Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 03

Οι γναφείς και οι βαφείς

Πολλές άλλες ακόμη συντεχνίες επαγγελματιών συνωστίζονταν γύρω από τα τείχη και χρησιμοποιούσαν τα βουερά λεβέτια των σιδηρουργών , τις σκάφες και τους κάδους των αγγειοπλαστών. Εκεί δούλευαν οι γναφείς (ΚAΝΑΡEWE), που τους ονόμαζαν καμιά φορά "βασιλικούς", και οι βαφείς που καθάριζαν με ζεματιστό νερό τα μαλλιά, τα μπουγάδιαζαν με στάχτη και αιγυπτιακή σόδα ή με χώμα από την Κίμωλο, τα ξέβγαζαν, κατέστρεφαν τις φυτικές τρίχες ή ίνες με χυμό αλόης, ροδιάς, ξυνίθρας, στύψης, με ταννίνη ή με διάφορα αμμωνιούχα προϊόντα, για να πιάνουν καλά οι χρωστικές ουσίες, που έβγαζαν από την πορφύρα, την κοχενίλλη, τον κρόκο, την ίριδα, τον ίσατι, τον κάρθαμο ή τα σιδηρούχα χώματα.

Μέσα από τα επίσημα έγγραφα των ανακτόρων βλέπουμε τους αξιωματούχους ντυμένους με άσπρους, κόκκινους και μαβιούς μανδύες, με άσπρα ή πολύχρωμα, γκρίζα, ασημένια, μπορεί ακόμη και χρυσά φεστόνια και άλλες γαρνιτούρες. Το ιδεόγραμμα 15β της γραμμικής γραφής Β εικονίζει, αναμφισβήτητα, έναν κάδο βαφέα που ανακατεύει με τη διχάλα του τα ρούχα ή τα κουβάρια του μαλλιού. Τα έτοιμα προϊόντα, ΤEΤUΚΟWΟΑ, στεγνώνουν στον ήλιο, πάνω σε ένα μικρό τοίχο ή σε μεταλλικές βέργες, ανάμεσα σε δυο σειρές δοκάρια, όπως συνηθίζουν ακόμη στη Λιβαδειά της Βοιωτίας ή στην Κρητσά της Κρήτης.

Οι αρωματοποιοί

Αρωματοποιοί ονομάζονταν "αυτοί που βράζουν τις αλοιφές", ΑLΕΡΗΑΖΟΟΙ ή ΑLEΙΡΗΟΖΟΟΙ. Πρέπει να είχαν πολύ μεγάλη θέση και μέσα και έξω από τα ανάκτορα, αν σκεφτούμε ότι τα αρώματα, οι αλοιφές και τα κοσμητικά χρησιμοποιούνταν τόσο στη λατρεία όσο και σε μη θρησκευτικές χρήσεις, στην περιποίηση των ζωντανών όσο και των νεκρών, ότι αρωμάτιζαν τα κρασιά, τα τρόφιμα ακόμη και τα έπιπλα, ότι οι μυρωδιές ήταν η ευαίσθητη ψυχή των θεών, των ανθρώπων και των πραγμάτων και ότι τα είδη αρωματοποιίας στάθηκαν για πολύ καιρό μια από τις σημαντικές εισοδηματικές πηγές των ελληνικών πόλεων. Στην εποχή που μας απασχολεί ολόκληρα φορτία από φιάλες, οινοχόες, ψευδόστομους αμφορείς σφραγισμένους με κερί, που χωρούσαν δύο με τρία λίτρα αρωματικά έλαια, ξεκινούσαν από τα λιμάνια της Πελοποννήσου και της Κρήτης για όλα τα παράλια της Μεσογείου.

Οι συμπληρωμένες με τις σημειώσεις του Θεόφραστου και του Πλίνιου του Πρεσβυτέρου, καθώς και από τις λαϊκές παραδόσεις, πινακίδες της Πύλου, μας δίνουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη δουλειά της σημαντικής αυτής βιοτεχνίας, που ήταν συνδεδεμένη με τόσες άλλες και που την έλεγχαν οι άρχοντες των ναών και των ανακτόρων, Το 13ο αιώνα προ Χριστού αναφέρονται έλαια του φασκόμηλου, της κύπερης, του ρόδου. Το ελαιόλαδο ανακατεμένο με λίγο αλάτι, για να μην ταγκίζει, αποτελεί πολύ συχνά το είλημα, τη βάση ή, όπως λένε οι ειδικοί, "το σώμα" ή "την ουρά" του αρώματος. Με τη βοήθεια κάποιας ρητίνης ή μιας γόμμας δένδρου, ο τεχνίτης φιξάρει ή δένει σ' αυτό ένα μύρο που εξατμίζεται πολύ συχνά, το χυμό κάποιου μέρους του φυτού, της ρίζας, του βλαστού, των φύλλων, των λουλουδιών, ακόμη και των καρπών ή των σπόρων.

