Οι μήνες των Αρχαίων Ελλήνων

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δώδεκα (12) μήνες, όπως έχουμε και εμείς σήμερα. Στην αρχαία Αθήνα κάθε μήνας είχε 30 ημέρες (πλήρης μήνας) ή 29 ημέρες (κοίλος μήνας).

Οι μήνες αυτοί και οι αντιστοιχίες τους με τους σημερινούς αναφέρονται παρακάτω:

Εκατομβαίων (30 ημέρες) 16 Ιουλίου - 15 Αυγούστου
Μεταγειτνιών (29 ημέρες) 16 Αυγούστου - 15 Σεπτεμβρίου
Βοηοδρομιών (30 ημέρες) 16 Σεπτεμβρίου - 15 Οκτωβρίου
Πυανεψιών (29 ημέρες) 16 Οκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου
Μαιμακτηριών (30 ημέρες) 16 Νοεμβρίου - 15 Δεκεμβρίου
Ποσειδεών (29 ημέρες) 16 Δεκεμβρίου - 15 Ιανουαρίου
Γαμηλιών (30 ημέρες) 16 Ιανουαρίου - 15 Φεβρουαρίου
Ανθεστηριών (29 ημέρες) 16 Φεβρουαρίου - 15 Μαρτίου
Ελαφηβολιών (30 ημέρες) 16 Μαρτίου - 15 Απριλίου
Μουνιχιών (29 ημέρες) 16 Απριλίου - 15 Μαϊου
Θαργηλιών (30 ημέρες) 16 Μαϊου - 15 Ιουνίου
Σκιροφοριών (29 ημέρες) 16 Ιουνίου - 15 Ιουλίου

Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα ονομαζόταν νουμηνία


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Οι Σοφιστές και ο Σωκράτης (03)


Επιστρέφουμε τώρα στην επιμονή του ότι, αν επιθυμούμε να αποκτήσουμε την «αρετή», ουσιώδη προϋπόθεση αποτελεί το να ανακαλύψουμε και να καθορίσουμε το σκοπό ή τη λει­τουργία του ανθρώπου: δεν θα περιμένουμε βέβαια να βρούμε αυτόν το σκοπό να ορίζεται σαφώς και ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Σωκράτη. Αποστολή του ήταν να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την ανάγκη αυτή, και να προτείνει μια μέθοδο με την οποία να αναζητήσουν τον απαιτούμενο ορισμό, ώστε και ο ίδιος και οι συν-ερευνητές του να μπορούν να ξεκινήσουν για να τον βρουν.

Στη σύγχυση της ηθικής διανόησης που χαρακτήριζε την εποχή του, ένα γεγονός ξεχώριζε ως κατ' εξοχήν επιζήμιο. Η συζήτηση των ανθρώπων είχε αναμειχθεί με μια μεγάλη ποικι­λία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν να πει-γράψουν ηθικές έννοιες - δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία, κ.ο.κ. Ξεκίνησα, λέει ο Σωκράτης, πιστεύοντας μες στην αθωότητα μου πως ήξεραν τι σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφ όσον τους χρησιμοποιούσαν τόσο άνετα, και ήμουν γεμάτος ελπίδες ότι θα το έλεγαν και σ' εμένα, που δεν ήξερα. Όταν τους ρω­τούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία. Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν εί­χαν πράγματι σημασία• αλλ' εάν έτσι έχει το πράγμα, οι άν­θρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξ άλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαί­νουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορε­τικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνενοούνται και το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση. Η σύγχυση θα είναι ταυτό­χρονα και εννοιολογική (γνωστική) και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπο­ρεί να οδηγήσει πουθενά - εκτός ίσως από τη φιλονικία• και από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυ­τή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική (= intellectual) και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση. Τόσο καθαρό εξ άλλου ήταν το μυαλό του και σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπό­δεικτο ότι, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους καταφέρει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο του ρητό, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέ­ληση του το κακό. Αν η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο*7.

Πώς λοιπόν θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη, κλπ; Ο Σωκράτης, όπως είπα, ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο, και για τους άλλους και για τον εαυτό του. Η γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκρά­της μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και τον γενικό ορισμό*8. Αυτοί οι κάπως ξηροί λογικοί όροι, που ασφαλώς θα εξέπλητταν τον ίδιο το Σωκράτη, δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική. Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία - συμφωνούν και οι δύο συζητητές - μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο). Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφτεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότη­τα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτόν το χαρακτηρι­σμό. Η κοινή ιδιότητα,ή - το πιθανότερο - μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δί­καιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή (αν αφαιρεθούν οι τυχαίες ιδιότητες, που οφείλονται στο χρονικό σημείο ή στην περίσταση και που ανήκουν σε κάθε μια από τις δίκαιες πρά­ξεις μεμονωμένα) τον ορισμό της δικαιοσύνης. Έτσι η επαγω­γή αποτελεί, όπως το λέει και η ελληνική λέξη (επί + άγω) μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού των όρου.

Το σφάλμα που εύρισκε ο Σωκράτης στα θύματα αυτού του ακούραστου ερωτηματολογίου ήταν ότι θεωρούσαν επαρκές να επιτελούν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλ. να αναφέρουν μερι­κά σκόρπια παραδείγματα και να λένε «Αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη». Τον τύπο αυτόν αντιπροσωπεύει ο Ευθύφρων, ο οποίος στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο παρουσιάζεται να συζητεί με το Σωκράτη για το νόημα της ευσέβειας• το θέμα προέκυψε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ευθύφρων είχε παρακινηθεί απ? ό,τι θεώρησε καθήκον του, να διώξει δηλ. δικαστικά τον πατέρα του για «ανθρωποκτονία εξ αμελείας». Ερωτώμενος ο Ευθύφρων ποιο νόημα δίνει στη λέξη «ευσέ­βεια» απαντά «ευσέβεια είναι αυτό που κάνω τώρα εγώ»*9. Σε έναν άλλο διάλογο ο Σωκράτης λέει στο συνομιλητή του «Σε ρώτησα για ένα μόνο πράγμα, την αρετή, κι εσύ μου έδωσες ένα ολόκληρο σμήνος αρετών»*10. Προσπαθούσε να τους κά­νει να δουν ότι, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όμως όλα αυτά να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή έναν χαρακτήρα κοινό, βάσει του οποίου και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορ­θός» δεν έχει νόημα.

Αυτός ήταν ο στόχος των ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέ­στησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό - να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλ' ήταν στην πράξη ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανα­τρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυ­τοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «τι είναι ευσέβεια;»*11 απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώ­ρα» είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα υποστήριζαν ότι ο μό­νος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο. Κανόνες με την παραδεγμένη έννοια δεν υπάρχουν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατ' ευ­θείαν σε ηθική αναρχία.

Ο Σωκράτης πλήρωσε το τίμημα του να προπορεύεται της εποχής του. Η σαφής και ευθεία σκέψη του ταξινομήθηκε μαζί με τη σκέψη των ίδιων των Σοφιστών, εναντίον των οποίων έστρεψε την ειρωνεία του, και δυο αντιδραστικοί πολίτες τον κατηγόρησαν ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι διασημότε­ροι από τους μαθητές και εταίρους του δεν βοήθησαν την υπό­ληψη του. Ο ένας ήταν ο Αλκιβιάδης, για τον οποίο δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Ο άλλος ήταν ο Κριτίας, ο οξύς και εκδικητικός ολιγαρχικός, που γύρισε από την εξορία μετά την ήττα των Αθηνών το 404 και υπήρξε κατά μέγα μέρος υπεύθυνος για τις αιματηρές εκκαθαρίσεις που συνέβησαν υπό την εξουσία των λεγόμενων «Τριάκοντα Τυράννων», από τους οποίους υπήρξε ο βιαιότερος και πιο ακραίος. Κατά την αθηναϊκή συνήθεια είχε τη δυνατότητα ο Σωκράτης να προτεί­νει για τον εαυτό του μια ηπιότερη ποινή και οι δικαστές απέ­μενε να αποφασίσουν μια από τις δυο. Η πρόταση του όμως ήταν να τον ελευθερώσει η πόλη ως δημόσιο ευεργέτη. Όπως και να 'ναι, είπε, δεν είχε χρήματα για να πληρώσει ένα επαρ­κές πρόστιμο. Με την ένθερμη προτροπή του Πλάτωνα και άλ­λων φίλων του πρότεινε ένα πρόστιμο που αυτοί θα πλήρω­ναν, αλλά δεν ανελάμβανε την υποχρέωση να σταματήσει να «διαφθείρει» τους νέους, με βάση το ότι γι' αυτόν οι δραστη­ριότητες αυτές ήταν σπουδαιότερες από την ίδια τη ζωή. Το τελευταίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια εκλογής στους δικαστές και τον έστειλαν στη φυλακή, να περιμένει την εκτέλεση. ?λ­λη μια φορά ακόμα εμφανίζονται οι φίλοι του, αυτή τη φορά με ένα σχέδιο που θα διευκόλυνε την απόδραση του. Είναι πιθανό πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, από όσους τον αποδοκίμα­ζαν να μην επιθυμούσαν να τον δουν να πεθαίνει και θα ήταν κάτι πάρα πάνω από ευχαριστημένοι, αν ο Σωκράτης πειθό­ταν να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει ήρεμα κάπου αλλού. Εκείνος όμως απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή είχε καρπωθεί τα ευεργετήματα που οι νόμοι της Αθήνας πρόσφε­ραν στους πολίτες της και τώρα, που οι ίδιοι αυτοί νόμοι θεώ­ρησαν σωστό να πεθάνει, θα ήταν και άδικο και αχάριστο εκ μέρους του να ξεφύγει από την εκτέλεση της αποφάσεως τους. Και εκτός αυτού, ποιος μπορούσε να πει αν δεν θα περνούσε έτσι σε μια πολύ καλύτερη ύπαρξη από αυτή που είχε γνωρί­σει ως τότε; Μέσα σε αυτή την ήρεμη πνευματική κατάσταση ήπιε το κώνειο το 399 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών.

Το τέλος του Σωκράτη προκάλεσε τόσο βαθειά εντύπωση σε έναν από τους νεαρούς φίλους του, ώστε επεσφράγισε την απροθυμία του να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, για την οποία φαίνονταν να τον προορίζουν η καταγωγή του και η ιδιοφυΐα του. Απογοητευμένος - όπως και να 'χει το πράγμα -από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη του και τις υπερβολές των τελευταίων τους αρχόντων, έκρινε ο Πλά­των ότι το κράτος που μπορούσε να καταδικάσει έναν τέτοιο άνθρωπο σε θάνατο δεν ήταν τέτοιο στο οποίο να μπορέσει ο ίδιος να παίζει ρόλο ενεργό. Αντί γι' αυτό αφοσιώθηκε στη συγγραφή αυτών των εκπληκτικών διαλόγων του και ανα­πτύσσει, επιβεβαιώνει και διευρύνει τη διδασκαλία του Σω­κράτη με λόγια που θέτει στο ίδιο το στόμα του μεγάλου αν­θρώπου. Πολύ περισσότερα θα μπορούσε να πει κανείς για το Σωκράτη, αλλ' η σκέψη του συνδέεται τόσο στενά με τον Πλά­τωνα και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους είναι τόσο δυ­σδιάκριτη, που θα σταματήσω σε αυτό το σημείο να μιλώ για μόνον το Σωκράτη και για λογαριασμό του. Καθώς θα προχω­ρούμε στη συζήτηση για τον Πλάτωνα, είναι αναπόφευκτο από καιρό σε καιρό να ξαναγυρίζουμε πίσω σε διάφορες πλευρές του σωκρατικού μηνύματος• και πιστεύω ότι έτσι, σε συνδυασμό με τους κατοπινούς καρπούς της πλατωνικής σκέ­ψης, της σχετικής με τα σωκρατικά διδάγματα, μπορούμε να γνωριστούμε με τις πλευρές αυτές.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Οι Σοφιστές και ο Σωκράτης (02)


Μπορούμε να διασαφηνίσουμε τη σκεπτικιστική άποψη των Σοφιστών, αν μνημονεύσουμε χωρία δύο από τους πιο γνω­στούς Σοφιστές, που άσκησαν και τη μεγαλύτερη επιρροή, το Γοργία και τον Πρωταγόρα. Ο τίτλος που προτιμούσε να δώ­σει ένας φυσικός φιλόσοφος στο έργο του ήταν «Περί φύσεως ή περί του όντος». Συνειδητά παρωδώντας τα πολλά έργα με τον ίδιο τίτλο ο Γοργίας έγραψε ένα έργο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Περί φύσεως είτε περί του μη οντος», και σε αυτό προσπάθησε να αποδείξει τρία πράγματα: α) ότι τίποτε δεν υπάρχει• β) ότι κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα μπορούσαμε να το γνωρίσουμε• γ) κι αν ακόμη μπορούσαμε να γνωρίσουμε κάτι, δε θα μπορούσαμε να το μεταδώσουμε στο γείτονα μας.

Ο Πρωταγόρας εξέφρασε ως εξής τις απόψεις του για τη θρησκεία: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή όχι ούτε πώς είναι• γιατί πολλά με εμποδίζουν να το μάθω. μεταξύ των οποίων και το σκοτεινό του πράγματος και η συν­τομία της ανθρώπινης ζωής»*2 Ο ίδιος ήταν που είπε το περί­φημο απόφθεγμα «Ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων»*3, που σήμαινε - αν πρέπει να εμπιστευθούμε την ερμηνεία του Πλάτωνα - ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει ο α΄ τα πράγματα, αποτελεί γι' αυτόν την αλήθεια, και ο τρό­πος που τα βλέπει ο β΄, αποτελεί γι? αυτόν την αλήθεια. Δεν μπορεί ο ένας να πείσει τον άλλο ότι έχει λάθος, γιατί αν ο ένας βλέπει τα πράγματα με τον α΄ τρόπο, τότε αυτά υπάρ­χουν γι? αυτόν όπως τα αντιλαμβάνεται, κι ας τα βλέπει δια­φορετικά ο γείτονας του. Η αλήθεια είναι απολύτως σχετική. Ο Πρωταγόρας όμως άφηνε χώρο για τις παραδοσιακές από­ψεις περί αλήθειας και ηθικής προσθέτοντας ότι, μολονότι κα­μιά γνώμη δεν είναι αληθέστερη από τις άλλες, μπορεί η μια γνώμη να είναι καλύτερη από την άλλη. Αν στα μάτια ενός που υποφέρει από ίκτερο όλα τα πράγματα φαίνονται κίτρι­να, είναι γι' αυτόν πράγματι κίτρινα και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του πει πως δεν είναι. Αξίζει όμως τον κόπο ένας γιατρός να μεταβάλει τον κόσμο αυτού του ανθρώπου βελτιώνοντας τη σωματική του κατάσταση, ώστε τα πράγματα να πάψουν να είναι γι? αυτόν κίτρινα. Παρόμοια αν ένας άν­θρωπος ειλικρινά πιστεύει ότι είναι σωστό να κλέβει, τότε η γνώμη του αυτή είναι γι' αυτόν σωστή όσο την πιστεύει. Αλλ' η μεγάλη πλειονότητα, για την οποία η κλοπή και φαίνεται και είναι κακό, θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει την κα­τάσταση του πνεύματος του και να το οδηγήσει να δεχτεί από­ψεις που δεν είναι αληθινά ορθότερες, αλλά καλύτερες. Εγκα­ταλείπεται ο έλεγχος της αλήθειας ή του ψεύδους για ένα πράγμα, και αντικαθίσταται από τον έλεγχο της χρησιμότητας του.

