Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, επαφή της ελληνικής με τις προελληνικές διαλέκτους

Η συγκριτική φιλολογία έδειξε καθαρά τρία πράγματα:

1.οι καλούμενες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ήταν κάποτε, στην αρχαιότερη μορφή τους, διάλεκτοι που διαφοροποιήθηκαν η μια με την άλλη, τις μιλούσαν λαοί που, σε όποια φυλετική ομάδα κι αν ανήκαν από ανθρωπολογική άποψη, ζούσαν κοντά ο ένας στον άλλο, σε μια περιοχή, που αν κι εκτεταμένη, είχε, παρόλα αυτά, καθορισμένα όρια

2.οι λαοί αυτοί είχαν φθάσει, σχεδόν όλοι, στο ίδιο επίπεδο πολιτισμού

3.όταν οι πολλές κι αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις οδήγησαν τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς σε διασπορά, η διάλεκτος τους άρχισε να διαφοροποιείται βαθμιαία, εν μέρει από δική τους πρωτοβουλία κι εν μέρει εξαιτίας των επαφών τους με λαούς που είχαν άλλου τύπου γλώσσα.

Η αρχικά ομογενής ινδοευρωπαϊκή ομάδα με τις συνεχείς μεταναστεύσεις της, που ουσιαστικά κράτησαν από την αρχή της εποχής των Μετάλλων ως το τέλος του Μεσαίωνα, διασπάστηκε σε δύο υποομάδες, τις εξής:

Η ανατολική ή «ΆAρια» ομάδα περιλαμβάνει πιθανότατα τους λαούς που μιλούσαν ιρανικές διαλέκτους (παλαιοϊρανική, μηδική, σκυθική και μεσοϊρανική) καθώς και ινδικές διαλέκτους. Η δυτική ομάδα από την άλλη μεριά, περιλαμβάνει τη νεοχιττιτική διάλεκτο, την ελληνική, την ιλλυρική, την ιταλική, την κελτική, τη γερμανική και άλλες. Οι μαρτυρίες που διατηρήθηκαν ως σήμερα για τις πρώτες περιόδους των διαφόρων ινδοευρωπαϊκών διαλέκτων είναι σχετικά νέες, μόνο για τη νεοχιττιτική και την ελληνομυκηναϊκή μπορούμε να ανατρέξουμε στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας. Τα πρώτα ινδοϊρανικά, ιταλικά και παλαιοφρυγικά κείμενα ανήκουν στην πρώτη χιλιετία π.Χ. Για όλες τις άλλες διαλέκτους, τα αρχαιότερα κείμενα που διασώθηκαν προέρχονται από τις περιόδους της χριστιανικής και της βουδιστικής επέκτασης.

Οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί που κατέβηκαν στη κεντρική κι ανατολική Μικρά Ασία κι ανήκαν στην δυτική ομάδα συνάντησαν εκεί παλαιότερα φύλλα επηρεασμένα από την ανατολική ομάδα, όπως οι Χάλδοι, οι Ουρρίτες, οι Ελαμίτες κι οι Κασσίτες. Παράλληλα με αυτή τη διείσδυση διεξάγονταν άλλες δύο κινήσεις προς τα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου, αυτή των Θρακοφρυγών και των Ελλήνων.

Οι Θράκες μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς κάποια που ανήκε στην ανατολική ομάδα. Κατά τον Ηρόδοτο (5,3), οι Θράκες ήταν ο πιο πολυάριθμος λαός της γης, μετά τους Ινδούς («ΘΡΗΙΚΩΝ δε έθνος μέγιστον εστι μετά γε Ινδούς πάντων ανθρώπων»). Το κομμάτι τους που πέρασε τον Ελλήσποντο κι έμεινε στην Μ. Ασία ονομάστηκε Φρύγες. Από τους τελευταίους κατέχουμε δύο σειρές επιγραφών, σε μια παλαιοφρυγική επιγραφή είναι φανερή η επίδραση της ελληνικής γλώσσας, που προερχόταν από τις επαφές τους με τους έλληνες αποίκους.

