρος, ήταν υποτακτικός του Ποσειδώνα και γνώριζε όλα τα βάθη της θάλασσας και τα μυστικά τους. Επίσης, ήταν προικισμένος με μαντικές ικανότητες και μπορούσε να μεταμορφώνεται σε ό,τι ήθελε, σε ζώο, σε φυτό, σε πουλί, ακόμη και σε φωτιά ή σε νερό.

Σύμφωνα με το μύθο, ο Πρωτέας είχε ανατολίτικη καταγωγή. Άλλοι έλεγαν πως είχε έρθει από τη Φοινίκη μαζί με τον Κάδμο όταν ο Κάδμος αναζητούσε την αδερφή του, την Ευρώπη, που την είχε απαγάγει ο Δίας. Ο Πρωτέας έφτασε τελικά μέχρι την Παλλήνη της Χαλκιδικής. Γνωρίστηκε με το βασιλιά της Σιθωνίας Κλίτο, που τον βοήθησε να ιδρύσει δικό του βασίλειο, διώχνοντας από τη Βισαλτία, μια περιοχή της Θράκης, τους παλιούς άγριους κατοίκους της. Ο Κλίτος του έδωσε επίσης την κόρη του Χρυσονόη για γυναίκα.

Ο Πρωτέας έζησε ειρηνικά στο βασίλειό του, ώσπου ένα τραγικό συμβάν τον τάραξε. Όταν κάποτε ο Ηρακλής πέρασε από εκεί, μονομάχησε με τους δυο γιους του Πρωτέα, τον Πολύγονο (ή Τμώλο) και τον Τηλέγονο, τους οποίους και σκότωσε. Ο Πρωτέας δεν άντεξε και από τη λύπη του έπεσε στη θάλασσα. Οι θεοί τον σπλαχνίστηκαν και τον έκαναν αθάνατο θεό των νερών. Έλεγαν ότι ο Πρωτέας ήταν πάντα ανέκφραστος, ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε ποτέ.

Από άλλο μύθο μαθαίνουμε ότι πατρίδα του μπορεί εξίσου να θεωρηθεί και η Αίγυπτος. Λέγεται πως από εκεί ήρθε ο Πρωτέας στη Θράκη, παντρεύτηκε μια νύμφη, την Κορώνη, κι απέκτησε μαζί της δυο γιους. Εκείνοι, όμως, έκαναν κατάχρηση της εξουσίας που είχαν στα χέρια τους και διέπρατταν αδικήματα. Ανάγκαζαν τους ταξιδιώτες να παλεύουν μαζί τους και στο τέλος τους σκότωναν. Ο Πρωτέας αηδιασμένος και νιώθοντας ντροπή για τη συμπεριφορά τους, ζήτησε από τον Ποσειδώνα να τον γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Ο θεός άκουσε την παράκλησή του και αποφάσισε να τον βοηθήσει, φτιάχνοντάς του ένα δρόμο μέχρι την Αίγυπτο. Ο δρόμος αυτός περνούσε πάνω από τη θάλασσα κι έτσι ο Πρωτέας έφτασε μέχρι εκεί δίχως καν να βραχεί.

Στην "Οδύσσεια" ο Όμήρος αναφέρει ότι ο Πρωτέας κατοικούσε στο νησάκι Φάρος στις μεσογειακές ακτές της Αιγύπτου, στις εκβολές του Νείλου. Όταν ο Μενέλαος επέστρεφε από την Τροία, έχοντας μαζί του την ωραία Ελένη, οι δυνατοί άνεμοι του Αιγαίου τους έφεραν στην Αίγυπτο. Εκεί ο Μενέλαος συνάντησε τυχαία τη σοφή και πρόθυμη κόρη του Πρωτέα, την Ειδοθέα, που του έδωσε οδηγίες για το πώς θα μπορούσε να αποσπάσει από τον πατέρα της χρήσιμες πληροφορίες για το ταξίδι της επιστροφής. Η Ειδοθέα του αποκάλυψε ακόμη ότι ο πατέρας της θα μπορούσε να του πει τι έχει συμβεί στο σπίτι του, ευχάριστο ή δυσάρεστο, όσο αυτός ήταν μακριά.

Ο Μενέλαος στη συνέχεια εφάρμοσε το εξής τέχνασμα, ακολουθώντας τις συμβουλές της: ο ίδιος και άλλοι τρεις σύντροφοί του ντύθηκαν με φρεσκογδαρμένα δέρματα φώκιας και ξάπλωσαν ανάμεσα στις φώκιες του Πρωτέα το καταμεσήμερο.

Αυτή ήταν η ώρα που, όπως όλα τα δαιμονικά της θάλασσας, ο "γέροντας" έβγαινε από το νερό. Συνήθιζε να ξαπλώνει κάτω από μια φαρδιά σπηλιά, ανάμεσα στο κοπάδι του, που κοιμόταν αναδίνοντας τη μυρωδιά του αλμυρού βυθού και της αβύσσου.

Όταν ο Πρωτέας βγήκε από το πέλαγος, μέτρησε τις φώκιες του, αλλά δεν υποψιάστηκε την παγίδα και χώθηκε ανάμεσά τους. Μόλις αποκοιμήθηκε, ο Μενέλαος τον άρπαξε μαζί με τους συντρόφους του και τον κράτησαν σφιχτά. Ο Πρωτέας προσπαθούσε να τους ξεφύγει και μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, σε δράκο, σε τίγρη, σε κάπρο, έπειτα σε δέντρο ακόμη και σε νερό. Εκείνοι, όμως, δεν πτοήθηκαν και δε σταμάτησαν να παλεύουν μαζί του, παρά μόνο αφού άρχισε να παίρνει πάλι τη μορφή που είχε πριν αποκοιμηθεί.

Τότε ο Πρωτέας εξαντλημένος, απάντησε στις ερωτήσεις του Μενέλαου, που έτσι έμαθε πως, για να του φανερώσουν οι θεοί το δρόμο της επιστροφής, έπρεπε να ανεβεί τον Νείλο και να τους προσφέρει εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Επίσης, ότι δεν του ήταν γραφτό να πεθάνει, γιατί ο Δίας τον θεωρούσε γαμπρό του, λόγω της Ελένης, και θα του φερόταν πολύ ευνοϊκά· θα τον οδηγήσει μετά θάνατο στα Ηλύσια πεδία.

Τέλος, ο Πρωτέας τον πληροφόρησε και για την τύχη του αδερφού του, του Αγαμέμνονα, που είχε δολοφονηθεί, καθώς και για τους συμπολεμιστές του στην Τροία, τον Οδυσσέα και τον Αίαντα το Λοκρό. Ο Ηρόδοτος αναφέρει μια παράδοση που ο ίδιος άκουσε στην Αίγυπτο: ότι ο Πρωτέας δεν ήταν στοιχειό της θάλασσας, αλλά βασιλιάς της Αιγύπτου, την εποχή του Τρωικού πολέμου. Έδρα του ήταν η Μέμφιδα κι έργο του η προστασία των αδικημένων, ενώ δεν είχε μαντικές ικανότητες. Όταν οι άνθρωποί του του έφεραν υπόδικο τον Πάρη, μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, ο Πρωτέας τον φιλοξένησε· επειδή δεν ήθελε να σκοτώνει τους ξένους που έρχονταν στη χώρα του, τον άφησε στο τέλος να πάει πίσω στην Τροία, κράτησε όμως στην Αίγυπτο την Ελένη και το θησαυρό.

