Το ερώτημα που μπορεί και πρέπει να απαντήσει η φιλοσοφία είναι: «Γιατί;» Δεν αρκεί να απαντήσουμε στο ερώτημα «Πώς;» Για να μιλήσουμε πιο αυστηρά, μπορούμε να πούμε ότι η διαρκής κληροδοσία του πλατωνισμού στον Αριστοτέλη ήταν διπλή, αν και οι δύο της πλευρές συνδέονται εσωτερικά. Ό,τι ανέλαβε και διατήρησε ήταν: (α) η τελεολογική άποψη• (β) η πεποίθηση ότι η πραγματικότητα έγκειται στη μορφή.
Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη συναίσθηση ότι η μορφή είχε την υπέρτατη σημασία, στην οποία μορφή, όπως είδαμε, ήταν φυσικό για τους Έλληνες να περικλείουν και τη λειτουργία. Το να ξέρουμε την ύλη από την οποία είχε προέλθει κάτι αποτελούσε μόνο δευτερεύουσα γνώση, εφόσον από την ίδια αρχική ύλη είχαν προέλθει και άλλα πράγματα που είχαν διαφορετικά εξελιχτεί, ενώ το να κατανοήσεις κάτι σήμαινε να δείξεις γυμνά τα χαρακτηριστικά που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα. Ο ορισμός λοιπόν πρέπει να δηλώνει τη μορφή στην οποία είχε φτάσει. Σε αυτό, κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έγκειται η ουσία του. Αυτό το ερώτημα να ζητούμε την ουσία των πραγμάτων στο «από τι προέρχονται» ή «σε τι καταλήγουν» μας εισάγει σε μια θεμελιακή διάσπαση θεώρησης που υπάρχει και στον σημερινό κόσμο, όσο και στον αρχαίο, μεταξύ των απλών ανθρώπων, όπως και μεταξύ των φιλοσόφων. Ξέροντας ότι ο άνθρωπος εξελίχτηκε από κατώτερες μορφές ζωής, είναι φυσικό μερικοί από μας να λένε ότι ο άνθρωπος «δεν είναι στο κάτω κάτω παρά» ένας πίθηκος ή και ένα κομμάτι από πρωτόπλασμα που συνέβη να ακολουθήσει μια κάποια κατεύθυνση. Για άλλους η ουσία του ανθρώπου συνίσταται στις ιδιότητες που τον κάνουν να ξεχωρίζει σήμερα από τις κατώτερες μορφές ζωής, στις οποίες ανήκαν οι προγονοί του. Δεν βλέπουν τι άφησε πίσω αλλά τις δυνατότητες του, και σημερινές και μελλοντικές. Ό,τι σήμερα μπορεί να κάνει, αυτό είναι το σημαντικό - η λειτουργία του, που εξαρτάται από τη μορφή του. Το έσχατο επιχείρημα που βαραίνει στην εκλογή πιθανόν δεν είναι ορθολογικό και είναι - πασίγνωστο! - αδύνατο για τη μια πλευρά να πείσει με επιχειρήματα την άλλη.
Εδώ λοιπόν συναντάμε έναν άνθρωπο με πεποίθηση εξίσου ισχυρή όσο και ο Πλάτων και για τα δύο, και για το ότι η γνώση είναι δυνατή και για το ότι πρέπει να είναι γνώση της μορφής και όχι της ύλης. Όμως από αυτές τις μείζονες ο Πλάτων, όπως ξέρουμε, συμπέρανε ότι η μόνη δυνατή ερμηνεία ήταν η προϋπόθεση της υπάρξεως ενός κόσμου υπερβατικών και απόλυτων μορφών, που εν μέρει και παροδικά πραγματοποιούνται στον κόσμο της φύσης. Αυτό δεν ανεχόταν ο κοινός νους του Αριστοτέλη, γιατί η σχέση ανάμεσα στους δύο κόσμους, η αιτιολόγηση των Ιδεών, έμενε ανεξήγητη. Πάνω απ' όλα δεν βοηθούσαν στο να ερμηνευτεί αυτό που υπήρξε η κύρια δυσκολία της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας και που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως το μόνο πράγμα που πάνω απ' όλα χρειαζόταν ερμηνεία• δηλαδή τα φαινόμενα της κίνησης και της μεταβολής. Γι' αυτό και τις αντέκρουσε, αλλά η δυσκολία που είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν μπορούμε να πούμε ότι παρέμενε. Πώς να φέρεις μέσα στην περιοχή της φιλοσοφικής γνώσης έναν κόσμο ασταθών φαινομένων, που συνεχώς μεταβάλλεται, που δημιουργείται και φθείρεται πάλι, που δεν είναι ο ίδιος για δύο διαδοχικά χρονικά σημεία; Πού βρίσκεται αυτή η σταθερότητα που, όπως είδαμε στην αρχή, αναζητεί ο ανθρώπινος νους;
Η απάντηση του Αριστοτέλη βρίσκεται σε δύο σχετικές έννοιες θεμελιώδεις για τη φιλοσοφία του:
α) την έννοια της σύμφυτης μορφής•
β) την έννοια της δυνατότητας («δύναμις»).
