Ο Παυσανίας, στο πέμπτο βιβλίο του περιγράφοντας την Ηλεία, δίνει την ακόλουθη περιγραφή για το σεντούκι του Κύψελου.
Υπάρχει ένα σεντούκι φτιαγμένο από ξύλο βαλανιδιάς με παραστάσεις άλλες από ελεφαντοστούν, άλλες από χρυσό και άλλες σκαλισμένες πάνω στο ίδιο το ξύλο.
Είναι αυτό το ίδιο το σεντούκι στο οποίο ο Κύψελος, ο τύραννος της Κορίνθου, κρύφθηκε από την μητέρα του, όταν οι Βακχιάδες προσπαθούσαν να τον βρουν μετά την γέννηση του. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης για την σωτηρία της ζωής του, οι απόγονοι του, Κυψελίδες όπως τους λένε, αφιέρωσαν το σεντούκι αυτό στην Ολυμπία. Οι Κορίνθιοι, την εποχή εκείνη, καλούσαν το σεντούκι κυψέλη και από αυτήν την λέξη πήρε το όνομα του ο Κύψελος.
Στις περισσότερες από τις παραστάσεις υπάρχουν επιγραφές γραμμένες με αρχαϊκούς χαρακτήρες. Στις πιο πολλές επιγραφές τα γράμματα διαβάζονται κανονικά, αλλά σε μερικές από αυτές είναι βουστροφηδώς, το οποίο είναι ως εξής: στο τέλος της γραμμής συνεχίζεται η γραφή στην επόμενη από το τέλος, όπως οι δρομείς τρέχουν στην διπλή κούρσα. Επιπλέον οι επιγραφές στο σεντούκι είναι γραμμένες με ελιγμούς που είναι δύσκολα να ερμηνεύσεις.
Αρχίζοντας από την κάτω πλευρά του σεντουκιού, ο Οινόμαος καταδιώκει τον Πέλοπα, ο οποίος κρατάει την Ιπποδάμεια. Ο καθένας τους έχει από δύο άλογα, αλλά αυτά του Πέλοπα έχουν φτερά. Στην συνέχεια είναι σκαλισμένο το σπίτι του Αμφιάραου και μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει αγκαλιά το μωρό Αμφίλοχο. Μπροστά στο σπίτι στέκεται η Εριφύλη με το περιδέραιο, και δίπλα της είναι οι κόρες της Ευρυδίκη και Δημώνασσα και ο μικρός Αλκμέων, ο οποίος είναι γυμνός. Ο Άσιος στα έπη του αναφέρει, ότι και η Αλκμήνη είναι κόρη του Αμφιάραου και της Εριφύλης.
Την άμαξα του Αμφιάραου την οδηγεί ο Βάτων, που κρατάει τα ηνία στο ένα χέρι και στο άλλο κρατάει ένα δόρυ. Ο Αμφιάραος έχει το ένα πόδι του στην άμαξα και κρατάει ξίφος. Κοιτάζει προς το μέρος της Εριφύλης με θυμό και δύσκολα κρατιέται για να μην την χτυπήσει. Μετά το σπίτι του Αμφιάραου ακολουθούν οι αγώνες προς τιμήν του Πελία, με τους θεατές να κοιτάζουν τους αγωνιζόμενους.
Ο Ηρακλής κάθεται σε θρόνο και πίσω του είναι μια γυναίκα. Δεν υπάρχει επιγραφή να λέει ποια είναι η γυναίκα, η οποία παίζει αυλό από την Φρυγία και όχι Ελληνικό.
Τα άρματα οδηγούμενα από ζευγάρια αλόγων (συνωρίδες) είναι του Πισού, γιος του Περιήρους, του Αστερίων, γιος του Κομήτου (ο Αστερίων λέγεται ότι ήταν ένας από τους Αργοναύτες), του Πολυδεύκη και Άδμητου και Εύφημου.
