Η καθημερινή ζωή στην Μυκηναική εποχή 04

Κοσμήματα

Οι μεγαλοκυράδες, με τους μπούστους τους και με το φαρδύ παντελόνι σε σχήμα φούστας, γαρνιρισμένο με φραμπαλάδες, καθώς και οι άρχοντες, με την τριγωνική πάνα που τους σκεπάζει τα γεννητικά όργανα ή με χιτώνα, πηγαινοέρχονται φορτωμένοι με κοσμήματα. Στολίζουν τα μαλλιά, τα αυτιά, το λαιμό, τους καρπούς, τα δάχτυλα των χεριών. Πόρπες και καρφίτσες, ροδόσχημα κουμπιά συγκρατούν τις σάρπες, στερεώνουν τα ρούχα.

Οι κομμώσεις, που άλλες αφήνουν κυματιστά τα μαλλιά και άλλες πλεκτά, στολίζονται με χτένες, κορδέλες, διαδήματα, μακριές φουρκέτες. Όλοι έχουν το δικό τους σφραγιδόλιθο, από χαλκηδόνιο λίθο, αχάτη ή κρύσταλλο, που αποτελεί αντίτυπο της προσωπικότητάς τους και ταυτόχρονα σφραγίδα και φυλαχτό, γιατί οι σκηνές νίκης που εικονίζονται σ' αυτόν έχουν συμβολική αξία.

Έτσι οι χρυσοχόοι και οι λιθοχαράκτες του ανακτόρου δεν μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς πελατεία. Εκείνοι, ωστόσο, που δέχονται τις περισσότερες παραγγελίες, είναι αυτοί που επεξεργάζονται το ελεφαντόδοντο. Δεν τους αρκεί να παραδίνουν στους επιπλοποιούς τα χαραγμένα ή ανάγλυφα στολίδια, που θα στολίσουν το δίφρο του άρματος, τα κιβώτια και τα σκαμνιά, όλα τα μικρά κιβώτια που θα δώσουν οι άρχοντες στους φιλοξενουμένους τους την ημέρα της αναχώρησής τους. Το ελεφαντόδοντο μεταβάλλεται κάτω από τα δάχτυλά τους σε ιντάλιο, σε κοσμήματα, σε φυλαχτά, σε λαβές, σε καθρέφτες, σε τραπέζια παιχνιδιών με τα πιόνια τους, τα ζάρια, τα κότσια τους, σε στρογγυλά κουτιά, σε αγαλματάκια, κεφάλια και μέλη που τα προσαρμόζουν ή τα σφηνώνουν σε μεγάλα επίχρυσα αγάλματα.

Ελεφαντουργοί

Ο ελεφαντουργός των Μυκηνών έχει στον πάγκο του, που βρίσκεται πάντα σε μέρος πολύ φωτεινό, επτά μπρούντζινα εργαλεία: ένα μικρό πριόνι, τρία γλύφανα, το ένα με κυρτή λεπίδα, μια λίμα, ένα είδος κυλινδρικού τρίφτη και ένα τοξοειδές τρυπάνι Το ξέστρο του είναι από οψιδιανό λίθο, τη λάβα αυτή που μοιάζει με γυαλί και που τη φέρνει από τη Μήλο ή από το Γυαλί. Το υλικό που θα επεξεργαστεί, το πράσινο, το λευκό ή το κίτρινο ελεφαντόδοντο, του έρχεται κυρίως από τη Συρία: κοπάδια από ελέφαντες ζούσαν στις όχθες του Ορόντη ως τον 8ο αιώνα προ Χριστού. Δεν περιφρονεί, ωστόσο, τα δόντια του ελέφαντα και του ιπποπόταμου της Αιγύπτου, τους χαυλιόδοντες των ελληνικών κάπρων. Κόβει με πριόνι στο χαυλιόδοντα, έναν κύλινδρο με τόσο τέλεια τομή, ώστε θα έλεγε κανείς ότι είναι μια μεταλλική ρωγμή.

Σκαλίζει, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, πάνω στην εσωτερική επιφάνεια έναν άγριο ταύρο, που ανατρέπει έναν κυνηγό μέσα σ' ένα τοπίο δάσους. Χαράζει το εσωτερικό μέρος της βάσης, για να στερεώσει με σφήνες και λούκια ένα στρογγυλό πάτο. Ένα σμιλεμένο καπάκι εφαρμόζει στο στόμιο του πάνω μέρους. Θα μουσκέψει το αντικείμενο μιάμιση μέρα, αν ο πελάτης το θέλει, μέσα σε ξίδι ή στύψη και θα το βάψει με πορφύρα. Ή θα κολλήσει στην επιφάνεια ένα φύλλο χρυσού. Διαφορετικά, ο καλλιτέχνης θα σβήσει κατόπιν, με την πιο ψιλή άμμο και με σκόνη από ελαφρόπετρα, τις σπάνιες ανωμαλίες και θα γυαλίσει ολόκληρο το αντικείμενο με ένα στουπί γεμάτο κιμωλία. Τα θέματά του τα δανείζεται από την πανίδα και τη χλωρίδα της πατρίδας του, αλλά και, γύρω στο 1250, από τη θεματογραφία της Μιλήτου, της Σιδώνας και της Κύπρου, όπου ακμάζουν σημαντικά εργαστήρια: σφίγγες η μία απέναντι στην άλλη, πάλη λιονταριού με γρύπες, λιοντάρια που καταβάλλουν ταύρους και ανθρώπους.