α) Σύμφυτη μορφή. Με γενικούς όρους, η άποψη του Αριστοτέλη είναι ότι, αν και με πρώτη ματιά ο κόσμος φαίνεται να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και δεν προσφέρει σταθερές αλήθειες τέτοιες που να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της επιστημονικής σκέψης, όμως ο φιλόσοφος μπορεί, σε μια νοητική πορεία, να αναλύσει αυτή τη συνεχή παλίρροια και θα βρει ότι σε αυτήν υπόκεινται κάποιες βασικές αρχές ή στοιχεία που δεν αλλάζουν. Δεν είναι μια σειρά από ουσίες που υπάρχουν χωριστά από τον αισθητό κόσμο, αλλά ενυπάρχουν και κατανοούνται χωριστά από τα υλικά αντικείμενα. Δεν μεταβάλλονται και αποτελούν τα αντικείμενα της ορθής φιλοσοφίας.
Καθώς προχωρούμε στο ερώτημα ποιες είναι αυτές οι αρχές, θα πρέπει να θυμηθούμε το αρχικό αίτημα του κοινού νου κατά τον Αριστοτέλη ότι μόνο τα επιμέρους αισθητά αντικείμενα έχουν ατομική ύπαρξη*6 - αυτός ο άνθρωπος, αυτό το άλογο, όπως λέει. Η όλη έρευνα γίνεται για να κατανοήσουμε αυτό το ατομικό αντικείμενο. Για να πραγματοποιήσουμε αυτό, θα πρέπει να αντιληφθούμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με αυτό, πρέπει να ορίσουμε την τάξη στην οποία ανήκει, να αναλύσουμε την εσωτερική του δομή που βάσει της λογικής υποθέτουμε ότι έχει. Παρουσιάζεται λοιπόν ο φιλόσοφος να εξετάζει τα γύρω του πράγματα σε μια προσπάθεια να συλλάβει με την αφαίρεση, με τη βοήθεια αρχικά μιας επαγωγικής ανάλυσης, ορισμένες κοινές αρχές που υπάρχουν (δεν είναι απλώς νοητικές αφαιρέσεις), υπάρχουν όμως μόνο στα συγκεκριμένα αντικείμενα. Μπορούμε παρ’ όλ’ αυτά να τα αντιμετωπίσουμε χωριστά με τη νοητική μας μέθοδο και έτσι ιδωμένα θα ερμηνεύσουν τη φύση του ίδιου του συγκεκριμένου αντικειμένου.