Διάφοροι Τεχνίτες

Όλοι αυτοί οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι ζούσαν συγκεντρωμένοι στην ίδια συνοικία, στοιβάζοντας την οικογένειά τους και τους δούλους τους μέσα σε μερικά μικροσκοπικά δωμάτια, δίπλα στα μαγαζιά και τους φούρνους τους. Διαβιβάζουν τα επαγγελματικά τους μυστικά από πατέρα σε γιο, αφού υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες από τεχνίτες, όπως του ναυπηγού Φήρηκλου, γιου του Τέκτονα, του ξυλουργού και εγγονού του εφαρμοστού Άρμωνα. Ευκολονόητο είναι ότι τα εργαστήρια, που χρησιμοποιούσαν φωτιά, έπρεπε να είναι σχετικά απομακρυσμένα από τον κεντρικό συνοικισμό: η συνοικία του Κεραμεικού στην Αθήνα, με τους αγγειοπλάστες, τους σιδηρουργούς, τους χύτες, τους λαναράδες και τους αρωματοποιούς της, δεν συγχωνεύτηκε ποτέ με την Ακρόπολη, τη συνοικία με τους ναούς, τα ανάκτορα και τα βοηθητικά του κτίρια.

Ακόμη και οι βυρσοδέψες, αυτοί που προετοιμάζουν τα δέρματα, οι οπλοποιοί που κατασκευάζουν λινούς μανδύες και δερμάτινες ασπίδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί, αυτοί που κατασκευάζουν δίχτυα, που τόσο καλά απεικονίζονται στα κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής, όλοι αυτοί χρειάζονται νερό, χώρο και πρώτες ύλες, πράγμα που τους απομάκρυνε από την Ακρόπολη.

Όχι, αυτούς που συναντάει κανείς μέσα από τα στενά και φιδωτά σοκάκια της Ακρόπολης, ανάμεσα στους αχθοφόρους, τα παιδιά, τους δούλους, τα φορτωμένα με εμπορεύματα γαϊδούρια και μουλάρια, είναι αποκλειστικά οικογένειες εργατών και αρχιμαστόρων στην υπηρεσία των βασιλιάδων και των θεών.

Στη σκιά του παλατιού ζούσε ένα πλήθος από τεχνίτες, άντρες και γυναίκες, αυτόχθονες ή ξένους, μόνιμους κατοίκους σ' όλη τους τη ζωή ή περαστικούς επισκέπτες, δούλους αφιερωμένους σ' ένα ναό και λαϊκούς δούλους, πλανόδιους τραγουδιστές, θεραπευτές, μάντεις, κήρυκες, που τους καλούσαν ή τους έδιωχναν οι πλούσιοι. Από τα αρχεία που βρέθηκαν, γνωρίζουμε κάποιους που άκουγαν στο όνομα "Πλουτεύς", που είχαν στις διαταγές τους αμέτρητες υφάντρες, κατασκευάστριες ενδυμάτων και ράφτρες,

Πολλοί κατασκευαστές ειδών πολυτελείας δουλεύουν και μοχθούν γι' αυτούς: υποδηματοποιοί, επιπλοποιοί, λεπτουργοί, σαμαράδες, σμαλτωτές, μαχαιροποιοί, τεχνίτες που επεξεργάζονται το κόκαλο ή το κέρατο, που φτιάχνουν έγχορδα όργανα, που συναρμολογούν τόξα... Οι ναοί που έχουν στην ιδιοκτησία τους απέραντες εκτάσεις και απολαμβάνουν μεγάλα εισοδήματα, έχουν τους δικούς τους αγγειοπλάστες, αρτοποιούς, ιεροφύλακες, οινοχόους, αρχειοφύλακες, δούλους και, καμιά φορά, όπως στην Κύπρο, τα Κύθηρα ή την Κόρινθο, τις ιερές πόρνες τους.