Ο ανευλαβής σκεπτικισμός των Σοφιστών επηρέασε το ως τώρα αναμφισβήτητο κύρος του νόμου, που βασιζόταν στην πίστη ότι ο νόμος είχε θεία καταγωγή. Τους πρωιμότερους νο­μοθέτες, όπως ο Λυκούργος, ο παραδοσιακός θεμελιωτής της Σπάρτης, θεωρούσαν ότι τους είχε φωτίσει ο Απόλλων και αποτελούσε ακόμα έθιμο οι νομοθέτες να προσφεύγουν στα μαντείο του στους Δελφούς και να εξασφαλίζουν αν όχι τη συμβουλή του, τουλάχιστον την επικύρωση εκ μέρους του των σχεδίων τους. Αυτή τη θρησκευτική θεμελίωση του νόμου υπονόμευε τώρα όχι μόνο η αθεϊστική ροπή της φυσικής φιλο­σοφίας - την οποία ροπή οι Σοφιστές ανέλαβαν να συνεχίσουν με τόσο πολύ ζήλο - αλλά και οι εξωτερικές περιστάσεις, όπως ήταν η αυξανόμενη επαφή των Ελλήνων με τις ξένες χώ­ρες και το μέγα σώμα της σύγχρονης νομοθεσίας της συνδεό­μενης με την ίδρυση των αποικιών. Οι Σοφιστές ήταν τέκνα της εποχής τους. Η επαφή τους δίδαξε τις θεμελιώδεις διαφο­ρές που μπορούσαν να υπάρχουν μεταξύ νομοθεσιών και λαών που ζούσαν σε διαφορετικά κλίματα. Όσο για τις νέες νομοθεσίες, ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι κατέβαιναν από τον ουρανό, όταν οι φίλοι κάποιου (ή, ακόμη χειρότερα, οι εχθροί του) είχαν λάβει εντολή να νομοθετήσουν. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είχε λάβει εντολή το 443 π.Χ. να συντάξει νό­μους για τη νέα αθηναϊκή αποικία, τους Θούριους στην Κάτω Ιταλία. Δεν είναι εκπληκτικό ότι ήταν ο πρώτος που διέδωσε τη θεωρία της καταγωγής του δικαίου, την οποία σήμερα γνω­ρίζουμε με τον τίτλο «κοινωνικό συμβόλαιο». Είτε ότι οι άν­θρωποι, για να προστατευτούν από τα άγρια ζώα και να βελ­τιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αναγκάστηκαν σε ένα πρώι­μο στάδιο να ενωθούν σε κοινότητες. Ως τότε δεν είχαν ούτε ηθικούς κανόνες ούτε νόμους, αλλ' η ζωή στις κοινωνίες απο­δείχτηκε πως θα ήταν αδύνατη, αν ίσχυαν οι νόμοι της ζούγ­κλας και έτσι, με αργά και κοπιαστικά βήματα, έμαθαν την αναγκαιότητα των νόμων και των συμβάσεων με τα οποία οι ισχυρότεροι δεσμεύτηκαν να μην επιτίθενται και ληστεύουν τους αδύνατους για μόνο το λόγο ότι αυτοί είναι οι ισχυρότε­ροι.1

Με δεδομένη αυτή την αρχική υπόθεση, ότι οι νόμοι και οι ηθικοί κώδικες δεν είχαν θεία καταγωγή αλλά ανθρώπινη και ατελή, ήταν δυνατόν να καταλήξει κάποιος σε πρακτικά συμ­περάσματα πολύ διαφορετικά. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είπε ότι οι νόμοι δημιουργήθηκαν, γιατί ήταν απαραίτητοι. Προασπίσθηκε λοιπόν το κοινωνικό συμβόλαιο και ζήτησε υποταγή στους νόμους. ?λλοι ριζοσπαστικότεροι Σοφιστές απέκρου­σαν τη θεωρία και υποστήριξαν το φυσικό δικαίωμα του ισχυρότερου να επικρατήσει. Ποικίλα συμπεράσματα θα μπο­ρούσαν να αντληθούν σχετικά, αλλά η μείζων πρόταση ήταν η ίδια για όλα. Όλα παρόμοια ξεκινούσαν από την πλήρη απουσία απόλυτων αξιών και προτύπων, είτε στηρίζονταν σε θεολογικές ιδέες είτε όχι. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια την αντι­μετώπιζαν οι Σοφιστές ως στηριζόμενη στην πείρα και μόνο, και επιβαλλόμενη μόνο και μόνο από το κοινό συμφέρον. Ορ­θό και λάθος, σοφία, δικαιοσύνη και καλοσύνη δεν ήταν παρά λέξεις, έστω και αν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν φρόνιμο να συμπεριφερθούμε σαν να ήταν κάτι περισσότερο από λέξεις.

Σε έναν τέτοιο κόσμο ιδεών εμφανίστηκε ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αυτή η σοφιστική άποψη του φάνηκε ταυτόχρονα και λανθα­σμένη και ηθικά επικίνδυνη και θεώρησε έργο ζωής γι' αυτόν να την πολεμήσει2

Ο Σωκράτης πιθανόν είναι κυρίως γνωστός από το περίφη­μο ρητό του ότι «η αρετή είναι γνώση»*5, και το να ανακαλύ­ψουμε τι σημαίνει αυτό αποτελεί προσέγγιση στον πυρήνα της φιλοσοφίας του εξ ίσου καλή όσο και οποιαδήποτε άλλη. Κα­τανοούμε το ρητό τοποθετώντας το ιστορικά, δηλαδή συσχετί­ζοντας το με τα προβλήματα, με τα οποία η προγενέστερη και σύγχρονη σκέψη και οι περιστάσεις του καιρού του τον ανάγκασαν να ασχοληθεί, και τα οποία προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να λύσει.

Ξέρουμε τώρα ότι η αγγλική λέξη «virtue» δεν ανταποκρίνε­ται απόλυτα στην ελληνική «αρετή», που σήμαινε αρχικά επάρκεια σε κάποιο ειδικό έργο. Είδαμε επίσης ότι οι αντίπα­λοι εναντίον των οποίων στρεφόταν η σωκρατική διδασκαλία υποστήριζαν δύο πράγματα: α) ότι οι ίδιοι μπορούσαν να δι­δάξουν ή μεταδώσουν την «αρετή», β) ότι η γνώση, τουλάχι­στον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα. Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Εξισώνοντας λοιπόν «αρετή» και γνώ­ση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί σκόπιμα, και την πρόκληση αυτή μπορούμε να συλλάβουμε μόνο, αν μεταφερθούμε με τη σκέψη μας στους καιρούς στους οποίους έζησε.

Ένα από τα πράγματα τα σχετικά με τον Σωκράτη που ερέ­θιζε τον ευαίσθητο, πρακτικό Αθηναίο ήταν ότι επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε τέτοιους ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως οι τσαγγάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που ό,τι ζητούσαν εκείνοι να μάθουν ήταν τι σήμαι­νε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε ένα τέτοιο πράγμα σαν την ηθική υποχρέωση. Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγγάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο πράγμα που είναι απαραίτητο να μά­θεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμο­ποιήσεως τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να παρα­γάγεις και ποια λειτουργία θα έχει να εκτελέσει. Για να χρησι­μοποιήσουμε την ελληνική λέξη, η «αρετή» του υποδηματοποι­ού εξαρτάται πρώτα και πρώτιστα από την κατοχή αυτής της γνώσης. Έπρεπε να μπορεί να περιγράψει με καθαρούς όρους τη φύση του πράγματος που σκόπευε να κατασκευάσει και ο ορισμός αυτός θα όφειλε να περικλείει καθορισμό της χρησι­μότητας που θα είχε το προϊόν. Ήταν πολύ φυσικό να μιλού­με για την «αρετή» ενός υποδηματοποιού, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την «αρετή» ενός στρατηγού ή πολιτικού. Σε τέτοια περίπτωση η λέξη αυτή δεν είχε αναγκαία οποιαδήποτε σχέση με την ηθική πλευρά των δρα­στηριοτήτων τους, όπως θα υπονοούσε η αντίστοιχη αγγλική λέξη «virtue». Η λέξη «αρετή» σήμαινε αυτό που τους καθι στούσε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκι­νώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, μπορούσε εύκολα ο Σωκράτης να δείξει ότι σε κάθε περίπτω­ση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάμει με τη γνώ­ση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού - τι ξεκινούσε να δημιουργή­σει ο άνθρωπος. Αν μας δοθεί να κατανοήσουμε σωστά το σκοπό, μπορεί στη συνέχεια να κατανοήσουμε τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, αλλ' όχι αντίστροφα. Επομένως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η «αρετή» εξαρτάται πρώτα από το να έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο να εκτελέσουμε, και κατά δεύτερο λόγο από το να ξέρουμε απόλυτα ποιο είναι το έργο και σε τι στοχεύει. Αν λοιπόν (συνέχιζε ο Σωκράτης) υπάρχει αποδεκτή σημασία βάσει της οποίας μπορούμε να μιλούμε για «αρετή» απόλυτη, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι Σοφιστές - εννοώντας ότι με την «αρετή» μπορούσε ο κάθε άν­θρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή - έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε. Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώ­πινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου.

Δεν θα υποστήριζα τώρα ότι στις καταγραφές της σωκρατι­κής διδασκαλίας, που έχουμε στα γραπτά κείμενα των μαθη­τών του (γιατί ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, πιστεύοντας ότι το μόνο που αξίζει είναι η ζωντανή ανταλλαγή ιδεών με ερωταποκρίσεις μεταξύ δύο προσώπων που βρίσκονται σε προσωπι­κή επαφή), βρίσκουμε την απάντηση σε αυτό το πρωταρχικό ερώτημα για τον γενικό σκοπό ή στόχο της ανθρώπινης ζωής. Η έλλειψη αυτή στη σωκρατική διδασκαλία ήταν, θα έλεγα, ένας λόγος που έκανε τον θετικότερο Πλάτωνα να θεωρήσει καθήκον του όχι μόνο να παρουσιάσει τη διδασκαλία του δα­σκάλου του, αλλά και να την μεταφέρει ένα στάδιο πιο εκεί. Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει πως ο ίδιος δεν εγνώριζε τίποτα, και πως το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. Η ουσία της σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε. Η πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτη­ση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν κατέχεται από την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Ο κόσμος παραπονιόταν ότι η συζήτηση με το Σωκράτη τους νάρκωνε, όπως μια ηλεκτρική εκκένωση3. Εφ όσον ο Σωκράτης θεωρούσε αποστολή του στη ζωή να περιφέρεται και να πείθει τους ανθρώπους για την άγνοια τους, δεν είναι εκ­πληκτικό το πως έγινε αντιδημοκρατικός, ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε εξ ολοκλήρου τους Αθηναίους - όσο κι αν ήταν τραγικό το σφάλμα τους - γιατί τον μπέρδεψαν με τους Σοφιστές και ξέχυσαν πάνω του το μίσος που οι Σοφιστές τους προκαλούσαν. Αυτοί πίστευαν πως η γνώση δεν ήταν δυ­νατή• αυτός έδειχνε στον καθένα ότι δεν ξέρει τίποτε. Η δια­φορά πραγματικά ήταν βαθειά γιατί η δράση του Σωκράτη βασιζόταν στην παθιασμένη πίστη ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλ' ότι τα ερείπια των μισομαθημένων και παραπλανηνητικών ιδεών, που γέμιζαν τα κεφάλια των περισσότερων ανθρώ­πων, πρέπει να παραμεριστούν, πριν καταστεί δυνατό να αρ­χίσει οποιαδήποτε έρευνα για τη γνώση. Αυτό που πρόβαλλε εμπρός στους ανθρώπους, σε γερή αντίθεση προς τον σοφιστι­κό σκεπτικισμό, ήταν «ένα ιδεώδες για γνώση που δεν έχει ακόμη κατακτηθεί».4 ?παξ και αντιλαμβάνονταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για τον Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά αρκεί να πειθόταν ο άλ­λος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινή­σουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Ο γνήσιος σωκρατισμός αντιπροσωπεύει πρώτα και πρώτιστα μια στάση του πνεύματος, μια πνευματική ταπεινοφροσύνη που εύκολα την συγχέει κανείς με την αλαζονία, εφ όσον ο αληθινά σωκρατικός φιλόσοφος είναι πεπεισμένος για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και όλης της ανθρωπό­τητας. Αυτή περισσότερο απ' οποιοδήποτε σώμα θετικής φι­λοσοφικής θεωρίας είναι η συμβολή του Σωκράτη.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Οι Σοφιστές και ο Σωκράτης (01)


Πλησιάσαμε τώρα το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Ο Σω­κράτης είναι μεσήλικας, ο Πλάτων γεννιέται ή κοντεύει να γεννηθεί (Γεννήθηκε το 427). Είναι η εποχή που αρχίζει η αν­τίδραση κατά της φυσικής έρευνας και οι φιλόσοφοι άρχισαν να κατευθύνουν τις σκέψεις τους προς την ανθρώπινη ζωή, κι έτσι φτάνουμε στον δεύτερο από τους δύο κλάδους της φιλο­σοφίας που ανέφερα στην αρχή. Ένας λόγος για την αλλαγή αυτή δεν είναι δυσπρόσιτος. Ήταν η επανάσταση του κοινού νου κατά του απόμακρου και ακατανόητου κόσμου που πα­ρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι. Ο κοινός άνθρωπος αντιμε­τώπιζε το πρόβλημα: να πιστέψει μαζί με τον Παρμενίδη ότι κάθε κίνηση ήταν αυταπάτη και η πραγματικότητα ένα ακίνη­το και πλήρες ον ή αλλιώς «να σώσει τα φαινόμενα» (όπως οι άλλοι είχαν το θράσος να πουν)*1 με το να παραδεχτεί ως μό­νες πραγματικότητες τα άτομα -αόρατα, άχρωμα, άοσμα, άη­χα άτομα- και το κενό. Καμιά από τις δύο εικόνες δεν ήταν ούτε ενθαρρυντική, ούτε ιδιαίτερα πιστευτή. Όπως και να 'ναι, αν θα έπρεπε να πιστέψουμε τους φυσικούς φιλοσόφους, τότε ό,τι ονόμαζαν «φύσιν» ή πραγματική ουσία των πραγμά­των ήταν κάτι το απολύτως μακριά από τον κόσμο στον οποίο φαίνεται να ζούμε. Αν είχαν δίκιο, τότε η φύση του πραγματι­κού κόσμου αποδεικνυόταν να έχει πολύ λίγες συνέπειες για τον άνθρωπο, που έπρεπε να έχει δοσοληψίες καθημερινές με έναν κόσμο τελείως διαφορετικό.

Για να κατανοήσουμε αυτή τη στάση, θα πρέπει βέβαια να θυμίσουμε στον εαυτό μας ότι εντελώς απουσίαζε οποιαδήποτε πειραματική απόδειξη για τους ισχυρισμός τους, και επίσης κάθε μορφή εφαρμοσμένης επιστήμης.

Ο σημερινός φυσικός μου λέει εξίσου ότι το γραφείο το οποίο μοιάζει στερεό κάτω από τη γραφομηχανή μου είναι μια στροβιλιζόμενη λαίλαπα που περιλαμβάνει περισσότερο κενό παρά στερεά σώματα. Μπορώ να ανταπαντήσω πως η πείρα μου δεν συμφωνεί με αυτό, όμως δεν μπορώ να τον αγνοήσω ή να συμπεράνω ότι η άποψη που έχει για την πραγματικότητα δεν έχει συνέπειες για μένα. Όλοι μας έχουμε γνώση (δυστυ­χώς πολύ ζοφερή) του ποιες πρακτικές συνέπειες μπορεί να έχει η πυρηνική επιστήμη πάνω στη ζωή μας. Ο Έλληνας ήταν πιο τυχερός. Μπορούσε να γυρίσει την πλάτη και αυτό έκανε, και - εν μέρει τουλάχιστον - σε αυτή την περίσταση οφείλουμε μερικές από τις πιο βαθειές σκέψεις πάνω στη φύση και το σκοπό της ανθρώπινης ζωής.

Οι λόγοι αυτής της μεταβολής ήταν κατ? ανάγκην σύνθετοι. Η Αθήνα είχε γίνει στον πνευματικό τομέα και σε άλλους ο αδιαμφισβήτητο; ηγέτης του ελληνικού κόσμου, έτσι που και οι διανοητέ; από άλλες περιοχές του ελληνισμού, όπως ο Ανα­ξαγόρας και ο Πρωταγόρας, έτειναν vex προσελκυστούν στην τροχιά της Αθήνας και να ζήσουν εκεί. Αλλ' η Αθήνα, από το 431 και μετά, είχε εμπλακεί στον μακρό και φοβερό πόλεμο που θα οδηγούσε στην πτώση της τριάντα χρόνια αργότερα, και αμέσως μετά την έκρηξη του δοκίμασε όλη τη φρίκη του λοιμού. Αν η αμερόληπτη επιστημονική έρευνα απαιτεί, όπως σωστά λέει ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ένα ελάχιστο άνεσης και άνετων υλικών συνθηκών, τότε η Αθήνα δεν ήταν πια τό­πος άνετη; διαβίωσης, αλλά μάλλον μια πόλη στην οποία οι προβληματισμοί για την ανθρώπινη ζωή και πράξη όλο και επεκτείνονταν. Επιπλέον η Αθήνα ήταν δημοκρατία, δημο­κρατία αρκετά μικρή ώστε να εξασφαλίζει πραγματικά τη συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στην πολιτική ζωή και όχι απλώς την εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων κάθε τό­σα χρόνια. Ορισμένα αξιώματα δίνονταν με κλήρο και ο κάθε πολίτης μπορούσε να νιώθει ότι είχε αρκετή πιθανότητα να παίξει ενεργό ρόλο στην πορεία των κρατικών υποθέσεων. Τούτο με τη σειρά του τροφοδοτούσε τη φιλοδοξία τους να μάθουν περισσότερα για τις αρχές που πάνω τους στηρίζεται η πολιτική ζωή και για τις τέχνες που θα τους εξασφάλιζαν την επιτυχία στην πολιτική.

