Περσικοί Πόλεμοι: Η εκστρατεία του Ξέρξη. Θερμοπύλες - Αρτεμίσιο - Σαλαμίνα - Πλαταιές

H εκστρατεία του Ξέρξη

Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Ξέρξης ξεκίνησε με το στρατό του από τις Σάρδεις, αφού ήδη οι απεσταλμένοι του είχαν απαιτήσει προηγουμένως υποταγή προαναγγέλλοντας την άφιξή του. Την εκστρατεία είχε προετοιμάσει με άφθονα μέσα από το 483 π.Χ.: στον Ελλήσποντο είχε κατασκευαστεί γέφυρα, ο ΆAθως είχε κοπεί με διώρυγα, στους δρόμους ανεφοδιασμού του στη Θράκη και την Μακεδονία είχαν κτιστεί αποθήκες και ένας τεράστιος σε αριθμό στρατός είχε συγκεντρωθεί.

Ο μεν στόλος αποτελείτο από 2000 πολεμικά πλοία (κατά άλλους από 600-800 ενώ κατά τον Αισχύλο από 1000 πλοία, από τα οποία 207 ταχύπλοα) και πολυάριθμα άλλα φορτηγά, ο δε στρατός ανάγεται σε 1700000 (κατά άλλους σε 700-800000 ή ακόμη και 100000 – εκτός από τον τεράστιο αριθμό των προσώπων που ακολουθούσαν το στρατό του). Πάντως, ο στρατός και ο στόλος του Ξέρξη αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη μέχρι την εποχή εκείνη συγκροτηθείσα στρατιά, για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και υπό έναν αρχηγό.


Θερμοπύλες - Αρτεμίσιο

Την άνοιξη του 480 π.Χ. οι σύμμαχοι είχαν καταλάβει τα Τέμπη, τη διάβαση για κάθε εισβολή από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία, εφόσον μάλιστα οι Θεσσαλοί είχαν υποσχεθεί να υποστηρίξουν τους συμμάχους στην περίπτωση που θα εισέβαλαν οι Πέρσες. Ωστόσο προέκυψαν αμέσως ενδοιασμοί ως προς το αν θα μπορούσε να κρατηθεί η βόρεια αυτή γραμμή υπεράσπισης και έτσι οι Έλληνες αποσύρθηκαν στην αμέσως επόμενη γραμμή, στα στενά των Θερμοπυλών.

Εδώ είχε ταχθεί για να ανακόψει την προέλαση του Ξέρξη ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας έχοντας 4000 Πελοποννήσιους, από τους οποίους 300 ήταν Σπαρτιάτες, όπως επίσης τμήματα από την κεντρική Ελλάδα, συνολικά ίσως 7000 άνδρες.

Την αποφασιστική νίκη έπρεπε να πετύχει ο στόλος που είχε παραταχθεί ανατολικά των Στενών, στο βόρειο άκρο της Εύβοιας, στο Αρτεμίσιο. Αλλά το σχέδιο απέτυχε. Οι επιχειρήσεις του στόλου στο Αρτεμίσιο που διήρκεσαν τρεις μέρες δεν έφεραν στους Έλληνες τη νίκη που ήθελαν.

Συγχρόνως ο Ξέρξης επιχείρησε με έφοδο να καταλάβει τις ελληνικές θέσεις στις Θερμοπύλες και αποκρούστηκε βέβαια τις δύο πρώτες ημέρες, κατά τη νύχτα όμως από τη δεύτερη προς την τρίτη ημέρα κατέλαβε την ορεινή διάβαση που έδειξε ο Εφιάλτης, η οποία οδηγούσε στα νώτα των ελληνικών θέσεων. (Η κατάληψη της διάβασης έγινε επειδή οι εκεί παραταγμένοι Φωκείς δεν έκαναν το καθήκον τους).

Έτσι η μάχη είχε κριθεί. Αφού αποχώρησε ένα μέρος των ελληνικών τμημάτων, πολεμούσε ο Λεωνίδας με τους Σπαρτιάτες του και τους Θεσπιείς που θέλησαν να μείνουν, αποκλεισμένος από τους εχθρούς, ως την τελευταία πνοή, πιστός στην εντολή της Σπάρτης που καθιστούσε άτιμο όποιον εγκατέλειπε τη θέση του στη μάχη.

