Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 02


Τεχνίτες

Στις πύλες των τειχών έχουν εγκατασταθεί όλοι οι τεχνίτες της φωτιάς, αυτοί που βράζουν τις αλοιφές, οι βαφείς, οι σιδεράδες και, ιδιαίτερα, οι αγγειοπλάστες. Η μυθολογία συνδέει στενά στην Αθήνα, καθώς και στα νησιά, τον Ήφαιστο, τον αρχισιδερά, με την Αθηνά, τη θεά όλων των κεραμουργών. Ο ένας βοηθάει να γεννηθεί η άλλη, ξεγεννώντας τον Δία, ή την καταδιώκει με τις φιλοφρονήσεις του. Θα παραμείνουν στην πραγματικότητα και οι δύο παρθένοι, γιατί είναι πολύ άστατοι και πολύ ανεξάρτητοι για να δημιουργήσουν ένα και μοναδικό σπιτικό. Από τη μεριά τους, όλοι όσοι καταπιάνονται με χύτρες και ανασκαλεύουν τους φούρνους, λίγο-πολύ μόνιμοι, προτιμούν τα περίχωρα παρά το κέντρο της πόλης, όπου οι άνθρωποι φοβούνται τις πυρκαγιές, το θόρυβο και τον καπνό. Η βυρσοδεψία, που βρωμάει, απαιτεί, εκτός από τα δέρματα, πολύ αλάτι, νερό ταννίνη και χρωστικές ουσίες.

Οι σιδηρουργοί

Οι πιο σημαντικοί από όλους αυτούς τους εργαζόμενους, οι πιο έξυπνοι και εκείνοι που η εξουσία περισσότερο κολακεύει είναι οι σιδηρουργοί. Είναι φανερό πως τους έχουν ανάγκη. Ήταν οι αποκλειστικοί δημιουργοί της δύναμης των ανακτόρων, γιατί τα εφοδίαζαν με άρματα μάχης, εξόπλιζαν τα πολεμικά και εμπορικά πλοία, θωράκιζαν τις πύλες, πολλαπλασίαζαν όλα τα εργαλεία και όλα τα σκεύη από μπρούντζο, που επιτρέπουν μεγαλύτερη παραγωγή και καλύτερη διατήρηση, διακοσμούσαν τα έπιπλα, γέμιζαν τους ισχυρούς με κοσμήματα. Πάνω από εκατό ενεπίγραφες πινακίδες στην Πύλο, στην Κνωσό και στις Μυκήνες αναφέρονται στην πολύμορφη δραστηριότητά τους.

Σ' αυτούς αποτάθηκαν ακόμη οι άρχοντες της Πύλου, την παραμονή της καταστροφής, για να σφυρηλατήσουν μάνι-μάνι το χαλκό και τον ορείχαλκο που αποσπούσαν από τους ναούς για να τους κάνουν όπλα: "Οι επίτροποι και οι επιστάτες, οι έπαρχοι, οι κλειδούχοι, οι ελεγκτές των καρπών και των συγκομιδών θα παραδώσουν τον μπρούντζο των ιερών για να γίνει αιχμές ακοντίων και λάμες σπαθιών , στις παρακάτω αναλογίες: ο επίτροπος της Πίσσας 2 κιλά, ο έπαρχος 750 γραμμάρια κ.λπ.".

Συνολικά επίταξαν περισσότερο από 51 Κιλά θραύσματα και απομεινάρια, αρκετά για να χύσουν και να σφυρηλατήσουν 400 το λιγότερο, σπαθιά, 34.000 αιχμές βελών (πινακίδα ΡΥ, Jπ 829). Μπόρεσαν να υπολογίσουν ακόμη ότι όλος ο μπρούντζος που είχαν κιόλας μοιράσει την ίδια εποχή από το παλάτι στους σιδηρουργούς που δούλευαν στη Μεσσηνία λίγο περισσότερο δηλαδή από ένας τόνος τους επέτρεψε να εξοπλίσουν μια πολιτοφυλακή με δύναμη πάνω από 2.000 άντρες. Μάλιστα, η Αθηνά βγήκε πάνοπλη από το σφυρί του Ήφαιστου.