Εδώ όμως δεν υπάρχει δυνατότητα άλλη παρά να φανούμε αυστηρά εκλεκτικοί, γι' αυτό -μετά από αυτή τη σύντομη μνεία του ότι και σπουδαίοι κοινωνικοί και πολιτικοί παρά­γοντες επιδρούσαν σχετικά - προτείνω να συγκεντρωθούμε στους κυρίως φιλοσοφικούς λόγους αυτής της μεταβολής, εξα­σφαλίζοντας έτσι τουλάχιστον το πλεονέκτημα του να ακολου­θήσουμε ένα συνεπέστερο ειρμό επιχειρημάτων. Η αντίδραση και απομάκρυνση από την έρευνα της "φύσεως" αποδίδεται πότε πότε (μεταξύ άλλων) σε ό,τι χαρακτηρίστηκε χρεωκοπία της φυσικής επιστήμης και πήραμε κιόλας μια ιδέα του τι ση­μαίνει η φράση αυτή. Η βάση της φυσικής επιστήμης στην Ελ­λάδα, όπως είπαμε στην αρχή, ήταν η έρευνα για μια μονιμό­τητα ή σταθερότητα και για μια υποκρυπτόμενη ενότητα σε έναν κόσμο επιφανειακά μεταβλητό και ασταθή, συναποτελούμενο απλώς από μια πολλαπλότητα που πολύ μας μπερ­δεύει. Ο κοινός άνθρωπος θα πρέπει να πίστευε ότι οι φυσι­κοί φιλόσοφοι είχαν σαφώς αποτύχει. Του πρόσφεραν τη δυ­νατότητα της εκλογής ανάμεσα στον Παρμενίδη και τους ατο­μικούς. Ή θα δεχόταν την ενότητα του κόσμου, με τίμημα να αρνηθεί να πιστεύει σε ό,τι του φαινόταν πραγματικό και να παραδεχτεί ότι όλες του οι αισθήσεις ήταν απατηλές• ή θα ακολουθούσε όσους είχαν εγκαταλείψει κάθε άποψη για το ενιαίο του κόσμου πίσω από την πολλότητα, και δημιουργού­σαν έναν κόσμο συνιστάμενο από άπειρη και μόνο πολλότητα• και ούτε καν δέχονταν το χαρακτηρισμό της πραγματικότητας για τις δευτερεύουσες ιδιότητες που συνιστούσαν μέγα μέρος του κόσμου της εμπειρίας του, του κόσμου τον οποίο θα μπο­ρούσαν να δουν και ακροαστούν και οσφρανθούν και γευ­θούν.

Η αντίδραση και η στροφή προς τον ανθρωποκεντρισμό συνδυάζεται με την άνοδο μιας νέας τάξης, των Σοφιστών. Συχνά τονίζεται ότι οι Σοφιστές δεν αποτελούσαν χωριστή φι­λοσοφική σχολή, αλλά μάλλον επαγγελματική τάξη. Ήταν πε­ριφερόμενοι δάσκαλοι που κέρδιζαν το ψωμί τους χάρη στην πείνα για καθοδήγηση σε πρακτικά θέματα, πείνα που παρου­σιάστηκε εκείνη την εποχή από τις αιτίες που ανέφερα: τις αυξανόμενες ευκαιρίες να πάρει κάποιος μέρος στην πολιτική δράση, την αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια προς τους φυσικούς φιλοσόφους και (θα μπορούσε να προσθέσει κανείς) έναν αυ­ξανόμενο σκεπτικισμό απέναντι στο κύρος της παραδοσιακής θρησκευτικής διδασκαλίας με τις ωμά ανθρωπομορφικές πα­ραστάσεις των θεών. Η λέξη «σοφιστής» (= «πρακτικός δά­σκαλος της σοφίας») δεν είχε ως τότε καθόλου προσβλητική σημασία. Ήταν πράγματι η λέξη που χρησιμοποιούσαν για τους επτά σοφούς της παράδοσης. Η αντιδημοτικότητα των Σοφιστών του 5ου αι. έδωσε στη λέξη την απόχρωση που έχει έκτοτε.

Αν και δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει τους Σοφιστές χωρι­στή φιλοσοφική σχολή, είχαν κάποια συγκεκριμένα κοινά ση­μεία. Ένα ήταν η ουσιαστικά πρακτική φύση της διδασκαλίας τους• ως τέτοια παρουσίαζαν την εναποτύπωση στο νου των νέων της "αρετής". Συζητήσαμε κιόλας για το νόημα αυτής της λέξης, που η πρακτική της σημασία φαίνεται καθαρά στην ιστορία του Σοφιστή Ιππία που, για να διαφημίσει κατά κά­ποιο τρόπο ζωντανό τις δυνατότητες του, παρουσιάστηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες να φορεί μόνο ό,τι είχε ο ίδιος κατασκευάσει, μέχρι και το δαχτυλίδι του.

Κατά δεύτερο λόγο, οι Σοφιστές συμμερίζονταν κάτι που μπορεί επιτυχέστερα να ονομαστεί φιλοσοφική στάση, συγκε­κριμένα έναν κοινό σκεπτικισμό, μια έλλειψη εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της απόλυτης γνώσης. Αυτό ήταν φυσική συ­νέπεια του αδιεξόδου στο οποίο, ως φαίνεται, είχε φτάσει η φυσική φιλοσοφία. Η γνώση εξαρτάται από δύο πράγματα: την κατοχή ικανοτήτων, που μπορούν να μας φέρουν σε επα­φή με την πραγματικότητα, και την ύπαρξη μιας σταθερής πραγματικότητας που θέλουμε να γνωρίσουμε. Ως όργανα της γνώσης οι αισθήσεις είχαν αντιμετωπίσει τώρα πια αυστηρή μεταχείριση, και τίποτε άλλο δεν είχε ως τώρα μπει στη θέση τους. Και η πίστη στην ενότητα και τη σταθερότητα του Σύμπαντος είχε υπονομευτεί, χωρίς ακόμα να έχει αναδυθεί η άποψη ότι μπορεί να υφίσταται μια μόνιμη και προσιτή στη γνώση πραγματικότητα έξω και πέρα από τον φυσικό κόσμο.

Αίμα της φιλοσοφίας είναι η αμφισβήτηση. ?παξ και τα πρώτα της ξεκινήματα έγιναν παρελθόν, κάθε καινούρια εξέ­λιξη αντιπροσωπεύει συνήθως μια αντίδραση στην προηγού­μενη διανόηση. Αυτό αληθεύει για τους μεγαλύτερους Έλλη­νες - τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Γι' αυ­τό αξίζει τον κόπο να ξοδέψουμε κάποιο χρόνο, όπως και ξο­δέψαμε, για τους άμεσους προδρόμους των, για να εννοήσου­με τις πηγές και της δικής τους σκέψης• και για τον ίδιο λόγο έχει ιδιαίτερη σημασία να συλλάβουμε το σημείο, στο οποίο φτάσαμε τώρα, ότι δηλ. η ηθική και πολιτική φιλοσοφία πρω­τοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα (και αυτό σημαίνει: πρωτο­παρουσιάστηκαν στην Ευρώπη) μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκε­πτικισμού. Αυτόν τον σκεπτικισμό έκαμαν έργο της ζωής τους να καταπολεμήσουν ο Σωκράτης και οι διάδοχοι του. Στο φυ­σικό πεδίο ο Δημόκριτος είχε πει ότι τα αισθήματα του γλυ­κού και του πικρού, του θερμού και του ψυχρού δεν ήταν πα­ρά συμβατικοί όροι. Δεν ανταποκρίνονταν σε κάτι πραγματι­κό. Γι? αυτόν το λόγο ό,τι σ' εμένα φαινόταν γλυκό, ίσως φαι­νόταν σ' εσένα πικρό, ή και σ? εμένα, αν δεν ήμουν καλά, και το ίδιο νερό ίσως το νιώσω θερμό στο ένα μου χέρι και ψυχρό στο άλλο. Το κάθε τι εξαρτάται από το πώς συμβαίνει να είναι τακτοποιημένα τα άτομα στο σώμα μας και από το πώς αυτά αντιδρούν στον εξίσου πρόσκαιρο συνδυασμό των ατόμων στο λεγόμενο αισθητό αντικείμενο. Η μεταφορά της αντίληψης αυ­τής στο πεδίο της ηθικής ήταν πολύ εύκολη και την πραγματο­ποίησε τότε περίπου, αληθινά, αν πρέπει να πιστέψουμε τη μεταγενέστερη παράδοση, ένας Αθηναίος με το όνομα Αρχέ­λαος, μαθητής του Αναξαγόρα. Αν το θερμό και το ψυχρό, το γλυκό και το πικρό, δεν υπάρχουν στη φύση, αλλ? είναι απλώς θέμα του πώς τα αισθανόμαστε κατά περίπτωση, τότε - υπο­στήριξε - δεν θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος έχουν ύπαρξη εξίσου υποκειμε­νική και μη-πραγματική; Δεν μπορεί να υπάρχουν στη φύση απόλυτες αρχές που να κυβερνούν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώ­πων. Το παν εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς κάτι.

Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Το σεντούκι του Κύψελου

Ο Παυσανίας, στο πέμπτο βιβλίο του περιγράφοντας την Ηλεία, δίνει την ακόλουθη περιγραφή για το σεντούκι του Κύψελου.

Υπάρχει ένα σεντούκι φτιαγμένο από ξύλο βαλανιδιάς με παραστάσεις άλλες από ελεφαντοστούν, άλλες από χρυσό και άλλες σκαλισμένες πάνω στο ίδιο το ξύλο.

Είναι αυτό το ίδιο το σεντούκι στο οποίο ο Κύψελος, ο τύραννος της Κορίνθου, κρύφθηκε από την μητέρα του, όταν οι Βακχιάδες προσπαθούσαν να τον βρουν μετά την γέννηση του. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης για την σωτηρία της ζωής του, οι απόγονοι του, Κυψελίδες όπως τους λένε, αφιέρωσαν το σεντούκι αυτό στην Ολυμπία. Οι Κορίνθιοι, την εποχή εκείνη, καλούσαν το σεντούκι κυψέλη και από αυτήν την λέξη πήρε το όνομα του ο Κύψελος.

Στις περισσότερες από τις παραστάσεις υπάρχουν επιγραφές γραμμένες με αρχαϊκούς χαρακτήρες. Στις πιο πολλές επιγραφές τα γράμματα διαβάζονται κανονικά, αλλά σε μερικές από αυτές είναι βουστροφηδώς, το οποίο είναι ως εξής: στο τέλος της γραμμής συνεχίζεται η γραφή στην επόμενη από το τέλος, όπως οι δρομείς τρέχουν στην διπλή κούρσα. Επιπλέον οι επιγραφές στο σεντούκι είναι γραμμένες με ελιγμούς που είναι δύσκολα να ερμηνεύσεις.

Αρχίζοντας από την κάτω πλευρά του σεντουκιού, ο Οινόμαος καταδιώκει τον Πέλοπα, ο οποίος κρατάει την Ιπποδάμεια. Ο καθένας τους έχει από δύο άλογα, αλλά αυτά του Πέλοπα έχουν φτερά. Στην συνέχεια είναι σκαλισμένο το σπίτι του Αμφιάραου και μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει αγκαλιά το μωρό Αμφίλοχο. Μπροστά στο σπίτι στέκεται η Εριφύλη με το περιδέραιο, και δίπλα της είναι οι κόρες της Ευρυδίκη και Δημώνασσα και ο μικρός Αλκμέων, ο οποίος είναι γυμνός. Ο Άσιος στα έπη του αναφέρει, ότι και η Αλκμήνη είναι κόρη του Αμφιάραου και της Εριφύλης.

Την άμαξα του Αμφιάραου την οδηγεί ο Βάτων, που κρατάει τα ηνία στο ένα χέρι και στο άλλο κρατάει ένα δόρυ. Ο Αμφιάραος έχει το ένα πόδι του στην άμαξα και κρατάει ξίφος. Κοιτάζει προς το μέρος της Εριφύλης με θυμό και δύσκολα κρατιέται για να μην την χτυπήσει. Μετά το σπίτι του Αμφιάραου ακολουθούν οι αγώνες προς τιμήν του Πελία, με τους θεατές να κοιτάζουν τους αγωνιζόμενους.

Ο Ηρακλής κάθεται σε θρόνο και πίσω του είναι μια γυναίκα. Δεν υπάρχει επιγραφή να λέει ποια είναι η γυναίκα, η οποία παίζει αυλό από την Φρυγία και όχι Ελληνικό.

Τα άρματα οδηγούμενα από ζευγάρια αλόγων (συνωρίδες) είναι του Πισού, γιος του Περιήρους, του Αστερίων, γιος του Κομήτου (ο Αστερίων λέγεται ότι ήταν ένας από τους Αργοναύτες), του Πολυδεύκη και Άδμητου και Εύφημου.

Οι ποιητές αναφέρουν ότι ο Εύφημος ήταν γιος του Ποσειδώνα και σύντροφος του Ιάσονα στο ταξίδι του στην Κολχίδα. Αυτός είναι ο νικητής της αρματοδρομίας.

Αυτοί που είναι έτοιμοι να πυγμαχήσουν είναι ο Άδμητος και ο Μόψος, γιος του Άμπυκου. Μεταξύ τους στέκεται ένας άνδρας που παίζει τον αυλό, όπως είναι συνήθες και στις ημέρες μας να παίζουν τον αυλό, όταν οι συναγωνιζόμενοι πηδούν στο πένταθλο. Ο αγώνας πάλης μεταξύ του Ιάσονα και του Πηλέα έληξε ισόπαλος.

Ο φημισμένος στο αγώνισμα του Ευρυβώτας ρίχνει τον δίσκο. Αυτοί που λαμβάνουν μέρος στο τρέξιμο είναι ο Μελανίων, ο Νεοθεύς και ο Φαλαρεύς, τέταρτος ο Αργείος και πέμπτος ο Ίφικλος. Σ' αυτόν κρατάει ο Άκαστος το στεφάνι του νικητή. Αυτός είναι ίσως ο πατέρας του Πρωτεσίλαου που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Τροίας.

Τρίποδες επίσης είναι στημένοι εδώ, βραβεία φυσικά για τους νικητές, καθώς και οι κόρες του Πελία, αν και το μόνο όνομα που γράφεται είναι της Αλκηστίδης.

Ο Ιόλαος, που εθελοντικά βοήθησε τον Ηρακλή στους άθλους του, φαίνεται ως ο νικητής στην αρματοδρομία.

Στο σημείο αυτό οι αγώνες για την κηδεία του Πελία φθάνουν στο τέλος τους και ο Ηρακλής, με την Αθηνά να στέκεται πίσω του, τοξεύει την Ύδρα, το θηρίο του ποταμού Αμυμώνη.

Ο Ηρακλής μπορεί εύκολα να αναγνωρισθεί από τα κατορθώματα του και την στάση του, έτσι το όνομα του δεν αναγράφεται. Υπάρχει επίσης ο Φινεύς από την Θράκη και τα παιδιά του Βορέα κυνηγούν τις Αρπυίες.

Στην δεύτερη πλευρά του σεντουκιού και αρχίζοντας από τα αριστερά, υπάρχει η εικόνα μιας γυναίκας η οποία κρατάει στο δεξί της χέρι ένα λευκό παιδί κοιμισμένο και στο άλλο ένα μαύρο παιδί, επίσης κοιμισμένο. Το κάθε ένα έχει τα πόδια του στραμμένα διαφορετικά. Οι επιγραφές αναφέρουν, θα μπορούσες να τις αναγνωρίσεις και χωρίς αυτές, ότι οι εικόνες είναι ο Θάνατος και ο Ύπνος, και η Νύχτα είναι η τροφός τους.

Μια όμορφη γυναίκα βασανίζει μια άσκημη, με το ένα χέρι την έχει πιάσει από τον λαιμό και με το άλλο την χτυπάει με την μαγκούρα. Είναι η Δικαιοσύνη που έτσι μεταχειρίζεται την Αδικία.

Δύο άλλες γυναίκες χτυπούν το γουδί με το γουδοχέρι, θα πρέπει να είναι ειδικές στα φάρμακα, αν και δεν υπάρχει επιγραφή γι' αυτές. Ο άνδρας και η γυναίκα που τον ακολουθεί, γίνονται γνωστοί από το εξάμετρο, που έχει ως εξής:

Ό Ίδας φέρνει πίσω την καλλίγραμμη Μάρπησσα, την κόρη του Ευανού όχι χωρίς την θέληση της, την οποία ο Απόλλων απήγαγε.

Ένας άνδρας που φορά χιτώνα κρατάει στο δεξί του χέρι ένα κύπελλο και στο αριστερό του ένα περιδέραιο, και η Αλκμήνη τα δέχεται. Αυτή η σκηνή παριστάνει τον μύθο, στον οποίον ο Δίας μεταμορφωμένος ως Αμφιτρύων, έκανε έρωτα με την Αλκμήνη.

Στην επόμενη σκηνή ο Μενέλαος, φορώντας θώρακα και έχοντας γυμνό το ξίφος του, προχωρεί να σκοτώσει την Ελένη, έτσι είναι φανερό ότι η Τροία έχει καταληφθεί.

Η Μήδεια κάθεται σε θρόνο, ενώ ο Ιάσων κάθεται στα δεξιά της και η Αφροδίτη στέκεται δίπλα. Η επιγραφή αναφέρει:

Ο Ιάσων παντρεύεται την Μήδεια, όπως ορίζει η Αφροδίτη.

Υπάρχουν επίσης εικόνες Μουσών να τραγουδούν, με τον Απόλλωνα να πρωτοστατεί στο τραγούδι. Η επιγραφή αναφέρει:

Αυτός είναι ο γιος της Λητού, ο πρίγκιπας Απόλλων, ο μακριά τοξεύων. Γύρω του είναι οι Μούσες σε χορωδία και αυτός πρωτοστατεί.

Ο Άτλας, όπως λέει η ιστορία, βαστάζει στους ώμους του τον ουρανό και την γη, καθώς και τα μήλα των Εσπερίδων. Ένας άνδρας κρατώντας ξίφος έρχεται προς τον Άτλα. Τίποτα δεν αναφέρεται γι' αυτόν, γιατί ο καθένας ξέρει ότι είναι ο Ηρακλής, και η επιγραφή γράφει:

Ο Άτλας κρατάει τους ουρανούς, αλλά θα αφήσει τα μήλα.

