H εκστρατεία του Ξέρξη
Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Ξέρξης ξεκίνησε με το στρατό του από τις Σάρδεις, αφού ήδη οι απεσταλμένοι του είχαν απαιτήσει προηγουμένως υποταγή προαναγγέλλοντας την άφιξή του. Την εκστρατεία είχε προετοιμάσει με άφθονα μέσα από το 483 π.Χ.: στον Ελλήσποντο είχε κατασκευαστεί γέφυρα, ο ΆAθως είχε κοπεί με διώρυγα, στους δρόμους ανεφοδιασμού του στη Θράκη και την Μακεδονία είχαν κτιστεί αποθήκες και ένας τεράστιος σε αριθμό στρατός είχε συγκεντρωθεί.
Ο μεν στόλος αποτελείτο από 2000 πολεμικά πλοία (κατά άλλους από 600-800 ενώ κατά τον Αισχύλο από 1000 πλοία, από τα οποία 207 ταχύπλοα) και πολυάριθμα άλλα φορτηγά, ο δε στρατός ανάγεται σε 1700000 (κατά άλλους σε 700-800000 ή ακόμη και 100000 – εκτός από τον τεράστιο αριθμό των προσώπων που ακολουθούσαν το στρατό του). Πάντως, ο στρατός και ο στόλος του Ξέρξη αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη μέχρι την εποχή εκείνη συγκροτηθείσα στρατιά, για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και υπό έναν αρχηγό.
Θερμοπύλες - Αρτεμίσιο
Την άνοιξη του 480 π.Χ. οι σύμμαχοι είχαν καταλάβει τα Τέμπη, τη διάβαση για κάθε εισβολή από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία, εφόσον μάλιστα οι Θεσσαλοί είχαν υποσχεθεί να υποστηρίξουν τους συμμάχους στην περίπτωση που θα εισέβαλαν οι Πέρσες. Ωστόσο προέκυψαν αμέσως ενδοιασμοί ως προς το αν θα μπορούσε να κρατηθεί η βόρεια αυτή γραμμή υπεράσπισης και έτσι οι Έλληνες αποσύρθηκαν στην αμέσως επόμενη γραμμή, στα στενά των Θερμοπυλών.
Εδώ είχε ταχθεί για να ανακόψει την προέλαση του Ξέρξη ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας έχοντας 4000 Πελοποννήσιους, από τους οποίους 300 ήταν Σπαρτιάτες, όπως επίσης τμήματα από την κεντρική Ελλάδα, συνολικά ίσως 7000 άνδρες.
Την αποφασιστική νίκη έπρεπε να πετύχει ο στόλος που είχε παραταχθεί ανατολικά των Στενών, στο βόρειο άκρο της Εύβοιας, στο Αρτεμίσιο. Αλλά το σχέδιο απέτυχε. Οι επιχειρήσεις του στόλου στο Αρτεμίσιο που διήρκεσαν τρεις μέρες δεν έφεραν στους Έλληνες τη νίκη που ήθελαν.
Συγχρόνως ο Ξέρξης επιχείρησε με έφοδο να καταλάβει τις ελληνικές θέσεις στις Θερμοπύλες και αποκρούστηκε βέβαια τις δύο πρώτες ημέρες, κατά τη νύχτα όμως από τη δεύτερη προς την τρίτη ημέρα κατέλαβε την ορεινή διάβαση που έδειξε ο Εφιάλτης, η οποία οδηγούσε στα νώτα των ελληνικών θέσεων. (Η κατάληψη της διάβασης έγινε επειδή οι εκεί παραταγμένοι Φωκείς δεν έκαναν το καθήκον τους).
Έτσι η μάχη είχε κριθεί. Αφού αποχώρησε ένα μέρος των ελληνικών τμημάτων, πολεμούσε ο Λεωνίδας με τους Σπαρτιάτες του και τους Θεσπιείς που θέλησαν να μείνουν, αποκλεισμένος από τους εχθρούς, ως την τελευταία πνοή, πιστός στην εντολή της Σπάρτης που καθιστούσε άτιμο όποιον εγκατέλειπε τη θέση του στη μάχη.
