Την ήττα στο Μαραθώνα ήταν αδύνατο να αφήσει ο Μέγας Βασιλεύς χωρίς εκδίκηση. Επίσημα μπορούσε βέβαια να δοθεί η εντύπωση ότι αδιαφορούσε, εφόσον μάλιστα τονίζονταν οι επιτυχίες στην Νάξο και στην Ερέτρια.
Αυτό δείχνει η παρουσία των «ασπιδοφόρων Ιώνων», δηλαδή των Ελλήνων από τα νησιά και την κυρίως Ελλάδα (μαζί με τους Ίωνες της Μ. Ασίας) σε ανάγλυφες παραστάσεις στον τάφο του Δαρείου, που απεικονίζουν τους υποταγμένους στους Πέρσες λαούς.
Όμως η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα διέψευσε αυτή την επίσημη παρουσίαση των γεγονότων. Ωστόσο η ιδέα που είχαν οι Έλληνες, ότι οι Πέρσες βασιλείς στα δέκα χρόνια που πέρασαν από τη μάχη στο Μαραθώνα ως τη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να προετοιμάζονται για τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, προήλθε οπωσδήποτε από τον ελληνικό σωβινισμό.
Στην πραγματικότητα οι Πέρσες μονάρχες ήταν απασχολημένοι για μερικά χρόνια με επιτακτικότερα προβλήματα της τεράστιας αυτοκρατορίας τους: Το 486 π.Χ. έγινε στην Αίγυπτο επανάσταση που μπόρεσε να καταπνίξει μετά το θάνατο του Δαρείου (486 π.Χ.) ο γιος του Ξέρξης. Λίγο αργότερα (484 π.Χ.) έγινε επανάσταση και στη Βαβυλωνία, που έπνιξαν επίσης στο αίμα οι Πέρσες. Τότε μόνο ο Ξέρξης είχε τα χέρια ελεύθερα για να προετοιμάσει την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας.
Αυτή τη φορά η εκστρατεία δεν είχε σκοπό την τιμωρία των Αθηναίων, όπως το 490 π.Χ.. Η ήττα στο Μαραθώνα και ιδιαίτερα η συμπαράσταση που έδειξε η Σπάρτη στην Αθήνα με την υπόσχεσή της να στείλει στρατιωτική βοήθεια καθιστούσε αναγκαία για τους Πέρσες την υποταγή όλης της Ελλάδας. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να γίνει επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας η Ελλάδα περνούσε τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της.
Στη μεγάλη αυτή στιγμή δεν έδειξαν όμως όλοι οι Έλληνες το ίδιο υψηλό φρόνημα. Μερικοί προσχώρησαν στους Πέρσες επειδή απέβλεπαν μόνο στο δικό τους συμφέρον (όπως οι Αλευάδες στη Λάρισα) ενώ άλλοι τήρησαν μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο ουδέτερη στάση, όπως το ΆAργος (από μίσος προς την Σπάρτη).
Κακό με τη στάση του έκανε το ιερατείο των Δελφών, για το οποίο ενδεχόμενη νίκη των Περσών μπορούσε να είχε ευνοϊκές προοπτικές για το μέλλον του. Οι απελπιστικοί χρησμοί που έδιναν οι ιερείς επιδρούσαν οπωσδήποτε αρνητικά στο ηθικό και αυτών ακόμη που ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, σε μερικούς δε, όπως στους Αργείους και στους Κρήτες, οι ιερείς των Δελφών συνέστησαν καθαρά να μη λάβουν μέρος στον αγώνα.
Η ελπίδα στη βοήθεια των θεών, οι μόνοι όπως πίστευαν οι Έλληνες που μπορούσαν να τους βοηθήσουν μια τέτοια στιγμή, έδωσε ευτυχώς τη δύναμη σε μερικούς να ενωθούν στον αγώνα εναντίον των Περσών. Πρώτοι απ’ όλους ήταν οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι.
Οι Σπαρτιάτες,λόγω του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν ήταν κατά κάποιο τρόπο επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν από τους λίγο τόσο καλά εκπαιδευμένους και άρτια εξοπλισμένους στρατιώτες που συναντάμε στην εποχή τους
Η Σπάρτη αφού υπερνίκησε μερικούς εσωτερικούς κινδύνους (πολιτική κρίση εξαιτίας του βασιλιά Κλεομένη εξέγερση των Μεσσηνίων) και πανίσχυρη πάλι βρισκόταν επικεφαλής της πελοποννησιακής συμμαχίας, δε δίστασε ούτε στιγμή να αναλάβει τον αγώνα, που τον θεωρούσε άλλωστε αναπόφευκτο.
Στην Αθήνα μετά το τραγικό τέλος του Μιλτιάδη (ύστερα από μια αποτυχημένη επέμβαση στην Πάρο καταδικάστηκε από τον λαό σε βαρύτατη χρηματική ποινή και πέθανε λίγο αργότερα το 489 π.Χ. από την πληγή του), βρισκόταν στην εξουσία και πάλι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος δεν έπαυε να προετοιμάζει το λαό για τον επικείμενο πόλεμο εναντίον της Περσίας.