Είναι και ο Άρης, φορώντας πανοπλία που οδηγεί την Αφροδίτη. Η επιγραφή αναφέρει ότι είναι ο Ενυάλιος.

Υπάρχει επίσης και εικόνα της Θέτιδος, ως παρθένος, την οποία ο Πηλεύς πιάνει από το χέρι, από δε το χέρι της Θέτιδος ένα φίδι ορμάει προς τον Πηλέα.

Οι αδελφές της Μέδουσας, με φτερά διώκουν τον Περσέα, ο οποίος πετάει. Μόνο το όνομα του Περσέα αναφέρεται στην επιγραφή.

Στην τρίτη πλευρά υπάρχουν στρατιωτικές σκηνές. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ανθρώπων είναι πεζοί, αν και υπάρχουν μερικοί σε άρματα δύο αλόγων. Σχετικά με τους στρατιώτες μπορείς να βγάλεις το συμπέρασμα ότι βαδίζουν προς την μάχη, αλλά χαιρετούν και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.

Δύο διαφορετικές εξηγήσεις δίδονται από τους οδηγούς. Μερικοί λένε, ότι είναι Αιτωλοί με τον Όξυλο και αρχαίοι Ηλειείς, και ότι συναντήθηκαν στην μνήμη της πρώτης κατάβασης των. Άλλοι δε λέγουν ότι οι στρατιώτες συναντιόνται στην μάχη και ότι είναι από την Πύλο και Αρκαδία και ότι πρόκειται να δώσουν μάχη κοντά στην πόλη Φειάν και τον ποταμό Ιάρδανον.

Αλλά δεν μπορεί να γίνει δεκτό σε καμία περίπτωση ότι ο πρόγονος του Κύψελου, ένας Κορίνθιος, έχοντας φτιάξει το σεντούκι, με την θέληση του παρέλειψε όλα τα Κορινθιακά συμβάντα και φιλοτέχνησε ξένα γεγονότα τα οποία δεν ήταν ξακουστά.

Η ακόλουθη εξήγησης μου δόθηκε. Ο Κύψελος και οι πρόγονοι του ήλθαν αρχικά από την Γονούσσα, η οποία βρισκόταν πάνω από την Σικυώνα, και ένας από αυτούς ήταν ο Μελάς, ο γιος του Αντάσου. Αλλά όπως έχω αναφέρει στην περιγραφή μου για την Κόρινθο, ο Αλήτης αρνείτο να δεχθεί ως μετοίκους τον Μελά και την ακολουθία του, διότι ανησυχούσε για τον χρησμό που του είχε δοθεί από το μαντείο των Δελφών. Αλλά στο τέλος ο Μελάς, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο για να κερδίσει την εύνοια του και κάθε φορά φεύγοντας άπρακτος, κατόρθωσε να πείσει τον Αλήτη να τους δεχθεί. Έτσι κάποιος μπορεί να συμπεράνει, ότι αυτός είναι ο στρατός, που απεικονίζεται πάνω στο σεντούκι.

Στην τέταρτη πλευρά του σεντουκιού, καθώς πηγαίνεις γύρω-γύρω από τα αριστερά, είναι ο Βορέας, ο οποίος έχει αρπάξει την Ωρείθυια, και αντί για πόδια έχει ουρά φιδιού.

Εν συνεχεία έρχεται η πάλη του Ηρακλή και του Γηρυόνη, ο οποίος αναπαριστάται σαν τρεις άνδρες ενωμένοι μαζί. Εκεί είναι και ο Θησέας, να κρατάει λύρα και δίπλα του είναι η Αριάδνη, η οποία κρατάει στεφάνι. Ο Αχιλλέας και ο Μέμνων μάχονται και δίπλα τους στέκονται οι μητέρες τους. Είναι επίσης και ο Μελανίων και η Αταλάντη δίπλα του, η οποία κρατάει ένα μικρό ελάφι.

Ο Αίαντας μονομαχεί με τον Έκτορα, κατόπιν προκλήσεως και μεταξύ αυτών στέκεται η Έρις, με την μορφή της πιο αποκρουστικής γυναίκας. Μια άλλη μορφή της Έριδος είναι στο ιερό της Αρτέμιδος της Εφεσίας, την οποίαν έκανε ο Καλλιφών Σάμιος, όταν απεικόνισε στον πίνακα του, την ναυμαχία των Ελλήνων. Στο σεντούκι είναι επίσης και οι Διόσκουροι, ο ένας από αυτούς είναι έφηβος, χωρίς γένια και ανάμεσα τους είναι η Ελένη. Η Αίθρα, η κόρη του Πιτθέως, κείτεται στο έδαφος κάτω από τα πόδια της Ελένης και φοράει μαύρα, και η επιγραφή από επάνω σε εξάμετρο στίχο με την πρόσθεση μιας λέξεως:

Οι γιοι του Τυνδάρεως την Ελένη κουβαλούν, και σύρουν την Αίθρα από την Αθήνα.

Με αυτόν τον τρόπο η επόμενη ιστορία έχει φτιαχτεί. Ο Ιφιδάμας, γιος του Αντήνορα, κείτεται και ο Κόων μάχεται για λογαριασμό του τον Αγαμέμνονα. Στην ασπίδα του Αγαμέμνονος, ο Φόβος απεικονίζεται με κεφάλι λιονταριού. Η επιγραφή επάνω από το πτώμα του Ιφιδάμαντος γράφει:

Αυτός είναι ο Ιφιδάμας και ο Κόων μάχεται γι' αυτόν.

Η επιγραφή επάνω στην ασπίδα του Αγαμέμνονα γράφει: Αυτός είναι ο Φόβος που βροντάει και αυτός που τον κρατά είναι ο Αγαμέμνων.

Είναι επίσης και ο Ερμής που φέρνει τον Αλέξανδρον, γιο του Πριάμου, για να κρίνει το κάλλος των θεοτήτων, και η επιγραφή αναφέρει:

Εδώ είναι ο Ερμής, ο οποίος επιδεικνύει στον Αλέξανδρο ότι μπορεί να κρίνει για την ομορφιά της Ήρας, Αθηνάς και Αφροδίτης.

Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο η Άρτεμης έχει φτερά στους ώμους, και στο μεν δεξί της χέρι κρατάει λεοπάρδαλη, στο δε άλλο λιοντάρι. Ο Αίας έλκει την Κασσάνδρα από το άγαλμα της στην Αθήνα και η επιγραφή λέει:

Ο Αίας από τους Λοκρούς έλκει την Κασσάνδρα από την Αθήνα.

Ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα, έχει πέσει στα γόνατα του και ο Ετεοκλής, ο άλλος γιος του Οιδίποδα, σπεύδει κοντά του. Πίσω από τον Πολυνείκη κάθεται μια γυναίκα, που έχει δόντια όμοια με άγριου θηρίου και τα νύχια των χεριών της είναι κυρτά. Η επιγραφή επάνω της αναφέρει ότι είναι η Κήρα, αυτή που ήταν υπεύθυνη για την μοίρα του Πολυνείκη και ότι ο Ετεοκλής δικαίως άξιζε το τέλος του. Ο Διόνυσος κείτεται σε ένα σπήλαιο, μία φιγούρα με γένια να κρατάει ένα χρυσό κύπελλο και φοράει χιτώνα μέχρι τα πόδια. Γύρω του είναι αμπέλια και μηλιές και ροδιές.

Η ανώτερη πλευρά (όλες οι πλευρές είναι πέντε τον αριθμό) δεν φέρει επιγραφή, έτσι μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε το τι εννοούν οι παραστάσεις. Λοιπόν, είναι ένα σπήλαιο και μέσα σ' αυτό κοιμούνται σε μια κλίνη ένας άνδρας και μια γυναίκα. Κατά την γνώμη μου ήταν ο Οδυσσέας και η Κίρκη, βασιζόμενος στον αριθμό των υπηρετών και το τι έκαναν. Γιατί οι γυναίκες ήταν τέσσαρες και ασχολούντο με τα έργα τα οποία αναφέρει ο Όμηρος στα έργα του. Είναι και ο Κένταυρος, με μόνο δύο πόδια αλόγου, τα μπροστινά του πόδια είναι ανθρώπινα.

Στην συνέχεια είναι άρματα με δύο άλογα, και γυναίκες επάνω σε αυτά. Τα άλογα έχουν χρυσά φτερά και ένας άνδρας δίνει όπλα σε μια από τις γυναίκες. Υποθέτω ότι η σκηνή αναφέρεται στον θάνατο του Πάτροκλου και οι γυναίκες πάνω στα άρματα είναι οι Νηρηίδες και η Θέτις, η οποία παίρνει τα όπλα από τον Ήφαιστο. Και επιπλέον, αυτός που δίνει τα όπλα δεν στέκεται σταθερά στα πόδια του και ένας δούλος που τον ακολουθεί από πίσω κρατάει δύο δεμάτια ξύλα για φωτιά.

Μία εξήγηση είναι ότι ο Κένταυρος είναι ο Χείρων, απαλλαγμένος από τις ανθρώπινες υποθέσεις και άξιος να συγκατοικεί με τους θεούς, ο οποίος έχει έλθει να απαλύνει την λύπη του Αχιλλέα. Δύο κόρες επάνω σε ημίονους, η μία κρατάει τα ηνία και η άλλη φοράει ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι, νομίζουν ότι είναι η Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου, και οι υπηρέτριες πηγαίνουν για πλύσιμο. Ο άνδρας που σκοπεύει τους Κενταύρους, μερικούς από αυτούς τους έχει σκοτώσει, είναι ο Ηρακλής και είναι ένα από τα κατορθώματα του. Όσο για τον δημιουργό του σεντουκιού, μου είναι αδύνατον να εκφέρω γνώμη. Αλλά οι επιγραφές επάνω σ' αυτό, αν και είναι πιθανόν να έχουν γραφεί από κάποιον άλλο ποιητή, έχω την γνώμη, ότι είναι δουλειά του Εύμηλου της Κορίνθου. Ο κύριος λόγος γι' αυτήν την σκέψη μου, είναι ο ύμνος που έγραψε για την Δήλο.


Το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Ορφέας

Ο Ορφέας είναι μια περίεργη μυθική μορφή, χωρίς σαφή γνωρίσματα ήρωα, θεού ή ημίθεου. Χαρακτηρίζεται ως "γόης από μουσικής άμα και μαντικής", αλλά ήταν και εισηγητής συγκεκριμένων μυστικών τελετών, θρησκευτικός ποιητής, προφήτης και ιερέας. Επιπλέον τιμήθηκε στον τάφο του με θυσίες ως θεός και όχι με εναγίσματα όπως οι ήρωες. Καταγόταν από τη Θράκη και έδρασε είτε στην περιοχή των Πιερίων, όπου υπήρχε ο τάφος του, είτε στην περιοχή του όρους Παγγαίο και ανατολικότερα ως τον ποταμό Έβρο.

Ο Ορφέας ήταν φημισμένος για την επίδοση του στη μουσική, στο άσμα και στην κιθαρωδία. Η αρχαιότητα τον ύψωσε σε σύμβολο της κιθαρωδίας, αξεπέραστο από τους μεταγενέστερους δεξιοτέχνες του είδους. Έμβλημα του σ' όλες τις εικαστικές παραστάσεις έγινε η λύρα που άλλοτε την κρατούσε στα γόνατα πλήττοντας τις χορδές και τραγουδώντας και άλλοτε στο χέρι ως απλό έμβλημα.

Ο Ορφέας μετά την κάθοδο του στον ʼδη, απ' όπου απέτυχε να επαναφέρει την Ευρυδίκη, επέστρεψε στον Επάνω Κόσμο πικραμένος, και εφτά ημέρες περιπλανιόταν αμίλητος χωρίς τροφή ή θρηνούσε στις όχθες ενός ποταμού. Από τότε ήταν αδιάφορος προς κάθε γυναίκα και ταπείνωνε όσες τον πλησίαζαν. Μερικοί έλεγαν πως δεν θέλησε να ζήσει μόνος και αυτοκτόνησε. Κατά τους ορφικούς όμως ο θάνατος του προφήτη τους υπήρξε μαρτυρικός όπως του θεού τους Ζαγρέα. Κατά την αυθεντικότερη εκδοχή ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ που πρόσφατα είχε περάσει με την ακολουθία των Βακχών από τη Μικρά Ασία στη Θράκη βρήκε τον Ορφέα περιφρονητή των μυστηρίων του και έβαλε τις Βάκχες, γνωστές στη Θράκη ως "Βασσάρες" ή "Βασσαρίδες" να τον "διασπάσουν" πετώντας εδώ κι εκεί τα μέλη του. Οι μούσες μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν. Άλλοι έλεγαν πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες των θρακών που τον εκδικήθηκαν είτε γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε, είτε γιατί τις αποξένωσε από τους άντρες τους με το να εισαγάγει τον παιδικό έρωτα στη Θράκη. Σύμφωνα με άλλη άποψη η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει τις γυναίκες των θρακών να τον διαμελίσουν, ενώ άλλοι έλεγαν πως ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον Ορφέα γιατί στα μυστήρια που ίδρυσε αποκάλυπτε στους ανθρώπους απόκρυφες αλήθειες για το υπερπέραν.

Τα νέα διονυσιακά μυστήρια, όπως τα διαμόρφωσε ο Ορφέας, είχαν τόσο σημαντικές διαφορές από τα μυστήρια της εκστατικής διονυσιακής λατρείας, ώστε οι ορφικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς μιας διαφορετικής θρησκείας (αν και πάλι διονυσιακής). Στο κέντρο της ορφικής διδασκαλίας μπήκε ο λεγόμενος Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον "ιερό λόγο" των ορφικών, του Δία και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, οι κακούργες θεϊκές υπάρξεις που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο. Διαμέλισαν τον Διόνυσο Ζαγρέα και έφαγαν ωμές τις σάρκες του, εκτός από την καρδιά του που πρόλαβε να τη σώσει η Αθηνά.

Οι Τιτάνες μετά το κακούργημα τους κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Οι ορφικοί έλεγαν πως οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (γιατί οι Τιτάνες είχαν φαει το Διόνυσο Ζαγρέα) είχαν όμως και τη θηριώδη ή κακοποιό "τιτανική φύση" (γιατί είχαν πλαστεί από τη στάχτη των Τιτάνων). Η ορφική ζωή (με τις νηστείες ή την αποχή από ζωικές τροφές και με τους θρησκευτικούς καθαρμούς) είχε το σκοπό να ενισχύσει μέσα τους το θεϊκό στοιχείο (την ψυχή) και να δεσμεύσει ή να νεκρώσει την τιτανική φύση (τις ζωικές ή σωματικές επιθυμίες). Σύμφωνα με αυτήν την πίστη, την πραγματική φύση του ανθρώπου, ότι θεϊκό υπάρχει μέσα του, το έχει μαζί της η ψυχή, που ύστερα από το θάνατο δεν βυθίζεται σαν φευγαλέα - σκιά στον μουχλιασμένο ʼδη, μόνο πρέπει να δώσει λογαριασμό για τις πράξεις της και υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις, που τη φέρνουν ή πίσω στη θεϊκή της πατρίδα ή σε αιώνια καταδίκη. Η κίνηση αυτή ήθελε να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση της ψυχής του, στην απελευθέρωση της από τη σωματικότητα και σε διαρκή ένωση με τη θεότητα.

Αντίθετα οι οπαδοί της οργιαστικής διονυσιακής λατρείας πίστευαν στην αξία του ωμοφαγίου: Οι Μαινάδες, κυριευμένες από τη διονυσιακή μανία, διαμέλιζαν ένα ζώο που αποτελούσε ενσάρκωση του θεού Διονύσου. Τρώγοντας κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού "έφερνε μέσα του το θεό", και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο και εξευγένιζε τη ζωή του. Οι δύο αυτές αιρέσεις της διονυσιακής λατρείας συνυπήρχαν στα ιστορικά χρόνια, οι σχέσεις όμως των οπαδών τους ήταν πάντοτε εχθρικές.

Ο Διόνυσος είναι, ως γνωστόν, θεός του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα όργια του θεού γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη πάνω στον Παρνασσό. Η λέξη όργια σημαίνει έργα ιερά, θρησκευτικές τελετές. Μόνο γυναίκες οργανωμένες σε θιάσους, έπαιρναν μέρος σ' αυτά. Ήταν οι μαινάδες ή βάκχες ή θυιάδες, που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θύρσο -ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό και μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη - και εβάκχευαν, που θα πει πως έπεφταν σε θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας στις δασωμένες πλαγιές και στις κορυφές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούνε εξαντλημένες στο χώμα. Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια μέλι και γάλα και κρασί. Ακόμη με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν χύνονταν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Με ανάλογες οργιαστικές τελετές γιόρταζαν τον Διόνυσο οι γυναίκες και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που γειτόνευε με τη Θράκη, από όπου είχαν ξεκινήσει τα διονυσιακά όργια.