Εδώ και πολύ καιρό αναζήτησαν να βρουν πώς έκαναν την περιουσία τους οι κατάφορτοι από χρυσάφι και κοσμήματα άρχοντες, που τους έθαβαν μαζί με τα θαυμάσια επιτραπέζια σκεύη και την πλουσιότατη ιματιοθήκη τους, με λίγα λόγια τον οικονομικό λόγο ύπαρξης του μυκηναϊκού πολιτισμού την παραμονή της καταστροφής. Οι λογιστικές πινακίδες μάς επιτρέπουν να προτείνουμε μια απάντηση: ο πλούτος των αρχόντων της Ελλάδας εξαρτιόταν, κατά μεγάλο μέρος, από το εμπόριο υφασμάτων, ακαθάριστων ή αρωματισμένων ελαίων, μεθυστικών κρασιών, από το δουλεμπόριο και την εκμετάλλευση των δούλων.

Υφαντά

Τριών ειδών είναι τα τεκμήρια στα οποία αξίζει να σταματήσουμε για λίγο. Αφορούν στη βιομηχανία υφασμάτων, στην επίπλωση και στη διαχείριση. Μια και τα υφάσματα χρειάζονται για να ντυθούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, για την κατασκευή των πανιών και για την εξάρτυση των πλοίων, για την κατασκευή θωράκων, για το κλείσιμο των παραθύρων, για την ταπητουργία, για στρωσίδια του κρεβατιού, για την τυροκομία, για το κυνήγι, για την ιατρική κ.λπ., είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι άρχοντες των ανακτόρων ή των ναών έλεγχαν αυστηρά την κατασκευή των λινών και μάλλινων υφασμάτων.

Έξι διαφορετικά ιδεογράμματα παριστάνουν αντίστοιχα κουβάρια μαλλιών, σεντόνια ή ορθογώνια κομμάτια πανιού (ΡΑWEΑ), που τα αποτελούσαν ένα ως πέντε ραμμένα φύλλα, φορέματα (WEΑΝΟ, στα ελληνικά ελνός), κοντούς χιτώνες, σάρπες ή πολύχρωμα υφάσματα, χαλιά. Το ιδεόγραμμα του σεντονιού συνοδευόταν από πέντε διαφορετικά συλλαβικά σημεία, ΚΕ, KU, ΡΑ, ΡU, ΤΕ, WE, ΖΟ, που προσδιορίζουν το υλικό, την κατασκευή ή την κατεργασία του υφάσματος, αλεύκαντο για παράδειγμα, βαμμένο ή χωρίς γυαλάδα. Διάφορα επίθετα, καμιά φορά, προσδιορίζουν την προέλευση, τον παραλήπτη, τη γαρνιτούρα, το χρώμα.

Γιατί ο ηγεμόνας μπορεί να ντύνεται με πορφύρα, οι άνθρωποι όμως της ακολουθίας του ΕQΕΤΑ -οι κόμητες θα λέγαμε- και οι βασιλικοί φιλοξενούμενοι φορούν άσπρα ή πολύχρωμα ρούχα.

Στην κατασκευή υφασμάτων για λογαριασμό του βασιλιά χρησιμοποιούσαν πολυάριθμο γυναικείο προσωπικό, ελεύθερες γυναίκες, δούλες με τα παιδιά τους, που το πλήρωναν με ορισμένη ποσότητα αλευριού και σύκων. Βλέπουμε αμυδρά μέσα από τα κείμενα τις γυναίκες που ξαίνουν, ΡEKΙΤΙRΥΑ, να λαναρίζουν το άγριο μαλλί μέσα στη μικρή τους αυλή, τις κλώστριες, ΑRΑKΑΤEYΑ, κι ανάμεσά τους τις ειδικευμένες στο λινάρι, RΙΝEYΑ, τις υφάντρες, ΙΤΕΥΑ, να εργάζονται σ' έναν κάθετο αργαλειό και να τραγουδούν, όπως η Καλυψώ, στο βάθος της σκιερής και δροσερής κατοικίας τους, τις κατασκευάστριες, ΑΚΕΤΙRΙΥΑ, τις υφάντρες χαλιών, ΤΕΡΕΥΑ, τις ράφτρες, RΑΡΙΤΙRYΑ, καθισμένες όλες μαζί κατάχαμα, μέσα σε πραγματικά εργοστάσια, να βιάζονται να παραδώσουν τις παραγγελίες για τριάντα και σαράντα σεντόνια, δεκάδες φουστάνια και φούστες με βολάν ή χωρίς βολάν, με μανίκια ή ξεμανίκωτα.

