Αριστοτέλης 03


Ορισμένοι, όπως είδαμε, τόσο πολύ νικήθηκαν από τη δυσκολία να ερμηνεύσουν την κίνηση, ώστε κατέληξαν στο απελπισμένο τέχνασμα να αρνηθούν την ύπαρξη τους. Ο ίδιος ο Πλάτων (αν και υπάρχουν χωρία στους τελευταίους του διάλογους που δείχνουν ότι το θέμα τον ανησυχούσε) αναγκάστηκε, από το γεγονός ότι ο κόσμος μεταβάλλεται, να δηλώσει ότι ο κόσμος είναι σαν πραγματικός και ότι πρέπει να αναζητήσουμε την πραγματικότητα σε μια σφαίρα υπερβατική χωρίς φυσική κίνηση και μεταβολή. Με την εγκάρδια λοιπόν αποδοχή της κίνησης, στην οποία τον οδηγούσε η πιο επιστημονική (και ειδικότερα βιολογική) νοοτροπία του, έθεσε ο Αριστοτέλης στον εαυτό του την υποχρέωση να απαντήσει σε όσους, όπως ο Παρμενίδης, είχαν δηλώσει πως η κίνηση δεν υπάρχει. Το δίλημμα του Παρμενίδη ήταν, όσο και οτιδήποτε άλλο, συνέπεια της ανωριμότητας της γλώσσας και της λογικής στην εποχή του, και την οδό διαφυγής την είχε κιόλας υποδείξει ο Πλάτων. Ο Αριστοτέλης παράφρασε το δίλημμα ως εξής: Δεν υπάρχει γίγνεσθαι, γιατί ούτε αυτό που είναι θα γίνει (γιατί είναι κιόλας), ούτε κάτι μπορεί να γίνει (= υπάρξει), εφόσον δεν είναι. Ο Πλάτων είχε δείξει ότι αυτό το δίλημμα εξακολουθούσε να υπάρχει, γιατί δεν ήμασταν σε θέση να αντιληφθούμε ότι το ρήμα «είμαι» έχει δύο τελείως διαφορετικές σημασίες, (α) υπάρχω, (β) είμαι κάτι (είμαι άνθρωπος, είμαι θερμός κλπ.). Στηριζόμενος σε αυτό ο Αριστοτέλης εισήγαγε ως λύση τη διπλή έννοια του όντος, τη δυνητική και την πραγ­ματική, μια διάκριση που τόσο σταθερά χρησιμοποιείται σήμερα, ώστε είναι δύσκολο να θυμηθούμε πόση σκέψη χρειάστηκε για να στρωθεί ο δρόμος ο σχετικός.

Η παλιά αντίθεση ανάμεσα στο «τι υπάρχει» και στο «τι δεν υπάρχει» δεν αντιπροσωπεύει, λέει ο Αριστοτέλης, τη σωστή θέση. Βέβαια όπου δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει κάτι. Κανείς Έλληνας δεν θα αρνιόταν την αλήθεια του ρητού «ex nihilo nihil», και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που θεωρούσαν το σύμπαν αιώνιο. Αυτό όμως δεν είναι το θέμα μας. Το έμβρυο «δεν είναι» άνθρωπος. Η κρίση δεν σημαίνει ανυπαρξία του εμβρύου, αλλά μάλλον το θετικό γεγονός ότι εδώ έχουμε ένα τμήμα ύλης τέτοιας φύσεως που να μπορεί να μετατραπεί σε άνθρωπο. Με άλλα λόγια αποτελεί δυνητικά άνθρωπο. Με δεδομένη την ανάλυση των συγκεκριμένων όντων σε υποκείμενο (= ύλη) και μορφή, θα μπορούσε να πει ο Αριστοτέλης ότι το ον αυτό αποτελείται από ένα υποκείμενο που τη στιγμή εκείνη «έχει στέρηση»*16 της μορφής του ανθρώπου. Και αυτό δεν αποτελεί καθαρά αποφατική κρίση, αλλά ενυπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η μορφή. Βλέπει όλη τη φύση με τα μάτια ενός τεχνολόγου, και εδώ πάλι προέχει η έννοια της λειτουργίας.