Η "μανία" που φέρνει ο θεός Διόνυσος, η μεταβολή δηλ. της συνείδησης του ατόμου, συνδέεται βέβαια πρώτα - πρώτα με το κρασί και την έκσταση και τη μέθη που φέρνει. Όμως η μανία αυτή που αποτελεί το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε "ένθεος", δηλαδή ο θεός "μπήκε" σε κάποιον, δεν είναι απαραίτητα δεμένη με το κρασί αφού παρουσιάζεται και ανεξάρτητα απ' αυτό. Η "μανία" έχει σχέση με τη λέξη "μένος" που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Μανία λοιπόν δεν είναι μια απώλεια, "να χάνει κανείς τα λογικά του", αλλά ένα δυνάμωμα, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη. Το βίωμα αυτό όμως δεν μπορεί να το αποκτήσει κανείς μένοντας μόνος σε περισυλλογή. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο που γίνεται μεταδοτικό. Αυτό εκφράζει ο μύθος για το "θίασο" του Διονύσου. Όποιος όμως δίνεται στο θεό Διόνυσο, πρέπει να απαρνηθεί και να αποβάλλει την "αστική" του ύπαρξη και να γίνει "μαινόμενος", να βγει δηλαδή από τους περιορισμούς της πόλης. Αυτό είναι ένα βίωμα του θείου που συνάμα φέρνει σωτηρία στον άνθρωπο.

Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τη διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, το να βγαίνει κανείς από τον εαυτό του, βοηθούμενος όχι μόνο από το κρασί, αλλά και από τον παράφορο χορό. Ο Όμηρος, που είναι κήρυκας της ολυμπιακής θρησκείας και δεν συμπαθεί τα μυστικιστικά κηρύγματα, λίγο πολύ αγνοεί το Διόνυσο. Στον απλό λαό όμως η διάδοση της λατρείας του ήταν μεγάλη. Γι' αυτόν ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τους έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινής ζωής.


ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο Διόνυσος Ζαγρέας ήταν γιος του Διός και της Περσεφόνης, κόρης κι αυτής του Διός που ύστερα από προτροπή της Ήρας, οι Τιτάνες σκότωσαν το νεογέννητο παιδί, το κομμάτιασαν και το έφαγαν. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα μέλη του παιδιού τα μάζεψε ο Απόλλωνας και τα έθαψε στο ναό των Δελφών, κοντά στον τρίποδα της Πυθίας. Μα την καρδιά του Διονύσου την περιμάζεψε η Αθηνά και την έδωσε στον Δία, που την κατάπιε κι έτσι γέννησε ένα δεύτερο Διόνυσο. Αυτόν τον μύθο τον έχουν χρησιμοποιήσει οι ορφικοί ποιητές.
Οι ποιητές αυτοί ονομάζονταν έτσι από το όνομα του περίφημου αοιδού Ορφέα, που κατάγονταν από τη Θράκη κι ήταν γιος του Οίαγρου, βασιλιά του τόπου και της Μούσας Καλλιόπης. Κι είχε αδελφό έναν άλλο αοιδό, τον Λίνο. Κι ήταν καθώς έλεγαν δάσκαλος του ο Μουσαίος ή και μαθητής του ή κατά άλλους γιος του ή εγγονός του. Ο Ορφέας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Αργοναυτική εκστρατεία. Χάρη σ' αυτόν, ο Ιάσονας κι οι σύντροφοι του γλίτωσαν από τη γοητεία των Σειρήνων. Άλλος μύθος, όχι λιγότερο περίφημος, είναι αυτός που αναφέρεται στην κάθοδο του Ορφέα στον Άδη, για να πάρει από κει τη σύζυγό του Ευρυδίκη.

Η Ευριδίκη είχε πεθάνει από δάγκωμα φιδιού, όταν, για να αποφύγει την ερωτική καταδίωξη του Αρισταίου, έτρεχε μέσα στα λιβάδια. Κατόρθωσε λοιπόν ο Ορφέας με τα τραγούδια του να γοητεύσει τον Άδη και την Περσεφόνη και να τους εξευμενίσει. Οι δυο υποχθόνιοι θεοι συγκατάθεσαν να πάρει ο Ορφέας τη σύζυγό του στους ζωντανούς, μαζί του, μα με τον όρο να μην κοιτάξει πίσω του πριν ανέβει στην επιφάνεια της γης. Όμως ο Ορφέας δεν κατόρθωσε να αντισταθεί στον πειρασμό αυτό κι έτσι εξαφανίστηκε για πάντα η σκιά της Ευριδίκης. Κι έτσι ο Ορφέας έγινε μισογύνης, απαρηγόρητος όπως ήταν από τον χαμό της Ευριδίκης. Και γι' αυτό επέσυρε το μίσος των γυναικών της Θράκης. Μαινάδες έξαλλες κομμάτιασαν το σώμα του στις όχθες του ποταμού Έβρου. Οι Μούσες περισυνέλεξαν τα σκορπισμένα του μέλη και τα έθαψαν. Μα το κεφάλι του παρασύρθηκε από το ρέμα του ποταμού προς τη θάλασσα κι έφτασε, μαζί με τη λύρα του στ' ακρογιάλια της Λέσβου. Οι Λέσβιοι έθαψαν το θεϊκό κεφάλι του περίφημου αοιδού, ενώ η λύρα με τη βοήθεια των Μουσών πήρε μια θέση ανάμεσα στα αστέρια.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, τα μέλη του Ορφέα θάφτηκαν στη Λείβηθρα, στους πρόποδες του Ολύμπου. Άλλοι όμως έλεγαν πως τον Ορφέα τον έθαψαν στο Δίον, κοντά στην Πύδνα της Μακεδονίας. Από την αρχαιότητα ο θάνατος του Ορφέα -απ' τις Μαινάδες σπαραγμένου- παραλληλίζεται με του Διόνυσου Ζαγρέα το θάνατο, που οι Τιτάνες τον κομμάτιασαν κατά προτροπή της ήρας. Οι Ορφικοί άρπαξαν αυτόν τον μύθο κι έγινε ο Διόνυσος Ζαγρέας το κέντρο μυστηρίων με πολύ υψηλό νόημα. Ιδρυτής των μυστηρίων, όπως ήταν παραδεκτό, ήταν ο Ορφέας. Ο Διόνυσος ο Ζαγρέας έγινε για τους Ορφικούς η ανώτατη παντός πράγματος αρχή, επειδή "συνδύαζε μέσα του την αιθέρια πηγή ζωής, που του είχε μεταδώσει ο πατέρας του ο Δίας και την υποχθόνια την πηγή που η μητέρα του Περσεφόνη του είχε χορηγήσει".

O Charl Dubois μας λέει γι' αυτή την πλευρά της λατρείας του Διόνυσου Ζαγρέα, "βασιλεύει ως κυρίαρχος στον Άδη, κάποιες μάλιστα φορές θεωρείται γιος του Άδη ή κι ένας άλλος Άδης. Όμως συμμερίζεται και του Διός τον ουράνιο θρόνο. Είναι ο πρωτότοκος θεός, πριν από το θάνατό του, όπως και μετά την ανάστασή του, συμμετέχει στην απόλυτη εξουσία του πατέρα του κι είναι ο παγκόσμιος μονάρχης, ο κυρίαρχος όλων των αθανάτων. Είναι η ψυχή του κόσμου και διασφαλίζει την διαιώνισή του. Ο αγώνας του κατά των Τιτάνων, ο θάνατός του, η ανάστασή του, της ζωής τις περιπέτειες μέσα στη φύση εκφράζουν και μέσα στο φυσικό και ηθικό τον κόσμο. Επειδή του καλού είναι η αρχή, ενώ οι Τιτάνες αντιπροσωπεύουν την καταστροφική ενέργεια του κακού. Γι' αυτό κι ο άνθρωπος, γεννημένος από την τέφρα των Τιτάνων, που είχαν τραφεί από την τέφρα του Διονύσου είναι ένα κράμα καλού και κακού. Οφείλει να πληρώσει για τα εγκλήματα των θεοκτόνων προγόνων του, να εξαγνιστεί από τούτο το αμάρτημα και να ελευθερώσει τα καλά στοιχεία που έχει μέσα του αφιερώνοντας τον εαυτό του στον Διόνυσο. Σ' αυτό αποσκοπούσε η ορφική μύηση.

Με τη μύηση αυτή οι πιστοί επιζητούσαν να έρθουν σ' επικοινωνία με το θεό με διάφορες τελετουργίες, που η κυριότερή τους ήταν η "ωμοφαγία". Κομμάτιαζαν δηλαδή ζωντανά ζώα και έτρωγαν τις σάρκες τους ωμές. Στη λατρεία του Διόνυσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού κι ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ' αυτόν θα περνούσαν μέσα σ' άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση".

Σύμφωνα με ένα κείμενο του Ευριπίδη βλέπουμε πως επικαλούνταν τον Διόνυσο Ζαγρέα, "υπέρτατε της τάξης ρυθμιστή, σ' εσένα προσφέρω αυτή τη θυσία κι αυτή τη σπονδή, σ' εσένα, Δία ή Άδη, όπως προτιμάς. Δέξου την αναίμακτη τούτη θυσία, καρπούς κάθε λογής από τα ολόγιομά μας καλάθια. Συ, ανάμεσα στους θεούς τ' ουρανού, στο χέρι σου κρατάς του Διός το σκήπτρο και συ στον υποχθόνιο κόσμο μοιράζεσαι το θρόνο με τον Άδη. Την ψυχή των ανθρώπων, που να μάθουν θέλουν τις δοκιμασίες της πρόσκαιρης ζωής τους, φώτισε, φανέρωσέ τους που θα έρχονται, ποιά είναι η ρίζα του κακού, ποιον από τους μακάριους θεούς με θυσίες πρέπει να εξευμενίσουν, τα βάσανά τους για να σταματήσουν".


Το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Θουκυδίδης (02)

Ο Θουκυδίδης βλέπει καθαρά τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην ιστορία του πολέμου και την εσωτερική ζωή της χώρας. Δείχνει πώς επιδρούσε στην πορεία των πολεμικών γεγονότων ο αγώνας στο εσωτερικό των ξεχωριστών κρατών, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σχετικά με τις πολιτικές του πεποιθήσεις ο Θουκυδίδης είναι μετριοπαθής δημοκράτης, θαυμαστής - όπως είπαμε - του Περικλή και εκτιμά πολύ το Θηραμένη, μετριοπαθή ολιγαρχικό (411 π.Χ.) Ταυτόχρονα ο Θουκυδίδης είναι ενάντια στους ριζοσπαστικούς δημοκρατικούς: Τον Κλέωνα λχ. τον ονομάζει "αισχρότερο απ΄ όλους τους πολίτες". Ωστόσο οι πολιτικές του συμπάθειες δε τον εμποδίζουν να βλέπει τις αντικειμενικές αιτίες των γεγονότων. Βρίσκουμε κιόλας σ΄ αυτόν αντιλήψεις για τη νομοτέλεια των ιστορικών φαινομένων, την πεποίθηση ότι οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα. Ο Θουκυδίδης πιστεύει όμως ότι η ανθρώπινη φύση μένει αμετάβλητη. Νομίζει ότι στις περιπτώσεις που εξαφανίζονται οι κατασταλτικές αρχές, η κυριαρχία των παθών κλονίζει τις βάσεις της κοινωνικής τάξης.

Ο Θουκυδίδης είναι σύγχρονος των γεγονότων και έχει πάρει μέρος σ΄ αυτά, όμως το έργο του δεν είναι "απομνημονεύματα", αλλά ιστορία. Για τον εαυτό του μιλάει λίγο, σε σχέση με την αντικειμενική αξία των γεγονότων στα οποία πήρε ο ίδιος άμεσα μέρος: "Έζησα όλο τον πόλεμο - γράφει - λόγω της ηλικίας μου, τον κατάλαβα και πρόσεξα να μάθω με ακρίβεια τα ξεχωριστά επεισόδια. Άλλωστε επειδή επί είκοσι χρόνια, ύστερ΄ από τη στρατηγία μου στην Αμφίπολη, ήμουν εξορία, βρισκόμουν κοντά στις υποθέσεις της μιάς ή της άλλης από τις εμπόλεμες μερίδες - περισσότερο κοντά, εξαιτίας της εξορίας μου, στις υποθέσεις των Πελοποννησίων - και στον ελεύθερο χρόνο μου είχα πολλές δυνατότητες να γνωρίσω τούτα ή εκείνα τα γεγονότα". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου).

Κάνοντας λεπτομερειακή έκθεση των γεγονότων, ο Θουκυδίδης ήταν αναγκασμένος να αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα. Δείχνοντας τον ιστορικό ρόλο των διαφόρων πολιτών, δεν απεικονίζει τις ατομικές ιδιότητες του χαρακτήρα τους. Εξαίρεση κάνει μονάχα για πρόσωπα, όπως ο Περικλής ή ο Αλκιβιάδης. Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει επίσης κανένα ανέκδοτο από τη ζωή αυτού ή εκείνου του παράγοντα. Τα ξεχωριστά πρόσωπα σα να χάνουν τη σημασία τους μπροστά σ΄ αυτό το μεγαλειώδικο γεγονός που είναι - σύμφωνα με τη γνώμη του Θουκυδίδη - ο πελοποννησιακός πόλεμος. Πάνω απ΄ όλα βάζει τη λογική, την ικανότητα του προσανατολισμού στα γεγονότα και την πρόβλεψη του μέλλοντος. Η έκθεσή του είναι χρονολογική και συστηματική. Μονάχα σε σπάνιες περιπτώσεις διακόπτεται από παρεκβάσεις, πέρα για πέρα δικαιολογημένες, που εξηγούν μια ορισμένη κατάσταση.

Συνδυάζοντας το βάθος της σκέψης με τη συμπυκνωμένη μορφή της έκφρασης, ο Θουκυδίδης αναγκάζει τον αναγνώστη να παρακολουθεί με ξεχωριστό ενδιαφέρον την πορεία των γεγονότων που εξιστορεί. Ενα από τα χαρακτηριστικά της έκθεσής του, όπως και άλλων αρχαίων ιστορικών, είναι ότι συνθέτει ελεύθερα τους λόγους των ιστορικών προσώπων. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης λέει τα παρακάτω σχετικά μ΄ αυτό: "απέδωσα τις ομιλίες έτσι όπως νόμισα εγώ ότι θα έπρεπε να μιλήσει ο κάθε ρήτορας πιο ταιριαστά προς τις ανάγκες της περίστασης: όμως στάθηκα όσο μπορεί πιο κοντά στο βάθος των ιδεών που αληθινά έχουν εκφραστεί". (σσ Στο ίδιο). Ο ρόλος αυτών των ομιλιών στη γενική σύνθεση του έργου είναι ποικίλος. Ο επιτάφιος του Περικλή (λόγος στον ενταφιασμό των αθηναίων στρατιωτών) που εκφωνήθηκε στην αρχή ακόμα του πελοποννησιακού πολέμου, είναι ένα είδος πρόγραμμα της εσωτερικής και εξωτερικής του πολιτικής και παρουσιάζει μια εξιδανίκευση της αθηναϊκής δημοκρατίας, στη λαμπρότερη περίοδο της ύπαρξής της. Κάποτε οι ομιλίες σα να δικαιολογούν μιαν ορισμένη δράση ή να εξηγούν την πορεία των γεγονότων από την άποψη ενός ορισμένου κράτους και της μιας ή της άλλης πολιτικής μερίδας. Στο λόγο του πρέσβη της Κορίνθου στη συνέλευση της Σπάρτης κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, κάνει, όπως θα λέγαμε σήμερα, ένα συγκριτικό χαρακτηρισμό.

Χάρη στο έργο του Θουκυδίδη γνωρίζουμε σήμερα καλά τα γεγονότα του πελοποννησιακού πολέμου. Αλλά δεν εξαντλείται μονάχα σ΄ αυτό η σημασία του. Ο μεγάλος αυτός ιστορικός έβαλε τις βάσεις της ιστορικής κριτικής και των ιστορικών γενικεύσεων. Απ΄ αυτή την άποψη δεν εκτιμήθηκε, όσο έπρεπε, στην αρχαιότητα. Μελέτησαν το ύφος του, μιμούνταν τις μέθοδες της αφήγησής του, όχι όμως και τις μέθοδες της έρευνάς του. Μονάχα τον τελευταίο αιώνα, που μόλις έφυγε, όταν άρχισε η επιστημονική μελέτη της ιστορίας της Ελλάδας, ο Θουκυδίδης εκτιμήθηκε όπως του άξιζε. Έτσι λοιπόν, αποδείχτηκε ότι ήταν από μια ορισμένη άποψη, ο άμεσος πρόδρομος της ιστοριογραφίας της εποχής μας. Δίκαια ονόμασε ο ίδιος το έργο του "κτήμα εις αεί".

Η εποχή της μεγαλύτερης ανόδου της αθηναϊκής δημοκρατίας σημειώθηκε λοιπόν με δυό σημαντικά έργα της ιστορίας της Ελλάδας - το έργο του Ηρόδοτου και το έργο του Θουκυδίδη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι απ΄ αυτή την περίοδο διατηρήθηκαν και άλλα φιλολογικά μνημεία, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ιστορικές πηγές. Ο 5ος αιώνας είναι η περίοδος της άνθισης της ελληνικής τραγωδίας. Οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη έχουν υποθέσεις μυθολογικές (με εξαίρεση την τραγωδία του Αισχύλου "Πέρσες" που αναφέρεται στην εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στους Έλληνες), αλλά ως ένα ορισμένο βαθμό και σ΄ αυτές καθρεφτίζεται η πολιτική και η κοινωνική πάλη. Οι τραγωδίες έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη της ανάπτυξης της ελληνικής αντίληψης για τον κόσμο. Για την πολιτική ιστορία είναι πολύ σημαντικές οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ο συγγραφέας αντιδρά δυνατά στα γεγονότα της πολιτικής ζωής και οι κωμωδίες του αποτελούν αξιόλογη συμπλήρωση των στοιχείων των ιστορικών συγγραφέων.