Λογιστές

Συχνά γίνεται λόγος για το επάγγελμα, και μάλιστα για την τάξη ή την κάστα των γραφέων. Σε κανένα, ωστόσο, από τα τέσσερις χιλιάδες πήλινα έγγραφα που υπάρχουν και που τα περισσότερα δεν είναι παρά προχειρογραφήματα ή προσωρινές σημειώσεις, δεν αναγράφεται το όνομά τους. Η έννοια όμως του γραφέα φαίνεται πως ήταν ξένη στο μυκηναϊκό πολιτισμό.

Όποιος στην Ελλάδα ήξερε να γράφει, έστω κι αν ήταν ξένος, έπαιρνε, όπως και στην αρχαία Κίνα, σημαντική θέση στη διοίκηση των ανακτόρων και των ναών. Οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να είναι όλοι γραμματισμένοι. Μετέγραφαν τους λογαριασμούς και τις χρονιάτικες αναφορές τους σε φθαρτά υλικά, λινό, περγαμηνή, φυτικές ίνες ή φλοιούς. Δέκα το λιγότερο αξιωματούχοι, ίσως και δώδεκα, έλεγχαν τις εισόδους και τις εξόδους των τροφίμων και των ακατέργαστων ή βιομηχανοποιημένων προϊόντων, συνέτασαν τις απογραφές των στάβλων, των αποθηκών των εφοδίων ή των κελαριών, κατέγραφαν λογιστικά τα χρέη και τις οφειλές, καθόριζαν το ρόλο και τη βάση της φορολογίας, πρόβαιναν στην απογραφή του πληθυσμού και των ζωντανών, έκαναν κατανομή της εργασίας στις εργάτριες και στους εργάτες και εξοικειώνονταν με τις πολύπλοκες υποδιαιρέσεις των μονάδων , των μέτρων και των σταθμών. Μερικοί πίστεψαν πως αναγνώρισαν σαράντα, το λιγότερο, διαφορετικά "γραφεία" στο ανάκτορο μόνο της Κνωσού, γύρω στα 1300 π.Χ.

Στην πραγματικότητα τα λογιστικά έγγραφα μας γνωρίζουν διάφορους, πολύ ειδικευμένους υπαλλήλους, έναν επιστάτη για τα σύκα (ΟΡΙSUKΟ), έναν για τους καρπούς της γης ή τα δημητριακά (ΟΡΙΚΑΡΕΕU), έναν έφορο για το μέλι(ΜERΙDUΜΑ), έναν αποθηκάριο (ΟΡΙΤΕUΚΕΕU), έναν επιστάτη για τα κράματα (ΜΙΚΑΤΑ) ένα μετρητή (ΜΕΖΑΝΑ), έναν οπλοποιό (EΤΟWΟKΟ), ένα φύλακα των ιερών δερμάτων (;) (DΙΡRERΑΡΟRΟ), έναν επιφορτισμένο στο άναμμα της φωτιάς με πολλούς βοηθούς, έναν υπο-επιστάτη (ΡΟRΟDUΜΑ). Πάνω από αυτούς, που θα 'πρεπε να ξέρουν να γράφουν, γιατί έπαιρναν και διαβίβαζαν γραπτές διαταγές, υπήρχε ένας επίτροπος (KΟRΑΤE) και ένας πληρεξούσιος (ΡΟΡΟKΟREΤE) και, στις επαρχίες, ένας επαρχιακός επόπτης (ΑΤΟΜΟ) και ένας επαρχιακός διαχειριστής (DΑΜΟKΟRΟ).

Είναι φανερό πως οι τελευταίοι αυτοί αξιωματούχοι (QΑSΙRΕWΙΥΟΤΕ) διακρίνονται σε σχέση με τους προηγούμενους από τα φανταχτερά τους ρούχα και τα εμβλήματά τους, από τη μεγάλη ζωή που έκαναν και από την ίδια την τροφή τους. Ο επαρχιακός ελεγκτής, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, έπαιρνε τη χορηγία του σε γουρούνια. Οι επίτροποι και οι έπαρχοι φορολογούνταν διαφορετικά την ημέρα που το Κράτος είχε επείγουσες ανάγκες από μέταλλο ή λινάρι. Ορισμένοι υπάλληλοι με μυστηριώδεις αρμοδιότητες είχαν το δικαίωμα να απαλλάσσουν από ορισμένα βάρη αυτούς που διοικούσαν. Όπως αυτός ο ESΑREU, ίσως κάποιος διαχειριστής, που τον έλεγαν Κεύποδα, ο οποίος εξαιρούσε διάφορες κοινότητες στα νοτιοδυτικά της Πύλου, από τη φορολογία σε λινάρι ή σε είδη από λινάρι.