Οι Έλληνες πήγαν στην Τροία για να διεκδικήσουν την κλεμμένη βασίλισσα, οι Τρώες απάντησαν πως δε βρισκόταν μαζί τους, όπως και ήταν η αλήθεια, οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους πιστέψουν και ο πόλεμος άρχισε. Μόνο μετά το τέλος του πολέμου και την πτώση της Τροίας οι Έλληνες διαπίστωσαν την απουσία της Ελένης και ο Μενέλαος πήγε στη χώρα του Πρωτέα, για να φέρει πίσω γυναίκα και βιος. Επέστρεψε, έτσι, πίσω στην πατρίδα του δικαιωμένος.

Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του "Ελένη" αναφέρει μια ακόμη εκδοχή του μύθου του Πρωτέα: πως η Ελένη δε βρέθηκε στην Αίγυπτο ούτε επειδή ο Πάρης την έφερε, ούτε επειδή ο Πρωτέας την κράτησε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι ίδιοι οι θεοί τη μετέφεραν εδώ με τη βοήθεια του Ερμή και την εμπιστεύθηκαν στον Πρωτέα. Ο Πάρης, με ένα τέχνασμα των θεών, δε μετέφερε στην Τροία παρά ένα ομοίωμά της από σύννεφο. Κάποια στιγμή ο Πρωτέας πέθανε και στο θρόνο της Αιγύπτου τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεοκλύμενος, που πίεζε όμως επίμονα την Ελένη να γίνει γυναίκα του. Εκείνη, απελπισμένη, κατέφυγε στον τάφο του Πρωτέα και εκεί τη βρήκε ο Μενέλαος, που είχε στο μεταξύ φτάσει καραβοτσακισμένος στην Αίγυπτο. Μετά από λίγο οι δυο σύζυγοι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ο κίνδυνος όμως που διατρέχουν είναι μεγάλος, γιατί ο Θεοκλύμενος δεν ήταν φιλόξενος κι ευσπλαχνικός, όπως ο πατέρας του: συνήθιζε να σκοτώνει όλους τους ξένους. Τότε και εδώ επεμβαίνει η Ειδοθέα, η επινοητική και καλόψυχη κόρη του Πρωτέα, που καταστρώνει σχέδιο διαφυγής για το ζευγάρι.

Βλέπουμε ότι το όνομα του Πρωτέα συνδέεται κυρίως με δυο περιοχές, τη Χαλκιδική και την Αίγυπτο. Ως προς την πρώτη δικαιολογημένα τον φαντάζονταν εκεί, επειδή από τα πολύ παλιά χρόνια ήδη η Χαλκιδική φημιζόταν για τις ακτές και το θαλάσσιο πλούτο της· ήταν πολύ ταιριαστή για έναν τέτοιο θαλάσσιο θεό. Όσο για την Αίγυπτο και το νησί Φάρος, βρίσκονταν στα αφρικανικά παράλια, που αποτελούσαν τα όρια του τότε γνωστού κόσμου προς την Ανατολή. Οι αρχαίοι, λοιπόν, τοποθετούσαν τον Πρωτέα ως ορόσημο στην άκρη του κόσμου, όπως τον Άτλαντα στη δύση, στο στενό του Γιβραλτάρ.

Το όνομα "Πρωτέας" είναι μια αρχαία λέξη, που σημαίνει "πρώτος", "πρωτόγονος" και "πρωτογέννητος". Αν αυτό συνδυαστεί με την ικανότητα του Πρωτέα να παίρνει όποια μορφή θέλει, φτάνουμε ίσως στη βαθύτερη κατανόηση του μύθου. Ο Πρωτέας είναι μια πρώτη μορφή ύλης που διαδοχικά μεταμορφώνεται και δημιουργεί όλες τις άλλες μορφές που αποτελούν τον κόσμο. Είναι η αρχική ουσία, που οι διαφορετικές εκδοχές της έφτιαξαν τα μέρη του σύμπαντος, ο "πρώτος" δαίμονας.

Μια μερα απο τη ζωή ενός Αθηναίου 04


Τα χορταρικά τα σέρβιραν με μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, ξίδι και μέλι. Μερικά φαγητά των Ελλήνων μάς φαίνονται το λιγότερο παράξενα. Να ένα απόσπασμα του Αθήναιου στο οποίο περιγράφει το πρόγραμμα φαγητού ενός γεύματος: "Εμφανίστηκαν χέλια χοντρά και σχεδόν σκεπασμένα στο αλάτι, έπειτα ένα θαυμάσιο χέλι, από το οποίο δεν θα παραιτούνταν ούτε οι θεοί. 'Έφεραν ένα μεγάλο στομάχι ψαριού στρογγυλό σαν τον ουρανό. Όταν τελειώσαμε με το στομάχι του ψαριού, μας φέρανε κάτι πινάκια: το ένα είχε ένα κομμάτι σκυλόψαρο, το άλλο παχιά σουπιά, το τρίτο χταπόδι και πολύποδες ζεστούς". Σ' αυτό το μέρος του φαγητού δεν έπιναν κρασί. Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να πιουν κρασί μετά το φαγητό. Άλλωστε το κρασί μπορούσε να αντικαταστήσει το φαγητό αν ήταν ανακατεμένο με κρίθινο αλεύρι και τριφτό τυρί. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν κυκεώνας και ήταν το ποτό που προτιμούσαν οι Έλληνες. Οι δούλοι έφερναν ξανά νερό, οι συνδαιτυμόνες έπλεναν τα χέρια, έπειτα οι δούλοι σήκωναν τα κόκαλα και τα αποφάγια. Τώρα έφερναν άλλα τραπέζια φορτωμένα επιδόρπια και κρασιά. Άρχιζε το τραγούδι με τη συνοδεία αυλού, γέμιζαν τα κύπελλα κρασί με την ευχή "υγίαινε" και περνούσαν στο δεύτερο μέρος του γεύματος. Τα επιδόρπια ήταν νωποί και ξηροί καρποί, αλατισμένα αμύγδαλα, τυρί, σκόρδα, κρεμμύδια, γλυκές και αλμυρές πίτες, το καύχημα της Αττικής. Οι πίτες αυτές ήταν φτιαγμένες από μέλι, τυρί και λάδι. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε το φαγητό που ονομαζόταν μυτλωτός, μια πίτα με τυρί ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα. Αυτό το μέρος του γεύματος λεγόταν συμπόσιον. Τώρα έπιναν κρασί, "γλυκό και αρωματικό, που είχε τη μυρουδιά των λουλουδιών. Είναι ευχάριστο να πίνεις κρασί, το γάλα της Αφροδίτης", να συζητάς, να τραγουδάς, να διηγείσαι λογής λογής περιστατικά, να ακούς μουσική, να παρακολουθείς τους χορούς. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ακούν θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι. Ανάμεσα στις συνηθισμένες διασκεδάσεις των τραπεζιών ήταν και τα αινίγματα. Εκείνος που δεν ήξερε να απαντήσει τιμωρούνταν να πιει ένα κύπελλο κρασί. Να μερικά από τα αινίγματα αυτά: 1. Αν δεν μου πεις τίποτε, λες τ' όνομά μου. μα αν προφέρεις το όνομά μου ω θαύμα! Τότε δεν θα με μαντέψεις. (Η σιωπή). 2. Είμαι το σταχτόχρωμο παιδί ενός λαμπερού πατέρα. πουλί χωρίς φτερά υψώνομαι ως τους ουρανούς. μόλις γεννήθηκα και σκόρπισα αμέσως στον αέρα. (0 καπνός). 3. Όταν με κοιτάς σε κοιτώ και γω, μα δεν σε Βλέπω γιατί δεν έχω μάτια. όταν μιλάς, κοιτάζοντάς με, ανοίγω και γω το στόμα και κινώ τα χείλη, αλλά σιωπηλά, γιατί φωνή δεν έχω. (Ο καθρέφτης).