Τα συλλαβικά κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής τούς ονομάζουν με το γενικό όρο ΚAΚEWE, που πιθανόν να το πρόφεραν "ΚHALΚEWES". Συχνά μας δίνουν το προσωπικό τους όνομα. διαπιστώνουμε έτσι ότι, αν οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ονόματα αδιαφιλονίκητα ελληνικά, το ένα τρίτο περίπου φαίνονται ξένα για την Πελοπόννησο. Ξούθος, Πυρρός, Πέταλος, Μακρύς, Φιλουργός, Εργατικός, Πλουτεύς, Χαλκεύς, αλλά επίσης WΑUDοΝΟ, Πιερίατας, Λύκειος, Σαμύ(ν)θαιος ή Τεθρεύς, που τα ονόματά τους ή τα παρατσούκλια τους έρχονται κατευθείαν από τη Μακεδονία, τη Λυκία ή τα νησιά.

Ταξιδεύουν, όπως ο ορειχαλκουργός αυτός που ξεκίνησε από τη Συρία με ολόκληρο φορτίο από μεταλλικές ράβδους, μεταλλεύματα, παλιά σκεύη και εργαλεία, και βούλιαξε στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Γελιδονιά, γύρω στο 1200 π.Χ. Είναι ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν και μερικοί μπήκαν στη δούλεψη των ναών σαν "υπηρέτες της θεότητας".

Έχουν δικά τους ή με νοίκι χωράφια. Απαλλάσσονται από πολλούς φόρους. Εργάζονται κάτω από τις διαταγές τους μαθητευόμενοι ή συντεχνίτες, ΚΑSΙΚΟΝΟ και δούλοι, DΟERΟ. Μερικοί δικαιούνται να παίρνουν από τα ανάκτορα χορηγία σε μέταλλο, ΤΑRΑSΙΥΑ: πρόκειται για ένα αξίωμα, μια υπηρεσία. Οι άλλοι δεν παίρνουν χορηγία, ΑΤΑRΑSΙΥΑ. Άλλοι, που τους ονομάζουν Α(SEΤERE(S) φαίνεται πως είναι ειδικευμένοι στην κατεργασία των πολύτιμων μετάλλων, ή διακοσμητές, κοσμηματογλύπτες, ορειχαλκουργοί, που κατασκευάζουν πολύτιμα αντικείμενα. Οι ΡΙRΙΥEΤERE ή λεβητοποιοί κατασκευάζουν λεκάνες, ΡΙRΙΥE, και, αν τύχει, και όπλα. Είναι, με λίγα λόγια, η εμπορική και δυναμική πτέρυγα του πολιτισμού, μια κάστα ισχυρή και πλούσια.

Μέχρι το 1970 περίπου, μπορούσε ακόμη να δει κανείς σε πολλές πόλεις της Κρήτης, ακόμη και στο Μοναστηράκι στην Αθήνα, χαλκωματάδες, κατασκευαστές χάλκινων σκευών, λεβητοποιούς, που εργάζονταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι άνθρωποι στο χωριό Ασιατία, εδώ και τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια, πάνω-κάτω. Από τα χαράματα ως το δειλινό ακουγόταν το βουητό από τα σφυριά τους, που γινόταν ακόμα περισσότερο διαπεραστικό, γιατί τα μαγαζιά τους βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο.

Μέσα στον καπνό που τον διαπερνούν οι κόκκινες λάμψεις της αναμμένης χόβολης ή η μουντή ανταύγεια του πυρρού χαλκού, βλέπουμε τέσσερις συντρόφους, που φορούν μια δερμάτινη ποδιά, να προσπαθούν να μετατρέψουν μια πλάκα από ζεστό μέταλλο σε λεβέτι με δύο λαβές και τρία πόδια.