Η έντονη πάλη, κοινωνική και πολιτική, που διεξαγόταν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα, καθρεφτίζεται σε πολυάριθμα έργα δημοσιολογικού χαρακτήρα. Ένα απ΄ αυτά τα έργα είναι η λεγόμενη "Ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων πολιτεία". Αυτή η πραγματεία ονομάστηκε έτσι, γιατί διασώθηκε ανάμεσα στα έργα του Ξενοφώντα, συγγραφέα του 4ου αιώνα. Ομως αν εξετάσουμε το περιεχόμενό της, το ύφος, τις αντιλήψεις που εκθέτει, δε μπορεί να αποδοθεί στον Ξενοφώντα. Υποθέτουν ότι η "Αθηναίων πολιτεία" γράφτηκε στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου. Το όνομα του συγγραφέα δεν είναι γνωστό, αλλά από το περιεχόμενο της πραγματείας μπορεί να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας της είναι Αθηναίος, αντίπαλος της δημοκρατίας και οπαδός της ολιγαρχίας. "Οσο για την οργάνωση του κράτους των Αθηναίων, κι αν αυτοί διαλέξανε την τωρινή μορφή οργάνωσης, εγώ δεν την εγκρίνω". Μ΄ αυτά τα λόγια αρχίζει ο πολιτικός λίβελος που αναφέραμε πιο πάνω. Έπειτα ο συγγραφέας εξηγεί γιατί δεν του αρέσει το πολίτευμα της Αθήνας. "...εγώ δεν το εγκρίνω γιατί εκλέγουνε μόνοι τους τις αρχές και σαν εκλεγούν, οργανώνουν ένα τέτιο καθεστώς, που μέσα σ΄ αυτό οι απλοί άνθρωποι ζουν πιο καλά κι από τους ευγενείς". Ο συγγραφέας δεν αρνείται ότι από την άποψη τους οι Αθηναίοι είναι συνεπείς και δίνει λεπτομερειακό χαρακτηρισμό της πολιτικής και ιδιωτικής τους ζωής. Όμως συμπαθεί τη Σπάρτη. Η δυσαρέσκεια των αριστοκρατών-δουλοκτητών, εκδηλώνεται με ξεχωριστή σαφήνεια στα λόγια: "... η ασυδοσία των δούλων και των μετοίκων φτάνει στα τελευταία όρια. Εδώ όχι μόνο δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις δούλο, αλλά κι αυτός δε θα μείνει πίσω... Στη Λακεδαίμονα όμως ο δούλος μου με φοβάται". (σσ "Ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων πολιτεία).

Υπάρχουν διάφορες υποθέσεις για τις αιτίες της εμφάνισης αυτής της πραγματείας. Όμως ένα πράγμα είναι αναμφισβήτητο, ότι είναι ένας πολιτικός λίβελος με μεγάλη αξία για τη μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων του 5ου αιώνα. Στο βαθμό που μεγάλωναν οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις στην Αθήνα, δυνάμωναν και οι ολιγαρχικές μερίδες. Όμως όλοι οι συγγραφείς της αριστοκρατικής μερίδας δεν ήταν τόσο ειλικρινείς, όπως ήταν ο συγγραφέας της "Ψευδοξενοφώντειας Αθηναίων πολιτείας". Πολλοί απ΄ αυτούς προσπαθούσαν να καλύψουν τις αξιώσεις τους για κυρίαρχη θέση μέσα στο κράτος επικαλούμενοι ιστορικά προηγούμενα. Η απαίτηση να γυρίσουν προς τα πίσω, στο "πολίτευμα των προγόνων" (στην πάτριον πολιτείαν), γίνεται δημοφιλής ανάμεσα στους αντίπαλους της δημοκρατίας. Οι αναδρομές στο ιστορικό παρελθόν γίνονται της μόδας. Επειδή όμως για τους μακρινούς χρόνους υπήρχαν λίγες πληροφορίες, συνέβαινε συχνά κάθε λογής επινοήσεις να τις παρουσιάζουν σαν αυθεντικά γεγονότα. Έτσι, όχι σπάνια, οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί συγγραφείς πλαστογραφούν για σκοπούς πολιτικούς την ιστορία της αρχαίας Αθήνας.

Τα ιστορικά έργα διαδόθηκαν πλατιά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η "ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου" του Θουκυδίδη έγινε πολύ γνωστή. Ο Θουκυδίδης όμως, όπως αναφέραμε πιό πάνω, δεν κατόρθωσε να τελειώσει το έργο του και πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να το συνεχίσουν. Ενας από αυτούς τους συγγραφείς ήταν ο Ξενοφώντας, που γεννήθηκε περίπου το 430 π.Χ. και πέθανε ύστερα από το 355.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

E Ιστορικά: Αρχαία Ελλάδα (1)

Η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία για πολύ καιρό κυκλοφορούσε με το έντυπο Ε Ιστορικά που όπως λέει και η λέξη αφορούσε διάφορα ιστορικά θέματα. Έχω μετατρέψει μερικά σε .pdf και μπορείται να τα κατεβάσετε απο εδώ:

1) Αλέξανδρος ο Μέγας
2) Αριστοτέλης
3) Αρχαία Σπάρτη Ι
4) Αρχαία Σπάρτη ΙΙ
5) Η μάχη των Πλαταιών
6) Η μάχη του Μαραθώνα
7) Η ναυμαχία της Σαλαμίνας
8) Ναυμαχίες Αιγός ποταμοί - Κνίδος
9) Σοφοκλής

Σύντομα θα υπάρχουν περισσότερα.

Θουκυδίδης (01)

Σύγχρονος, αλλά πιο νέος από τον Ηρόδοτο ήταν ο αθηναίος Θουκυδίδης, γιος του Ολόρου (έζησε περίπου στα χρόνια 460-395). Καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της Θράκης. Το 424, στην περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, ο Θουκυδίδης εκλέχτηκε στρατηγός και στάλθηκε επικεφαλής μοίρας του στόλου, για να φρουρήσει τις θρακικές ακτές από τους Σπαρτιάτες. Όταν η Αμφίπολη δέχτηκε επίθεση, ο Θουκυδίδης δε μπόρεσε να τη βοηθήσει έγκαιρα και γι΄ αυτό κατηγορήθηκε για προδοσία και εξορίστηκε από την Αθήνα. Πέρασε στην εξορία είκοσι χρόνια και γύρισε στην Αθήνα μόνον όταν τελείωσε ο πόλεμος. Στα χρόνια της εξορίας του ο Θουκυδίδης άρχισε να δουλεύει το έργο του, για την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Πριν αρχίσει να γράφει, αφιέρωσε πολλά χρόνια στη συλλογή του υλικού. Το πιθανότερο είναι ότι ο Θουκυδίδης άρχισε να γράφει το έργο του ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα και σκόπευε να εκθέσει την ιστορία όλου του πολέμου. Όμως ο θάνατος τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει τη σκέψη του. Η έκθεσή του διακόπτεται στα 411 (εικοστό χρόνο από την έναρξη του πολέμου).

Το έργο του Θουκυδίδη διαιρείται σε οκτώ βιβλία. Το πρώτο είναι η εισαγωγή στην ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Αρχίζει από την ιστορία των μακρινών χρόνων και οδηγεί τον αναγνώστη ως τα γεγονότα του πολέμου. Αυτή η διαίρεση, που έγινε ύστερα από το Θουκυδίδη, ανταποκρίνεται στην πορεία της έκθεσης και διατηρεί τη σημασία της μέχρι σήμερα. Ο Θουκυδίδης είναι νεότερος από τον Ηρόδοτο μόνο 25-30 χρόνια, αλλά από την άποψη της κοσμοαντίληψης, του ύφους, της στάσης απέναντι στο αντικείμενο της έκθεσής του, τα έργα τους είναι έργα διαφορετικών εποχών. Η ιστορία του Ηρόδοτου είναι ως ένα ορισμένο βαθμό λογοτεχνικό έργο: η φαντασία και η αλήθεια δεν ξεχωρίζουν πάντα αναμεταξύ τους. Το έργο του Θουκυδίδη είναι έργο ενός σοβαρού ιστορικού και στοχαστή που από τότε εφάρμοσε τις μέθοδες και τους τρόπους της σημερινής ιστοριογραφίας, πράγμα που αποτελεί μια τεράστια κατάκτηση του αρχαίου κόσμου. Τόσο η κοσμοαντίληψη, όσο και οι πολιτικές απόψεις του Θουκυδίδη, διαμορφώθηκαν στην Αθήνα τον αιώνα του Περικλή, που ο Θουκυδίδης παρέμεινε θαυμαστής του σ΄ όλη του τη ζωή. Ήταν η εποχή της άνθισης της σοφιστικής, και ο Θουκυδίδης βρισκόταν κάτω από την αναμφισβήτητη επίδραση των σοφιστών. Αυτή η επίδραση φαίνεται τόσο στη γενική ορθολογιστική στάση του απέναντι στην πραγματικότητα, στην άρνησή του να εξηγήσει τα ιστορικά γεγονότα με την επίδραση υπερφυσικών δυνάμεων, όσο και στις προσπάθειες γενίκευσης, στην αντιπαράθεση των μαρτυριών και στην αντίκρουση αυτής ή εκείνης της γενικής θέσης, ακόμα και στο ίδιο το ύφος με το οποίο είναι γραμμένη η "Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου".

Η αναζήτηση της αλήθειας είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Θουκυδίδη, ο βασικός σκοπός του έργου του. Για τους προγενέστερους ο Θουκυδίδης μιλάει με περιφρόνηση. Για τους λογογράφους - και ανάμεσα σ΄ αυτούς, καθώς φαίνεται, λογαριάζει και τον Ηρόδοτο - ο Θουκυδίδης λέει ότι όπως συνθέσανε τις αφηγήσεις τους "ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ευχαρίστηση των ακροατών τους παρά για την αλήθεια, εφόσο τα γεγονότα που αφηγούνται είναι αδύνατο να εξακριβωθούν και πολλά από αυτά με το πέρασμα του χρόνου κατάντησαν απίστευτα παραμύθια" (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Το Θουκυδίδη μπορούμε να τον θεωρήσουμε ιδρυτή της ιστορικής κριτικής. "Και όσα γεγονότα συνέβησαν τον καιρό του πολέμου δε θεώρησα σωστό να τα γράψω - λέει ο Θουκυδίδης - όπως τα πληροφορήθηκα από οποιονδήποτε που παραβρέθηκε σ΄ αυτά, ούτε όπως εγώ νόμιζα. Αλλά περιέγραψα τα γεγονότα - και σε όσα βρέθηκα ο ίδιος και όσα άκουσα από τους άλλους - αφού προηγούμενα τα εξέτασα ένα προς ένα και με κάθε δυνατή ακρίβεια". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Η επιλογή των πηγών και ο καθορισμός της αυθεντικότητάς τους παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες: "...γιατί οι αυτόπτες μάρτυρες των ξεχωριστών γεγονότων δε διηγούνταν με τον ίδιο τρόπο το ίδιο γεγονός, αλλά όπως τους έκανε να τα βλέπουν η συμπάθειά τους προς τους αντίπαλους ή όπως τα είχε συγκρατήσει η μνήμη τους". (σσ στο ίδιο). Έτσι ο Θουκυδίδης έπαιρνε υπόψη του τις ανακρίβειες της μετάδοσης και το μεροληπτικό χαρακτήρα των μαρτυριών των συγχρόνων του. Έδινε μεγάλη σημασία στην εκλογή του υλικού και επισκέφτηκε ο ίδιος τα σημεία εκείνα όπου διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα γεγονότα του πελοποννησιακού πολέμου. Εκτός από τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε και ντοκουμέντα, και μερικά απ΄ αυτά τα παρέθεσε ολόκληρα στο έργο του. Η συνθήκη της Αθήνας με το Αργος, τη Μαντίνεια και την Ηλιδα έφτασε ως εμάς και με το έργο του Θουκυδίδη και με μορφή επιγραφής. Η σύγκριση που έγινε έδειξε ότι τα δύο κείμενα είναι σχεδόν ολότελα όμοια. Υπάρχουν μόνο μερικές αλλαγές στο ύφος, που μπορούμε να τις εξηγήσουμε με το γεγονός ότι το κείμενο του Θουκυδίδη έφτασε στα χέρια μας με κάποιες αλλοιώσεις.

Ο Θουκυδίδης ξεχωρίζει καθαρά τις αιτίες και τις αφορμές των γεγονότων. Σε αντίθεση από τον Ηρόδοτο, που δεν είχε ακόμα απαλλαχτεί από την απλοϊκή πίστη στα θαύματα, το Θουκυδίδη μπορούμε να τον ονομάσουμε ορθολογιστή ιστορικό. Αν και αναφέρει κάθε είδους προβλέψεις, όμως αμφιβάλλει γι΄ αυτές και οπωσδήποτε δεν τις δίνει ξεχωριστή σημασία. Θεωρεί την καταιγίδα, την έκλειψη, το σεισμό σαν καθαρά φυσικά φαινόμενα και δε βλέπει σ΄ αυτά τίποτε το υπερφυσικό, όπως μερικοί προληπτικοί σύγχρονοί του. Όμως ο Θουκυδίδης δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει την πίστη του στη μοίρα, που είναι χαρακτηριστική για τους συγχρόνους του και εκφράστηκε με θαυμασμό για την τραγωδία. Οι άνθρωποι είναι ανίσχυροι να παλέψουν με τις αναποδιές της τύχης, να είναι "οι ταμίες" της δηλ. οι κύριοί της. Η πίστη στη μοίρα χαρακτηρίζει και όλη την κατοπινή αρχαία ιστοριογραφία, τόσο την ελληνική όσο και την ρωμαϊκή.

Τα είκοσι κεφάλαια του πρώτου βιβλίου (σύμφωνα με την καθιερωμένη διαίρεση) φέρνουν συνήθως τον τίτλο "Αρχαιολογία του Θουκυδίδη" και χρησιμεύουν σαν εισαγωγή, στην αφήγηση των γεγονότων που συνέβησαν αμέσως πρίν από τον πελοποννησιακό πόλεμο. Η εισαγωγή έπρεπε να καθρεφτίζει τη βασική ιδέα του Θουκυδίδη, που καταλήγει στο ότι στο παρελθόν της Ελλάδας δεν υπήρξαν πόλεμοι σαν τον πελοποννησιακό. Ο Θουκυδίδης προφανώς δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την ύπαρξη του κρητο-μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο μόνιμος ντόπιος πληθυσμός, κατά τη γνώμη του, εμφανίστηκε στην Ελλάδα πριν λίγο καιρό. Παίρνει δε υπόψη του το ρόλο των φυσικών συνθηκών, την εξάρτηση των ασχολιών των κατοίκων από την ανάπτυξη των ανταλλαγών και το ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη και τη στερέωση των πόλεων. Το γεγονός ότι οι αρχαίες πόλεις χτίστηκαν σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα, ο Θουκυδίδης το εξηγεί με το ότι οι κάτοικοι φοβούνταν τις επιθέσεις των πειρατών. Μιλώντας για την εκστρατεία ενάντια στην Τροία, λέει: "Νομίζω ότι ο Αγαμέμνονας πέτυχε να συγκεντρώσει δυνάμεις για την εκστρατεία περισσότερο γιατί ήταν ο ισχυρότερος από τους συγχρόνους του ηγεμόνες, παρά γιατί είχε στη διάθεσή του τους μνηστήρες της Ελένης, που ήταν δεμένοι (προς το Μενέλαο) με τους όρκους του Τυνδάρεω". (σσ Θουκυδίδη, Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου). Ο Θουκυδίδης αναπαρασταίνει το παρελθόν με βάση τα υπολείμματα του πολιτισμού: το έθιμο που έχουν μερικές περιοχές της Ελλάδας να οπλοφορούν, είναι κατά τη γνώμη του, απόδειξη ότι κάποτε όλοι οι Έλληνες οπλοφορούσαν όπως και οι βάρβαροι. Το γεγονός ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει η λέξη "βάρβαρος" αποδείχνει ότι εκείνη την εποχή οι έλληνες δεν ξεχώριζαν ακόμα τους εαυτούς τους από τους άλλους βάρβαρους λαούς. Έτσι ο Θουκυδίδης έκανε την πρώτη απόπειρα να αναπαραστήσει το παρελθόν, αναλύοντας κριτικά τα ντοκουμέντα και τις αφηγήσεις των συγχρόνων κι αυτών που πήραν μέρος στα γεγονότα, τους ποιητικούς θρύλους και τα υπολείμματα των εθίμων και των νόμων που ίσχυαν προηγούμενα. Την καθαυτό ιστορία του πολέμου την εκθέτει ο Θουκυδίδης με χρονολογική σειρά. Σπάνια βγάζει συμπεράσματα και αυτό το αφήνει στον αναγνώστη. Στην πρώτη γραμμή βάζει την πολεμική ιστορία. Οι εκστρατείες, η κατάσταση των στρατευμάτων, η πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων περιγράφονται απ΄ αυτόν με μεγάλη γνώση του θέματος, και ορισμένες φορές με εξαντλητική πληρότητα. Αυτό ανταποκρίνεται πλέρια στο σκοπό, που διατυπώνεται στην αρχή του έργου, όπου λέει ότι το έργο του "...το άρχισε μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, γιατί σχημάτισε τη γνώμη ότι θα είναι μεγάλος και αξιολογότατος απ΄ όλους τους προηγούμενους πολέμους" (σσ Στο ίδιο). Τα ζητήματα της εσωτερικής και της διπλωματικής ιστορίας ο Θουκυδίδης τα εξετάζει μόνο τόσο, όσο του χρειάζεται για να περιγράψει τις πολεμικές επιχειρήσεις


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

H ψυχανάλυση στην Αρχαία Ελλάδα 02

Το ``Αυτό΄΄ είναι το άλογο, το πρωτόγονο και το αρχέγονο μέρος που σχετίζεται με τις ορμές, τα ένστικτα, τις απωθημένες εμπειρίες, τις επιθυμίες και την ηδονή. Γενικά, υπάρχει μια αλληλοδιαπλοκή μεταξύ στο ``Εγώ΄΄ και στο ``Αυτό΄΄. Υπάρχει, κατά τον Φρόιντ, η ``άμυνα του Εγώ΄΄. Το Εγώ, δηλαδή, απωθεί στο ``υποσυνείδητο΄΄ (είναι το μέρος που μένει μακριά από την συνείδηση η οποία εκφράζεται με το ``συνειδητό΄΄) μια δυσάρεστη εμπειρία όπως είναι για παράδειγμα η κακοποίηση κάποιου στην παιδική του ηλικία από τους γονείς του ή η αδιαφορία τους. Δυστυχώς, η απώθηση καταχώνιασμα όλων των δυσάρεστων εμπειριών ή της ηδονής στην άβυσσο του μυαλού μας, δεν είναι επαρκής και βγαίνει, τελικά, στην επιφάνεια.