Αρκετοί από τους ασιατικούς λαούς της δυτικής αυτής χώρας της Μ. Ασίας υπέκυψαν σε νέες φυλετικές επιμειξίες και δέχθηκαν τις επιδράσεις των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που μιλούσαν οι Φρύγες κι οι Έλληνες γείτονες τους κι άλλες, λιγότερο καθορισμένες, ινδοευρωπαϊκές ομάδες. Διατήρησαν παρόλα αυτά την αρχική μικρασιατική βάση της λαλιάς τους. Οι λαοί αυτόι ήταν οι Λύδιοι, ή Μαίονες κατά τον Όμηρο, οι Μυσοί, οι Κάρες προς τα νότια, ή οι «βαρβαρόφωνοι» κατά τον Όμηρο,οι Λύκιοι κι οι Πισιδοί.

Όταν οι δύο βασικές ινδοευρωπαϊκές ομάδες χωρίσθηκαν, θα γνώριζαν ήδη, ασφαλώς, μερικά είδη μετάλλων, γιατί οι γλώσσες τους χρησιμοποιούν συγγενείς όρους για κάτι που είναι άλλοτε χαλκός, άλλοτε ορείχαλκος κι άλλοτε σίδηρος. Επομένως, ο αρχαιότεροι περίοδοι του πολιτισμού της Λίθινης Εποχής, που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν στην Ελλάδα, υπήρξαν, χωρίς αμφιβολία, έργο όχι των Ελλήνων, αλλά αυτόχθονων λαών που ζούσαν εκεί πριν από αυτούς. Κλασικοί συγγραφείς στηριζόμενοι κυρίως σε πρόχειρα συμπεράσματα από τοπωνύμια, αναφέρονταν συχνά στις αρχαίες φυλές, που, όπως υπέθεταν, κατοικούσαν ανέκαθεν στην ελληνική χερσόνησο, στους Πελασγούς, τους Λέλεγες, τους Κάρους κ.λπ.

Οι έλληνες υποδούλωσαν αυτούς τους προελληνικούς πληθυσμούς αλλά δεν τους εξόντωσαν τελείως. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε πλήρως ως ποιο βαθμό οι πληθυσμοί αυτοί επηρέασαν τις σωματικές, ηθικές και πνευματικές ιδιότητες των ελληνικών λαών, στην ηπειρωτική Ελλάδα ή στον κόσμο των ελληνικών αποικιών, αλλά οι μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν πως η επίδραση πάνω στα ήθη και έθιμα τους, μαζί και στη γλώσσα και και στη θρησκεία τους, ήταν σημαντική. Σε πλήρως κλασσικούς χρόνους, ομάδες από μη έλληνες ζούσαν ακόμη - και μιλούσαν μη ελληνικές γλώσσες - σε περιοχές των κρητικών νήσων, της Καρπάθου και της Κύπρου.

Οι πιο παλαιές και βασικές αυτές διαφορές επιτρέπουν την ταξινόμηση των ελληνικών διαλέκτων σε τρεις κατηγορίες, που η καθεμιά τους έχει δύο υποδιαιρέσεις: στην ιωνική, που περιλαμβάνει την αττική και την κυρίως ιωνική, στην αιολική, που η βόρεια υποδιαίρεση της περιλαμβάνει τη βοιωτική και τη θεσσαλική κι η νότια έχει τυποποιηθεί στην αρκαδικά. Τέλος στη δωρική, όπως τη μιλούν στη βορειοδυτική Ελλάδα και στις περιφερειακές περιοχές της Πελοποννήσου.

Οι διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας, διαφοροποιημένες ήδη στην ηπειρωτική χώρα, διαφοροποιήθηκαν φυσικά ακόμη περισσότερο στις αποικίες. Κάθε αποικία είχε μικτό πληθυσμό, γιατί ήταν καταφύγιο μεταναστών από διάφορα μέρη και ήταν πιο εκτεθειμένη στις «βάρβαρες» επιρροές από ότι η μητροπολιτική Ελλάδα.

Μόνο μετά την εποχή του Περικλή απέκτησε η αττική διάλεκτος την υπεροχή της, με μια κοινή που χρησιμοποιήθηκε σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας.