Μουσική-Χορός Από τα πιο παλιά χρόνια n μουσική και ο χορός δεν έλειπαν από τα συμπόσια. Αργότερα (5ο-4ο αιώνα) για τη διασκέδαση των καλεσμένων συμφωνούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς που ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο αοιδούς, χορεύτριες, αυλητές. Τραγουδούσαν κι οι καλεσμένοι όλοι μαζί ή με τη σειρά. Ο Πλούταρχος μας λεει ότι το κλαδί της μυρτιάς περνούσε από χέρι σε χέρι. Αυτός που το έπαιρνε έπρεπε να τραγουδήσει παίζοντας λύρα, αν, βέβαια, ήταν σε θέση. Προς το τέλος του συμποσίου ο αριθμός των συνδαιτυμόνων που ήξεραν να τραγουδούν ήταν συνήθως μεγαλύτερος από ό,τι στην αρχή. Επίσης δεν υπήρχε συμπόσιο χωρίς κότταβο, ένα παιχνίδι που το έφεραν από τη Σικελία. Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε στο κύπελλο λίγο κρασί, το οποίο έχυνε σε καθορισμένο μέρος. Ενώ άδειαζε το κύπελλο έλεγε από μέσα του ή δυνατά το όνομα της γυναίκας που αγαπούσε. Ο ήχος του χυνόμενου υγρού λεπτότερος ή χοντρότερος καθώς και η ακριβής ή λιγότερο ακριβής επιτυχία του καθορισμένου στόχου, ήταν δείκτες αν το αγαπώμενο πρόσωπο συμμεριζόταν τα αισθήματά του. Κάποτε το κρασί το έχυναν στο δίσκο μιας ζυγαριάς, που έπρεπε να κατεβεί ως ένα ορισμένο σημείο ή να γκρεμίσει ένα σωρό αντικείμενα που ήταν στημένα από κάτω σε σχήμα πυραμίδας. Οι συνδαιτυμόνες εξέλεγαν έναν "πρόεδρο" του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιουν και την ποιότητά του. Οι Έλληνες έπιναν με μέτρο. Να πιει κανείς κρασί χωρίς να το ανακατεύει με νερό, θεωρούνταν κατά τη γνώμη τους βάρβαρη συνήθεια. Μια κωμωδία λεει: Το πρώτο κροντήρι φέρνει υγεία, το δεύτερο ευχαρίστηση, το τρίτο ύπνο κι αφού το πιεις πρέπει να πας στο σπίτι σου. Το τέταρτο κροντήρι φέρνει αυθάδεια, το πέμπτο ουρλιαχτά, το έκτο φασαρία στους δρόμους, το έβδομο ένα μελανιασμένο μάτι, το όγδοο κλήση στο δικαστήριο. Ο Αριστοφάνης το λεει συγκεκριμένα: "Δεν είναι καλά να μπεκρουλιάζεις. μόλις πιεις πιο πολύ, μπαίνεις σε ξένες αυλές, ξυλοκοπάς και κάποιον. Ύστερα σαν συνέλθεις πληρώνεις τα σπασμένα".

Ο Εύηνος ο Πάριος προσθέτει: "Για τον Βάκχο το καλύτερο μέτρο είναι η εγκράτεια ούτε πιο πολύ ούτε πιο λίγο. Αλλιώς μας οδηγεί στη μανία ή στη θλίψη". Παρ' όλα αυτά, οι συγγραφείς που αναφέραμε δεν τολμούν να παρουσιάσουν τους Έλληνες εγκρατείς στο ποτό. Δεν λεει τυχαία το ελληνικό ρητό: "Όποιος πίνει νερό δεν θα κάνει τίποτε σοφό". και για να αναγκάσουν τους πολύ διστακτικούς καλεσμένους να κατανικήσουν το δισταγμό τους υπάρχει ένα άλλο ρητό: "Πίνε ή φύγε". Το κρασί το ανακάτευαν σε αναλογία δύο μέρη νερό και ένα κρασί ή τρία μέρη νερό κι ένα κρασί. Το κρασί που ήταν ανακατεμένο με τρία μέρη νερό θεωρούνταν πολύ αδύνατο και το έλεγαν "ποτό για τα βατράχια". Παρά τα προληπτικά μέτρα που αναφέραμε, ο Αθηναίος όταν γύριζε από ένα συμπόσιο δεν μπορούσε να περηφανευτεί ότι είναι σε θέση να σταθεί γερά στα πόδια του κι ότι δεν έχει ανάγκη από συνοδεία. Τους καλεσμένους που δεν είχαν υπηρέτες για να τους κρατούν, τους οδηγούσαν συνήθως στο σπίτι τους με ένα φανάρι, γιατί το δείπνο άρχιζε μετά τη δύση του ήλιου και τέλειωνε όταν σκοτείνιαζε για καλά. Το καλοκαίρι το κρασί το ανακάτευαν με πάγο που έφερναν από τα βουνά και τον διατηρούσαν σε άχυρα και κουρέλια. Γι' αυτό το θέμα υπάρχει κι ένα ανέκδοτο: ένας συγγραφέας τραγωδίας ρώτησε την εταίρα με την οποία έτρωγε μαζί πώς τα καταφέρνει να κρατάει τόσο κρύο το κρασί. "Το τυλίγω με τους προλόγους σου", του απάντησε η εταίρα. Οι Βιοτέχνες Θα 'ταν απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι όλοι οι Αθηναίοι περνούσαν μια άνετη ζωή... Μέχρι τώρα έγινε λόγος μονάχα για τους ευκατάστατους. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση των πολυάριθμων Αθηναίων βιοτεχνών. Βαδίζουν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, να εργασθούν σκληρά ως τη δύση του ήλιου για να κερδίσουν το ψωμί της μέρας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε καιρό ούτε χρήματα για να μπουν στο κουρείο. Αυτοί δεν παίρνουν μέρος ούτε στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις στοές. Η τύχη τούς έγραψε να εργάζονται σκληρά κάθε μέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά τους δεν τα διαπαιδαγωγούν παιδαγωγοί, τις γυναίκες τους δεν τις περιβάλλει η ευεργετική ησυχία του γυναικωνίτη. Βοηθούν το σύζυγο ή το γονιό στη σκληρή καθημερινή πάλη. Ο συναγωνισμός της φτηνής δουλειάς των δούλων έριχνε όλο πιο χαμηλά την τιμή των προϊόντων των ελεύθερων βιοτεχνών. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η ζωή των απόρων, που ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος στην Αθήνα.