Λειτουργία του οφθαλμού π.χ. είναι η όραση. Με αριστοτελικούς όρους, το μάτι δεν έχει πραγματοποιήσει τη μορφή του και δεν λειτουργεί στην πράξη, αν δεν βλέπει. Αν λοιπόν ένα μάτι είναι τυφλό, χαρακτηρίζεται από τη στέρηση της όρασης. Η κρίση δεν μπορεί να ισχύσει σωστά για το φύλλο ενός φυτού, κι ας μη βλέπει περισσότερο από το τυφλό μάτι ενός νεογέννητου γατιού, γιατί δεν είναι δουλειά του να βλέπει. Αν από την άλλη ένα φυτό μεγαλώνει στο σκοτάδι και τα φύλλα του είναι ασπριδερά, σωστά θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζονται από τη στέρηση του πράσινου χρώματος, γιατί είναι στη φύση τους να γίνουν πράσινα. Η μορφή αποτελεί την ουσία ή την αληθινή φύση ενός όντος και η πλήρης κατοχή της μορφής εξισώνεται προς τη σωστή εκτέλεση της λειτουργίας.

Οι δύο έννοιες που εδώ περιγράψαμε, α) η σύμφυτη μορφή, και β) η έννοια του «δυνάμει καί εντελέχεια είναι», συνδέονται έτσι στενά. Η άποψη ότι τα φυσικά όντα προχωρούν από το δυνητικό στο πραγματικό χάρη στην ίδια τους τη δυναμική φύση δεν μπορεί να διαχωριστεί μέσα στο νου μας από την ανάλυση των πραγμάτων, αν τα πάρουμε όπως είναι, η οποία ανάλυση αποκαλύπτει την ανάγκη να υπάρχει ένα ακαθόριστο «υποκείμενο» ικανό να διαμορφωθεί σε ποικίλους βαθμούς χάρη σε ιδιότητες που είναι καθαυτές μη μεταμορφώσιμες. Το ένα μπορεί να παραβληθεί προς τη στιγμιαία ακτινογραφία των ακτινών Χ. Το άλλο αποτελεί ερμηνεία της πορείας. Εφόσον όμως κατά την Αριστοτέλεια αντίληψη τα φαινόμενα που πρώτιστα απαιτούν ερμηνεία είναι η μεταβολή και η κίνηση, η δυναμική άποψη για τη φύση - αυτή που μας δίνουν οι όροι «δύναμις» και «ενέργεια» — κυριαρχεί στο σύστημα και βοηθεί πάρα πολύ αυτόν που την επινόησε να διαμορφώσει θεωρίες ανάλογες για κάθε κλάδο της γνώσης.

Μπορούμε τώρα να πλησιάσουμε το πρόβλημα του αριστοτελικού θεού και τη σχέση Θεού και κόσμου. Ο Πλάτων στα γηρατειά του, όπως είδαμε, όρισε τον Θεό ως ψυχή και την ψυχή ως «το εαυτό κινούν». Ο Αριστοτέλης ξεκίνησε από εκεί, αλλά δεν μπορούσε να μείνει εκεί, εφόσον η ιδέα αυτή δεν ικανοποίησε τον συνειδησιακό του ορθολογισμό. Ο θεός του δεν αποτελούσε αρχικό αίτημα, αλλά το τελικό βήμα σε μια αλυσίδα επιχειρημάτων που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατη η έννοια του αυτοκινούμενου. Αυτό το επιχείρημα από την κίνηση μπορεί να φαίνεται ελάχιστα σχετικό προς οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ως θεολογία, αλλ’ όμως είναι ουσιώδες για την κατανόηση της περίεργης φύσης της Αριστοτελικής θεότητας.