Οι ποιητές αναφέρουν ότι ο Εύφημος ήταν γιος του Ποσειδώνα και σύντροφος του Ιάσονα στο ταξίδι του στην Κολχίδα. Αυτός είναι ο νικητής της αρματοδρομίας.
Αυτοί που είναι έτοιμοι να πυγμαχήσουν είναι ο Άδμητος και ο Μόψος, γιος του Άμπυκου. Μεταξύ τους στέκεται ένας άνδρας που παίζει τον αυλό, όπως είναι συνήθες και στις ημέρες μας να παίζουν τον αυλό, όταν οι συναγωνιζόμενοι πηδούν στο πένταθλο. Ο αγώνας πάλης μεταξύ του Ιάσονα και του Πηλέα έληξε ισόπαλος.
Ο φημισμένος στο αγώνισμα του Ευρυβώτας ρίχνει τον δίσκο. Αυτοί που λαμβάνουν μέρος στο τρέξιμο είναι ο Μελανίων, ο Νεοθεύς και ο Φαλαρεύς, τέταρτος ο Αργείος και πέμπτος ο Ίφικλος. Σ' αυτόν κρατάει ο Άκαστος το στεφάνι του νικητή. Αυτός είναι ίσως ο πατέρας του Πρωτεσίλαου που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Τροίας.
Τρίποδες επίσης είναι στημένοι εδώ, βραβεία φυσικά για τους νικητές, καθώς και οι κόρες του Πελία, αν και το μόνο όνομα που γράφεται είναι της Αλκηστίδης.
Ο Ιόλαος, που εθελοντικά βοήθησε τον Ηρακλή στους άθλους του, φαίνεται ως ο νικητής στην αρματοδρομία.
Στο σημείο αυτό οι αγώνες για την κηδεία του Πελία φθάνουν στο τέλος τους και ο Ηρακλής, με την Αθηνά να στέκεται πίσω του, τοξεύει την Ύδρα, το θηρίο του ποταμού Αμυμώνη.
Ο Ηρακλής μπορεί εύκολα να αναγνωρισθεί από τα κατορθώματα του και την στάση του, έτσι το όνομα του δεν αναγράφεται. Υπάρχει επίσης ο Φινεύς από την Θράκη και τα παιδιά του Βορέα κυνηγούν τις Αρπυίες.
Στην δεύτερη πλευρά του σεντουκιού και αρχίζοντας από τα αριστερά, υπάρχει η εικόνα μιας γυναίκας η οποία κρατάει στο δεξί της χέρι ένα λευκό παιδί κοιμισμένο και στο άλλο ένα μαύρο παιδί, επίσης κοιμισμένο. Το κάθε ένα έχει τα πόδια του στραμμένα διαφορετικά. Οι επιγραφές αναφέρουν, θα μπορούσες να τις αναγνωρίσεις και χωρίς αυτές, ότι οι εικόνες είναι ο Θάνατος και ο Ύπνος, και η Νύχτα είναι η τροφός τους.
Μια όμορφη γυναίκα βασανίζει μια άσκημη, με το ένα χέρι την έχει πιάσει από τον λαιμό και με το άλλο την χτυπάει με την μαγκούρα. Είναι η Δικαιοσύνη που έτσι μεταχειρίζεται την Αδικία.
Δύο άλλες γυναίκες χτυπούν το γουδί με το γουδοχέρι, θα πρέπει να είναι ειδικές στα φάρμακα, αν και δεν υπάρχει επιγραφή γι' αυτές. Ο άνδρας και η γυναίκα που τον ακολουθεί, γίνονται γνωστοί από το εξάμετρο, που έχει ως εξής:
Ό Ίδας φέρνει πίσω την καλλίγραμμη Μάρπησσα, την κόρη του Ευανού όχι χωρίς την θέληση της, την οποία ο Απόλλων απήγαγε.
Ένας άνδρας που φορά χιτώνα κρατάει στο δεξί του χέρι ένα κύπελλο και στο αριστερό του ένα περιδέραιο, και η Αλκμήνη τα δέχεται. Αυτή η σκηνή παριστάνει τον μύθο, στον οποίον ο Δίας μεταμορφωμένος ως Αμφιτρύων, έκανε έρωτα με την Αλκμήνη.