Κάτω από τα απανωτά χτυπήματα των μπρούντζινων βαριών ή των στρογγυλοκέφαλων σφυριών, ο δίσκος πλαταίνει, απλώνει. πιάνει όλη την επιφάνεια της πλάκας που είναι από γκρίζο ασβεστόλιθο κι ακουμπάει πάνω σ' ένα χοντρό κούτσουρο από ξύλο ελιάς. Ενώ οι βοηθοί κατόπιν ξαναγεμίζουν το καμίνι, βάζουν τάξη στα εργαλεία, κάνουν χώρο, πίνουν μια γουλιά και φτιάχνουν κρίκους, ρεζέδες ή δικέφαλα καρφιά, ο αρχισιδηρουργός ισοπεδώνει με τον ξύλινο κόπανό του το πάχος του ελάσματός του. Με την ψαλίδα του δίνει το μέγεθος και το στρογγύλεμα που θέλει, κόβει ό,τι περισσεύει και, καθώς το μέταλλο, που το χτύπησε με χιλιάδες χτυπήματα, έχασε κάπως την ελαστικότητά του, το ξαναψήνει πάνω στα κάρβουνα, δυναμώνοντας πολύ τα φυσερά. Αρχίζει τελικά η πιο μακρόχρονη και πιο λεπτή διαδικασία, η μετατροπή ενός οριζόντιου και πλατιού φύλλου σε βαθύ και χωρίς πτυχές θύλακα, χωρίς κανένα τσάκισμα, χωρίς σχισμές και με απόλυτα ομοιόμορφο πάχος.

Ο λεβητοποιός ακουμπάει με τη λαβίδα, και με το αριστερό χέρι, το φύλλο από χαλκό πάνω σ' ένα στρογγυλοκέφαλο αμόνι και ξαναρχίζει να το σφυρηλατεί με το δεξί χέρι, ξεκινώντας από το κέντρο. Το πολύ χτυπημένο και ζυμωμένο από τα χτυπήματα μέταλλο διαστέλλεται εξωτερικά, ενώ διατηρεί την ίδια εσωτερική επιφάνεια. Αρχίζει να λυγίζει. Βαθουλώνει και παίρνει το σχήμα σκούφου. Μακραίνει τόσο, ώστε να κρύψει ακόμη και το επάνω υποστήριγμα του αμονιού. Το ξαναφέρνει πότε-πότε στη φωτιά. το μέταλλο χάνει λίγη από την ακαμψία του και, όταν κρυώσει, το τοποθετεί σ' ένα καβαλέτο ή δίκερο αμόνι, δηλαδή σ' ένα αμόνι με μία ή δύο κεφαλές. Τα απανωτά σφυρηλατήματά του δίνουν τελικά τη στρογγυλάδα, το βάθος και την επίπεδη επιφάνεια που περιμένει κανείς από ένα χωρίς σχισμές και προεξοχές δοχείο. Δεν μένει πια παρά να λιμάρουν, να στριφώσουν τα χείλη και να στερεώσουν με το γλωσσίδι τη σύνδεση των ποδιών και των αυτιών.

Οι χρυσοχόοι

Ειδικά ιδεογράμματα προσδιορίζουν το χρυσάφι και τον μπρούντζο. Το ιδεόγραμμα του χρυσαφιού μοιάζει με το σταυρό του Αγίου Ανδρέα, που έχει δύο πλάγιους κρίκους κομμένους στη μέση και ένα είδος Π στο πάνω μέρος. Με τον τρόπο αυτό απεικόνιζαν το υψηλότερο τμήμα του καμινιού που συγκρατούσε το χωνευτήρι, όπου το κίτρινο μέταλλο καθαριζόταν και αποχωριζόταν από τις προσμείξεις.

Ξεχωρίζουν καθαρά στα κείμενα το χρυσοχόο, ΚURUSΟWΟΚΟ, από τον ορειχαλκουργό ή απλό σιδερά, ΚAΚEU, και από τον οπλοποιό, EΤΟDΟΜΟ, μα όχι λιγότερο καθαρά το μάλαμα, ΚURUSΟ, από το ασήμι, ΑΚURΟ, και από ένα λευκό μέταλλο, που φαίνεται πως είναι το ήλεκτρο. ΡΑRΑΚU.