Από αυτή την άποψη κάθε χωριστό αντικείμενο του φυσικού κόσμου αποκαλύπτεται σύνθετο. Στην πράξη μπορούμε να το ονομάσουμε συγκεκριμένο αντικείμενο• η αντίστοιχη λατινική λέξη (concretimi) σημαίνει «συνενωμένο» και αποτελεί μετάφραση του ελληνικού όρου που χρησιμοποιεί για ένα τέτοιο αντικείμενο ο Αριστοτέλης.*7 Αποτελείται σε κάθε δεδομένη στιγμή από ένα υπόστρωμα, που ονομάζεται ύλη του, που έχει διαμορφωθεί, και κυριαρχείται, από μια μορφική φύση. Εφόσον τα αισθητά μεταβάλλονται (και τη μεταβολή θεωρούσαν οι αρχαίοι ως κάτι που συνέβαινε ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή άκρως αντίθετα - από μαύρο σε άσπρο, από ζεστό σε ψυχρό, από μικρό σε μεγάλο κ.ο.κ.), ο Αριστοτέλης έκαμε χρήση του όρου που οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι εχρησιμοποίησαν, και αποκάλεσαν - και εκείνοι - τις μορφές «εναντία». Ο λόγος για τον οποίο οι πρόδρομοι του βρήκαν το πρόβλημα της μεταβολής τόσο δύσκολο να ερμηνευθεί λογικά, είπε, ήταν ότι συζητούσαν σαν να επιζητούσαν τη συναίνεση των άλλων στην άποψη τους ότι αυτές οι αντίθετες ιδιότητες μπορούσαν να μεταβληθούν η μία στην άλλη. Έκαμαν σύγχυση της κρίσης «αυτό το ψυχρό αντικείμενο ζεστάθηκε» και της κρίσης «η θερμότητα έγινε ψύχος». Η δεύτερη κρίση αποτελεί παραβίαση του νόμου της αντιφάσεως και είναι αδύνατη, όπως ο Παρμενίδης πολύ έξυπνα είχε παρατηρήσει. Από εδώ προκύπτει η ανάγκη να αξιώσουμε την ύπαρξη υποστρώματος,*8 που είναι καθαυτό (αν και βέβαια ποτέ δεν υπάρχει γυμνό και μόνο του) χωρίς καμιά ιδιότητα. Με δεδομένο το υποκείμενο - με δεδομένη δηλαδή τη, θεωρούμενη ως ουσιαστική, διάκριση μεταξύ ουσίας και ιδιότητας (κατηγορήματος) - μπορούμε να εξηγήσουμε κάποια εξελικτική πορεία - π.χ. την ψύχρανση, το ξεθώριασμα ή το θάνατο - με το να πούμε όχι ότι η θερμότητα, το βαθύ χρώμα ή η ζωή μεταβλήθηκαν στο αντίθετο της, το ψύχος, το ανοικτό χρώμα, το θάνατο, αλλ' ότι η θερμότητα, το βαθύ χρώμα ή η ζωή εγκατέλειψαν το συγκεκριμένο αντικείμενο και αντικαταστάθηκαν σε αυτό από κάτι άλλο. Τη διάκριση είχε τονίσει ο Πλάτων, που μιλάει στον «Φαίδωνα» για τη διανοητική σύγχυση που προκύπτει από την υποκατάσταση των «πραγμάτων που έχουν αντίθετες ιδιότητες» με τα αντίθετα καθαυτά. Αλλ' η λύση του Αριστοτέλη διέφερε από την πλατωνική ως προς αυτή την ουσιαστική άποψη, ότι δηλ., ενώ ο Πλάτων θεωρούσε ζωτικό να επιβεβαιώσει την ύπαρξη των «ειδών» χωριστά και καθαυτά, καθώς ταυτόχρονα με κάποιο μυστηριώδη τρόπο «διείσδυαν» στα συγκεκριμένα όντα που τα αποκαλούμε με το όνομα τους, για τον Αριστοτέλη τα «είδη» βρίσκονται πάντοτε μέσα σε κάποιο φυσικό σώμα.
β) «Δύναμις», «δυνάμει είναι» (= δυνατότητα). Καθώς εισάγουμε την έννοια αυτή, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να πούμε ότι η τελολογία, όπως την καταλάβαιναν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ζητούσε την ύπαρξη ενός «τέλους» (= σκοπού), δηλαδή μιας τελειότητας που κάτω από την επιρροή της θα τελείται η δραστηριότητα του φυσικού κόσμου. Αυτή δεν προϋποθέτει αναπόφευκτα την έννοια της οργανωμένης προόδου. Η οργανωμένη πρόοδος είναι έννοια απολύτως νοητή και χωρίς δηλαδή την υπόθεση ότι η τελειότητα, ή ο σκοπός, στην οποία τείνει υπάρχει κιόλας κάπου. Αυτή την ιδέα πράγματι υποστηρίζει ένας σύγχρονος βιολόγος της εξέλιξης, ο Julian Huxley. Αλλ' ο πλατωνιστής δεν σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο. Όπως λέει ο Αριστοτέλης: «όπου υπάρχει κάτι καλύτερο, εκεί πρέπει να υπάρχει και το άριστο»*10, ή - όπως θα το λέγαμε εμείς - οι συγκρίσεις δεν έχουν νόημα, εκτός αν υπάρχει απόλυτο πρότυπο στο οποίο να αναφέρονται. Δεν μπορείτε δηλαδή να μιλάτε για πρόοδο ή να ξέρετε αν αληθινά τα πράγματα πάνε μπροστά ή πίσω, αν η κλίμακα των αξιών σας δεν είναι διαφορετική από την καθαρά σχετική. Και θα πρέπει να είναι σχετική, εκτός αν υπάρχει κάπου μια τελειότητα με δάση την οποία να κρίνονται όλα, ανάλογα με το αν φτάνουν ως αυτή ή όχι, είτε υστερούν περισσότερο είτε λιγότερο. Έτσι τουλάχιστον σκεπτόταν ο Αριστοτέλης. Αυτή την τελειότητα προσφέρει, στο αριστοτέλειο σύμπαν, ο θεός του, που είναι η μόνη υπάρχουσα καθαρή αυλή μορφή. Δεν έχει τη μορφή κανενός στον κόσμο, κι έτσι δεν ξαναγυρίζουμε στις χωριστές ειδικές πλατωνικές μορφές, που ο Αριστοτέλης τις θεωρούσε κάτι σαν άχρηστα πανομοιότυπα των αισθητών πραγμάτων.