Γραφή στον ελληνικό χώρο

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναφερθεί για τις μεθόδους γραφής κατά την περίοδο 1200-500 π.Χ. είναι πως οι τρόποι γραφής που επικρατούσαν κατά τους προηγούμενους αιώνες διατηρήθηκαν σε μεγάλη έκταση της Ανατολικής Μεσογείου. Τα δύο αιγυπτιακά συστήματα γραφής ήταν επί 500 χρόνια τα μόνα διαδεδομένα στην κοιλάδα του Νείλου. Το ιερογλυφικό και το ιερατικό που δε διαδόθηκαν έξω από την κοιλάδα του Νείλου. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι στην Αίγυπτο τον 7ο αιώνα π.Χ. δημιουργείται άλλος ένας κοινής γραφής της Δημοτικής. Ούτε, όμως, αυτή καταφέρνει να βγει έξω από τα όρια του αιγυπτιακού κράτους. Το φοινικικό αλφάβητο ήταν αυτό που κατάφερε να περάσει στον ελληνικό κόσμο κι έτσι έμμεσα να αποτελέσει την βάση της σύγχρονης γραφής αφού οι Έλληνες επηρέασαν με τη σειρά τους τη γραφή όλου του σύγχρονου κόσμου.

Στον ελληνικό χώρο έχουμε από τα μινωικά και τα μυκηναϊκά χρόνια ακόμα την ανάπτυξη κάποιου είδους γραμμικής γραφής. Θα πρέπει να αναφέρουμε τη Γραμμική που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην Κρήτη, όσο κι από τους έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Γραμμική, που τα 48 από τα 64 σημεία της προέρχονται από την Γραμμική, εμφανίζεται στη Κνωσό, στις Μυκήνες και στην Πύλο. Η τελευταία επινοήθηκε από έναν προελληνικό λαό, είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα κι αργότερα υιοθετήθηκε από τους Έλληνες. Ήταν, επομένως, ένα σύστημα γραφής που το κατείχαν ήδη οι Έλληνες, όταν άρχισαν να καταλαμβάνουν τις νήσους του Αιγαίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Προαλφαβητικές γραφές αναφέρονται αναμφίβολα σε ένα χωρίο της Ιλιάδας (Ζ, 166 κ.ε.), όπου θεωρούνται από τους συγχρόνους του ποιητή ακατανόητες.


Αντιστοιχίες στα διαφορετικά αλφάβητα

Τα ιερογλυφικά ήταν για αιώνες το μέσο γραφής στην Aίγυπτο κι αλλού

Την περίοδο, όμως, του ελληνικού μεσαίωνα για λόγους που μας είναι άγνωστοι, αλλά που θα πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την γενικότερη παρακμή που παρουσιάζει ο ελληνικός χώρος την περίοδο αυτή, η γραφές αυτές εγκαταλείπονται τελείως. Έτσι ανοίγει ο δρόμος για το φοινικικό αλφάβητο, να δείξει τα προτερήματα της αλφαβητικής γραφής.

Ακόμα και κατά τους αρχαίους χρόνους, η παράδοση απέδιδε στο ελληνικό αλφάβητο φοινικική προέλευση και δεν αμφισβητείται η άποψη πως έφθασε στους έλληνες μέσω των αλφαβήτων της Μικράς Ασίας. Έχουμε τρεις τύπους ελληνικού αλφαβήτου: πράσινος, αυτός που προέρχεται από τις νήσους του νότιου Αιγαίου, κόκκινος, ο προερχόμενος από τη δύση και γαλάζιος από την ανατολή. Είναι πιθανό πως ο πράσινος τύπος, που περιλαμβάνει τις επιγραφές από τη Θήρα, την Κρήτη και τη Μήλο, είναι ο πιο αρχαίος και πλησιάζει περισσότερο προς το φοινικικό αρχέτυπο. Στα κείμενα της Θήρας έχει μόνο 22 γράμματα, ενώ στα κρητικά έχει προστεθεί το δίγαμμα και τα γράμματα του γίνονται 23.

Το ελληνικό αλφάβητο θα εδραιωθεί για τα καλά στο χώρο του Αιγαίου και αφού περάσει από διάφορες φάσεις και αλλαγές στα αρχαϊκά χρόνια, με τις αναγκαίες παραλλαγές σε κάθε κομμάτι του ελληνικού κόσμου, την περίοδο των κλασσικών χρόνων θα πάρει μια περισσότερο ομογενοποιημένη μορφή.