Το χρυσάφι, που παράσερνε ο Πακτωλός και τα ποτάμια της Κολχίδας ή της Γεωργίας, ήταν πάντοτε ανακατεμένο με ασήμι, που καμιά φορά έφτανε σε ποσοστό 30 στα 100. Όταν στην Ελλάδα δεν έφτανε καθαρισμένο και επεξεργασμένο, έπρεπε να το λιώσουν, να ανεβάσουν δηλαδή τη θερμοκρασία του κράματος στους 1.063 βαθμούς, είκοσι περίπου βαθμούς λιγότερο από όσους χρειάζονταν για το χαλκό.Για πολύ καιρό οι ίδιοι τεχνίτες ασχολούνταν με το ευγενές και με το ευτελές μέταλλο. Στις μυκηναϊκές πολιτείες, ακόμη και στα μεγαλοχώρια, που ήταν πραγματικά πλούσιες σε χρυσάφι, η εξειδίκευση είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Έπρεπε ακόμη να επιβλέπουν από κοντά αυτούς που το κατεργάζονταν. Οι τελευταίοι αυτοί υπηρετούσαν αποκλειστικά τους βασιλιάδες και τους πλούσιους, ζούσαν στη σκιά τους, ανάμεσα στα μικροσκοπικά πριόνια, στα τρυπάνια, στα γλύφανα, στις λίμες και στις ζυγαριές, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στον πάγκο τους και με ένα μεγάλο κομμάτι πετσί τεντωμένο ανάμεσα στη σανίδα και τη ζώνη τους, για να μαζεύουν όλη τη χρυσόσκονη που θα ξέφευγε από το εργαλείο τους. Το χρυσάφι αθάνατο, αναλλοίωτο και ακτινοβόλο υλικό, που έχει το ίδιο, πάνω-κάτω, βάρος με το μολύβι, αλλά είναι περισσότερο μαλακό και εύκαμπτο, είναι για τους Μυκηναίους τόσο θείο όσο και ο ήλιος.

Στην Πύλο, γύρω στο 1225, όριζαν δεκατέσσερις ιερόδουλες ή σκλάβες της θεότητας, για να το φυλάνε και να διαχειρίζονται τον "ιερό χρυσό", ΚURUSΟΥΟ ΙΥERΟYΟ (πινακίδα ΡΥ, Αe 303). Την κρίσιμη εκείνη χρονιά, οι άρχοντες του παλατιού εισπράττουν έκτακτη εισφορά σε χρυσάφι από τους αξιωματούχους και τους πιο σημαντικούς γαιοκτήμονες δεκαέξι τμημάτων του μικρού βασιλείου. Στο περιθώριο αυτής της αρχαϊκής φορολογικής σελίδας (ΡΥ, jn 438) κάποιος γραφιάς, μπορεί και ο γενικός ελεγκτής των οικονομικών, υπογράμμισε ένα στα τρία ονόματα: εκείνους που δέχτηκαν ή εκείνους που εναντιώθηκαν; Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε πόσους χρυσοχόους, εμπόρους και παραχαράκτες μπορούσε να έχει ένας τέτοιος πλούτος σ' όλη την Ελλάδα.

Οι αγγειοπλάστες

Σιδηρουργοί και αγγειοπλάστες ήταν οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν από την καταπίεση της πρωτόγονης γεωργικής κοινωνίας και σχημάτισαν οικογένειες, ακόμη και φύλα ή κάστες στα περιθώρια της αγροτικής αυτής κοινωνίας. Πριν από είκοσι χρόνια περίπου υπήρχαν ακόμη στην Κρήτη ολόκληρα χωριά αγγειοπλαστών. Πλανόδιοι με τον καλό καιρό, όταν μπορούσαν να φτιάχνουν και να πουλάνε τα αγγεία τους, περνούσαν το φθινόπωρο και το χειμώνα καλλιεργώντας τη γη και ασχολούμενοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου διαφορετική την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Κάθε, ωστόσο, πρωτεύουσα είχε κιόλας, ακόμη και στη Μινωική εποχή, τα εργαστήρια των αγγειοπλαστών της, που εργάζονταν άλλοι στην αποκλειστική υπηρεσία των ιερών και του ανακτόρου και άλλοι στην υπηρεσία του πλήθους.