Για κάθε μεταβολή πρέπει να υπάρχει εξωτερική αιτία. Ξέρουμε ότι η φύση καθενός περιέχει μια έμφυτη τάση ή ικανότητα για μεταβολή και ανάπτυξη προς κάποια κατεύθυνση, και γι' αυτό καλείται «δύναμις». Είναι μια δύναμη που ανταποκρίνεται στο σωστό ερέθισμα, αλλά δεν αποτελεί επαρκή ερμηνεία της μεταβολής που πραγματοποιείται. Η μεταβολή απαιτεί ένα εξωτερικό αίτιο ή ένα ερέθισμα, χωρίς το οποίο η εσωτερική δυνατότητα θα παραμείνει υπνώττουσα. Κάτι άλλο πρέπει να ενεργήσει μαζί με την τριπλή ικανότητα, δηλ. το ποιητικό αίτιο (που δίνει την κίνηση), το μορφικό αίτιο (γιατί στα έμψυχα όντα το ξεκίνημα πρέπει να προέλθει από ένα μέλος του ίδιου γένους) και το τελικό αίτιο (που αναπαριστά τον σκοπό προς τον οποίο κατευθύνεται η ανάπτυξη). Δεν υπάρχει παιδί χωρίς φυσικούς γονείς ή σπόρος που να μην προέρχεται από ώριμο φυτό.

Το αδύνατο της μεταβολής που έχει αιτία τον εαυτό της προκύπτει από την παράθεση δύο κρίσεων. Πρώτα-πρώτα η μεταβολή ή κίνηση αποτελεί πορεία ή, με αριστοτελικούς όρους, όσο διαρκεί η πορεία, η δυνατότητα για την οποία μιλούμε δεν έχει ολοκληρωμένα πραγματωθεί. Κατά δεύτερο λόγο, αυτός που κινεί πρέπει έχει κιόλας στην κατοχή του τη μορφή ή την πραγματικότητα προς την οποία κινείται το μεταβαλλόμενο αντικείμενο. Για να γεννηθεί ένας άνθρωπος, θα πρέπει να υπάρχει ενήλικας• για να ζεσταθεί ένα υγρό μέχρι κάποια θερμοκρασία, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που έχει κιόλας φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία ή την έχει ξεπεράσει. Η άποψη λοιπόν ότι κάτι αποτελεί αιτία της δικής του κίνησης, αν μεταφραστεί σε Αριστοτελικούς όρους, θα σήμαινε ότι είναι ταυτόχρονα δυνητικό και πραγματικό, όσον αφορά την ίδια συγκεκριμένη μεταβολή• πράγμα που είναι άτοπο.

Αυτό το αίτημα του έξωθεν κινούντος ικανοποιείται για κάθε συγκεκριμένη μεταβολή μέσα στα όρια του φυσικού κόσμου. Πρέπει όμως να ικανοποιηθεί και για το Σύμπαν ως σύνολο. Πρέπει να υπάρχει ένα αίτιο εκτός του κόσμου και, εφόσον το κοσμικό πλαίσιο είναι αιώνιο, πρέπει και η αιτία να είναι αιώνια. Αναζητούμε ένα τέλειο ον, το «άριστον», με βάση το οποίο κρίνεται το «κρείττον» και το «χείρον» σε αυτόν τον κόσμο της ύλης και της ατέλειας, μια πρώτη δηλ. αιτία στην οποία τελικά οφείλουν την κίνηση τους όλες οι αιτίες της μεταβολής και της κίνησης μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια αιτία πρέπει να υπάρχει που να κρατεί σε κίνηση τα περιστρεφόμενα ουράνια σώματα, από την κανονικότητα των οποίων εξαρτάται η σωστή διαδοχή ημέρας και νύχτας, θέρους και χειμώνα και επομένως τελικά η ζωή όλων των όντων πάνω στη γη. Όντας αιώνια η αιτία αυτή και τέλεια, δεν περιέχει στοιχεία μη πραγματοποιημένης δυνατότητας, και γι’ αυτό δεν μπορεί να κινείται με τη φιλοσοφική έννοια, δηλ. να προχωρεί από το «δυνάμει» στο «ενεργεία (εντελέχεια) είναι». Φτάνουμε έτσι στην έννοια του Θεού ως του Κινούντος Ακινήτου.