Ωστόσο όχι μόνο ως στρατιώτης, αλλά και ως στρατηγός εκπλήρωσε ο Λεωνίδας απόλυτα το καθήκον του. Και όταν ακόμη – παρά τις οδηγίες που έδωσε εγκαίρως – καταλήφθηκε από τους Πέρσες η ορεινή διάβαση εξαιτίας της ανικανότητας των Φωκέων, τα στενά που κατείχε ο ίδιος περιήλθαν στους Πέρσες ύστερα από τεράστιες γι αυτούς απώλειες.

Μνημείο που αναπαριστά πάνοπλο τον Λεωνίδα και στήθηκε απέναντι από τον ιστορικό λόφο του Κολωνού στη δεκαετία του 1950.Το μνημείο ανεγέρθηκε σε ανάμνηση της μάχης των Θερμοπυλών,στην κεντρική πύλη του περάσματος,όπου διεξήχθη η τελική φάση της μάχης.

Σαλαμίνα

Με την κατάληψη των Θερμοπυλών περιήλθε όλη η κεντρική Ελλάδα ως τον Ισθμό στους Πέρσες. Ακόμη και η Αττική εγκαταλείφθηκε στον εχθρό, εφόσον δε γινότανε διαφορετικά. Τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα, οι άνδρες έτοιμοι για τον αγώνα υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή πήγαν στο στόλο, που μετά την επιστροφή από το Αρτεμίσιο είχε παραταχθεί στο στενό της Σαλαμίνας, απέναντι από την ακτή της Αττικής.

Από εκεί έβλεπαν τον εχθρό να λεηλατεί την Αττική και να καταστρέφει την Αθήνα, και αυτήν ακόμη την Ακρόπολη, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για την πυρπόληση των Σάρδεων από τους Ίωνες.

Για τον Θεμιστοκλή εξαρτιόταν το παν από το αν ο περσικός στόλος που είχε αγκυροβολήσει στο Φάληρο θα δεχόταν την μάχη στον στενό χώρο της Σαλαμίνας και δεν έπλεε αλλού, π.χ. στην ακτή της Πελοποννήσου (στο ΆAργος), πράγμα που θα είχε ως συνέπεια οπωσδήποτε τη διάλυση του στρατού των Πελοποννησίων.

Γι αυτό και η πληροφορία του Αισχύλου (που πολέμησε στη Σαλαμίνα) ότι ο Θεμιστοκλής έστειλε μυστικά αγγελιοφόρο στον Ξέρξη και τον συμβούλευσε να επιτεθεί στη Σαλαμίνα είναι ευνόητη και ανταποκρίνεται πλήρως στην ιστορική πραγματικότητα.

Ο περσικός στόλος εισχώρησε το βράδυ στο στενό, παρατάχθηκε απέναντι στον ελληνικό με τα νώτα προς την ακτή της Αττικής και τα μεσάνυχτα περίπου, σύμφωνα με τη συμβουλή που έδωσε ο Θεμιστοκλής στον Ξέρξη, περικύκλωσε με ελιγμούς στα δυτικά και ανατολικά τον ελληνικό στόλο για να εμποδίσει τους Έλληνες να διαφύγουν.

Το πρωί, ήταν μια από τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου άρχισε η μεγάλη ναυμαχία, τις κύριες φάσεις της οποίας παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Αισχύλος στην περίφημη αναφορά του αγγελιοφόρου, στο δράμα του «Πέρσαι».

Η ήττα του Ξέρξη, ο ίδιος παρακολούθησε τη ναυμαχία επάνω στο θρόνο του από την παραλία της Αττικής – ήταν ολοκληρωτική, γι αυτό και τα υπολείμματα του στόλου του αποσύρθηκαν αμέσως με κατεύθυνση προς την Ανατολή.

Αν οι Έλληνες είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, δηλαδή να έρθουν με το στόλο αμέσως στη μικρασιατική παραλία, να καλέσουν τους εκεί Έλληνες σε εξέγερση και να απειλήσουν έτσι τις γραμμές αποχώρησης του εχθρού, οι Πέρσες θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν από την Ελλάδα και η εκστρατεία τους θα είχε τελειώσει.