Ωστόσο όχι μόνο ως στρατιώτης, αλλά και ως στρατηγός εκπλήρωσε ο Λεωνίδας απόλυτα το καθήκον του. Και όταν ακόμη – παρά τις οδηγίες που έδωσε εγκαίρως – καταλήφθηκε από τους Πέρσες η ορεινή διάβαση εξαιτίας της ανικανότητας των Φωκέων, τα στενά που κατείχε ο ίδιος περιήλθαν στους Πέρσες ύστερα από τεράστιες γι αυτούς απώλειες.
Μνημείο που αναπαριστά πάνοπλο τον Λεωνίδα και στήθηκε απέναντι από τον ιστορικό λόφο του Κολωνού στη δεκαετία του 1950.Το μνημείο ανεγέρθηκε σε ανάμνηση της μάχης των Θερμοπυλών,στην κεντρική πύλη του περάσματος,όπου διεξήχθη η τελική φάση της μάχης.
Σαλαμίνα
Με την κατάληψη των Θερμοπυλών περιήλθε όλη η κεντρική Ελλάδα ως τον Ισθμό στους Πέρσες. Ακόμη και η Αττική εγκαταλείφθηκε στον εχθρό, εφόσον δε γινότανε διαφορετικά. Τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα, οι άνδρες έτοιμοι για τον αγώνα υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή πήγαν στο στόλο, που μετά την επιστροφή από το Αρτεμίσιο είχε παραταχθεί στο στενό της Σαλαμίνας, απέναντι από την ακτή της Αττικής.
Από εκεί έβλεπαν τον εχθρό να λεηλατεί την Αττική και να καταστρέφει την Αθήνα, και αυτήν ακόμη την Ακρόπολη, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για την πυρπόληση των Σάρδεων από τους Ίωνες.
Για τον Θεμιστοκλή εξαρτιόταν το παν από το αν ο περσικός στόλος που είχε αγκυροβολήσει στο Φάληρο θα δεχόταν την μάχη στον στενό χώρο της Σαλαμίνας και δεν έπλεε αλλού, π.χ. στην ακτή της Πελοποννήσου (στο ΆAργος), πράγμα που θα είχε ως συνέπεια οπωσδήποτε τη διάλυση του στρατού των Πελοποννησίων.
Γι αυτό και η πληροφορία του Αισχύλου (που πολέμησε στη Σαλαμίνα) ότι ο Θεμιστοκλής έστειλε μυστικά αγγελιοφόρο στον Ξέρξη και τον συμβούλευσε να επιτεθεί στη Σαλαμίνα είναι ευνόητη και ανταποκρίνεται πλήρως στην ιστορική πραγματικότητα.
Ο περσικός στόλος εισχώρησε το βράδυ στο στενό, παρατάχθηκε απέναντι στον ελληνικό με τα νώτα προς την ακτή της Αττικής και τα μεσάνυχτα περίπου, σύμφωνα με τη συμβουλή που έδωσε ο Θεμιστοκλής στον Ξέρξη, περικύκλωσε με ελιγμούς στα δυτικά και ανατολικά τον ελληνικό στόλο για να εμποδίσει τους Έλληνες να διαφύγουν.
Το πρωί, ήταν μια από τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου άρχισε η μεγάλη ναυμαχία, τις κύριες φάσεις της οποίας παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Αισχύλος στην περίφημη αναφορά του αγγελιοφόρου, στο δράμα του «Πέρσαι».
Η ήττα του Ξέρξη, ο ίδιος παρακολούθησε τη ναυμαχία επάνω στο θρόνο του από την παραλία της Αττικής – ήταν ολοκληρωτική, γι αυτό και τα υπολείμματα του στόλου του αποσύρθηκαν αμέσως με κατεύθυνση προς την Ανατολή.