Τα υλικά γραφής στη Μέση Ανατολή και στον κλασσικό κόσμο ήταν πολλά και ποικίλα. Ένας λόγος για αυτό ήταν πως, μετά την εφεύρεση και τη διάδοση αλφαβητικών μεθόδων, η χρήση της γραφής αυξήθηκε ανάλογα και χρειαζόταν, επομένως, φθηνό υλικό, έστω και πιο φθαρτό. Φυσικά, η αύξηση των γραπτών κειμένων κι η χαμηλότερη τιμή του υλικού γραφής προχωρούσε παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των αναγνωστών.

Στην αρχαία Αίγυπτο υπήρχε ήδη το έθιμο, όταν ήθελε κανείς να γράψει ένα πλήρες κείμενο ή ένα οριστικό κομμάτι από κάποιο έργο, να κολλάει πεπιεσμένο φύλλο παπύρου (βύβλος) επάνω σε άλλο κι έτσι να κατασκευάζει μακρές ταινίες, αυτές τυλίγονται σε κύλινδρο συγγραφής και φυλάγονταν σε μια θήκη. Ο Ηρόδοτος (2,92) κάνει λόγο για αυτή την εφεύρεση, αν και δεν μας λέει πότε την απέκτησε η Ελλάδα, εισήχθη πιθανώς στην Ιωνία κατά τους χρόνους του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, τον 6ο αιώνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα περίπου το 500. Όπου χρησιμοποιούσαν πινακίδες ή περγαμηνές, τις ένωναν μαζί σε κώδικες και επειδή οι κώδικες αυτοί κόστιζαν πολύ, τους χρησιμοποιούσαν συνήθως περισσότερο από μία φορά ξύνοντας τα αρχικά κείμενα και γράφοντας άλλα επάνω στην ίδια επιφάνεια (παλίμψηστα).

Πορεία της ελληνικής γλώσσας στο χρόνο

Οι ελληνικές διάλεκτοι που μεταφέρθηκαν στις αποικίες δεινοπάθησαν για πολλούς λόγους. Οι ίδιοι οι άποικοι αποτελούσαν ένα φυλετικό μείγμα, επειδή και πολλές διαφορετικές γενιές πήραν μέρος στην ίδρυση των αποικιών και ξένοι ήρθαν αργότερα εκεί. Επιπρόσθετα, με το πέρασμα των αιώνων, αναπτύχθηκε όλο και μεγαλύτερη οικειότητα με τους ιθαγενείς κατοίκους, που εξελληνίσθηκαν αλλά με τη σειρά τους επηρέασαν κι αυτοί τους Έλληνες. Αυτό είναι φανερό στη γλώσσα των διαφόρων λαών με τους οποίους ήρθαν οι Έλληνες σε επαφή στις αποικίες. Εκεί σχηματίσθηκαν καινούρια παρακλάδια των ελληνικών διαλέκτων, ιδιαίτερα στη λαϊκή γλώσσα π.χ. στον Πόντο.

Στο τέλος του 5ου αιώνα, πάντως η αττική έγινε η κοινή γλώσσα, εν μέρει εξαιτίας της πνευματικής υπεροχής της Αθήνας κι ακόμη επειδή το κίνημα των σοφιστών δημιουργούσε μια ομοιόμορφη πνευματική ατμόσφαιρα.

Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου συνετέλεσαν αποφασιστικά στη χρήση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της μακεδονικής κοσμοκρατορίας. Όχι μόνο σε περιοχές όπως η Μικρά Ασία που περιβρέχεται από το Αιγαίο, όπου τη μιλούσαν ήδη από αιώνες οι Έλληνες άποικοι αλλά επιβλήθηκε και σε ιθαγενείς λαούς παράλληλα με την αραμαϊκή, που είχα απλωθεί με την περσική κυριαρχία. Τη μιλούσαν ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατούσε το ιρανικό στοιχείο, όπως στον Πόντο και στην Καππαδοκία, στις ζώνες της Συρίας και της Μεσοποταμίας όπου κυριαρχούσαν οι σημιτικές γλώσσες, ιδιαίτερα η αραμαϊκή, στην Αίγυπτο και μέχρι τη μακρινή Ινδία. Βέβαια, έπειτα από λίγες δεκαετίες αποσπάσθηκαν πολιτικά τρεις χώρες, η Ινδία, η Βακτριανή κι η Παρθία. Όμως, στα λιγότερο απομακρυσμένα σημεία αυτών των περιοχών, η ελληνική διατηρήθηκε ως γλώσσα των ανώτερων τάξεων, των μορφωμένων και του λαού των ελληνικών πόλεων, σε πείσμα των παλαιότερων γλωσσών και διαλέκτων που τις χρησιμοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι των πόλεων κι οι χωρικοί.