Πρώτα πρώτα έπρεπε να παραμεριστεί ο εσωτερικός κίνδυνος που προερχόταν από τους φίλους των τυράννων κάτι που επιτεύχθηκε με βάση το σχετικό νόμο του Κλεισθένη.
Συγχρόνως επιχειρήθηκε μια σημαντική πολιτειακή μεταβολή, η οποία με τη δημιουργία μιας ενιαίας στρατιωτικής ηγεσίας έθετε τέρμα στην ασάφεια που υπήρχε προηγουμένως.
Εκτός από τη βασική αυτή πολιτειακή μεταβολή η απειλή εκ μέρους των Περσών καθιστούσε αναγκαία και την εκτέλεση του ναυτικού προγράμματος του Θεμιστοκλή, που είχε αναγγελθεί το 493 π.Χ.. Με εντατική προσπάθεια σε πυρετώδη ρυθμό όλων των Αθηναίων κατασκευάστηκε σε 1 ½ χρόνο, ως το φθινόπωρο του 481 π.Χ., στόλος από 180 περίπου πλοία, και μάλιστα του τελευταίου τότε τύπου της τριήρους, και η Αθήνα έγινε έτσι μονομιάς μια από τις πρώτες ελληνικές θαλάσσιες δυνάμεις. Με αυτόν τον στόλο νίκησαν κατόπιν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα.
Έτσι τόσο οι Σπαρτιάτες με την πελοποννησιακή συμμαχία όσο και οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι για τον αγώνα. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δυο δυνάμεις, όπως επίσης και αρκετές πόλεις της κεντρικής Ελλάδας και των νησιών, συνάψανε την ελληνική συμμαχία, αναλαμβάνοντας με όρκο την υποχρέωση να αμυνθούν από κοινού εναντίον των Περσών.
Συμφωνήθηκε επίσης να τιμωρηθούν μετά τον πόλεμο όλοι εκείνοι που χωρίς να είναι αναγκασμένοι θα προσχωρούσαν στους Πέρσες, δηλαδή ένα δέκατο της περιουσίας τους να αφιερωθεί στο θεό των Δελφών. Επίσης, ότι όλες οι διαφορές μεταξύ των συμμάχων έπρεπε να εξομαλυνθούν και ότι έπρεπε να κυριαρχεί γενική ειρήνη. Η ηγεσία, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, δόθηκε στη Σπάρτη.
Αυτό δείχνει η παρουσία των «ασπιδοφόρων Ιώνων», δηλαδή των Ελλήνων από τα νησιά και την κυρίως Ελλάδα (μαζί με τους Ίωνες της Μ. Ασίας) σε ανάγλυφες παραστάσεις στον τάφο του Δαρείου, που απεικονίζουν τους υποταγμένους στους Πέρσες λαούς.
Όμως η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα διέψευσε αυτή την επίσημη παρουσίαση των γεγονότων. Ωστόσο η ιδέα που είχαν οι Έλληνες, ότι οι Πέρσες βασιλείς στα δέκα χρόνια που πέρασαν από τη μάχη στο Μαραθώνα ως τη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να προετοιμάζονται για τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, προήλθε οπωσδήποτε από τον ελληνικό σωβινισμό.
Στην πραγματικότητα οι Πέρσες μονάρχες ήταν απασχολημένοι για μερικά χρόνια με επιτακτικότερα προβλήματα της τεράστιας αυτοκρατορίας τους: Το 486 π.Χ. έγινε στην Αίγυπτο επανάσταση που μπόρεσε να καταπνίξει μετά το θάνατο του Δαρείου (486 π.Χ.) ο γιος του Ξέρξης. Λίγο αργότερα (484 π.Χ.) έγινε επανάσταση και στη Βαβυλωνία, που έπνιξαν επίσης στο αίμα οι Πέρσες. Τότε μόνο ο Ξέρξης είχε τα χέρια ελεύθερα για να προετοιμάσει την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας.
Αυτή τη φορά η εκστρατεία δεν είχε σκοπό την τιμωρία των Αθηναίων, όπως το 490 π.Χ.. Η ήττα στο Μαραθώνα και ιδιαίτερα η συμπαράσταση που έδειξε η Σπάρτη στην Αθήνα με την υπόσχεσή της να στείλει στρατιωτική βοήθεια καθιστούσε αναγκαία για τους Πέρσες την υποταγή όλης της Ελλάδας. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να γίνει επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας η Ελλάδα περνούσε τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της.