Στην επόμενη σκηνή ο Μενέλαος, φορώντας θώρακα και έχοντας γυμνό το ξίφος του, προχωρεί να σκοτώσει την Ελένη, έτσι είναι φανερό ότι η Τροία έχει καταληφθεί.
Η Μήδεια κάθεται σε θρόνο, ενώ ο Ιάσων κάθεται στα δεξιά της και η Αφροδίτη στέκεται δίπλα. Η επιγραφή αναφέρει:
Ο Ιάσων παντρεύεται την Μήδεια, όπως ορίζει η Αφροδίτη.
Υπάρχουν επίσης εικόνες Μουσών να τραγουδούν, με τον Απόλλωνα να πρωτοστατεί στο τραγούδι. Η επιγραφή αναφέρει:
Αυτός είναι ο γιος της Λητού, ο πρίγκιπας Απόλλων, ο μακριά τοξεύων. Γύρω του είναι οι Μούσες σε χορωδία και αυτός πρωτοστατεί.
Ο Άτλας, όπως λέει η ιστορία, βαστάζει στους ώμους του τον ουρανό και την γη, καθώς και τα μήλα των Εσπερίδων. Ένας άνδρας κρατώντας ξίφος έρχεται προς τον Άτλα. Τίποτα δεν αναφέρεται γι' αυτόν, γιατί ο καθένας ξέρει ότι είναι ο Ηρακλής, και η επιγραφή γράφει:
Ο Άτλας κρατάει τους ουρανούς, αλλά θα αφήσει τα μήλα.
Είναι και ο Άρης, φορώντας πανοπλία που οδηγεί την Αφροδίτη. Η επιγραφή αναφέρει ότι είναι ο Ενυάλιος.
Υπάρχει επίσης και εικόνα της Θέτιδος, ως παρθένος, την οποία ο Πηλεύς πιάνει από το χέρι, από δε το χέρι της Θέτιδος ένα φίδι ορμάει προς τον Πηλέα.
Οι αδελφές της Μέδουσας, με φτερά διώκουν τον Περσέα, ο οποίος πετάει. Μόνο το όνομα του Περσέα αναφέρεται στην επιγραφή.
Στην τρίτη πλευρά υπάρχουν στρατιωτικές σκηνές. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ανθρώπων είναι πεζοί, αν και υπάρχουν μερικοί σε άρματα δύο αλόγων. Σχετικά με τους στρατιώτες μπορείς να βγάλεις το συμπέρασμα ότι βαδίζουν προς την μάχη, αλλά χαιρετούν και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
Δύο διαφορετικές εξηγήσεις δίδονται από τους οδηγούς. Μερικοί λένε, ότι είναι Αιτωλοί με τον Όξυλο και αρχαίοι Ηλειείς, και ότι συναντήθηκαν στην μνήμη της πρώτης κατάβασης των. Άλλοι δε λέγουν ότι οι στρατιώτες συναντιόνται στην μάχη και ότι είναι από την Πύλο και Αρκαδία και ότι πρόκειται να δώσουν μάχη κοντά στην πόλη Φειάν και τον ποταμό Ιάρδανον.
Αλλά δεν μπορεί να γίνει δεκτό σε καμία περίπτωση ότι ο πρόγονος του Κύψελου, ένας Κορίνθιος, έχοντας φτιάξει το σεντούκι, με την θέληση του παρέλειψε όλα τα Κορινθιακά συμβάντα και φιλοτέχνησε ξένα γεγονότα τα οποία δεν ήταν ξακουστά.