Βρέθηκαν στις ανασκαφές οι κυψελόσχημοι φούρνοι τους από πυρίμαχη γη, τόσο στις Μυκήνες της Αργολίδας, όσο και στο Στύλο της Κρήτης. Ακουμπούν άλλοτε πάνω σ' ένα βραχώδες τείχισμα και άλλοτε όχι. Έχουν το ύψος ανθρώπου και αποτελούνται από τρία μέρη: μια κυκλική εστία με χαμηλό άνοιγμα, ένα δάπεδο από οπτό άργιλο, ένα θάλαμο για το ψήσιμο αγγείων με πλάγιο άνοιγμα για να βλέπει ο αγγειοπλάστης και ένα άλλο ακόμη στρογγυλό άνοιγμα, στο πάνω μέρος, για να φεύγει ο καπνός. Από το άνοιγμα αυτό έβαζε ο αγγειοπλάστης τα διάφορα δοχεία του, από την οινοχόη ως τη σαρκοφάγο, που έπλαθε στο κατασκότεινο εργαστήρι του. Έκλεινε το άνοιγμα, αφού άναβε πρώτα μια φωτιά από ρείκια, που κράταγε οκτώ ώρες με θερμοκρασία από 800 ως 1.000 βαθμούς, όταν αυτός έκρινε, χάρη στον τοποθετημένο δίπλα στο άνοιγμα που του χρησίμευε για να βλέπει δείκτη, ότι τα δοχεία είχαν πάρει ωραίο χρώμα και ότι δεν έμενε παρά να τα αφήσει αργά-αργά να κρυώσουν, δώδεκα πάνω-κάτω ώρες.

Δόξα στην Αθηνά. Οι κεραμουργοί, ΚERΑΜEWE, αναφέρονται συχνά στα μυκηναϊκά κείμενα. Εύκολα μπορούμε να αναμετρήσουμε και να εκτιμήσουμε την πολύπλοκη δραστηριότητά τους, μια και οι επιγραφές πάνω σε επιτραπέζια σκεύη είναι πολυάριθμες και μια που τα αγγεία που βρέθηκαν σ' όλη τη γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο περιοχή και που οι χημικοί και ιστορικοί ανάλυσαν, μας επιτρέπουν να καθορίσουμε μια τεχνική, ένα ρυθμό, ένα συρμό και ακόμη πολλούς εμπορεύσιμους τύπους.

Είναι πιθανό να υπήρχαν από τότε στα μεγάλα αστικά κέντρα ή έστω και στις πύλες των πόλεων, στα τέλη του 13ου αιώνα, δυο ειδών κεραμουργοί αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν, αντάλλασσαν, δηλαδή, μεγάλα κομμάτια με τρόφιμα: λουτήρες, λεκάνες, σαρκοφάγους, μεγάλα και υψηλά πιθάρια, πλάκες για διακόσμηση ή για επένδυση κ.λπ. και αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν επιτραπέζια σκεύη καθημερινής χρήσης.

Οι πρώτοι μάλαζαν με την τσάπα ένα, δύο είδη ντόπιου, μα αρκετά χοντροκοσκινισμένου πηλού, άφηναν να υποστεί τη ζύμωση και τον έπλαθαν με τα χέρια. Όταν ο αγγειοπλάστης επρόκειτο να φτιάξει την κοιλιά ενός πιθαριού, που για τους αρχαίους χρησίμευε για βαρέλι, κιβώτιο και αποθήκη σιταριού -στα μυκηναϊκά ονομαζόταν QΕΤΟ -έβαζε πάνω στον τροχό, που γύριζε με τα χέρια ο βοηθός ή ο δούλος του, ένα μεγάλο πλακούντα από ζύμη. Σώριαζε, κατόπι, ολόγυρα στις άκρες, απάνω στους κυλίνδρους από πηλό, όλο και πιο μεγάλους, που έφταναν ως το πάνω μέρος της κοιλιάς και κατόπιν όλο και πιο μικρούς που έφταναν ως τα χείλη. Για να αποφύγει να σπάσει η μάζα, άφηνε κάθε ζώνη να στεγνώσει μια ώρα. Δεν απόμενε πια, προτού τη βάλει στο φούρνο, παρά να κολλήσει, με κεραμόκολλα, τις λαβές, που είχαν ζυγό αριθμό, να αλείψει την εξωτερική επιφάνεια με ειδικό επίχρισμα, να τη διακοσμήσει με κυματοειδή σχήματα ή εγκάρσιες γραμμές και να την αφήσει δύο ολόκληρες ημέρες να στεγνώσει στον ήλιο. Κατάρα στους ανέμους, στους δαίμονες ή στους ανθρώπους με κακό μάτι που, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τους έρχεται η ιδέα να ρίξουν βροχή.

No comments:

Post a Comment