Αν οι Έλληνες είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, δηλαδή να έρθουν με το στόλο αμέσως στη μικρασιατική παραλία, να καλέσουν τους εκεί Έλληνες σε εξέγερση και να απειλήσουν έτσι τις γραμμές αποχώρησης του εχθρού, οι Πέρσες θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν από την Ελλάδα και η εκστρατεία τους θα είχε τελειώσει.
Αλλά η Σπάρτη που ήταν ανέκαθεν εναντίον κάθε υπερπόντιας επιχείρησης και με την αποχώρηση του στόλου φοβόταν ότι θα μπορούσαν να απειληθούν οι θέσεις της στον Ισθμό, απέρριψε το σχέδιο. Έτσι, αν κατά τον επόμενο χρόνο έγινε και πάλι πόλεμος σε ελληνικό έδαφος, γι αυτό ευθύνεται κυρίως η Σπάρτη. Ο περσικός στρατός, την ηγεσία του οποίου ανέλαβε ο Μαρδόνιος, αποσύρθηκε στους χειμερινούς καταυλισμούς του στη Θεσσαλία. Ο Ξέρξης έφυγε βιαστικά και έμεινε το χειμώνα στις Σάρδεις.
Πλαταιές
Στις αρχές του θέρους του 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος προχώρησε προς νότο, αφού προηγουμένως προσπάθησε μάταια να φέρει τους Αθηναίους με το μέρος του. Εισέβαλε στην Αττική που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και πάλι οι Αθηναίοι και αφού οι Πέρσες κατέστρεψαν και πάλι την Αθήνα αποσύρθηκε, όταν έμαθε ότι πλησίαζε ο συμμαχικός στρατός των Ελλήνων, στην Βοιωτία, όπου βρήκε κατάλληλο για το ιππικό του πεδίο μάχης κοντά στον ποταμό Ασωπό, ανατολικά των Πλαταιών.
Εκεί έγινε η αποφασιστική μάχη (θέρος του 479 π.Χ.). Οι Έλληνες υπό την ικανή ηγεσία του Σπαρτιάτη Παυσανία (επιτρόπου του ανήλικου βασιλιά Πλειστάρχου) πέτυχαν ολοκληρωτική νίκη. Τα υπολείμματα του περσικού στρατού αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς την Ανατολή. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε στη μάχη.
Οι Έλληνες αφού γιόρτασαν τη νίκη στο πεδίο της μάχης μοίρασαν τα λάφυρα και ευχαρίστησαν με θυσίες τους θεούς που τους είχαν βοηθήσει ενώ κατευθύνθηκαν στη Θήβα για να τιμωρήσουν την πόλη εξαιτίας του μηδισμού της, σύμφωνα με τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό. Η Θήβα αναγκάστηκε να παραδοθεί ενώ οι σύμμαχοι απέφυγαν να επιβάλουν άλλες τιμωρίες.
Αμέσως μετά τη νίκη στις Πλαταιές εξολοθρεύτηκαν και τα υπολείμματα του περσικού στόλου. Ο ελληνικός στόλος, που βρισκόταν ήδη από την άνοιξη του 479 π.Χ. στη Δήλο υπό την ηγεσία του βασιλιά της Σπάρτης Λεωτυχίδα, έφυγε, προφανώς μόλις έφτασε η είδηση της νίκης στις Πλαταιές, για τη Σάμο.
Στην παραλία της χερσονήσου της Μυκάλης βρήκε τα περσικά πλοία τραβηγμένα στην ξηρά, ενήργησε έφοδο στο στρατόπεδο του εχθρού και τον συνέτριψε. Η νίκη στη Μυκάλη έδωσε το σύνθημα για νέα εξέγερση των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Επειδή αυτή τη φορά η μητροπολιτική Ελλάδα ενστερνίσθηκε την κατάστασή τους, αμέσως μετά τους αμυντικούς πολέμους για την ελευθερία, άρχισε ο επιθετικός πόλεμος εναντίον της Περσίας.