Οι Φτωχοί Η βασική τροφή των φτωχών ήταν το κριθάρι: ζωμός από κριθάρι, πίτες με κριθάλευρο και κρίθινα ψωμιά. Τους άρεσαν οι πηχτοί ζωμοί με μπιζέλια ή φακές, κι αγόραζαν φτηνά αλλαντικά. Ο Αριστοφάνης κατηγορεί τους αλλαντοποιούς ότι χρησιμοποιούν κρέας από σκυλί ή από γαϊδούρι, αλλά ας ελπίσουμε ότι ο ποιητής ήταν υπερβολικός. Το κρέας και το άσπρο ψωμί σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι των φτωχών. Αντίθετα οι φτωχοί έτρωγαν πολλά αλατισμένα ψάρια φερμένα από τον Εύξεινο Πόντο. Έπιναν φτηνό κρασί νερωμένο, αλλά συνήθως έμεναν ευχαριστημένοι μονάχα με το νερό. Η Σπάρτη διέφερε εντελώς από την Αθήνα κι από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες τρέφονταν με πιο πρωτόγονες και πιο χοντρές τροφές, μ' έναν παχύ χυλό από μπιζέλια το ζωμό που ήταν το φαγητό που προτιμούσαν. "Μπορείς να φας μέλανα ζωμό" λεει ειρωνικά σ' ένα Σπαρτιάτη ένα πρόσωπο μιας χαμένης κωμωδίας του Αριστοφάνη. Διηγούνται πως ένας Συβαρίτης, που έτυχε σ' ένα σπαρτιατικό γεύμα, είπε: "Αληθινά οι Σπαρτιάτες είναι οι πιο γενναίοι άνθρωποι. Κάθε άλλος θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει, παρά να ζήσει όπως αυτοί". "Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό", Βραστό χοιρινό κρέας, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από Βρώμη. τα δάχτυλα τα σκούπιζαν με τα ψίχουλα του ψωμιού. Αν θα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήταν απαραίτητη μια ειδική αγωγή για να εκτιμήσει κανείς αυτό το ζωμό, που τόσο αγάπησαν οι Σπαρτιάτες. Ο Διόνυσος, ο τύραννος των Συρακουσών, αγόρασε ένα μάγειρα από τη Σπάρτη και του έδωσε εντολή να του παρασκευάσει το γνωστό φαγητό. Όμως δεν κατάφερε να καταπιεί ούτε την πρώτη κουταλιά και την έφτυσε. Τότε ο μάγειρας του είπε: "Για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιατική γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα". Επειδή η πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνης της εποχής δεν έκανε κάτι τέτοιο, ο σπαρτιατικός ζωμός δεν είχε καμιά επιτυχία, εκτός από τη Σπάρτη βέβαια. Η καθημερινή ζωή των Αθηναίων πολιτών, η εύθυμη και γεμάτη χαρές για ορισμένους, η Βαριά και θλιβερή για τους άλλους, κυλούσε με την καθορισμένη τάξη, κάτω απ' τον ήρεμο ουρανό της Αττικής, μέχρι τότε που οι τρομερές θύελλες των πολέμων αναστάτωναν την πόλη. Oι Πόλεμοι Οι δρόμοι ερήμωναν. Στην Αγορά Βασίλευε ησυχία. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύβονταν από το φόβο στους γυναικωνίτες περιμένοντας θλιβερές ή χαρούμενες ειδήσεις. Κάτω απ' τις στέγες των στοών οι γέροι με τις κατάλευκες γενειάδες κλωθογύριζαν αναμνήσεις για τους αγώνες που έκαναν στα νιάτα τους, κριτικάροντας την τακτική των στρατηγών, και σκέφτονταν τι θα 'φερνε στα παιδιά τους ο καινούργιος πόλεμος: δόξα ή πρόωρο χαμό στα μακρινά πεδία των μαχών. Μα αν από μακριά οι πόλεμοι έρχονταν κοντά, αν ο εχθρός, συντρίβοντας τον αθηναϊκό στρατό, επέδραμε στην Αττική, η πόλη γνώριζε τότε τη δυστυχία, τα ερείπια, την πείνα και συχνά το μαζικό χαμό και την υποδούλωση των αγαπημένων.

Μια μέρα απο τη ζωή ενός Αθηναίου 03


Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. "Πώς θέλετε να σας κουρέψω;", ρώτησε ο κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. "χωρίς πολλές κουβέντες", απάντησε ο Βασιλιάς. Κοινωνικοί Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ' ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις. Εκτός από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα. Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία; Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει. Στό σπίτι Ο Αθηναίος αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρωει ή κάτω από μια σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη Βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των ξακουστών ποιητών. Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ' ένα μετάλλινο σωλήνα με κάλυμμα. Σ' ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη φροντίδα από τους αντιγραφείς. Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι απόλυτα απαραίτητο.

Γυμνάσια Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα γι, τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση. Γενικά τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές ασκήσεις της νεολαίας. τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι επισκέπτες του γυμνασίου. τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, μι, άλλη αίθουσα όπου "πασπάλιζαν" το σώμα τους με λεπτή άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης. τους διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο. Οι λεγόμενες ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες, μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις. Ο Αθηναίος δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε και χειροκροτούσε.

Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονιούνταν για την αδυναμία των σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες ομάδες και συζητούσαν διάφορα προβλήματα. Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης. Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει, με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας. Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται "Περίπατος", ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο Αριστοτέλης. Στο γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί, γι' αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό.

Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό, ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες αλείφονταν πρώτα σ' όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, έπειτα έξυναν το κορμί μ' έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και ξεπλένονταν με νερό. 'Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ' ό,τι ήξεραν κι αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Το γεύμα Στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την άφιξη των καλεσμένων. Τραπέζια, λεκάνες, μαξιλάρια, στεφάνια, τάπητες, ψωμιά, αρώματα, γυναίκες, ζαχαρωτά, πίτες, κουλούρια, χορεύτριες. Γλυκόψωμα και του Αρμόδιου τα τραγούδια. Στη διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι, ενώ n γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί. Τα παιδιά εμφανίζονται στα επιδόρπια και στέκονται όρθια ή κάθονται, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας. Αλλά σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους τα μέλη της οικογένειας δεν παρουσιάζονται. παίρνουν μπρος μονάχα οι άντρες, γιατί n συζήτηση θα είναι ή φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά αντρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών. Στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, n Διοτίμα, μια ξένη από τη Μαντίνεια, έγινε δεκτή μόνο στο κατώφλι της θύρας, απ' όπου σαν καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν, μπορούσε να διακόπτει τις φαντασίες του Αριστοφάνη με τις ευφραδέστατες παρεμβάσεις της κι αυτό μονάχα γιατί στη χώρα της είχε το αξίωμα της μάντισσας. Όσο για τις συνηθισμένες καλεσμένες στα συμπόσια που παριστάνονται συχνά στα αγγεία, n θέση κι ο ρόλος τους είναι έξω από κάθε αμφιβολία.

Οι γυναίκες αποζημιώνονται όμως στο γυναικωνίτη, όπου τα ζαχαρωμένα φρούτα και τα γλυκά των ζαχαροπλαστών της Κρήτης, της Σάμου και της Αθήνας τιμούνταν εξαιρετικά. Κάθε μαγείρισσα ετοίμαζε γλυκίσματα για τα Θεσμοφόρια και τις άλλες γιορτές, ενώ οι αξιοσέβαστες κυράδες τα κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες με τη συντροφιά των γνωρίμων τους, που είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους. Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι. Ο Πλούταρχος λεει ότι το να φάει κανείς μόνος του "δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα". Γι' αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αυτά τα συμπόσια γίνονταν σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας έφερνε το φαγητό του στο καλάθι. Τα προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι. Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.

Φιλοξενία Οι Έλληνες ήταν πολύ φιλόξενοι. Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι "παράσιτα". Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο "Συμπόσιο" ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ' όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει. Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ' αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό.

Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρωει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ' όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. 'Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν πράγματα άγνωστα. Oι αρχαίοι Έλληνες σκούπιζαν τα χέρια τους με ψίχα ψωμιού ή με ειδική κόλα που τη ζύμωναν με τα δάχτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδια. Το συμπόσιο Στην Αθήνα ένα γεύμα δεν άρχιζε ποτέ με σούπα. Αν και οι σούπες θεωρούνταν υγιεινά και θρεπτικά φαγητά (το φαγητό που προτιμούσε ο Ηρακλής ήταν ζωμός από μπιζέλια), ήταν ταυτόχρονα "φαγητό των φτωχών" και γι' αυτό σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους δεν ταίριαζε να προσφέρεις ζωμό. Στο πρώτο μέρος του γεύματος σέρβιραν χορταστικά φαγητά, και ειδικά ψάρια και πουλερικά: τη συνταγή για τις σάλτσες μάς τη μετέδωσε ο Αριστοφάνης: "... χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξίδι, χύσε ακόμα λάδι, τρίψε τυρί, ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές". Έτρωγαν σχετικά λίγο κρέας.