Στη μεγάλη αυτή στιγμή δεν έδειξαν όμως όλοι οι Έλληνες το ίδιο υψηλό φρόνημα. Μερικοί προσχώρησαν στους Πέρσες επειδή απέβλεπαν μόνο στο δικό τους συμφέρον (όπως οι Αλευάδες στη Λάρισα) ενώ άλλοι τήρησαν μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο ουδέτερη στάση, όπως το ΆAργος (από μίσος προς την Σπάρτη).
Κακό με τη στάση του έκανε το ιερατείο των Δελφών, για το οποίο ενδεχόμενη νίκη των Περσών μπορούσε να είχε ευνοϊκές προοπτικές για το μέλλον του. Οι απελπιστικοί χρησμοί που έδιναν οι ιερείς επιδρούσαν οπωσδήποτε αρνητικά στο ηθικό και αυτών ακόμη που ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, σε μερικούς δε, όπως στους Αργείους και στους Κρήτες, οι ιερείς των Δελφών συνέστησαν καθαρά να μη λάβουν μέρος στον αγώνα.
Η ελπίδα στη βοήθεια των θεών, οι μόνοι όπως πίστευαν οι Έλληνες που μπορούσαν να τους βοηθήσουν μια τέτοια στιγμή, έδωσε ευτυχώς τη δύναμη σε μερικούς να ενωθούν στον αγώνα εναντίον των Περσών. Πρώτοι απ’ όλους ήταν οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι.
Οι Σπαρτιάτες,λόγω του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν ήταν κατά κάποιο τρόπο επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν από τους λίγο τόσο καλά εκπαιδευμένους και άρτια εξοπλισμένους στρατιώτες που συναντάμε στην εποχή τους
Η Σπάρτη αφού υπερνίκησε μερικούς εσωτερικούς κινδύνους (πολιτική κρίση εξαιτίας του βασιλιά Κλεομένη εξέγερση των Μεσσηνίων) και πανίσχυρη πάλι βρισκόταν επικεφαλής της πελοποννησιακής συμμαχίας, δε δίστασε ούτε στιγμή να αναλάβει τον αγώνα, που τον θεωρούσε άλλωστε αναπόφευκτο.
Στην Αθήνα μετά το τραγικό τέλος του Μιλτιάδη (ύστερα από μια αποτυχημένη επέμβαση στην Πάρο καταδικάστηκε από τον λαό σε βαρύτατη χρηματική ποινή και πέθανε λίγο αργότερα το 489 π.Χ. από την πληγή του), βρισκόταν στην εξουσία και πάλι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος δεν έπαυε να προετοιμάζει το λαό για τον επικείμενο πόλεμο εναντίον της Περσίας.
Πρώτα πρώτα έπρεπε να παραμεριστεί ο εσωτερικός κίνδυνος που προερχόταν από τους φίλους των τυράννων κάτι που επιτεύχθηκε με βάση το σχετικό νόμο του Κλεισθένη.
Συγχρόνως επιχειρήθηκε μια σημαντική πολιτειακή μεταβολή, η οποία με τη δημιουργία μιας ενιαίας στρατιωτικής ηγεσίας έθετε τέρμα στην ασάφεια που υπήρχε προηγουμένως.
Εκτός από τη βασική αυτή πολιτειακή μεταβολή η απειλή εκ μέρους των Περσών καθιστούσε αναγκαία και την εκτέλεση του ναυτικού προγράμματος του Θεμιστοκλή, που είχε αναγγελθεί το 493 π.Χ.. Με εντατική προσπάθεια σε πυρετώδη ρυθμό όλων των Αθηναίων κατασκευάστηκε σε 1 ½ χρόνο, ως το φθινόπωρο του 481 π.Χ., στόλος από 180 περίπου πλοία, και μάλιστα του τελευταίου τότε τύπου της τριήρους, και η Αθήνα έγινε έτσι μονομιάς μια από τις πρώτες ελληνικές θαλάσσιες δυνάμεις. Με αυτόν τον στόλο νίκησαν κατόπιν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα.
Έτσι τόσο οι Σπαρτιάτες με την πελοποννησιακή συμμαχία όσο και οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι για τον αγώνα. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δυο δυνάμεις, όπως επίσης και αρκετές πόλεις της κεντρικής Ελλάδας και των νησιών, συνάψανε την ελληνική συμμαχία, αναλαμβάνοντας με όρκο την υποχρέωση να αμυνθούν από κοινού εναντίον των Περσών.
Συμφωνήθηκε επίσης να τιμωρηθούν μετά τον πόλεμο όλοι εκείνοι που χωρίς να είναι αναγκασμένοι θα προσχωρούσαν στους Πέρσες, δηλαδή ένα δέκατο της περιουσίας τους να αφιερωθεί στο θεό των Δελφών. Επίσης, ότι όλες οι διαφορές μεταξύ των συμμάχων έπρεπε να εξομαλυνθούν και ότι έπρεπε να κυριαρχεί γενική ειρήνη. Η ηγεσία, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, δόθηκε στη Σπάρτη.
No comments:
Post a Comment