Η απώθηση αυτή μπορεί να σχετίζεται και με αρνητικά συναισθήματα όπως για παράδειγμα είναι το μίσος του παιδιού (και μετέπειτα άνδρα) προς τον πατέρα του που τον κακοποιούσε. Επειδή, όμως, όλα αυτά τα συναισθήματα είναι μη αποδεκτά από την κοινωνία, τότε δημιουργούνται τα ψυχολογικά προβλήματα. Στο προηγούμενο παράδειγμα το παιδί δεν επιτρέπεται, κοινωνικά, να δηλώσει το μίσος του για τον πατέρα του ή να τον χτυπήσει, για να τον εκδικηθεί. Άρα, το παιδί αυτό αργότερα αποκτά αντικοινωνική συμπεριφορά, και εκδηλώνει την ανάγκη υποσυνείδητης εκδίκησης με πολλούς τρόπους: μετέχει σε καυγάδες, γίνεται πυγμάχος ή καρατέκα ή στρατιωτικός, εντάσσεται σε αναρχικές ή ακροδεξιές ομάδες ή συμμορίες, γίνεται βιαστής, χτυπά την γυναίκα του, παρακολουθεί θρίλερ στο βίντεο, παίζει βίαια παιχνίδια στους υπολογιστές κ. ο. κ. Στα αγόρια το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στη σχέση τους με την μητέρα και στα κορίτσια στη σχέση τους με τον πατέρα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται με την ύπνωση και εμφανίζονται στα όνειρα, στο χιούμορ, στις παραδρομές του λόγου, στις προτιμήσεις του ανθρώπου: από τον σεξουαλικό του σύντροφο μέχρι τις πολιτικές του προτιμήσεις κτλ. Τα ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται με σωματικά συμπτώματα όπως αϋπνία, άγχος, σπαστική κολίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ταχυκαρδία, ``κόμπος στον λαιμό΄΄, τραύλισμα, σεξολογικά προβλήματα, υστερία, κλειστοφοβία, αγοραφοβία, κρίσεις πανικού κ. α. Αυτά λέγονται ψυχοσωματικά συμπτώματα. Από την άλλη μεριά, πολλές ασθένειες έχουν ψυχολογικά αίτια ως υπόβαθρο της εκδήλωσης τους όπως το έλκος από στρες, ο διαβήτης, η ελκωτική κολίτιδα, ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες, η ψωρίαση, το άσθμα, οι αλλεργίες, η παχυσαρκία (από μη ενδοκρινολογικά αίτια) κ. α.

Επιστρέφοντας στην ψυχανάλυση, το ``θυμοειδές΄΄ του Πλάτωνα και το ``άλογον και έλλογον μέρος΄΄ του Αριστοτέλη είναι αυτό που ονομάζει ο Φρόιντ ως ``Υπερεγώ΄΄ και ανήκει στο λογικό μέρος. Το ``Υπερεγώ΄΄ είναι οι αξίες, τα κριτήρια, οι ηθικοί κανόνες, οι φραγμοί και οι επιταγές που επιβάλλει το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον οι οποίες ορίζουν τι πρέπει και τι απαγορεύεται να κάνει το άτομο. Το ``Υπερεγώ΄΄ μαζί με το ``Εγώ΄΄, ελέγχουν το ``Αυτό΄΄. Δηλαδή ελέγχουν το άλογο και μη ηθικό μέρος της ψυχής και το χαλιναγωγούν. Αν το ``Αυτό΄΄ αντιτίθεται με τις κοινωνικές και ηθικές επιταγές, τότε το καταπιέζουν και το καταχωνιάζουν στο υποσυνείδητο μέρος του μυαλού. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, αυτή η απώθηση δεν είναι τέλεια και έτσι οι απωθημένες εμπειρίες, σκέψεις και ηδονές βγαίνουν στην επιφάνεια και επηρεάζουν τη ζωή και τη συμπεριφορά του ατόμου.

Με τον έλεγχο του ``Εκείνου΄΄ (το ``Αυτό΄΄ λέγεται αλλιώς και ``Εκείνο΄΄), όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι για το ``άλογον μέρος΄΄, υπάρχει φυσιολογικά μια αρμονία ανάμεσα στις δυνάμεις της ψυχής. Αν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί και υπερισχύσει το ``Αυτό΄΄, δηλαδή οι ηδονές, τα ένστικτα, οι επιθυμίες, τα πάθη και οι απωθημένες εμπειρίες, τότε δημιουργούνται τα ψυχολογικά προβλήματα. Με βάση το σκεπτικό αυτό δικαιολογούνται όλα τα σύγχρονα προβλήματα όπως η νεύρωση, τα ψυχολογικά προβλήματα, το υπερβολικό άγχος, τα σεξολογικά προβλήματα (στο 90% των ατόμων οφείλονται σε ψυχολογικά αίτια), η επιθετικότητα των νέων, η βία (στην οικογένεια, στο σχολείο, στον δρόμο και γενικά παντού), η ομοφυλοφιλία, ο βιασμός και πολλά άλλα. Σχετικά με τον βιασμό, μαζί με την πυρομανία, την τοξικομανία, την κλεπτομανία, την επιδειξιμανία, την κοπρολαγνεία, τον φετιχισμό, την κτηνοβασία, την παιδεραστία (παιδοφιλία), την ηδονοβλεψία, την νεκροφιλία και άλλες ``παραφιλίες΄΄ και σεξουαλικές διαστροφές, εντάσσονται όλα στις ψυχοπαθολογίες. Σε όλα τα παραπάνω, ένα κακό οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση ή την επιδείνωση της ψυχοπαθολογίας. Σε ό, τι αφορά τον τοξικομανή και γενικά τον χρήστη ψυχοτρόπων ουσιών (από κόλλες μέχρι χασίς, μαριχουάνα και ηρωίνη), γίνεται τελικά ψυχοπαθητικό άτομο και επικίνδυνο για τους άλλους. Το άτομο που λαμβάνει ψυχοτρόπες ουσίες είναι επιρρεπές σε τροχαίο και εργατικό ατύχημα και έχει ισχυρή τάση για ανομία, κυρίως κλοπές, ληστείες και άσκοπη χρήση βίας για να εκδικηθεί υποσυνείδητα τους κακούς ή αδιάφορους ή ανύπαρκτους (εγκαταλελειμμένο ή ορφανό παιδί) γονείς του.

Ο αναγνώστης ίσως να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την έννοια της ασυνείδητης σκέψης που αναφέρθηκε παραπάνω. Θα γίνει μια μεγαλύτερη ανάλυση στο θέμα αυτό. Στην φράση ``ασυνείδητη σκέψη΄΄ το ``ασυνείδητη΄΄ προσδιορίζει τη σκέψη που δεν εισέρχεται στη συνείδησή μας άμεσα, δηλαδή δεν μας έρχεται στο νου, αλλά παρουσιάζεται με διαφόρους τρόπους, όπως στα όνειρα, στο λόγο, στα αστεία, στις παραδρομές του λόγου κτλ. Οι υποσυνείδητες σκέψεις εμπεριέχονται στο υποσυνείδητο που είναι το πρωτόγονο μέρος του εγκεφάλου μας που πέρα από τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα, εμπεριέχει και σκέψεις για πρόσωπα όπως οι γονείς μας κ. α. Το υποσυνείδητο επηρεάζει τη σκέψη και την αντίληψή μας, τις αποφάσεις μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, το επάγγελμά μας, τα πολιτικά πιστεύω μας και γενικά τη ζωή μας. Για παράδειγμα ένα παραμελημένο παιδί, που υποσυνείδητα αισθάνεται άσχημα για τους γονείς του, εξαιτίας της έλλειψης αγάπης από μέρους τους, μπορεί όταν μεγαλώσει να γίνει στρατιωτικός, αστυνομικός ή πυγμάχος ή πολιτικά να ενταχθεί σε ακραίες ομάδες (αναρχικός ή φασίστας) Όσοι τρέφουν αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς τους τους, είναι ``ευνουχισμένοι΄΄ από αυτούς από την παιδική τους ηλικία.

Σχετικά με την έννοια του ``ευνουχισμού΄΄, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ την συνέλαβε έχοντας υπόψιν του την ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα τον θεό Ουρανό που καταβρόχθιζε τα αρσενικά παιδιά του (όπως οι ευνουχιστικοί πατεράδες μεταφορικά), γιατί φοβόταν ότι κάποιο από αυτά θα του έπαιρνε τον θρόνο. Η γυναίκα του Ουρανού, Γη, μην αντέχοντας τον αφανισμό των παιδιών της, έδωσε στον υιό της Κρόνο ένα δρεπάνι για να ευνουχίσει τον πατέρα του, όπως και έγινε. Ο Κρόνος στη συνέχεια παντρεύτηκε την αδελφή του Ρέα (ήταν και οι δύο Τιτάνες), όμως επειδή φοβόταν σαν τον πατέρα του ότι κάποιο από τα αρσενικά παιδιά του θα τον εκθρόνιζε τα κατάπινε και αυτός! Αργότερα, όμως, ευνουχίστηκε και ο ίδιος από τον υιό του Δία που τον είχε σώσει η μάνα του Ρέα!!! Γενικά, έχουμε το πρότυπο του ``ευνουχιστικού΄΄ πατέρα και το πρότυπο της αιμομιξίας (όπως Κρόνος- Ρέα) στην κοσμογονία και θεογονία της ελληνικής μυθολογίας.

Το πρότυπο του ``ευνουχιστικού΄΄ πατέρα ειναι πολύ συνηθισμένο σήμερα, με τη μορφή του πατέρα που είναι αυστηρός και επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή των παιδιών του, με το να τα μειώνει και να τους προκαλεί σύνδρομο κατωτερότητας. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη μητέρα. Όταν ο γονέας είναι καταπιεστικός ή αδιάφορος, τότε τα παιδιά του τον απεχθάνονται ή να τον μισούν (συνήθως υποσυνείδητα) και αργότερα έχουν ψυχολογικά και σεξολογικά προβλήματα όπως για παράδειγμα είναι στις γυναίκες η δυσπαρευνία και η ``ψυχρότητα΄΄ στο σεξ. Παράλληλα, παρουσιάζουν επιθετικότητα που μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και με τη χρήση βίας. Επίσης, ο ``ευνουχισμός΄΄ είναι συνήθως η αιτία που τα τέκνα χτυπάνε ή υβρίζουν ή ακόμα και σκοτώνουν τους γονείς τους ή τους κλείνουν στα γηροκομεία.

Ο Φρόϋντ, πέρα από τον μύθο του Κρόνου, χρησιμοποίησε και τον μύθο του Οιδίποδα για να διατυπώσει την θεωρία του περί ``οιδιποδείου συμπλέγματος΄΄, βασιζόμενος στο πρότυπο της αιμομιξίας. Ο Οιδίποδας, βασιλιάς των Θηβών, είχε παντρευτεί την μητέρα του Ιοκάστη χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν η μητέρα του και απέκτησε δύο υιούς: τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο κόρες: την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν συνειδητοποίησε ότι παντρεύτηκε τη μητέρα του, τότε αυτοτυφλώθηκε. Μάλιστα, ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον βασιλιά της Θήβας, Λάιο χωρίς να γνωρίζει ότι ο άνδρας που σκότωσε ήταν ο πατέρας του. Τα δύο αγόρια του Οιδίποδα ενεπλάκησαν σε ένοπλη διαμάχη για την διεκδίκηση του θρόνου της Θήβας και τελικά ο πατέρας τους τα καταράστηκε. Ο Πολυνείκης πήγε στο Άργος και συμμάχησε με τους 6 βασιλείς της Πελοποννήσου πείθοντάς τους να εκστρατεύσουν κατά της Θήβας. Τελικά οι δυο υιοί του Οιδίποδα αλληλοσκοτώθηκαν σε μονομαχία μεταξύ τους.

Στον μύθο αρχαία ελληνική τραγωδία του Οιδίποδα βλέπουμε τα χαρακτηριστικά του ``οιδιποδείου συμπλέγματος΄΄, καθώς και τις δυσάρεστες συνέπειές του, όταν παραμένει άλυτο σε όλο τους το μεγαλείο. Επίσης, βλέπουμε τον φθόνο μεταξύ των αδελφών που είναι κάτι πολύ συνηθισμένο έστω και υποσυνείδητα στις οικογένειες. Ο φθόνος αυτός ενισχύεται όταν οι γονείς καλομαθαίνουν το πρωτότοκο υιό ή τον Βενιαμίν της οικογενείας (συνήθως τα αγόρια). Παράλληλα, τα κορίτσια πάντα ζηλεύουν υποσυνείδητα τα αγόρια, διότι η οικογένεια και η κοινωνία δίδει μεγαλύτερη σημασία σε αυτά. Ο φθόνος αυτός συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Ο Φρόιντ το αποκάλεσε αυτό: ``φθόνος του πέους΄΄. Στον μύθο του Οιδίποδα αξίζει να σημειωθεί πως ο Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης και νέος βασιλιάς της Θήβας, διέταξε να μην ταφεί το σώμα του νεκρού Πολυνείκη. Αυτό, γιατί ο Πολυνείκης επιτέθηκε εναντίον της πατρίδος του. Εντούτοις, η Αντιγόνη παράκουσε την εντολή, γιατί γνώριζε ότι η ψυχή του άταφου νεκρού περιπλανιέται αιωνίως, μην μπορώντας να ησυχάσει (έτσι πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες).

Έτσι, η Αντιγόνη ``ενταφίασε΄΄ το γυμνό σώμα του νεκρού Πολυνείκη με τον εξής παραδοσιακό, αντί της ταφής τρόπο: πήρε στα χέρια της ξηρή σκόνη και ράντισε γύρω γύρω το νεκρό με τριπλή σπονδή (ρίχνοντας 3 φορές σκόνη) από σφυρηλατημένο κανάτι. Τότε ο θείος της Κρέοντας διέταξε να την κλείσουν σε μια σπηλιά και να σφραγίσουν την πόρτα της, για να πεθάνει από την πείνα. Αυτό το έκανε γιατί η πράξη της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη ήταν απαγορευμένη από τους νόμους. Έτσι, η Αντιγόνη προτίμησε να πεθάνει για τους ηθικούς νόμους και να παραβλέψει τους ανθρώπινους. Αιώνια παρέμεινε η προχριστιανική της φράση: ``εγώ γεννήθηκα για να αγαπώ και όχι για να μισώ΄΄. Υπάρχει, όμως, και συνέχεια στο δράμα. Ο Αίμωνας, υιός του Κρέοντα και αγαπημένος της Αντιγόνης, μόλις έμαθε για τον θάνατό της, τότε αυτοκτόνησε. Μετά τον ακολούθησε και η μητέρα της Αντιγόνης, Ιοκάστη… Όλα τα παραπάνω, δηλαδή ο θηβαϊκός κύκλος, αποτέλεσαν το αγαπημένο θέμα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών, ιδίως του Σοφοκλή, στα θέατρα των αρχαίων Ελλήνων.