Μια μέρα απο τη ζωή ενός Αθηναίου 02


Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά; Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός. Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ' αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα. Τα αγαλματάκια από οπτή γη (τερακότα) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα. Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καιει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό. Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του. Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο.

Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: "άιντε στο ξίδι", "αγοράστε λάδι!", "ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!", "νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!", "κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!". Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη". Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια. Ο πιο ενδιαφέρων όμως κι ο πιο ελκυστικός τομέας της αγοράς ήταν τα ιχθυοπωλεία. Η αδυναμία των Αθηναίων ήταν το ψάρι, όχι το κρέας. Απ' όλους τους πραματευτάδες, οι πιο ανεξάρτητοι ήταν οι ιχθυοπώλες, για να μην πούμε οι πιο αυθάδεις. Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει "ληστές", ένας άλλος "λωποδύτες της νύχτας"... Ζητούν για το εμπόρευμά τούς όσα θέλουν. Αν τους απαντήσεις ότι είναι πολύ ακριβά, ακούς να σου λένε κοφτά: "Αυτή είναι η τιμή, αν δεν σου αρέσει, δρόμο!". Δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν ακόμα πιο μεγάλη Τιμή αν κατάφερναν να κρατήσουν τα ψάρια φρέσκα.

Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα Βρέξουν με νερό. Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς Βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη Τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον Βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι Βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς!

Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο Βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. .Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: "Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας". "Τι είναι;" του απάντησε ο γέρος. "Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση". Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων. Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα. Το φαγητό Τώρα δεν του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα, έναν απ' αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της παρασκευής φαγητού. Τους μάγειρους μπορούσε να τους Βρει κανείς κάθε μέρα σε ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. 'Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά. Ο Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία του όλους τους μαγείρους. Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι' αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη. Αφού τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 1011 το πρωί, ο Αθηναίος κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν με τους φίλους του.

Χαιρετισμοί Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν "Χαίρε!", που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: "Υγίαινε!", "Τα ωφέλιμα εργάζου!", "Εργάζου και ευτύχει!".

Συζητήσεις Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία. Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ' έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ' ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα". Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος κουρέας μπορούσε να περηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους. Κουρεία Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο το Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας. Τον καιρό που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. χάρη σ' αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί.

Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση της καταστροφής στη Σικελία ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά. Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο. Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: "0 ψεύτης στην ανάκριση!", "στα Βασανιστήρια!". Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια. Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, Καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε.

Μια μέρα απο τη ζωή ενός Αθηναίου 01


Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θάβρισκε κανέναν στο σπίτι. Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λεει ο Πλάτωνας "έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί". Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ' το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: "Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει". Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας. Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους. Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά. Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. 'Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.

Ενδυμασία


Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους. Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας. Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι. Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.

Κόμη

Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.

Υποδήματα

Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι. Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη". Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής. Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι. Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά. Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα. Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα.

Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί. Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά. Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.

Συμπεριφορά

Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν. μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο. Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά. Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο. Η αγορά Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων. Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας Βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες. Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος.

Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος. Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ' τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών. Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αριστοφάνης μάς παρουσιάζει μέσα σ' αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς "επόπτες" της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου. Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.

Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια. Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσά. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα. Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο. Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα". Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν. Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι. Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων. Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της.

Οι ήρωες του Τρωικού Πολέμου 02

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ήταν νόθος αδερφός του Αίαντα του Τελαμώνιου. Ήταν ο καλύτερος από τους Αχαιούς στην τέχνη του τόξου. Πολλοί Τρώες σκοτώθηκαν από τα βέλη του. Γενικά προτιμούσε τη μάχη από απόσταση, όσες φορές όμως του δόθηκε η ευκαιρία, απέδειξε ότι ήξερε να αγωνίζεται και σώμα με σώμα με το κοντάρι. Όταν ο Δίας του σπάζει τη νευρά του τόξου του, για να μην πετύχει τον Έκτορα με τα βέλη του, δε δίστασε ο Τεύκρος να πάρει ασπίδα και κοντάρι και να συνεχίσει τη μάχη σώμα με σώμα κοντά στον αδερφό του. Στους επιτύμβιους αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου ηττήθηκε από τον Μηριόνη στη σκοποβολή, γιατί δεν είχε τάξει θυσία στον Απόλλωνα.

ΝΕΣΤΟΡΑΣ

Ο Νέστορας, ο γιος του Νηλέα, ήταν βασιλιάς της Πύλου και είχε ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, αν και ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Ο δικός του ρόλος στη διεξαγωγή του πολέμου δεν είναι να πολεμά με το σώμα αλλά με το μυαλό, με την πολύχρονη πείρα του. Είναι ο συμβουλάτορας, ο καθοδηγητής, ο άνθρωπος που προσπαθεί να αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ των Αχαιών ηγεμόνων. Έφερε μαζί του στην Τροία ενενήντα πλοία, αλλά πιο πολύ υπολογίζουν οι Αχαιοί σ' αυτόν τον ίδιο, στην προσωπικότητά του.

Όταν ξέσπασε η κρίση ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα, ο Νέστορας ρίχνει το φταίξιμο και στους δύο και τονίζει πως η στάση τους αυτή μόνο τους Τρώες ωφελεί και κανέναν άλλο. Όταν αργότερα οι Τρώες εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Αχιλλέα περνούν στην αντεπίθεση και στριμώχνουν τους Αχαιούς, ο Νέστορας έπεισε τον Αγαμέμνονα να στείλει πρεσβεία στον Αχιλλέα προσφέροντάς του απόλυτη ικανοποίηση για την προσβολή που του έγινε. Όταν ο Έκτορας προκάλεσε έναν από τους Αχαιούς ηγεμόνες να μονομαχήσει μαζί του και κανένας δεν τολμούσε, ο Νέστορας με τα εύστοχα λόγια του κατάφερε να ξεσηκώσει εννιά από αυτούς να τον αντιμετωπίσουν. Ο Νέστορας πρότεινε ακόμη να κάνουν ανακωχή με τους Τρώες για να θάψουν τους νεκρούς, αλλά και για να προλάβουν οι Αχαιοί να χτίσουν τείχος γύρω από τα καράβια τους.

Όταν πάλι οι Αχαιοί κινδύνεψαν πολύ σοβαρά, ο Νέστορας ζήτησε από τον Πάτροκλο να πείσει τον Αχιλλέα να πολεμήσει ή τουλάχιστον να πολεμήσει ο ίδιος ο Πάτροκλος με τα όπλα του Αχιλλέα και το στρατό των Μυρμιδόνων, για να ανακόψουν την ορμή των Τρώων.

Αλλά και στους επιτύμβιους αγώνες για τον Πάτροκλο έδωσε ακριβείς οδηγίες στον Αντίλοχο, το γιο του, για να προβάλει σοβαρές αξιώσεις για νίκη στην αρματοδρομία. Ο ίδιος δεν μπορεί βέβαια να λάβει μέρος στους αγώνες λόγω της ηλικίας του. Ο Αχιλλέας του χαρίζει ωστόσο τιμητικά μια κούπα.

Αν και ο ίδιος ο Νέστορας δεν μπορούσε να πολεμήσει, είχε φέρει μαζί του το γιο του, τον Αντίλοχο, που συμμετέχει στις μάχες και σκοτώνει αρκετούς Τρώες. Ο Αντίλοχος ανακοινώνει στον Αχιλλέα το χαμό του Πάτροκλου. Στους επιτάφιους αγώνες που ακολουθούν καταφέρνει να ξεπεράσει με δόλο τον Μενέλαο στην αρματοδρομία. Με τους εξαίρετους τρόπους του όμως καταφέρνει να τον εξευμενίσει. Μετά το θάνατο του Πάτροκλου ο Αντίλοχος γίνεται ο πιο στενός φίλος του Αχιλλέα.