Αυτή η ελληνική, η αττική «κοινή», ήταν σε χρήση παντού μέσα στον ελληνικό κόσμο. Εισδύει στη Μακεδονία και με τις κατακτήσεις των Μακεδόνων μεταφέρεται από άκρη σε άκρη της απέραντης αυτοκρατορίας τους, πράγμα που επιτυγχάνεται και με τη χρήση της από την αυλή αλλά κι εξαιτίας των μακεδονικών αποικιών. Ήταν μια αττική αρκετά διαφορετική από τη γνήσια, όπως δηλαδή εκείνη που μιλούσαν στην Αθήνα, ενώ είχε χάσει κάποιες ιδιομορφίες της, είχε επηρεαστεί από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, ιδιαίτερα από την ιωνική κι επιπλέον είχε δανειστεί κάποιους βαρβαρικούς νεολογισμούς. Όλες οι άλλες διάλεκτοι, που μιλούσε ο ελληνισμός του Αιγαίου υποχώρησαν μπροστά στην αργή επέκταση της κοινής αυτής που γνωρίζουμε και από τη μετάφραση της Βίβλου των «Εβδομήκοντα».

Όταν η Ρώμη άπλωσε βαθμιαία την κυριαρχία της στον ασιατικό και στο μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού κόσμου, δεν επιχείρησε το ακατόρθωτο έργο να αντικαταστήσει την ελληνική με τη λατινική ως γλώσσα των μορφωμένων. Βλέποντας στις περισσότερες περιοχές την αναβίωση των παλαιότερων γλωσσών και πολιτισμών, όσων είχαν ιρανικές, σημιτικές, συριακές κι αιγυπτιακές ρίζες, αρκέσθηκε να προστατεύσει τον ελληνικό πολιτισμό των ανώτερων τάξεων.

Πορεία της ελληνικής γραφής μέσα στο χρόνο

Στην περίοδο μετά το 500 π.Χ. συνεχίζεται η εξάπλωση των ελληνικών αλφαβήτων από τις ελληνικές αποικίες σε γειτονικές χώρες με ξένη γλώσσα. Αλλά μερικές φορές αλφάβητα διαφορετικών αποικιών έχουν παρόμοια εξέλιξη, ενώ σε άλλες ελληνικές περιοχές γεννιούνται μεικτά συστήματα γραφής που επιβάλλονται είτε δυναμικά, άνωθεν, είτε, όπως γινόταν στις αποικίες, από φυλετική επιμειξία. Στην ίδια την Ελλάδα, το 403 π.Χ., οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υιοθετήσουν επίσημα το ιωνικό αλφάβητο αν κι η χρήση του δεν γενικεύτηκε παρά έπειτα από πολλά χρόνια. Μέσα σε λίγες δεκαετίες είχε γίνει το αλφάβητο που χρησιμοποιούσαν γενικά όλοι οι Έλληνες και τα ποικίλα συστήματα των περασμένων αιώνων λησμονήθηκαν, ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν τόσο η κεφαλογράμματος όσο κι η επισεσυρμένη γραφή προκειμένου για χειρόγραφα.

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι ύστερα οι αλλαγές που υφίστανται η ελληνική επισεσυρμένη γραφή μπορούν να βοηθήσουν ώστε τα ελληνικά κείμενα να προσδιοριστούν χρονολογικά με ακρίβεια μιας γενιάς, αν όχι μιας δεκαετίας. Άλλες αλλαγές στα γράμματα έγιναν για καλλιγραφικούς σκοπούς όπως η προσθήκη λοφίων (κορυφών-άκρων) κι άλλων διακοσμητικών στοιχείων κι η χρησιμοποίηση συνδετικών σημείων, της «σίγλης» κι άλλων συντμήσεων. Οι τόνοι κι άλλα φωνητικά σύμβολα εφευρέθηκαν το 200 περίπου π.Χ.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

No comments:

Post a Comment