Έχουν στήσει κουβεντολόι. Προσπαθούν να αποφύγουν τα μαλώματα της επιστάτριας. Γιατί αυτή τους έχει επιβάλει μια πραγματική τιμωρία, ΤΑRΑSΙΥΑ, να επεξεργαστούν δηλαδή μέσα σε ορισμένο χρόνο μια ποσότητα ακατέργαστης ύλης, που την έχει ζυγίσει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πιο σημαντική θεά στις μυκηναϊκές ακροπόλεις, η Αθηνά, ήταν κλώστρια και το αγαπημένο της ζώο, η κουκουβάγια, είναι πουλί της ταπητουργίας. Στην Κνωσό, ορισμένα υφάσματα συνοδεύονται από ενδείξεις για το βάρος τους. ταυτόχρονα είναι και μονάδες αξίας. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να γίνονται όλα πιο γρήγορα και όσο το δυνατόν καλύτερα. Χρειάζεται άραγε να πούμε πως δεν λαμβάνουν ποτέ υπόψη τους το χρόνο ούτε την παιδική θνησιμότητα; Όποιος έχει δει, και σήμερα ακόμη, τις νέες υφάντρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής να εργάζονται μαντεύει τι θέλω να πω.

Οι Λεπτουργοί

Οι λεπτουργοί και οι κατασκευαστές ψηφιδωτών φαίνεται πως ήταν περισσότερο προνομιούχοι, όχι μόνο γιατί ήταν απόλυτα εξειδικευμένοι διακοσμητές ή γιατί τους έφερναν, όπως τον Ικμάλιο, από την Κύπρο ή τις πόλεις της Συρίας ή της Φοινίκης, αλλά και γιατί τους εμπιστεύονταν πολύτιμα ξύλα και μέταλλα. Τα διακοσμητικά θέματα ταξιδεύουν, όπως και οι καλλιτέχνες και οι φιλοξενούμενοι. Μια μακρόχρονη παράδοση, που ξεκινάει από τα σουμεριακά και βαβυλωνιακά εργαστήρια, δίδαξε στους λεπτουργούς να κόβουν, να λειαίνουν και να συναρμολογούν με σφήνες και λούκια μικρές σανίδες από κέδρο, έβενο, τούγια, χαρούπι, να τις κοιλαίνουν, να κολλούν κόκκαλο, ελεφαντόδοντο, σμάλτο ή λεπτές πλάκες από ήλεκτρο (μείγμα χρυσού και ασημιού), χρυσάφι ή ασήμι, που σχηματίζουν όμορφα σχέδια πάνω στο σκούρο φόντο του επίπλου.

Επικολλούν ακόμη ημιπολύτιμους λίθους. Καμιά φορά μέσα στις χαραξιές του ξύλου, που τις έχουν καταστήσει άφλεκτες, οι διακοσμητές χύνουν μια καυτή υαλόμαζα, KUWΑΝΟ, που έχει ένα χρώμα γαλάζιο προς το τυρκουάζ, ανάλογα με την ποσότητα της σκόνης του μαλαχίτη ή αζουρίτη που προσθέτουν σ' αυτή. Το εργαστήρι τους μυρίζει ψαρόκολλα, άσφαλτο, πίσσα, βερνίκι. Όπως οι λεπτουργοί που είχαν διακοσμήσει τα διαμερίσματα του Τουταγχαμών, των ηγεμόνων της Αλαλάχ, στον Ορόντη ή της Νούζι φτιάχνουν πλαίσια στους τοίχους, έπιπλα, κιβώτια, που η σκαπάνη τα βρίσκει σε χίλια κομμάτια μέσα στους τάφους ή στα ερείπια των ανακτόρων. Είναι συχνά πολύ λεπτή δουλειά να αποδώσουμε τη σημασία των τεμαχίων των αρχείων που αφορούν μια τόσο λεπτομερειακή και τόσο πολύμορφη εργασία στις Μυκήνες, στην Πύλο και στην Κνωσό. Τα πιο σημαντικά είναι τα χαμηλά, πτυσσόμενα τραπέζια, τα ανάκλιντρα με σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για να βάζουν τα πόδια. Μόνο οι επιφανείς και οι θεοί δικαιούνται να κάθονται στο κάθισμα που ονομαζόταν θρόνος ή στα κρεβάτια όπου έκθεταν τους επιφανείς νεκρούς. Ο γενικός όρος που προσδιορίζει όλους τους επιπλοποιούς είναι ΤΟRΟΝΟWΟKΟ, "κατασκευαστής θρόνων".

No comments:

Post a Comment