ΙΔΟΜΕΝΕΑΣ

Ο Ιδομενέας, γιος του Δευκαλίωνα και εγγονός του Μίνωα, είχε έρθει από την Κρήτη. Ήταν αρχηγός ογδόντα πλοίων επανδρωμένων από τις εκατό πολιτείες της Κρήτης. Αν και ήταν ήδη μεσήλικας, συνέβαλε σημαντικά στην απόκρουση της επίθεσης κατά του στόλου των Αχαιών σκοτώνοντας πολλούς Τρώες.

Συναρχηγός του κρητικού στόλου ήταν ο ανιψιός του Ιδομενέα, ο Μηριόνης. Σκότωσε κι αυτός πολλούς Τρώες. Ιδιαίτερα όμως ξεχώρισε, όταν σήκωσε το νεκρό Πάτροκλο μαζί με τον Μενέλαο, για να τον μεταφέρει στο στρατόπεδο. Στους επιτάφιους αγώνες που ακολούθησαν, ήρθε πρώτος στην τοξοβολία και τέταρτος στην αρματοδρομία.

Ο Μαχάονας και ο Ποδαλείριος ήταν γιοι του Ασκληπιού. Είχαν αναλάβει την ιατρική περίθαλψη των Αχαιών πολεμιστών. Φαίνεται ότι η ειδικότητα του Μαχάονα ήταν η τραυματολογία, ενώ ο Ποδαλείριος είχε ειδικευτεί στη γενική παθολογία. Όταν λοιπόν πληγώθηκε ο Μενέλαος από τα βέλη του Πάνδαρου, έστειλε αμέσως ο Αγαμέμνονας τον κήρυκα Ταλθύβιο να φέρει τον Μαχάονα για να περιποιηθεί το τραύμα. Κι εκείνος έβγαλε το βέλος από την πληγή, ρούφηξε το αίμα κι έβαλε καταπραϋντικά βότανα στο τραύμα.Τα δυο αδέρφια ωστόσο δεν περιορίζονταν μόνο στα ιατρικά τους καθήκοντα. Είχαν άλλωστε έρθει στην Τροία ως αρχηγοί τριάντα πλοίων. Η θέση τους όμως στο αχαϊκό στρατόπεδο ήταν ξεχωριστή και οι Αχαιοί έτρεμαν στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να χάσουν τον έναν από τους δυο γιατρούς τους. Έτσι, όταν ο Πάρης πλήγωσε τον Μαχάονα στον ώμο με βέλος, τον φορτώνει αμέσως ο Ιδομενέας στο άρμα του Νέστορα για να μεταφερθεί γρήγορα σε ασφαλές μέρος και να περιποιηθούν το τραύμα του.

ΠΡΙΑΜΟΣ

Ο Πρίαμος, γιος του Λαομέδοντα, ήταν βασιλιάς της Τροίας. Το κανονικό του όνομα ήταν Ποδάρκης. Μετονομάστηκε σε Πρίαμο από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω, όταν η αδερφή του, η Ησιόνη, τον εξαγόρασε από τον Ηρακλή. Γυναίκα του ήταν η Εκάβη, με την οποία απόχτησε δεκαεννιά γιους. Ο Πρίαμος είχα ακόμα άλλους τριάντα ένα γιους και δώδεκα κόρες.Ο ρόλος του στη διεξαγωγή του πολέμου είναι μάλλον διακοσμητικός. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει πολύ ηλικιωμένο, με ξεχωριστή αρχοντιά και ευγένεια, όπως αρμόζει άλλωστε στη θέση του. Κανείς ωστόσο δε φαίνεται να θέλει να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις και την πολύχρονη πείρα του σε λεπτά πολιτικά ή σε δύσκολα στρατιωτικά θέματα. Όταν αποφασίζεται από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα να αφήσουν τον Πάρη και τον Μενέλαο να λύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους με μονομαχία και συμφωνείται επίσημα ανακωχή από τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα και το βασιλιά Πρίαμο, ο τελευταίος δεν αντέδρασε καθόλου, όταν μετά τη νίκη του Μενέλαου οι Τρώες πάτησαν τους όρκους και όχι μόνο δεν έδωσαν πίσω την Ελένη αλλά τραυμάτισαν και τον Μενέλαο, ενώ οι σπονδές ίσχυαν ακόμη. Μόνο μετά το θάνατο του γιου του Έκτορα φαίνεται η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητα του γέρου βασιλιά. Για πρώτη φορά τότε τον βλέπουμε να χάνει και την ψυχραιμία του και τη συνηθισμένη ευγένεια που τον διέκρινε, όταν συντετριμμένος από το χαμό του γιου του τα βάζει με όποιον βλέπει μπροστά του και φέρεται άπρεπα. Μετά από αυτή την έκρηξη οργής και πόνου κάνει κάτι που απαιτεί πραγματικά πολύ θάρρος. Πηγαίνει μέσα στη νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα να του δώσει το νεκρό Έκτορα για να τον θάψει μ' όλες τις πρέπουσες τιμές. Μπροστά στην τόση γενναιότητα ακόμη και ο ίδιος ο Αχιλλέας έμεινε άφωνος.