Επιστρέφοντας στην αιμομιξία, είναι γεγονός ότι το έθιμο της αιμομιξίας ακολουθούσαν και πολλοί βασιλείς, όπως οι Φαραώ και η Ελληνίδα βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα (51- 30 π.Χ.) που είχε παντρευτεί τον αδελφό της Πτολεμαίο!!! Η αιμομιξία υπάρχει ως αρχέτυπο στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Για όσους δεν γνωρίζουν, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, με λίγα λόγια, συνίσταται στο γεγονός ότι το παιδί απευθύνει τις σεξουαλικές επιθυμίες του στα συγγενικά του πρόσωπα: κατά κύριο λόγο στους γονείς του και δευτερευόντως στα αδέλφια του. Για το αγόρι το πρώτο σεξουαλικό αντικείμενο είναι η μητέρα του και για το κορίτσι ο πατέρας της. Όμως, ο γονέας που δεν αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο, θεωρείται ενοχλητικός από το παιδί το οποίο δείχνει εχθρικότητα, έχοντας τον υποσυνείδητο φόβο του ευνουχισμού από αυτόν. Όλη αυτή η υποσυνείδητη αιμομικτική κατάσταση είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το οποίο διαρκεί από το τρίτο ως περίπου τα έβδομο έτος ζωής του παιδιού. Στο κορίτσι το σύμπλεγμα δεν λέγεται οιδιπόδειο αλλά ``σύμπλεγμα της Ηλέκτρας΄΄ πάλι από την ελληνική μυθολογία παρμένο.

Η Ηλέκτρα ήταν κόρη του περίφημου βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Όταν ο Αγαμέμνων γύρισε από τον τρωικό πόλεμο, η γυναίκα του με τον εραστή της Αίγισθο τον δολοφόνησαν σε ενέδρα, με τη βοήθεια άλλων προδοτών. Τότε η κόρη της Ηλέκτρα φυγάδεψε τον αδερφό της Ορέστη, ώστε να μη τον σκοτώσουν και αυτόν. Τελικά, έπειτα από χρόνια ο Ορέστης και η Ηλέκτρα σχεδίασαν και σκότωσαν τους δολοφόνους του πατέρα τους, δηλαδή τη μητέρα τους και τον Αίγισθο. Και σε αυτή την αρχαία ελληνική τραγωδία φαίνεται το αντίστοιχο με το οιδιπόδειο σύνδρομο, από τη μεριά της γυναίκας, καθώς και οι δυσάρεστες συνέπειές του από τη μη επίλυσή του. Σημειώνεται ότι και ο μύθος της Ηλέκτρας και του Ορέστη ήταν αγαπημένο θέμα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών. Γνωστή είναι η τραγωδία ``Ηλέκτρα΄΄ του Ευριπίδη.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Η ψυχανάλυση στην Αρχαία Ελλάδα 01

Είναι γεγονός ότι ακόμα και η ψυχανάλυση γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα! Σύμφωνα με αυτήν ο Σωκράτης στον διάλογό του με κάποιο άλλο άτομο, ξεχνούσε και απαρνιόταν κάθε προκατάληψη και στερεότυπο που είχε για το συγκεκριμένο θέμα. Παράλληλα, προσποιήτο ότι δεν γνώριζε τίποτα για το θέμα, κάτι που ονομάστηκε ``σωκρατική ειρωνεία΄΄. Ούτως ή άλλως ο Σωκράτης πραγματικά έλεγε ότι: ``εν οίδα ότι ουδέν οίδα΄΄ (= ένα ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτα). Στη συζήτηση βοηθούσε τον συνομιλητή του να φθάσει στην αλήθεια, σε ένα συμπέρασμα, με κατάλληλες ερωτήσεις. Έτσι, ο συνομιλητής του κατέληγε σε νέα συμπεράσματα που συχνά αναιρούσαν τα προηγούμενα και τελικά έφτανε στην αλήθεια, μόνος του. Δηλαδή, ο συνομιλητής απαντώντας στις ερωτήσεις και στις θέσεις του Σωκράτη, οδηγούσε το μυαλό του σε νέα συμπεράσματα και τελικά κατέληγε στην αλήθεια. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική γιατί είναι σαν τις ωδίνες του τοκετού, επίπονη και επίμονη. Άλλωστε η μητέρα του Σωκράτη, Φαιναρέτη, ήταν μαία!

Την σωκρατική ειρωνεία και την μαιευτική μέθοδο χρησιμοποιούν σήμερα οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι δεν διδάσκονται να την χρησιμοποιούν σωστά. Καταρχάς, δεν ξεκινάνε με το πρώτο βήμα που είναι η απόρριψη των υφισταμένων κοινωνικών προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Ακόμα και τα βιβλία με τα οποία οι ψυχοθεραπευτές έχουν διδαχθεί την ψυχανάλυση, προσφέρουν έτοιμες θεωρίες που τις αποδέχονται ως αληθείς. Έτσι, ο ψυχοθεραπευτής είναι προκατειλημμένος με γνώσεις που τις αποδέχεται ως αδιαμφισβήτητες. Και όμως, τονίζεται ότι στην επιστήμη δεν υπάρχει η λέξη απόλυτο Οι ψυχοθεραπευτές είναι επαγγελματίες που έχουν σκοπό να θεραπεύσουν τον ασθενή, έναντι αμοιβής. Ο Σωκράτης δεν ήταν επαγγελματίας, και δεν έπαιρνε χρήματα. Σκοπός του ήταν να δείξει στους άλλους ότι δεν είχαν γνώση της άγνοιά τους. Ο Σωκράτης είπε στους δικαστές του ότι θα συνεχίσει να το κάνει αυτό και στον άλλο κόσμο, στις ψυχές γνωστών αρχαίων Ελλήνων!!!

Στην ψυχανάλυση, ο ασθενής δεν πρέπει να αποδεχτεί καμία άποψη που αναφέρει δογματικά ο ψυχοθεραπευτής του, αν πρώτα δεν βγει από μέσα του – μαιευτικά. Αλλά πώς να γίνει αυτό όταν υπάρχει το φαινόμενο της ψυχολογικής εξάρτησης από τον ψυχοθεραπευτή; Πώς θα γίνει αντικειμενική θεραπεία εξαιτίας αυτού του γεγονότος; Πώς οι ψυχοθεραπευτές θα απαλλαγούν από τις υφιστάμενες προκαταλήψεις τους, όταν από την πρώτη στιγμή που βλέπουν τον ασθενή, τον κατηγοριοποιούν σε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο (νεύρωση, ψύχωση, ψυχοπαθολογία και σχιζοειδής κατάσταση) και όταν ουσιαστικά κατευθύνουν εξουσιαστικά την ψυχοθεραπεία, αντί τα συμπεράσματα να εκμαιεύονται από τον ασθενή και μόνο;

Καταρχάς, κάποιος που επιθυμεί να γίνει ψυχολόγος ή ψυχίατρος δεν ελέγχεται, από κάποιον άλλον καθηγητή ψυχοθεραπευτή ή κάποια επιστημονική επιτροπή, αν είναι κατάλληλος για το επάγγελμα ή αν θέλει να το χρησιμοποιήσει ως διέξοδο σε προσωπικά του ψυχολογικά προβλήματα ή αν είναι ψυχοπαθητικό άτομο. Από την άλλη, πολλοί ψυχοθεραπευτές έχουν αλαζονεία και αποκαλύπτουν διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικής ζωής του ασθενή, με υποσυνείδητο σκοπό να τον εντυπωσιάσουν. Έτσι, για παράδειγμα σε κάποιον ασθενή που είχε κακοποιηθεί στην παιδική του ηλικία από τον πατέρα του και αργότερα έγινε βιαστής, του λένε – πριν προλάβει να τους το πει ο ίδιος – ότι στην παιδική του ηλικία κακοποιούσε ή ακόμα και σκότωνε ζωάκια (για να εκδικηθεί υποσυνείδητα τον πατέρα του).

Συχνά οι ψυχοθεραπευτές λένε διάφορα στοιχεία στον ασθενή για την ιδιωτική του ζωή, χωρίς αυτός να τους τα έχει αναφέρει. Έτσι, ο ασθενής εντυπωσιάζεται. Όμως με αυτόν τον τρόπο ο ψυχαναλυτής αποκτά αλαζονεία και κομπορρημοσύνη, σαν να περιμένει από τον ασθενή του που βρίσκεται γενικά σε μειονεκτική και άβολη θέση να του πει ότι είναι καταπληκτικός επιστήμονας. Και όμως, αν κάποιος διαβάσει κάποιο καλό βιβλίο ψυχιατρικής ή ψυχολογίας, μπορεί να κάνει αυτές τις προβλέψεις. Ομοίως και ο γενικός ιατρός, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα συμπτώματα των ασθενειών, θα μπορούσε να κάνει τον έξυπνο στον ασθενή. Αλλά δεν το κάνει. Γιατί κάποιοι ψυχοθεραπευτές το κάνουν, ας το αφήσουμε ασχολίαστο.

Συμπερασματικά, οι ψυχοθεραπευτές μπορεί να προσποιούνται άγνοια, αλλά στην ουσία με τις ερωτήσεις τους κατευθύνουν τον ασθενή σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα. Όμως, τα συμπεράσματα αυτά, που εκ των προτέρων έχουν καταλήξει οι ψυχοθεραπευτές και μετά καθοδηγούν τους ασθενείς τους να τα ``διαπιστώσουν΄΄, μπορεί να είναι λανθασμένα. Εξάλλου, ο ψυχαναλυτής έχει την εξουσία και η γνώμη του παρουσιάζεται ως απόλυτη, ως αλάνθαστη στον ασθενή που είναι επιστημονικά δεδομένο ότι αποκτά με τον ψυχαναλυτή του μια έντονη σχέση εξάρτησης. Επιπρόσθετα, η μαιευτική μέθοδος δεν είναι τόσο μαιευτική, μιας και ο ψυχαναλυτής σε κάθε συνεδρία τονίζει τα συμπεράσματα και δεν αφήνει τον ασθενή να τα αποκαλύψει όλα μόνος του.

Ο μαθητής του Σωκράτη, Πλάτων, ίδρυσε την επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Πρώτος χώρισε την ψυχή σε 3 δυνάμεις, 3 μέρη:

α) Το ``λογιστικόν΄΄ που κυριαρχεί στην ψυχή και είναι η λογική σκέψη.

β) Το ``επιθυμητικόν΄΄ που είναι οι ορμές του ανθρώπου που τον παρασύρουν στην αναζήτηση των απολαύσεων και της ηδονής.

γ) Το ``θυμοειδές΄΄ που είναι το μέρος της ψυχής που βοηθάει το ``λογιστικόν΄΄ να ελέγχει και να χαλιναγωγεί το επιθυμητικόν.
Ο μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης, χωρίζει την ψυχή στο ``λόγον έχον μέρος΄΄ ή αλλιώς ``έλλογον΄΄ και στο ``άλογον΄΄ μέρος. Το έλλογον μέρος διακρίνεται στο ``κυρίως έλλογον΄΄ ή αλλιώς ``καθαρά λόγον έχον μέρος΄΄ και στο ``ώσπερ τού πατρός΄΄. Το ``κυρίως έλλογον μέρος΄΄ είναι το διανοητικό μέρος της ψυχής, είναι αυτό που αποκαλούμε νου. Είναι οι διανοητικές αρετές (σοφία, φρόνηση, σύνεση και άλλα). Το ``ώσπερ του πατρός΄΄ μέρος είναι το έλλογον μέρος που έχει σχέση με τη λογική όπως αυτή του γονέα προς το τέκνο του.

Το ``άλογον΄΄ μέρος της ψυχής είναι τα πάθη και οι ασυνείδητες παρορμήσεις. Είναι το μη λογικό μέρος. Το άλογο μέρος χωρίζεται στο ``κυρίως άλογον΄΄ ή αλλιώς ``καθαρά άλογον μέρος΄΄ και στο ``επιθυμητικόν΄΄ ή ``ορεκτικόν΄΄ μέρος (ορέγομαι = επιθυμώ). Το ``καθαρά άλογον μέρος΄΄ δεν έχει σχέση με τις ηθικές αρετές, αλλά με την ομοιόσταση του ανθρώπου. Το μέρος αυτό έχει σχέση με την αύξηση και την ανάπτυξη του ανθρωπίνου οργανισμού. Είναι, θα λέγαμε σήμερα, οι λειτουργικές περιοχές (πεδία όχι κέντρα) του εγκεφάλου που ελέγχουν τις ανθρώπινες λειτουργίες. Το ``επιθυμητικόν΄΄ ή ``ορεκτικόν΄΄ μέρος είναι η ηδονή (με την ψυχιατρική έννοια της λέξεως), τα πάθη, τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα του ανθρώπου. Το ``επιθυμητικόν΄΄ μέρος της ψυχής μαζί με το ``ωσπερ του πατρός έλλογον μέρος΄΄ συνιστούν το ``άλογον καί έλλογον μέρος΄΄ της ψυχής, δηλαδή το μέρος που συνδέει τις ορμές και τα πάθη, με τις ηθικές αρετές.

Ο Επίκουρος από τη Σάμο (341-270 π.Χ.) αναφέρει ότι εκ φύσεως ο άνθρωπος έχει την τάση να αποφεύγει ότι του προκαλεί σωματικό ή ψυχολογικό πόνο και να αναζητεί την ευχαρίστηση που είναι ο αυτοσκοπός της ζωής του. Ο Επίκουρος, πριν τον Φρόιντ, εισάγει την ψυχιατρική έννοια της ηδονής. Έτσι, ηδονή δεν είναι μόνον οι σωματικές και οι υλικές απολαύσεις, αλλά και αυτό που ανέφερε ο Επίκουρος. Ο Επίκουρος ανέφερε, επίσης, ότι το λογικό μέρος του ανθρώπου καταπολεμά τον φόβο και τις ψυχικές συγκρούσεις που όπως είπε τις προκαλεί κάθε κατάσταση που αφαιρεί από τον άνθρωπο την ευχαρίστηση, δηλαδή η καταπίεση της ηδονής. Άρα, ο Επίκουρος εισάγει την έννοια των μηχανισμών άμυνας του Εγώ, εναντίον του αλόγου πρωτόγονου μέρους της ψυχής που την καταπιέζει, την ``μαστιγώνει΄΄.

Ο αναγνώστης σίγουρα συνειδητοποιεί ότι αυτοσκοπός του ανθρώπου είναι η ικανοποίηση της ηδονής, ακόμα και όταν αυτή δεν συνδέεται με την απόλαυση σωματικών ή υλικών αγαθών. Για παράδειγμα ένας βουδιστής ή ένας χριστιανός μοναχός έχουν την ηδονή της ηρεμίας που προσφέρει η ενασχόλησή τους με τον Θεό και ο περιορισμός των απολαύσεων που, όπως έλεγε και ο Επίκουρος, προκαλούν ψυχική ταραχή. Άλλο παράδειγμα είναι ο νέος που συμμετέχει σε συμμορίες, κάνει βανδαλισμούς και ξυλοκοπάει ή σκοτώνει άλλα άτομα. Αυτός ίσως να έχει την ηδονή της εκδίκησης των γονιών του που πιθανώς να τον κακοποίησαν ψυχολογικά ή σωματικά ή σεξουαλικά κατά την παιδική του ηλικία. Μπορεί, επίσης, οι γονείς του να έδειξαν αδιαφορία προς αυτόν ή μπορεί να ήταν ορφανός.

Κάποιος ψυχαναλυτής ήδη θα έχει καταλάβει με τα παραπάνω ότι οι αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν την ψυχανάλυση. Για τους μη ειδικούς θα γίνει μια νοηματική σύνδεση. Στην ψυχή, το ``λογιστικόν΄΄ μέρος του Πλάτωνα και το ``έλλογον΄΄ μέρος του Αριστοτέλη είναι το λογικό μέρος της ψυχής. Είναι αυτό που ο Φρόιντ αποκάλεσε ``Εγώ΄΄, δηλαδή το μέρος της ψυχής που μεσολαβεί ανάμεσα στις άλογες ηδονές και ορμές, καθώς και στις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το ``επιθυμητικόν΄΄ μέρος της ψυχής του Πλάτωνα και το ``άλογον΄΄ μέρος της ψυχής του Αριστοτέλη, είναι αυτό που ονόμασε ο Φρόιντ ως ``Αυτό΄΄. Είναι η ηδονή για την οποία μίλησε ο Επίκουρος.

Οι ρίζες της ηδονής βρίσκονται στο ασυνείδητο μέρος το εγκεφάλου. Όμως, δίκην δένδρου, επεκτείνουν τα κλαδιά τους στο συνειδητό μέρος του εγκεφάλου στο οποίο η ηδονή γίνεται αντιληπτή, αλλά με αλλοιωμένη μορφή. Είναι η ηδονή των σεξουαλικών απολαύσεων, η ασυνείδητη ηδονή της εκδίκησης των γονιών μας αν μας φέρθηκαν άσχημα στην παιδική μας ηλικία, η ηδονή του θανάτου κ. α. Η ηδονή του θανάτου φαίνεται για παράδειγμα όταν κάποιος παθαίνει έμφραγμα και σωριάζεται στο έδαφος. Τότε όλοι μαζευόμαστε από πάνω του να τον δούμε. Επίσης, φαίνεται από τους πολέμους, από την ζαλάδα που οι άνθρωποι αισθάνονται στο μπαλκόνι (συχνά γιατί η ζωή δεν τους ικανοποιεί και υποσυνείδητα θα ήθελαν να αυτοκτονήσουν) και από πολλά άλλα. Ακόμα, υπάρχει και η ηδονή της καταστροφής που φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από την τηλεόραση και την ασυνείδητη ηδονή με την οποία βλέπουμε θανάτους και καταστροφές.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