Αλλά η Σπάρτη που ήταν ανέκαθεν εναντίον κάθε υπερπόντιας επιχείρησης και με την αποχώρηση του στόλου φοβόταν ότι θα μπορούσαν να απειληθούν οι θέσεις της στον Ισθμό, απέρριψε το σχέδιο. Έτσι, αν κατά τον επόμενο χρόνο έγινε και πάλι πόλεμος σε ελληνικό έδαφος, γι αυτό ευθύνεται κυρίως η Σπάρτη. Ο περσικός στρατός, την ηγεσία του οποίου ανέλαβε ο Μαρδόνιος, αποσύρθηκε στους χειμερινούς καταυλισμούς του στη Θεσσαλία. Ο Ξέρξης έφυγε βιαστικά και έμεινε το χειμώνα στις Σάρδεις.

Πλαταιές

Στις αρχές του θέρους του 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος προχώρησε προς νότο, αφού προηγουμένως προσπάθησε μάταια να φέρει τους Αθηναίους με το μέρος του. Εισέβαλε στην Αττική που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και πάλι οι Αθηναίοι και αφού οι Πέρσες κατέστρεψαν και πάλι την Αθήνα αποσύρθηκε, όταν έμαθε ότι πλησίαζε ο συμμαχικός στρατός των Ελλήνων, στην Βοιωτία, όπου βρήκε κατάλληλο για το ιππικό του πεδίο μάχης κοντά στον ποταμό Ασωπό, ανατολικά των Πλαταιών.

Εκεί έγινε η αποφασιστική μάχη (θέρος του 479 π.Χ.). Οι Έλληνες υπό την ικανή ηγεσία του Σπαρτιάτη Παυσανία (επιτρόπου του ανήλικου βασιλιά Πλειστάρχου) πέτυχαν ολοκληρωτική νίκη. Τα υπολείμματα του περσικού στρατού αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς την Ανατολή. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε στη μάχη.

Οι Έλληνες αφού γιόρτασαν τη νίκη στο πεδίο της μάχης μοίρασαν τα λάφυρα και ευχαρίστησαν με θυσίες τους θεούς που τους είχαν βοηθήσει ενώ κατευθύνθηκαν στη Θήβα για να τιμωρήσουν την πόλη εξαιτίας του μηδισμού της, σύμφωνα με τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό. Η Θήβα αναγκάστηκε να παραδοθεί ενώ οι σύμμαχοι απέφυγαν να επιβάλουν άλλες τιμωρίες.

Αμέσως μετά τη νίκη στις Πλαταιές εξολοθρεύτηκαν και τα υπολείμματα του περσικού στόλου. Ο ελληνικός στόλος, που βρισκόταν ήδη από την άνοιξη του 479 π.Χ. στη Δήλο υπό την ηγεσία του βασιλιά της Σπάρτης Λεωτυχίδα, έφυγε, προφανώς μόλις έφτασε η είδηση της νίκης στις Πλαταιές, για τη Σάμο.

Στην παραλία της χερσονήσου της Μυκάλης βρήκε τα περσικά πλοία τραβηγμένα στην ξηρά, ενήργησε έφοδο στο στρατόπεδο του εχθρού και τον συνέτριψε. Η νίκη στη Μυκάλη έδωσε το σύνθημα για νέα εξέγερση των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Επειδή αυτή τη φορά η μητροπολιτική Ελλάδα ενστερνίσθηκε την κατάστασή τους, αμέσως μετά τους αμυντικούς πολέμους για την ελευθερία, άρχισε ο επιθετικός πόλεμος εναντίον της Περσίας.

Περσικοί Πόλεμοι:Πολεμικές ετοιμασίες. Πολιτικές ανακατατάξεις στις Ελληνικές πόλεις. Η κατάσταση στην Περσία

Την ήττα στο Μαραθώνα ήταν αδύνατο να αφήσει ο Μέγας Βασιλεύς χωρίς εκδίκηση. Επίσημα μπορούσε βέβαια να δοθεί η εντύπωση ότι αδιαφορούσε, εφόσον μάλιστα τονίζονταν οι επιτυχίες στην Νάξο και στην Ερέτρια.

Αυτό δείχνει η παρουσία των «ασπιδοφόρων Ιώνων», δηλαδή των Ελλήνων από τα νησιά και την κυρίως Ελλάδα (μαζί με τους Ίωνες της Μ. Ασίας) σε ανάγλυφες παραστάσεις στον τάφο του Δαρείου, που απεικονίζουν τους υποταγμένους στους Πέρσες λαούς.

Όμως η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα διέψευσε αυτή την επίσημη παρουσίαση των γεγονότων. Ωστόσο η ιδέα που είχαν οι Έλληνες, ότι οι Πέρσες βασιλείς στα δέκα χρόνια που πέρασαν από τη μάχη στο Μαραθώνα ως τη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να προετοιμάζονται για τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, προήλθε οπωσδήποτε από τον ελληνικό σωβινισμό.