Πριν δούμε τη φύση αυτού του θεϊκού όντος, ίσως διασαφήσουμε περισσότερο τα πράγματα, αν δώσουμε μια σύντομη περιγραφή του διαγράμματος του αριστοτελικού σύμπαντος. Είναι σφαιρικό, με τους απλανείς στην περιφέρεια της και τη γη, σφαιρική και αυτή, ακίνητη στο κέντρο. Στο εσωτερικό της εξώτατης σφαίρας βρίσκονται, η μία μέσα στην άλλη, οι σφαίρες που μεταφέρουν τους πλανήτες, τον ήλιο και τη σελήνη. Αυτές οι σφαίρες αποτελούνται από το πέμπτο στοιχείο (ή «πεμπτουσία»), συγκεκριμένα τον αιθέρα, μια ουσία αόρατη, καθαρότερη από τη φωτιά. Τα αστέρια και οι πλανήτες έχουν στερεωθεί σε κάποιο σημείο στις αντίστοιχες σφαίρες τους και περιστρέφονται με την περιφορά της όλης σφαίρας. Κάθε σφαίρα περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα και η φαινομενικά ακανόνιστη κίνηση των πλανητών εξηγείται με την υπόθεση ότι οι σφαίρες τους δεν περιστρέφονται γύρω από τους ίδιους άξονες ή με τις ίδιες ταχύτητες προς την εξώτερη σφαίρα των απλανών, και από το ότι κάθε σφαίρα μεταδίδει την κίνηση της στη σφαίρα που είναι αμέσως μέσα της. Έτσι η κίνηση όλων των σφαιρών, εκτός της σφαίρας της εξώτατης περιφέρειας, αποτελεί συνδυασμό της δικής τους περιστροφής με τις κινήσεις των σφαιρών που βρίσκονται επάνω τους• και έξυπνες μαθηματικές λύσεις προτάθηκαν από τους αρχαίους αστρονόμους, για να εξηγηθούν οι προφανείς κινήσεις με βάση αυτή την υπόθεση. Αυτή την υπαγωγή των εμφανώς ακανόνιστων κινήσεων των πλανητών σε ένα συνδυασμό κυκλικών κινήσεων, σαν τις κινήσεις που μπορούμε να έχουμε στο εσωτερικό μιας ομάδας σφαιρών που περιστρέφονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διατήρησαν οι Ευρωπαίοι αστρονόμοι ως τα χρόνια του Kepler.

Κάτω από τις ουράνιες σφαίρες του αιθέρα βρίσκονται οι υποσελήνιες περιοχές των κατώτερων στοιχείων (γη, νερό, αέρας και φωτιά). Κάθε στοιχείο έχει φυσική κίνηση, από τις οποίες η του αιθέρα είναι κυκλική και οι των ζευγών γη-νερό, αέρας-φωτιά προς τα κάτω και προς τα πάνω αντίστοιχα. Έτσι το βάρος και η ελαφρότητα ερμηνεύονται ως εσωτερικές «δυνάμεις» μέσα στα ίδια τα στοιχεία.

Απομένει μόνο να προσθέσουμε ότι ο αιθέρας, όπως στην παμπάλαιη ελληνική αντίληψη, είναι ζωντανός και έχει αίσθηση, είναι πράγματι θεϊκός, το ίδιο και οι σφαίρες και τα ουράνια σώματα που αποτελούνται από αιθέρα, ή από μείγμα αιθέρα και φωτιάς.

Για να ξαναγυρίσουμε στον υπέρτατο θεό, δείξαμε ότι πρέπει να είναι ακίνητος, αιώνιος και τέλειος. Έπεται πως πρέπει να είναι αυλός. Επί πλέον, αν βρίσκεται εκτός κινήσεως και τίποτε μέσα του δεν είναι «δυνάμει», θα πρέπει να είναι καθαρή «ενέργεια». Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, με την έμφαση που δίνει στην έννοια της λειτουργίας, η απόκτηση της μορφής, ως στατικής κατάστασης ή δομής, δεν αποτελεί ακόμα το υψηλότερο στάδιο υπάρξεως για οτιδήποτε. Το στάδιο αυτό δεν συνίσταται στην κατοχή των δυνατοτήτων, αλλά στην άσκηση τους. Αυτό είναι η «ενέργεια» . Ενώ «κίνησις» είναι η κοπιώδης πορεία της ανάπτυξης, της πραγμάτωσης, η «ενέργεια» είναι η ακώλυτη ροή της δραστηριότητας που καθίσταται δυνατή, άπαξ και επιτευχτεί η πραγμάτωση. Έτσι η έννοια του Θεού ως ακίνητης - ή αμετάβλητης - καθαρής μορφής, αν και παραμένει μη ικανοποιητική - για πολλούς λόγους - για το θρησκευτικό πνεύμα, δεν είναι και τόσο ψυχρή και στατική, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ως καθαρή πραγματικότητα είναι ο Θεός, αν και δεν περιέχει «κίνησιν», αιωνίως ενεργός με μία δραστηριότητα που δεν κουράζει, αλλά είναι πάντα ευχάριστη. Η ουσιώδης ιδιότητα του είναι η ζωή.