Στη φύση αυτού του ανώτατου όντος πρέπει να ξαναγυρίσουμε αργότερα, συνεχίζοντας προς το παρόν την πορεία μας στον κόσμο των αισθητών. Σε αυτόν τον κόσμο κάθε καινούριο έμψυχο ον πρέπει να έχει γονέα, ο οποίος αποτελεί κατά δύο τρόπους την αιτία του γεννώμενου• πρώτα-πρώτα είναι ο γεννήτορας και κατά δεύτερο λόγο αποτελεί το παράδειγμα της ειδικής μορφής στην οποία θα αναπτυχθεί το νέο ον. Με αριστοτελικούς όρους ο γονέας είναι αναγκαίος και ως ποιητική και ως μορφική-τελική αιτία. Ανήκει στη «φύση» του νεογέννητου ζώου ή φυτού να αγωνιστεί να πραγματώσει την ειδική του μορφή - όπως αυτή παραδειγματικά ενσαρκώνεται στον γεννήτορα - η οποία πρέπει να προϋπάρχει. Αν ο κόσμος είχε δημιουργηθεί «εν χρόνω», η κότα - κατά την Αριστοτελι κή φιλοσοφία — θα είχε κάμει το αυγό. Υποστήριζε όμως ότι ο κόσμος υπάρχει αιώνια και η συνολική του ύπαρξη εξασφαλίζεται με την αιώνια και απόλυτη τελειότητα της καθαρής μορφής, του Θεού. Βέβαια μόνο σε χαλαρή, καθότι σχετική, έννοια ο συγκεκριμένος γεννήτορας αντιπροσωπεύει την τελειότητα. Ο εντομολόγος μιλεί για το «τέλειο έντομο» σε αντίθεση με τη νύμφη, αλλά το έντομο δεν έχει απόλυτη τελειότητα. Αν η δημιουργία ενός μεμονωμένου έμψυχου όντος απαιτεί να προϋπάρχει τελειότητα στη μερική και σχετική σφαίρα των ειδών, η ύπαρξη του όλου κόσμου συνολικά απαιτεί την ύπαρξη μιας απόλυτης τελειότητας. Με το να πραγματώσει όσο επαρκέστερα μπορεί τη δική του ειδική μορφή κάθε πλάσμα, μιμείται (μπορούμε να πούμε), με το δικό του περιορισμένο τρόπο, την αιώνια τελειότητα του Θεού. Η εσωτερική ώθηση να κάμει κάτι τέτοιο, αυτό αποτελεί την «φύσιν» κάθε έμψυχου όντος. Τόσο πολύ επηρέαζε τον Αριστοτέλη η ανάγκη να ερμηνεύσει την κίνηση - μια ανάγκη που η προηγούμενη ιστορία της ελληνικής σκέψης την είχε καταστήσει, με τρόπο που ελπίζω πως διασάφησα, υπέρτατη - ώστε την περιέλαβε στον ορισμό των έμψυχων όντων, τα οποία «περιέχουν μέσα τους μια αρχή κινήσεως και ηρεμίας»
Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
No comments:
Post a Comment