Στην πραγματικότητα οι Πέρσες μονάρχες ήταν απασχολημένοι για μερικά χρόνια με επιτακτικότερα προβλήματα της τεράστιας αυτοκρατορίας τους: Το 486 π.Χ. έγινε στην Αίγυπτο επανάσταση που μπόρεσε να καταπνίξει μετά το θάνατο του Δαρείου (486 π.Χ.) ο γιος του Ξέρξης. Λίγο αργότερα (484 π.Χ.) έγινε επανάσταση και στη Βαβυλωνία, που έπνιξαν επίσης στο αίμα οι Πέρσες. Τότε μόνο ο Ξέρξης είχε τα χέρια ελεύθερα για να προετοιμάσει την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας.

Αυτή τη φορά η εκστρατεία δεν είχε σκοπό την τιμωρία των Αθηναίων, όπως το 490 π.Χ.. Η ήττα στο Μαραθώνα και ιδιαίτερα η συμπαράσταση που έδειξε η Σπάρτη στην Αθήνα με την υπόσχεσή της να στείλει στρατιωτική βοήθεια καθιστούσε αναγκαία για τους Πέρσες την υποταγή όλης της Ελλάδας. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να γίνει επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας η Ελλάδα περνούσε τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της.

Στη μεγάλη αυτή στιγμή δεν έδειξαν όμως όλοι οι Έλληνες το ίδιο υψηλό φρόνημα. Μερικοί προσχώρησαν στους Πέρσες επειδή απέβλεπαν μόνο στο δικό τους συμφέρον (όπως οι Αλευάδες στη Λάρισα) ενώ άλλοι τήρησαν μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο ουδέτερη στάση, όπως το ΆAργος (από μίσος προς την Σπάρτη).

Κακό με τη στάση του έκανε το ιερατείο των Δελφών, για το οποίο ενδεχόμενη νίκη των Περσών μπορούσε να είχε ευνοϊκές προοπτικές για το μέλλον του. Οι απελπιστικοί χρησμοί που έδιναν οι ιερείς επιδρούσαν οπωσδήποτε αρνητικά στο ηθικό και αυτών ακόμη που ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, σε μερικούς δε, όπως στους Αργείους και στους Κρήτες, οι ιερείς των Δελφών συνέστησαν καθαρά να μη λάβουν μέρος στον αγώνα.

Η ελπίδα στη βοήθεια των θεών, οι μόνοι όπως πίστευαν οι Έλληνες που μπορούσαν να τους βοηθήσουν μια τέτοια στιγμή, έδωσε ευτυχώς τη δύναμη σε μερικούς να ενωθούν στον αγώνα εναντίον των Περσών. Πρώτοι απ’ όλους ήταν οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι.

Οι Σπαρτιάτες,λόγω του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν ήταν κατά κάποιο τρόπο επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν από τους λίγο τόσο καλά εκπαιδευμένους και άρτια εξοπλισμένους στρατιώτες που συναντάμε στην εποχή τους

Η Σπάρτη αφού υπερνίκησε μερικούς εσωτερικούς κινδύνους (πολιτική κρίση εξαιτίας του βασιλιά Κλεομένη εξέγερση των Μεσσηνίων) και πανίσχυρη πάλι βρισκόταν επικεφαλής της πελοποννησιακής συμμαχίας, δε δίστασε ούτε στιγμή να αναλάβει τον αγώνα, που τον θεωρούσε άλλωστε αναπόφευκτο.

Στην Αθήνα μετά το τραγικό τέλος του Μιλτιάδη (ύστερα από μια αποτυχημένη επέμβαση στην Πάρο καταδικάστηκε από τον λαό σε βαρύτατη χρηματική ποινή και πέθανε λίγο αργότερα το 489 π.Χ. από την πληγή του), βρισκόταν στην εξουσία και πάλι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος δεν έπαυε να προετοιμάζει το λαό για τον επικείμενο πόλεμο εναντίον της Περσίας.

Πρώτα πρώτα έπρεπε να παραμεριστεί ο εσωτερικός κίνδυνος που προερχόταν από τους φίλους των τυράννων κάτι που επιτεύχθηκε με βάση το σχετικό νόμο του Κλεισθένη.