Σε τι λοιπόν συνίσταται η δραστηριότητα του; Αιωνίως σκέπτεται (νοεί). Σε μια γλαφυρή του φράση που αποτελεί τη σπάνια ανταμοιβή μας για το ότι κατέχουμε μόνο τις σημειώσεις του Αριστοτέλη και όχι τα δημοσιευμένα του έργα, ανακεφαλαιώνει το πιστεύω του ως φιλοσόφου: «Ζωή είναι η ενέργεια του νου». Νους είναι η ζωή στην ύψιστη εκδήλωσή της. Δεν ταυτίζονται με τον «συλλογισμόν», την πορεία για τη λογική κατάκτηση των πραγμάτων βήμα βήμα. Τέτοια είναι η «κίνησις», πορεία από τη δυνητικότητα στην πραγματικότητα, που είναι απαραίτητη για το ατελές πνεύμα των ανθρώπινων όντων, αν πρόκειται να ανταμειφθούν κάποτε, όπως ίσως συμβεί μετά από αρκετή σωστά κατευθυνόμενη προσπάθεια, με την ξαφνική αστραπιαία λάμψη, της σύνολης αλήθειας, στην οποία φτάνει ο ανόθευτος «νους». Ο Θεός, όπως ξέρουμε, δεν περνά από εξελικτικές πορείες. Είναι καθαρός νους που μπορεί μέσα σε μια μόνο στιγμή να δει το όλο βασίλειο του όντως όντος, και αυτό πράττει αιωνίως.

Πρόκειται για λαμπρή σκέψη, αλλ’ ατυχώς δεν τελειώσαμε με τη φιλοσοφική συνείδηση. «Το όλο βασίλειο του όντως όντος» - ναι, αλλά τι αποτελεί αυτό το βασίλειο; Το συμπέρασμα είναι ότι το μόνο πιθανό αντικείμενο της αιώνιας σκέψης του Θεού είναι ο εαυτός του, το μόνο πλήρες και τέλειο όν. Δεν υπάρχει τρόπος να περιλάβει στη σκέψη του τα πλάσματα του φυσικού κόσμου, χωρίς να εγκαταλείψει το αρχικό αίτημα από το οποίο εξαρτάται όλη του η φύση. Δεν θα μπορούσε να ελευθερωθεί από την «κίνησιν», αν έστρεφε τη σκέψη του σε αντικείμενα που τα ίδια υπόκεινται στην «κίνησιν». Έτσι αποκλείεται κάθε δυνατότητα θείας πρόνοιας. Ο Θεός δεν μπορεί να νοιάζεται για τον κόσμο: δεν ξέρει καν την ύπαρξη του. Ο άγιος Θωμάς προσπάθησε να απαλύνει αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζοντας ότι η θεϊκή αυτογνωσία πρέπει να περιέχει και γνώση του κόσμου, που Του οφείλει την ύπαρξη του, αλλ’ όπως λέει ο Sir David Ross: «Αυτό αποτελεί πιθανό και καρποφόρο συλλογισμό, αλλά δεν τον υιοθετεί ο Αριστοτέλης».