Η ακόλουθη εξήγησης μου δόθηκε. Ο Κύψελος και οι πρόγονοι του ήλθαν αρχικά από την Γονούσσα, η οποία βρισκόταν πάνω από την Σικυώνα, και ένας από αυτούς ήταν ο Μελάς, ο γιος του Αντάσου. Αλλά όπως έχω αναφέρει στην περιγραφή μου για την Κόρινθο, ο Αλήτης αρνείτο να δεχθεί ως μετοίκους τον Μελά και την ακολουθία του, διότι ανησυχούσε για τον χρησμό που του είχε δοθεί από το μαντείο των Δελφών. Αλλά στο τέλος ο Μελάς, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο για να κερδίσει την εύνοια του και κάθε φορά φεύγοντας άπρακτος, κατόρθωσε να πείσει τον Αλήτη να τους δεχθεί. Έτσι κάποιος μπορεί να συμπεράνει, ότι αυτός είναι ο στρατός, που απεικονίζεται πάνω στο σεντούκι.
Στην τέταρτη πλευρά του σεντουκιού, καθώς πηγαίνεις γύρω-γύρω από τα αριστερά, είναι ο Βορέας, ο οποίος έχει αρπάξει την Ωρείθυια, και αντί για πόδια έχει ουρά φιδιού.
Εν συνεχεία έρχεται η πάλη του Ηρακλή και του Γηρυόνη, ο οποίος αναπαριστάται σαν τρεις άνδρες ενωμένοι μαζί. Εκεί είναι και ο Θησέας, να κρατάει λύρα και δίπλα του είναι η Αριάδνη, η οποία κρατάει στεφάνι. Ο Αχιλλέας και ο Μέμνων μάχονται και δίπλα τους στέκονται οι μητέρες τους. Είναι επίσης και ο Μελανίων και η Αταλάντη δίπλα του, η οποία κρατάει ένα μικρό ελάφι.
Ο Αίαντας μονομαχεί με τον Έκτορα, κατόπιν προκλήσεως και μεταξύ αυτών στέκεται η Έρις, με την μορφή της πιο αποκρουστικής γυναίκας. Μια άλλη μορφή της Έριδος είναι στο ιερό της Αρτέμιδος της Εφεσίας, την οποίαν έκανε ο Καλλιφών Σάμιος, όταν απεικόνισε στον πίνακα του, την ναυμαχία των Ελλήνων. Στο σεντούκι είναι επίσης και οι Διόσκουροι, ο ένας από αυτούς είναι έφηβος, χωρίς γένια και ανάμεσα τους είναι η Ελένη. Η Αίθρα, η κόρη του Πιτθέως, κείτεται στο έδαφος κάτω από τα πόδια της Ελένης και φοράει μαύρα, και η επιγραφή από επάνω σε εξάμετρο στίχο με την πρόσθεση μιας λέξεως:
Οι γιοι του Τυνδάρεως την Ελένη κουβαλούν, και σύρουν την Αίθρα από την Αθήνα.
Με αυτόν τον τρόπο η επόμενη ιστορία έχει φτιαχτεί. Ο Ιφιδάμας, γιος του Αντήνορα, κείτεται και ο Κόων μάχεται για λογαριασμό του τον Αγαμέμνονα. Στην ασπίδα του Αγαμέμνονος, ο Φόβος απεικονίζεται με κεφάλι λιονταριού. Η επιγραφή επάνω από το πτώμα του Ιφιδάμαντος γράφει:
Αυτός είναι ο Ιφιδάμας και ο Κόων μάχεται γι' αυτόν.
Η επιγραφή επάνω στην ασπίδα του Αγαμέμνονα γράφει: Αυτός είναι ο Φόβος που βροντάει και αυτός που τον κρατά είναι ο Αγαμέμνων.
Είναι επίσης και ο Ερμής που φέρνει τον Αλέξανδρον, γιο του Πριάμου, για να κρίνει το κάλλος των θεοτήτων, και η επιγραφή αναφέρει:
Εδώ είναι ο Ερμής, ο οποίος επιδεικνύει στον Αλέξανδρο ότι μπορεί να κρίνει για την ομορφιά της Ήρας, Αθηνάς και Αφροδίτης.
Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο η Άρτεμης έχει φτερά στους ώμους, και στο μεν δεξί της χέρι κρατάει λεοπάρδαλη, στο δε άλλο λιοντάρι. Ο Αίας έλκει την Κασσάνδρα από το άγαλμα της στην Αθήνα και η επιγραφή λέει:
Ο Αίας από τους Λοκρούς έλκει την Κασσάνδρα από την Αθήνα.
Ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα, έχει πέσει στα γόνατα του και ο Ετεοκλής, ο άλλος γιος του Οιδίποδα, σπεύδει κοντά του. Πίσω από τον Πολυνείκη κάθεται μια γυναίκα, που έχει δόντια όμοια με άγριου θηρίου και τα νύχια των χεριών της είναι κυρτά. Η επιγραφή επάνω της αναφέρει ότι είναι η Κήρα, αυτή που ήταν υπεύθυνη για την μοίρα του Πολυνείκη και ότι ο Ετεοκλής δικαίως άξιζε το τέλος του. Ο Διόνυσος κείτεται σε ένα σπήλαιο, μία φιγούρα με γένια να κρατάει ένα χρυσό κύπελλο και φοράει χιτώνα μέχρι τα πόδια. Γύρω του είναι αμπέλια και μηλιές και ροδιές.
Η ανώτερη πλευρά (όλες οι πλευρές είναι πέντε τον αριθμό) δεν φέρει επιγραφή, έτσι μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε το τι εννοούν οι παραστάσεις. Λοιπόν, είναι ένα σπήλαιο και μέσα σ' αυτό κοιμούνται σε μια κλίνη ένας άνδρας και μια γυναίκα. Κατά την γνώμη μου ήταν ο Οδυσσέας και η Κίρκη, βασιζόμενος στον αριθμό των υπηρετών και το τι έκαναν. Γιατί οι γυναίκες ήταν τέσσαρες και ασχολούντο με τα έργα τα οποία αναφέρει ο Όμηρος στα έργα του. Είναι και ο Κένταυρος, με μόνο δύο πόδια αλόγου, τα μπροστινά του πόδια είναι ανθρώπινα.
Στην συνέχεια είναι άρματα με δύο άλογα, και γυναίκες επάνω σε αυτά. Τα άλογα έχουν χρυσά φτερά και ένας άνδρας δίνει όπλα σε μια από τις γυναίκες. Υποθέτω ότι η σκηνή αναφέρεται στον θάνατο του Πάτροκλου και οι γυναίκες πάνω στα άρματα είναι οι Νηρηίδες και η Θέτις, η οποία παίρνει τα όπλα από τον Ήφαιστο. Και επιπλέον, αυτός που δίνει τα όπλα δεν στέκεται σταθερά στα πόδια του και ένας δούλος που τον ακολουθεί από πίσω κρατάει δύο δεμάτια ξύλα για φωτιά.
Μία εξήγηση είναι ότι ο Κένταυρος είναι ο Χείρων, απαλλαγμένος από τις ανθρώπινες υποθέσεις και άξιος να συγκατοικεί με τους θεούς, ο οποίος έχει έλθει να απαλύνει την λύπη του Αχιλλέα. Δύο κόρες επάνω σε ημίονους, η μία κρατάει τα ηνία και η άλλη φοράει ένα μαντήλι πάνω στο κεφάλι, νομίζουν ότι είναι η Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου, και οι υπηρέτριες πηγαίνουν για πλύσιμο. Ο άνδρας που σκοπεύει τους Κενταύρους, μερικούς από αυτούς τους έχει σκοτώσει, είναι ο Ηρακλής και είναι ένα από τα κατορθώματα του. Όσο για τον δημιουργό του σεντουκιού, μου είναι αδύνατον να εκφέρω γνώμη. Αλλά οι επιγραφές επάνω σ' αυτό, αν και είναι πιθανόν να έχουν γραφεί από κάποιον άλλο ποιητή, έχω την γνώμη, ότι είναι δουλειά του Εύμηλου της Κορίνθου. Ο κύριος λόγος γι' αυτήν την σκέψη μου, είναι ο ύμνος που έγραψε για την Δήλο.
Το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