Συγχρόνως επιχειρήθηκε μια σημαντική πολιτειακή μεταβολή, η οποία με τη δημιουργία μιας ενιαίας στρατιωτικής ηγεσίας έθετε τέρμα στην ασάφεια που υπήρχε προηγουμένως.

Εκτός από τη βασική αυτή πολιτειακή μεταβολή η απειλή εκ μέρους των Περσών καθιστούσε αναγκαία και την εκτέλεση του ναυτικού προγράμματος του Θεμιστοκλή, που είχε αναγγελθεί το 493 π.Χ.. Με εντατική προσπάθεια σε πυρετώδη ρυθμό όλων των Αθηναίων κατασκευάστηκε σε 1 ½ χρόνο, ως το φθινόπωρο του 481 π.Χ., στόλος από 180 περίπου πλοία, και μάλιστα του τελευταίου τότε τύπου της τριήρους, και η Αθήνα έγινε έτσι μονομιάς μια από τις πρώτες ελληνικές θαλάσσιες δυνάμεις. Με αυτόν τον στόλο νίκησαν κατόπιν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα.

Έτσι τόσο οι Σπαρτιάτες με την πελοποννησιακή συμμαχία όσο και οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι για τον αγώνα. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δυο δυνάμεις, όπως επίσης και αρκετές πόλεις της κεντρικής Ελλάδας και των νησιών, συνάψανε την ελληνική συμμαχία, αναλαμβάνοντας με όρκο την υποχρέωση να αμυνθούν από κοινού εναντίον των Περσών.

Συμφωνήθηκε επίσης να τιμωρηθούν μετά τον πόλεμο όλοι εκείνοι που χωρίς να είναι αναγκασμένοι θα προσχωρούσαν στους Πέρσες, δηλαδή ένα δέκατο της περιουσίας τους να αφιερωθεί στο θεό των Δελφών. Επίσης, ότι όλες οι διαφορές μεταξύ των συμμάχων έπρεπε να εξομαλυνθούν και ότι έπρεπε να κυριαρχεί γενική ειρήνη. Η ηγεσία, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, δόθηκε στη Σπάρτη.

Περσικοί Πόλεμοι: Η Μάχη του Μαραθώνα. Κρίσιμες αποφάσεις για την άμυνα των Ελλήνων

O αθηναϊκός λαός αποφάσισε τότε, ύστερα από πρόταση του Μιλτιάδη, να αντιμετωπίσει τον εχθρό μακριά από την πόλη. Η σκέψη να αφήσουν να πολιορκηθούν κλεισμένοι στα τείχη της πόλης έπρεπε να αποκλειστεί και για το λόγο ότι η ομάδα των τυραννόφιλων θα γινόταν τότε πολύ πιο επικίνδυνη.

Τους Αθηναίους τους οδήγησαν στο Μαραθώνα δέκα στρατηγοί, εκ των οποίων σπουδαιότερος ήταν ο Μιλτιάδης. Πριν ξεκινήσουν οι Αθηναίοι, έστειλαν στη Σπάρτη τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη ζητώντας βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες, αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αλλά όχι αμέσως, γιατί ήταν η ενάτη του μηνός και είπαν ότι δε γινόταν να εκστρατεύσουν πριν γίνει πανσέληνος.

Ήρθαν όμως προς ενίσχυση των Αθηναίων οι οποίοι ήταν παρατεταγμένοι στις υπώρειες του βουνού, που σήμερα ονομάζεται Αγριλίκι, οι Πλαταιείς, οι οποίοι ήρθαν πανστρατιά. Για την αριθμητική ισχύ των αντιπάλων ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τίποτα.

Οι αριθμοί που παραδίδουν οι μεταγενέστεροι σχετικά με τον περσικό στρατό (200.000-600.000) είναι, όπως συνήθως, όλως διόλου απίθανοι, εφόσον μάλιστα παραβλέπεται εντελώς το γεγονός ότι είχε μεταφερθεί με πλοία και επομένως δεν μπορούσε παρά να ήταν σχετικά μικρός σε αριθμό. Οπωσδήποτε όμως οι Πέρσες είχαν την αριθμητική υπεροχή. Ίσως ήταν 15.000 απέναντι στις 10.000 περίπου των Ελλήνων. Πάντως εξακριβωμένοι αριθμοί είναι αδύνατο να βρεθούν.