Ποια λοιπόν είναι η σχέση του Θεού με τον κόσμο και κατά ποια έννοια είναι Αυτός η αιτία του; Είναι ο Θεός ο αναγκαίος εξωτερικός σκοπός της τελείωσης, χωρίς την οποία όλη η «δύναμις» στη φύση θα παρέμεινε βυθισμένη στην αδράνεια. Τυλιγμένος σε αιώνια αυτοπαρατήρηση προκαλεί με την απλή του παρουσία τις κρυφές δυνάμεις της φύσης, που αγωνίζονται με τους ποικίλους τρόπους των να φτάσουν στη μορφή και να εκπληρώσουν τις δικές τους ακριβώς δραστηριότητες, μιμούμενες στις δικές τους ειδικές σφαίρες τη μόνη καθαρή μορφή και το αιωνίως ενεργό όν. Ο Θεός δεν πορεύεται έξω, προς τον κόσμο, αλλ' ο κόσμος δεν μπορεί παρά να πορευτεί έξω, προς τον Θεό. Αυτή είναι η σχέση τους, που την ανακεφαλαιώνει μια άλλη έμφορτη φράση: «(Ο Θεός) κινεί όπως ένα ον που έχουμε ερωτευτεί»*21. Στα πλάσματα που έχουν αίσθηση η επιθυμία είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνειδητή και κυριολεκτική. Στις κατώτερες τάξεις της φύσης ίσως μόνο αναλογικά μπορεί να ονομαστεί επιθυμία. Αλλά παντού βρίσκεται η ίδια θεμελιώδης δύναμη, η «δύναμις» της φύσης να αναπτυχθεί ως την ωριμότητα, να πάρει τη μορφή που πρέπει και να επιτελέσει την οφειλόμενη λειτουργία. Και οι βιολογικές σπουδές του Αριστοτέλη τον είχαν διδάξει ότι δεν υπάρχει αυστηρή και σταθερή γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στις ικανότητες των διάφορων τάξεων της φύσης, όπως δεν υπάρχουν σταθερές και αυστηρές γραμμές ανάμεσα στα γένη. Αν και δεν είναι οπαδός της εξελίξεως σημειώνει - ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων του πάνω στη θαλάσσια ζωή - ότι σαφώς δεν υπάρχει προσδιορίσιμη γραμμή διαχωρισμού μεταξύ φυτών και ζώων για μερικά πλάσματα είναι δύσκολο να πεις σε ποια τάξη ανήκουν. Τέτοιες παρατηρήσεις πρέπει να διευκόλυναν το αίτημα του για μια μόνη εσωτερική δύναμη, ή élan, που διαπερνά όλη τη φύση, και αυτήν που έχει αίσθηση και αυτήν που δεν έχει.

Ίσως μας δυσαρεστούν τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε ο Αριστοτέλης, αλλά είναι δύσκολο να μη θαυμάσουμε τη συνέπεια της σκέψης του. Στη θεολογική κορύφωση του συστήματος του φτάνει με το να εφαρμόζει τις ίδιες θεμελιώδεις αρχές σταθερά στο όλο του σύστημα. Στην έμψυχη δημιουργία, όπως είδαμε, οι κυριότερες πλευρές του γονέα ως αιτίες είναι η τυπική και η τελική. Είναι αναγκαίος πάνω απ’ όλα για το ότι προσφέρει το παράδειγμα του πλήρως σχηματισμένου πλάσματος προς το ποίο θα συμμορφωθεί το γεννώμενο. Εφ όσον το γεννώμενο δημιουργείται «εν χρόνω», ο γονέας θα πρέπει να ενεργήσει και ως ποιητική αιτία• πρέπει να υπάρξει μια αρχική ενέργεια συλλήψεως. Αλλά μετά απ’ αυτό θεωρητικά δεν χρειάζεται να φροντίσει για το νέο πλάσμα, του οποίου η εσωτερική «δύναμις» θα εξασφαλίσει τη συνεχή του ανάπτυξη, αρκεί μόνο να υπάρχουν τα τέλεια μέλη του είδους, για να προσφέρουν το πρότυπο. Η σχέση του Θεού προς τον κόσμο είναι ίδια, με την αναγκαία διαφορά ότι, εφόσον ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε κάποτε αλλά είναι σύγχρονος του χρόνου, δεν χρειάζεται αρχική ενέργεια για τη δημιουργία του κόσμου «εν χρόνω» και απορρίπτεται η τελευταία σκέψη που θα δικαιολογούσε το να δείξει ο Θεός ένα στιγμιαίο έστω ενδιαφέρον για τον κόσμο. Δεν είναι όμως λιγότερο αναγκαίος για την ύπαρξη του κόσμου, με ένα τρόπο που τώρα γίνεται σαφής. Για να θυμηθούμε το απόφθεγμα του Cornford, μπορούμε να πούμε ότι στον Αριστοτέλη «η φιλοσοφία της έφεσης αγγίζει την τελική της κορύφωση».


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

No comments:

Post a Comment