ΠΑΡΗΣ

Ο Πάρης, γιος του Πρίαμου, ήταν εκείνος που με την ασέβειά του έδωσε την αφορμή για την κήρυξη του Τρωικού πολέμου. Όταν ήταν να γεννηθεί ο Πάρης, οι θεοί αποκάλυψαν στους γονείς του με σημαδιακό όνειρο ότι θα γινόταν αιτία να καταστραφεί η Τροία. Το όνειρο ερμήνευσε έτσι ο νόθος γιος του Πρίαμου, ο Αίσακος.Έτσι ο Πρίαμος, μόλις γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σ' ένα δούλο με την εντολή να το σκοτώσει πάνω στην Ίδα. Φτάνοντας στο βουνό, ο δούλος το λυπήθηκε και το παράτησε εκεί, αλλά το βρήκε ένας βοσκός, ο Αρχέλαος, και το πήρε στην οικογένειά του. Το παιδί μεγάλωνε και κάποτε ήρθαν ληστές να κλέψουν τα κοπάδια. Ο Πάρης τους έδιωξε και έτσι οι άλλοι βοσκοί του έδωσαν τιμητικά το όνομα Αλέξανδρος. Ο Πάρης είχε πια ανδρωθεί, όταν έφτασαν στο σπίτι της οικογένειάς του άνθρωποι του Πρίαμου. Έψαχναν για έναν ταύρο, που θα αποτελούσε το έπαθλο των αγώνων που διοργάνωναν κάθε χρόνο οι γονείς του Πάρη σε ανάμνηση του χαμένου τους παιδιού. Ήταν όμως ο αγαπημένος του ταύρος, γι' αυτό έλαβε μέρος στους αγώνες για να τον ξανακερδίσει, πράγμα που κατάφερε. Είχε νικήσει όμως και τα πραγματικά του αδέρφια, που προσβλήθηκαν, επειδή είχαν χάσει από έναν ταπεινό βοσκό και θέλησαν να τον σκοτώσουν. Τότε ο Πάρης κατέφυγε στο βωμό του Δία, όπου η αδερφή του η Κασσάνδρα τον αναγνώρισε. Ξέροντας τι συμφορές θα φέρει, προσπαθεί κι εκείνη να τον σκοτώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Οι γονείς αγνοούν τις προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας και καλοδέχονται το γιο τους. Ο Πάρης πρέπει να ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ήρωες των Τρώων παρά τα όποια ελαττώματά του. Διαθέτει το απαραίτητο κύρος, για να επιβάλει σε ολόκληρο λαό να πολεμήσει και να καταστραφεί για χάρη του. Η πρόταση του Αντήνορα να δώσουν πίσω την Ελένη απορρίπτεται, χωρίς να τολμήσει κανείς να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Πάρης είναι αυτός που σκότωσε τον Αχιλλέα, το φόβο και τον τρόμο των Τρώων. Στην Ιλιάδα ωστόσο, ο Πάρης, αν και σκοτώνει ή τραυματίζει πολλούς Αχαιούς με τα βέλη του, δεν είναι από εκείνους που πρωτοστατούν στις μάχες. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει φαφλατά, ανεύθυνο, ανέντιμο και δειλό. Δείχνει πραγματικά να αδιαφορεί τελείως για τους τόσους πολλούς ανθρώπους που σκοτώνονται εξαιτίας του και το μόνο που τον ενδιαφέρει, ακόμη και μετά από τη μονομαχία του με τον Μενέλαο, είναι ο έρωτας με την Ελένη. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφος άνδρας και φαίνεται πως είχε κι άλλες ερωτικές περιπέτειες. Όταν ήταν ακόμη βοσκός, αγάπησε με πάθος τη νύμφη Οινώνη, την κόρη του ποταμού Κεβρήνα. Ο Πάρης όμως, γοητευμένος από την υπόσχεση της Αφροδίτης, θέλησε να πάει στη Σπάρτη για να αρπάξει την Ελένη. Μάταια προσπάθησε η Οινώνη να τον αποτρέψει από αυτό το ταξίδι προειδοποιώντας για τις συμφορές που θα προκαλούσε η αρπαγή της Ελένης. Τότε του υποσχέθηκε πως εκείνη θα τον γιάτρευε, αν τύχαινε να πληγωθεί ποτέ. Όταν είκοσι χρόνια μετά ο Πάρης πληγώθηκε βαριά από τον Φιλοκτήτη, θυμήθηκε την υπόσχεση της Οινώνης. Όταν έστειλε να τη φωνάξουν, εκείνη αρνήθηκε λέγοντάς του να τον γιατρέψει η Ελένη. Ο Πάρης πέθανε και η Οινώνη μετανιωμένη αυτοκτόνησε. Η Κασσάνδρα ήταν κόρη του Πρίαμου. Η φυσική ομορφιά της ήταν ξεχωριστή και την ερωτεύτηκε αμέσως ο Απόλλωνας, όταν την είδε. Για να ενδώσει στον έρωτά του, του ζήτησε να της διδάξει την τέχνη της μαντικής. Εκείνος δέχτηκε, αλλά η Κασσάνδρα τον ξεγέλασε. Όταν ο Απόλλωνας κατάλαβε την απάτη, την καταράστηκε -σύμφωνα μ' άλλους την έφτυσε στο στόμα, για να χάσουν τα λόγια της την πειστικότητά τους- να μην πιστέψει ποτέ κανείς τις μαντείες της. Έτσι δεν την πίστεψε κανείς, παρόλο που είχε δίκιο, όταν προειδοποιούσε για τις συμφορές που θα έβρισκαν την Τροία, αν ο Πάρης πήγαινε στην Ελλάδα, αν οι Τρώες έφερναν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην Τροία κλπ. ’λλη εκδοχή του μύθου: Η Κασσάνδρα και ο Έλενος ήταν δίδυμα αδέρφια. Μια φορά που γιόρταζαν τα γενέθλιά τους τα δυο παιδάκια, βρέθηκαν πάνω στο παιχνίδι τους μέσα στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, κάθησαν να ξεκουραστούν εκεί και τα πήρε ο ύπνος. Καθώς κοιμούνταν, φίδια τα πλησίασαν και άρχισαν να τους γλείφουν τα αυτιά, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έτσι, τα δυο αδέρφια εξοικειώθηκαν από παιδιά με τη μαντική τέχνη.

ΕΚΤΟΡΑΣ

Ο Έκτορας, ο μεγαλύτερος γιος του Πρίαμου, ήταν ο αρχηγός του στρατού των Τρώων. Γυναίκα του ήταν η Ανδρομάχη, κόρη του βασιλιά των Κιλίκων Μετίωνα. Απόχτησαν μαζί ένα γιο, τον Σκαμάνδριο, τον οποίο οι Τρώες έλεγαν Αστυάνακτα για να τιμήσουν τον πατέρα του, που προστάτευε την πόλη. Και πραγματικά ο Έκτορας είναι για τους Τρώες ό,τι ο Αίας ο Σαλαμίνιος για τους Αχαιούς: το προπύργιο της άμυνάς τους. Είναι κυριολεκτικά ο φόβος και ο τρόμος των Αχαιών. Στις συγκρούσεις που γίνονται, ιδιαίτερα μετά την αποχή του Αχιλλέα από τη μάχη, σκοτώνει αναρίθμητους επώνυμους και ανώνυμους Αχαιούς. Το δέος που προκαλούσε στις τάξεις των Αχαιών φαίνεται από την αντίδρασή τους στην πρόκληση του Έκτορα να μονομαχήσει μαζί του ένας από τους Αχαιούς ήρωες, όποιος ήθελε. Κανένας δεν τολμά στην αρχή να παραβγεί μαζί του και μόνο μετά την προσπάθεια του Νέστορα να κεντρίσει τη φιλοτιμία τους, ανταποκρίνονται εννιά από τους πιο γενναίους ήρωες στην πρόκλησή του. Στην κλήρωση που ακολουθεί, ορίζεται ο Αίας ο Σαλαμίνιος να εκπροσωπήσει τους Αχαιούς. Και καθώς φαινόταν στη μονομαχία που ακολούθησε, πως κανείς δεν πρόκειται να αναδειχτεί νικητής, σταμάτησε ο αγώνας και σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής αντάλλαξαν δώρα. Ο Έκτορας χάρισε το αργυροκαρφωμένο ξίφος του και ο Αίας τη λαμπροπόρφυρη ζώνη του. Ο Έκτορας είναι ένας γνήσιος πολεμιστής. Πιστεύει ότι οι μάχες κερδίζονται με κριτήριο τον προσωπικό δυναμισμό των μαχητών. Δεν πιστεύει σε δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, σε καλά ή κακά σημάδια. Το πιο καλό σημάδι γι' αυτόν είναι να υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα του. Σέβεται και τιμά ωστόσο όλους τους θεούς. Και οι θεοί, όμως, ιδιαίτερα ο Απόλλωνας και ο ’ρης, τον προστατεύουν σε κάθε του προσπάθεια. Ακόμη και ο ίδιος ο Δίας δείχνει να τον αγαπά, να τον προσέχει και να τον λυπάται για τον πρόωρο θάνατο που τον βρίσκει. Πρέπει ακόμη να πούμε ότι ο Έκτορας, παρά τη σκληρότητα του χαρακτήρα του εξαιτίας της στρατιωτικής του ιδιότητας, ήταν ένας άνθρωπος με κατανόηση και ευαισθησία. Αυτό φαίνεται από τη λεπτότητα με την οποία φέρεται σε Τρωαδίτισσες γυναίκες, στον αδερφό του τον Πάρη, στη μητέρα του, στην Ελένη και στη γυναίκα του την Ανδρομάχη, όταν αφήνει για λίγο το πεδίο της μάχης. Ακόμη και στον Πάρη, που τον μέμφεται για τα τωρινά δεινά και τον καταριέται, δείχνει μια κάποια συμπάθεια. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο τον Έκτορα και για όλους εκείνους που τον αγαπούν, οι θεοί δεν επρόκειτο να του συμπαρασταθούν για πολύ ακόμη. Μετά το φόνο του Πάτροκλου και τη σύληση της πανοπλίας του Αχιλλέα δεν του ήταν γραφτό να ζήσει πολύ. Ο Αχιλλέας, οργισμένος για το χαμό του φίλου του, τερματίζει την αποχή του από τις συγκρούσεις και βγαίνει στο πεδίο της μάχης για να εκδικηθεί. Ψάχνοντας για τον Έκτορα, σκοτώνει τόσους Τρώες, ώστε οι επιζήσαντες κατατρομαγμένοι κλείνονται στα τείχη. Μόνο ο Έκτορας μένει να τον αντιμετωπίσει, ξεπερνώντας ένα στιγμιαίο δισταγμό που του προκαλούν οι φωνές των δικών του από τα τείχη.Μπροστά στη θέα του φοβερού αντιπάλου που τον πλησιάζει, το βάζει τελικά στα πόδια. Κυνηγημένος κάνει τρεις φορές το γύρο των τειχών της Τροίας και μετά κοντοστέκεται ξεγελασμένος από την Αθηνά που έχει πάρει τη μορφή του αγαπημένου του αδερφού Δηίφοβου. Όταν η πλάνη αποκαλύπτεται, καταλαβαίνει πως η ώρα του θανάτου του έχει σημάνει πια και αποφασίζει να πέσει μαχόμενος. Και πράγματι, ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα. Το κακομεταχειρισμένο πτώμα του θα αποδοθεί τελικά στον πατέρα του μόνο μετά την παρέμβαση του Δία και τη μεσολάβηση της Θέτιδας.

ΑΙΝΕΙΑΣ

Ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης, ήταν συναρχηγός των Δαρδάνων μαζί με τους δυο γιους του Αντήνορα, τον Αρχέλοχο και τον Ακάμαντα. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει να μονομαχεί με τον Διομήδη και τον Αχιλλέα. Ο Αινείας θέλησε να επιτεθεί μαζί με τον Πάνδαρο στον πληγωμένο από τον Πάνδαρο Διομήδη, πιστεύοντας ότι εύκολα θα μπορούσαν να τον καταβάλουν. Δεν είχαν όμως υπολογίσει την ανανεωμένη από την Αθηνά ορμή του Διομήδη, που σκότωσε πρώτα τον Πάνδαρο και στη συνέχεια με μια πέτρα τραυμάτισε κι έριξε κάτω τον Αινεία. Και ενώ ετοιμάζεται να τον σκοτώσει, παρεμβαίνει η Αφροδίτη και σώζει προς στιγμή το γιο της. Οργισμένος ο Διομήδης την τραυμάτισε στο χέρι. Η πληγωμένη θεά αποσύρθηκε, παρακαλώντας τον Απόλλωνα να σώσει το γιο της. Τρεις φορές προσπάθησε ο Διομήδης να τον σκοτώσει και τις τρεις όμως αποκρούστηκε από τη φωτεινή ασπίδα του Απόλλωνα. Τελικά ο θεός πήγε τον Αινεία στην Τροία, όπου με τις φροντίδες των θεών ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και γύρισε στη μάχη. Κατά τη συνάντηση του Αινεία με τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης, πριν από τη σύγκρουση οι δυο ήρωες μιλούν. Ο Αχιλλέας τον ρωτά ειρωνικά, μήπως ελπίζει να γίνει βασιλιάς τη Τροίας, αν καταφέρει να τον σκοτώσει. Ο Αινείας απαντά με έπαρση, παραθέτοντας το γενεαλογικό του δέντρο από τον Δάρδανο ως τον ίδιο. Η απάντηση του Αινεία δε φαίνεται να εντυπωσίασε όμως ιδιαίτερα τον Αχιλλέα, που κόντευε να τον σκοτώσει, όταν ο Ποσειδώνας τον άρπαξε και τον έριξε μακριά από το πεδίο της μάχης, σκορπίζοντας παράλληλα ομίχλη μπροστά στον Αχιλλέα. Έπειτα ο θεός πήγε κοντά στον Αινεία και του σύστησε να αποφεύγει στο εξής τον Αχιλλέα.

ΑΝΤΗΝΟΡΑΣ

Ο Αντήνορας, γιος του Ικετάονα, ήταν ένας από τους λίγους Τρώες που πίστευε από την πρώτη στιγμή πως ήταν σφάλμα να αιματοκυλιστεί η Τροία για χάρη του Πάρη, πως ήταν δίκαιο το αίτημα των Αχαιών για την απόδοση της Ελένης και των αρπαγμένων θησαυρών στον Μενέλαο και δεν έχανε ευκαιρία να αντιμιλήσει στον Πάρη και να εκφράσει τις απόψεις του αυτές. Όταν πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών έστειλαν οι Αχαιοί τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο στην Τροία σε μια προσπάθεια ν' αποφευχθεί ο πόλεμος, ο Αντήνορας ανήκε σ' εκείνους που τους καλοδέχτηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ανέλαβε ο ίδιος να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Κι όταν άλλοι Τρώες θέλησαν να τους δολοφονήσουν, ο Αντήνορας τους έσωσε τη ζωή βοηθώντας τους να φύγουν κρυφά. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει ως συνετό δημογέροντα των Τρώων, σε προχωρημένη ηλικία, έντιμο και αξιόπιστο. Στη συνέλευση των Τρώων μετά τον άνανδρο και δόλιο τραυματισμό του Μενέλαου από τον Πάνδαρο, ο Αντήνορας επαναλαμβάνει την άποψή του να δώσουν στους Έλληνες την Ελένη και τα κλεμμένα αγαθά από το παλάτι του Μενέλαου.

ΣΑΡΠΗΔΟΝΑΣ

Ο Σαρπηδόνας ήταν γιος του Δία και της Λαοδάμειας και εγγονός του Βελλεροφόντη. Στις μάχες διακρινόταν πάντα στο πλευρό του ο σύντροφός του, ο Γλαύκος. Οι δυο τους έφτασαν στην Τροία με πολύ στρατό από τη Λυκία.Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Σαρπηδόνα να μονομαχεί με το γιο του Ηρακλή, τον Τληπόλεμο, από τη Ρόδο. Τελικά ο Σαρπηδόνας νίκησε και σκότωσε τον Αχαιό ήρωα, πληγώθηκε όμως και ο ίδιος βαριά στο πόδι. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην επίθεση των Τρώων κατά του προστατευτικού τείχους των Αχαιών και μάλιστα κατάφερε να γκρεμίσει ένα μέρος του ανοίγοντας δίοδο προς τα ελληνικά πλοία. Ο Σαρπηδόνας θα βρεθεί τελικά αντιμέτωπος με τον Πάτροκλο, για να δώσει την τελευταία μάχη της ζωής του. Μέχρι την τελευταία στιγμή ο πατέρας του, ο Δίας, θέλει να τον σώσει. Τον αποτρέπει όμως η Ήρα από οποιαδήποτε παρέμβαση, υπενθυμίζοντάς του ότι και άλλοι γιοι θεών πολεμούν και δεν μπορεί να γίνει εξαίρεση για τον έναν ενάντια στα γραφτά της μοίρας. Ο Δίας πείθεται να μείνει αμέτοχος και πραγματικά ο Πάτροκλος πληγώνει θανάσιμα τον Σαρπηδόνα, που παρακαλεί τον Γλαύκο να μην επιτρέψει στους εχθρούς να πάρουν τα όπλα του. Είναι όμως κι εκείνος πληγωμένος στο χέρι και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην παράκληση του φίλου του. Προσεύχεται στον Απόλλωνα, που αμέσως τον γιατρεύει. Ακολουθεί άγρια μάχη γύρω από το νεκρό και σκοτώνονται πάρα πολλοί και από τις δυο πλευρές στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν το άψυχο κορμί. Τελικά, οι Έλληνες θα καταφέρουν να συλήσουν την πανοπλία του Σαρπηδόνα. Το σώμα του όμως θα το πάρει ο Απόλλωνας από το πεδίο της μάχης και με εντολή του Δία θα το καθαρίσει και θα το αλείψει με αμβροσία, για να παραδοθεί από τον Ύπνο και τον Θάνατο στους δικούς του, στη Λυκία.