Από στρατηγική άποψη η κατάσταση είχε διαμορφωθεί με βάση το ενδεχόμενο ότι θα έρχονταν οι Σπαρτιάτες οπλίτες. Οι Πέρσες επιδίωκαν να κριθεί η μάχη πριν από την άφιξη των Σπαρτιατών, ενώ οι Έλληνες ήθελαν να κερδίσουν χρόνο.

Έτσι εκείνοι που έκαναν την επίθεση ήταν οι Πέρσες και όχι ο Μιλτιάδης (όπως διηγείται ο Ηρόδοτος που περιγράφει τη μάχη επηρεασμένος από τη μεταγενέστερη, αρκετά διαδεδομένη παράδοση, ιδιαίτερα δε από την εικόνα της μάχης του Μαραθώνα ? που είχε αναρτηθεί, γύρω στα 460 π.Χ., στην «Ποικίλη Στοά», - από όπου πήρε αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία).

Οι γνώμες των Αθηναίων στρατηγών τότε διχάστηκαν, και άλλοι μεν δεν ήθελαν να πολεμήσουν, γιατί έλεγαν πως ήταν λίγοι για να συμπλακούν με τον περσικό στρατό, άλλοι δε, μεταξύ των οποίων και ο Μιλτιάδης, ήθελαν τη μάχη.

Επειδή λοιπόν ήταν διηρεμένες οι γνώμες των δέκα στρατηγών και υπήρχε κίνδυνος να επικρατήσει η χειρότερη αυτών, ο Μιλτιάδης έσπευσε να συναντήσει τον Καλλίμαχο τον Αφιδναίο, ο οποίος ήταν πολέμαρχος και προκειμένου περί πολεμικών αποφάσεων, είχε κατά το νόμο ψήφο ισοδύναμη με αυτή των άλλων στρατηγών.

Ο Μιλτιάδης έπεισε και πήρε με το μέρος του τον Καλλίμαχο, με την ψήφο του οποίου αποφασίστηκε να γίνει η μάχη. Έτσι, οι στρατηγοί που ψήφισαν υπέρ της μάχης, καθένας τους, την ημέρα που είχε τη γενική αρχηγία του στρατεύματος, την παραχωρούσε στο Μιλτιάδη, ο οποίος δεχόταν την αρχηγία, αλλά δεν ήθελε να συνάψει μάχη, πριν έρθει η μέρα της δικής του αρχιστρατηγίας.

Όταν λοιπόν η αρχηγία περιήλθε κανονικά σε αυτόν, παρέταξε τους Αθηναίους ως εξής: Της δεξιάς πτέρυγας αρχηγός ήταν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο. Κατόπιν, από δεξιά άρχιζαν οι φυλές, η μία δίπλα στην άλλη και τελευταίοι παρατάχθηκαν οι Πλαταιείς, οι οποίοι είχαν την αριστερή πτέρυγα. Η παράταξη αναπτύχθηκε πολύ για να εξισωθεί με τις τάξεις των Περσών, αλλά το κέντρο σχηματιζόταν από λίγες μόνο τάξεις και ήταν το ασθενέστερο τμήμα του στρατού, ενώ και οι δύο πτέρυγες είχαν αρκετό πλήθος και ήταν αρκετά ισχυρές.

Αφού παρατάχθηκαν και οι θυσίες προς τους θεούς ήταν καλές, μόλις δόθηκε η διαταγή, οι Αθηναίοι όρμησαν δρομαίοι εναντίον των βαρβάρων. Το μεταξύ των αντιπάλων στρατών διάστημα δεν ήταν λιγότερο των οκτώ σταδίων (1500 περίπου μέτρων).

Όταν οι Πέρσες έβλεπαν αυτούς να ορμούν, ετοιμάζονταν να δεχθούν την επίθεση και νόμιζαν ότι τους κατέλαβε παραφροσύνη, γιατί, ενώ ήταν τόσο λίγοι, έρχονταν τρέχοντας χωρίς να τους προστατεύει ούτε ιππικό ούτε τοξότες.

Αλλά οι Αθηναίοι, όταν πλησίασαν αθρόοι τους βαρβάρους, άρχισαν τη μάχη με αξιομνημόνευτη ανδρεία. Ήταν οι πρώτοι Έλληνες, οι οποίοι επιτέθηκαν δρομαίοι κατά των εχθρών και πρώτοι επίσης αντίκρυσαν με αταραξία ανθρώπους που φορούσαν την περσική ενδυμασία, ενώ μέχρι τότε και το όνομα μόνο των Περσών προξενούσε φόβο στους Έλληνες.