Ή ακόμη ο WΑΤEU, κάποιος ίσως εφοριακός πράκτορας, που ήταν επιφορτισμένος με τις μισθώσεις της γης. Άλλοι μετακινούνταν, όπως ο ΑKERΟ, ελληνικά άγγελος ή αγγελιαφόρος, που ήταν επιφορτισμένος να στέλνει επιστολές, και ο KΑRUKΑ, ή ιερός κήρυκας. Τι να πούμε, ωστόσο, για τον ΡΑDEΥ, τον ΡΑDΑWEΥ και για πολλούς άλλους, που ο όνομά τους δεν εμφανίζεται παρά μια ή δυο φορές συνολικά; Και μια που δεν βρίσκουν κάτι καλύτερο, τους μεταφράζουν σαν κύρια ονόματα, ενώ μπορεί να είναι, για παράδειγμα, όπως οι ΑΜΟΤERE και οιEREUΤERE επίτροποι, επιθεωρητές, πληρεξούσιοι και φοροεισπράκτορες.

Ζωγράφοι

Στην καρδιά του παλατιού, στο βάθος μιας αυλής, πίσω από μια στοά, από έναν προθάλαμο και από μια δίφυλλη πόρτα, απλώνεται μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, που η οροφή της συγκρατείται από τέσσερις κίονες. Συγκεντρώνονται κοντά στην κεντρική εστία για τα γεύματα, για τα συμπόσια, που συνοδεύονται από τραγούδια και αφηγήσεις, για τις δεξιώσεις.

Είναι το μέγαρο. Εκεί μέσα απασχολείται πότε-πότε μια ομάδα διακοσμητών με τους βοηθούς τους, για την επισκευή των τοιχογραφιών. Μιλούν αυθαίρετα για νωπογραφίες, αλλά πρόκειται για μια ολότελα διαφορετική τεχνοτροπία. Πάνω στις εσωτερικές πλευρές του τοίχου έχουν απλώσει οι χτίστες μια στρώση από κιτρινωπή άργιλο ανακατεμένη με ψιλοκομμένο άχυρο για να βαστάξει καλύτερα. Από πάνω οι γυψοποιοί πέρασαν δύο ή τρεις, πολύ λεπτές αλλά του ίδιου πάχους στρώσεις μαρμαροκονίας. Λειαίνουν τη μαρμαροκονία αυτή με μεγάλη προσοχή με το μαρμαρένιο στίλβωτρο, και σε μερικά σημεία ακόμη και με το νύχι: δεν υπάρχει πια η παραμικρότερη γούβα, μια ανωμαλία, ένα χαλίκι. Και κατόπιν τα αφήνουν όλα να στεγνώσουν έναν ολόκληρο μήνα.

Οι ζωγράφοι εργάζονται πάνω στην τελευταία επίστρωση, μια στεγνή και σκληρή επένδυση, την ΚΙRΙSΕWΕ, σύμφωνα με τη μέθοδο που τώρα ονομάζουν Α FRESCΟ SECCΟ. Μουσκεύουν κομμάτι, κομμάτι, ελαφρά με το σφουγγάρι την επιφάνεια που θα διακοσμήσουν και που θα τη βάψουν με το πινέλο και το καλάμι. Οι κοπανισμένες χρωστικές ουσίες, που τις διαλύουν μόνο μέσα σ' ένα αρκετά ανοιχτόχρωμο ασβεστοπολτό, είναι βασικά οργανικές και ορυκτές ουσίες. Όταν το μαύρο δεν είναι από μελάνι σουπιάς, το φτιάχνουν από σκόνη καρβουνιασμένων οστών ή από καπνιά. Η ώχρα δίνει το κίτρινο και όταν την καίνε, διάφορες άλλες αποχρώσεις, που αρχίζουν από το καφέ και φτάνουν στο κοκκινόξανθο.

Από τον αιματίτη βγάζουν τα διάφορα κόκκινα χρώματα, από το ροζ μέχρι το κρεμεζί. Το κιννάβαρι δίνει ένα χρώμα ροδαλό. Το μπλε και το πράσινο δεν είναι παρά οι σκόνες αυτές του αζουρίτη και του μαλαχίτη, των δύο αυτών ανθρακικών αλάτων του χαλκού, που συναντήσαμε και παραπάνω στην κατασκευή της υαλόμαζας, που οι κιβδηλοποιοί και οι ερασιτέχνες εξακολουθούν να ονομάζουν λαζούρι, εμαγιέ, σμάλτο ή νιέλλο. Το πιο σκούρο ή πιο ανοιχτό καφέ δεν είναι παρά ένα χώμα με μικρότερη ή μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οξείδια του σιδήρου και του μαγγανίου. Είναι πολύ πιθανό, μα όχι και βέβαιο, ότι οι μυαλωμένοι αυτοί τεχνίτες είχαν προσέξει τις χρωματικές αρετές που έχουν τα κράματα του κοβαλτίου και του χρωμίου, δύο ορυκτών που τα βρίσκουμε σε πολλά ορυχεία της Κρήτης. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι σίγουρο: ότι έκαναν διάφορες αναμείξεις μέσα στα δοχεία τους.

No comments:

Post a Comment