Η μάχη στο Μαραθώνα διήρκεσε πολύ. Στο μέσο όπου οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες (ανδρείος Σκυθικός λαός, περίφημοι ιππείς και τοξότες) ήταν παρατεταγμένοι, νικούσαν οι βάρβαροι και αφού διέσπασαν τις τάξεις των αντιπάλων, τους κατεδίωκαν στο εσωτερικό. Στα δύο όμως κέρατα, το δεξιό και το αριστερό, νικούσαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς, αφού δε άφησαν τους τραπέντες σε φυγή βαρβάρους να φεύγουν, ένωσαν αυτοί τα δύο κέρατα και στράφηκαν κατά εκείνων, οι οποίοι είχαν διασπάσει το μέσο. Η νίκη των Αθηναίων υπήρξε πλήρης. Καταδιώκοντας τους Πέρσες που έφευγαν τους σκότωναν, και, όταν έφτασαν στη θάλασσα, ζητούσαν φωτιά να κάψουν τα πλοία των Περσών. Στη μάχη αυτή πρώτος σκοτώθηκε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος ο οποίος πολέμησε με ανδρεία. Από τους στρατηγούς δε, σκοτώθηκε ο Στησίλαος. Επίσης σκοτώθηκε ο Κυναίγειρος, γιος του Ευφορίωνα (αδερφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου), κατά τη στιγμή που άρπαξε την πρύμνη ενός πλοίου οπότε και του έκοψαν το χέρι με τσεκούρι. Έπεσαν στη μάχη επίσης και άλλοι Αθηναίοι πολλοί και ονομαστοί.

Έτσι, οι Αθηναίοι κατάφεραν να κυριέψουν επτά πλοία, οι δε βάρβαροι με τα υπόλοιπα απέπλευσαν και αφού παρέλαβαν τους αιχμαλώτους της Ερέτριας από το νησί όπου τους είχαν αφήσει, περιέπλευσαν το Σούνιο με σκοπό να φτάσουν στην πόλη πριν από τους Αθηναίους, αλλά οι Αθηναίοι έτρεξαν όσο γινόταν γρηγορότερα προς βοήθεια της πόλης τους, έφτασαν έτσι πριν από τους βαρβάρους και στρατοπέδευσαν δίπλα απ? το ναό του Ηρακλή στο Κυνοσάργες.

Οι βάρβαροι έφτασαν με το στόλο τους ανοιχτά του Φαλήρου, επίνειο τότε των Αθηνών, και σταθμεύοντας λίγο εκεί απέπλευσαν πίσω στην Ασία. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 6400 βάρβαροι και 192 Αθηναίοι.Λέγεται επίσης, ότι μετά το τέλος της μάχης, οπλίτης, φορώντας την πανοπλία του, έτρεξε στην πόλη να μεταδώσει το ευχάριστο μήνυμα και αμέσως μόλις το έπραξε πέθανε από την κούραση.

Οι Αθηναίοι, τους νεκρούς έθαψαν με τιμές στο πεδίο της μάχης, ενώ στον τάφο αυτών, ο οποίος βρίσκεται στην πεδιάδα, υπήρχαν στήλες που είχαν τα ονόματα καθενός από τους νεκρούς Αθηναίους κατά φυλές. Άλλος επίσης τάφος υπήρχε προς τιμή των Πλαταιέων και των δούλων, επειδή πολέμησαν και δούλοι τότε για πρώτη φορά.

Υπάρχει επίσης εκεί και ιδιαίτερος τάφος του Μιλτιάδη, αν και ο θάνατος αυτού συνέβη αργότερα. Εκεί κατασκευάστηκε δε και τρόπαιο από πέτρα λευκή. Λένε ότι οι Αθηναίοι έθαψαν και τους Πέρσες επειδή «όσιον ανθρώπου νεκρόν γη κρύψαι», αλλά ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος επισκέφτηκε το Μαραθώνα κατά το δεύτερο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα, λέει ότι δεν μπόρεσε να βρει κανένα τάφο αυτών.

Το μεγάλο πολεμικό κατόρθωμα της νίκης στο Μαραθώνα των Αθηναίων εξύμνησε ο ποιητής Σιμωνίδης με το γνωστό επίγραμμα: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.» (Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα, συνέτριψαν την (πολεμικη) δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων).