Η ζωή στην αρχαία Αθήνα (4)

Φιλοξενία
Οι Έλληνες ήταν πολύ φιλόξενοι. Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι "παράσιτα". Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο "Συμπόσιο" ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ' όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει. Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ' αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό.

Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρωει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ' όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. 'Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν πράγματα άγνωστα. Oι αρχαίοι Έλληνες σκούπιζαν τα χέρια τους με ψίχα ψωμιού ή με ειδική κόλα που τη ζύμωναν με τα δάχτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδια. Το συμπόσιο Στην Αθήνα ένα γεύμα δεν άρχιζε ποτέ με σούπα. Αν και οι σούπες θεωρούνταν υγιεινά και θρεπτικά φαγητά (το φαγητό που προτιμούσε ο Ηρακλής ήταν ζωμός από μπιζέλια), ήταν ταυτόχρονα "φαγητό των φτωχών" και γι' αυτό σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους δεν ταίριαζε να προσφέρεις ζωμό. Στο πρώτο μέρος του γεύματος σέρβιραν χορταστικά φαγητά, και ειδικά ψάρια και πουλερικά: τη συνταγή για τις σάλτσες μάς τη μετέδωσε ο Αριστοφάνης: "... χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξίδι, χύσε ακόμα λάδι, τρίψε τυρί, ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές". Έτρωγαν σχετικά λίγο κρέας.

Τα χορταρικά τα σέρβιραν με μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, ξίδι και μέλι. Μερικά φαγητά των Ελλήνων μάς φαίνονται το λιγότερο παράξενα. Να ένα απόσπασμα του Αθήναιου στο οποίο περιγράφει το πρόγραμμα φαγητού ενός γεύματος: "Εμφανίστηκαν χέλια χοντρά και σχεδόν σκεπασμένα στο αλάτι, έπειτα ένα θαυμάσιο χέλι, από το οποίο δεν θα παραιτούνταν ούτε οι θεοί. 'Έφεραν ένα μεγάλο στομάχι ψαριού στρογγυλό σαν τον ουρανό. Όταν τελειώσαμε με το στομάχι του ψαριού, μας φέρανε κάτι πινάκια: το ένα είχε ένα κομμάτι σκυλόψαρο, το άλλο παχιά σουπιά, το τρίτο χταπόδι και πολύποδες ζεστούς". Σ' αυτό το μέρος του φαγητού δεν έπιναν κρασί. Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να πιουν κρασί μετά το φαγητό. Άλλωστε το κρασί μπορούσε να αντικαταστήσει το φαγητό αν ήταν ανακατεμένο με κρίθινο αλεύρι και τριφτό τυρί. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν κυκεώνας και ήταν το ποτό που προτιμούσαν οι Έλληνες. Οι δούλοι έφερναν ξανά νερό, οι συνδαιτυμόνες έπλεναν τα χέρια, έπειτα οι δούλοι σήκωναν τα κόκαλα και τα αποφάγια. Τώρα έφερναν άλλα τραπέζια φορτωμένα επιδόρπια και κρασιά. Άρχιζε το τραγούδι με τη συνοδεία αυλού, γέμιζαν τα κύπελλα κρασί με την ευχή "υγίαινε" και περνούσαν στο δεύτερο μέρος του γεύματος. Τα επιδόρπια ήταν νωποί και ξηροί καρποί, αλατισμένα αμύγδαλα, τυρί, σκόρδα, κρεμμύδια, γλυκές και αλμυρές πίτες, το καύχημα της Αττικής. Οι πίτες αυτές ήταν φτιαγμένες από μέλι, τυρί και λάδι. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε το φαγητό που ονομαζόταν μυτλωτός, μια πίτα με τυρί ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα. Αυτό το μέρος του γεύματος λεγόταν συμπόσιον. Τώρα έπιναν κρασί, "γλυκό και αρωματικό, που είχε τη μυρουδιά των λουλουδιών. Είναι ευχάριστο να πίνεις κρασί, το γάλα της Αφροδίτης", να συζητάς, να τραγουδάς, να διηγείσαι λογής λογής περιστατικά, να ακούς μουσική, να παρακολουθείς τους χορούς. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ακούν θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι. Ανάμεσα στις συνηθισμένες διασκεδάσεις των τραπεζιών ήταν και τα αινίγματα. Εκείνος που δεν ήξερε να απαντήσει τιμωρούνταν να πιει ένα κύπελλο κρασί. Να μερικά από τα αινίγματα αυτά: 1. Αν δεν μου πεις τίποτε, λες τ' όνομά μου. μα αν προφέρεις το όνομά μου ω θαύμα! Τότε δεν θα με μαντέψεις. (Η σιωπή). 2. Είμαι το σταχτόχρωμο παιδί ενός λαμπερού πατέρα. πουλί χωρίς φτερά υψώνομαι ως τους ουρανούς. μόλις γεννήθηκα και σκόρπισα αμέσως στον αέρα. (0 καπνός). 3. Όταν με κοιτάς σε κοιτώ και γω, μα δεν σε Βλέπω γιατί δεν έχω μάτια. όταν μιλάς, κοιτάζοντάς με, ανοίγω και γω το στόμα και κινώ τα χείλη, αλλά σιωπηλά, γιατί φωνή δεν έχω. (Ο καθρέφτης).

Η ζωή στην αρχαία Αθήνα (3)

Χαιρετισμοί
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν "Χαίρε!", που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: "Υγίαινε!", "Τα ωφέλιμα εργάζου!", "Εργάζου και ευτύχει!".

Συζητήσεις
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία. Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ' έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ' ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα". Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος κουρέας μπορούσε να περηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους. Κουρεία Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο το Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας. Τον καιρό που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. χάρη σ' αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί.

Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση της καταστροφής στη Σικελία ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά. Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο. Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: "0 ψεύτης στην ανάκριση!", "στα Βασανιστήρια!". Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια. Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, Καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε.

Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. "Πώς θέλετε να σας κουρέψω;", ρώτησε ο κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. "χωρίς πολλές κουβέντες", απάντησε ο Βασιλιάς.

Κοινωνικοί
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ' ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις. Εκτός από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα. Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία; Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει. Στό σπίτι Ο Αθηναίος αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρωει ή κάτω από μια σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη Βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των ξακουστών ποιητών. Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ' ένα μετάλλινο σωλήνα με κάλυμμα. Σ' ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη φροντίδα από τους αντιγραφείς. Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι απόλυτα απαραίτητο.

Γυμνάσια
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα γι, τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση. Γενικά τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές ασκήσεις της νεολαίας. τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι επισκέπτες του γυμνασίου. τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, μι, άλλη αίθουσα όπου "πασπάλιζαν" το σώμα τους με λεπτή άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης. τους διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο. Οι λεγόμενες ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες, μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις. Ο Αθηναίος δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε και χειροκροτούσε.

Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονιούνταν για την αδυναμία των σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες και συζητούσαν διάφορα προβλήματα. Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης. Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει, με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας. Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται "Περίπατος", ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο Αριστοτέλης. Στο γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί, γι' αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό.

Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό, ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες αλείφονταν πρώτα σ' όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, έπειτα έξυναν το κορμί μ' έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και ξεπλένονταν με νερό. 'Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ' ό,τι ήξεραν κι αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Το γεύμα Στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την άφιξη των καλεσμένων. Τραπέζια, λεκάνες, μαξιλάρια, στεφάνια, τάπητες, ψωμιά, αρώματα, γυναίκες, ζαχαρωτά, πίτες, κουλούρια, χορεύτριες. Γλυκόψωμα και του Αρμόδιου τα τραγούδια. Στη διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι, ενώ n γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί. Τα παιδιά εμφανίζονται στα επιδόρπια και στέκονται όρθια ή κάθονται, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας. Αλλά σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους τα μέλη της οικογένειας δεν παρουσιάζονται. παίρνουν μπρος μονάχα οι άντρες, γιατί n συζήτηση θα είναι ή φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά αντρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών. Στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, n Διοτίμα, μια ξένη από τη Μαντίνεια, έγινε δεκτή μόνο στο κατώφλι της θύρας, απ' όπου σαν καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν, μπορούσε να διακόπτει τις φαντασίες του Αριστοφάνη με τις ευφραδέστατες παρεμβάσεις της κι αυτό μονάχα γιατί στη χώρα της είχε το αξίωμα της μάντισσας. Όσο για τις συνηθισμένες καλεσμένες στα συμπόσια που παριστάνονται συχνά στα αγγεία, n θέση κι ο ρόλος τους είναι έξω από κάθε αμφιβολία.

Οι γυναίκες αποζημιώνονται όμως στο γυναικωνίτη, όπου τα ζαχαρωμένα φρούτα και τα γλυκά των ζαχαροπλαστών της Κρήτης, της Σάμου και της Αθήνας τιμούνταν εξαιρετικά. Κάθε μαγείρισσα ετοίμαζε γλυκίσματα για τα Θεσμοφόρια και τις άλλες γιορτές, ενώ οι αξιοσέβαστες κυράδες τα κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες με τη συντροφιά των γνωρίμων τους, που είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους. Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι. Ο Πλούταρχος λεει ότι το να φάει κανείς μόνος του "δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα". Γι' αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αυτά τα συμπόσια γίνονταν σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας έφερνε το φαγητό του στο καλάθι. Τα προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι. Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.

Η ζωή στην αρχαία Αθήνα (2)

Συμπεριφορά
Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν. μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο. Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά. Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.

Η αγορά
Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων. Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας Βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες. Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος.

Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος. Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ' τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών. Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αριστοφάνης μάς παρουσιάζει μέσα σ' αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς "επόπτες" της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου. Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.

Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια. Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσά. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα. Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο. Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα". Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν. Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι. Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων. Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της.

Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά; Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός. Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ' αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα. Τα αγαλματάκια από οπτή γη (τερακότα) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα. Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καιει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό. Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του. Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο.

Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: "άιντε στο ξίδι", "αγοράστε λάδι!", "ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!", "νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!", "κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!". Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη". Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια. Ο πιο ενδιαφέρων όμως κι ο πιο ελκυστικός τομέας της αγοράς ήταν τα ιχθυοπωλεία. Η αδυναμία των Αθηναίων ήταν το ψάρι, όχι το κρέας. Απ' όλους τους πραματευτάδες, οι πιο ανεξάρτητοι ήταν οι ιχθυοπώλες, για να μην πούμε οι πιο αυθάδεις. Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει "ληστές", ένας άλλος "λωποδύτες της νύχτας"... Ζητούν για το εμπόρευμά τούς όσα θέλουν. Αν τους απαντήσεις ότι είναι πολύ ακριβά, ακούς να σου λένε κοφτά: "Αυτή είναι η τιμή, αν δεν σου αρέσει, δρόμο!". Δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν ακόμα πιο μεγάλη Τιμή αν κατάφερναν να κρατήσουν τα ψάρια φρέσκα.

Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα Βρέξουν με νερό. Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς Βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη Τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον Βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι Βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς!

Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο Βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. .Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: "Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας". "Τι είναι;" του απάντησε ο γέρος. "Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση". Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων. Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα. Το φαγητό Τώρα δεν του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα, έναν απ' αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της παρασκευής φαγητού. Τους μάγειρους μπορούσε να τους Βρει κανείς κάθε μέρα σε ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. 'Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά. Ο Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία του όλους τους μαγείρους. Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι' αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη. Αφού τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 1011 το πρωί, ο Αθηναίος κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν με τους φίλους του.

Η ζωή στην αρχαία Αθήνα (1)

Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θάβρισκε κανέναν στο σπίτι. Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λεει ο Πλάτωνας "έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί". Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ' το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: "Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει". Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας. Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους. Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά. Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. 'Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.

Ενδυμασία
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους. Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας. Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι. Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.

Κόμη
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.

Υποδήματα
Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι. Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη". Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής. Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι. Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά. Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα. Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα.

Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί. Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά. Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Κλεισθένης

Ο Κλεισθένης, γιος του Μεγακλή της οικογένειας των Αλκμεωνίδων και της Αγαρίστης, της κόρης του Κλεισθένη της Σικυώνος, γεννήθηκε στην Αθήνα, το 570 π.Χ. Ο προπάππος του, Μεγακλής των Αλκμεωνίδων, ήταν ο Άρχων της Αθήνας, όταν ο Κύλων έκανε την ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηνών, και να γίνει τύραννος (632 π.Χ.). Ο Κλεισθένης ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών, όταν ο Πεισίστρατος εξόρισε την οικογένεια των Αλκμεωνίδων, το 546 π.Χ. Μετά από την πτώση του Ιππία, έγινε διαμάχη για την εξουσία, ανάμεσα στον Κλεισθένη, τον ηγέτη των Αλκμεωνίδων και ελευθερωτή της Αθήνας και τον Ισαγόρα, τον αρχηγό των ευγενών. Όταν ο Ισαγόρας ανέλαβε την αρχηγία και έγινε Άρχων το 508 π.Χ., ο Κλεισθένης αρνήθηκε να υποταχθεί και έκανε έκκληση στον λαό δίνοντας τους υπόσχεση να επαναφέρει τα πολιτικά δικαιώματα τους, εάν τον βοηθούσαν να ανατρέψουν τον Ισαγόρα από την εξουσία.

Ο Ισαγόρας τότε κάλεσε τον Κλεομένη, βασιλιά της Σπάρτης και φίλο του, ο οποίος έστειλε αμέσως έναν πρέσβη απαιτώντας από τους Αθηναίους να εξορίσουν "τους μιασμένους" Αλκμεωνίδες και έτσι ο Κλεισθένης αναγκάστηκε να φύγει στην εξορία. Όταν ο Κλεομένης ήλθε στην Αθήνα, εξόρισε επτακόσιες Αθηναϊκές οικογένειες, τις οποίες ο Ισαγόρας θεωρούσε επικίνδυνες, διέλυσε την βουλή και έβαλε δικούς του ανθρώπους στις δημόσιες θέσεις. Όταν έγινε αυτό, ο λαός ξεσηκώθηκε και ο Κλεομένης, ο Ισαγόρας και οι οπαδοί τους προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στην Ακρόπολη. Οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την Ακρόπολη και μετά από δύο μέρες επέτρεψαν στον Κλεομένη και τον Ισαγόρα να φύγουν, αλλά όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Μετά από αυτό το γεγονός οι Αθηναίοι ανακάλεσαν τον Κλεισθένη και τις άλλες εφτακόσιες οικογένειες από την εξορία.

Όταν ο Κλεομένης έφθασε στην Σπάρτη, αμέσως ετοίμασε στρατό και βάδισε στην Αττική, με σκοπό να επαναφέρει τον Ισαγόρα στην εξουσία. Με την βοήθεια των Κορινθίων και άλλων Πελοποννησιακών πόλεων, ο Κλεομένης στρατοπέδευσε στην πεδιάδα της Ελευσίνας. Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι ετοίμασαν στρατό και ξεκίνησαν να εμπλακούν μαζί τους, αλλά στο μεταξύ οι Κορίνθιοι έμαθαν τον πραγματικό σκοπό της εκστρατείας και αποσύρθηκαν. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία, εναντιώθηκε και αυτός και η εκστρατεία αναβλήθηκε.

Όταν οι Σπαρτιάτες απεχώρησαν, οι Αθηναίοι εστράφησαν εναντίον των Χαλκιδαίων. Στα στενά του Ευρίπου, συνάντησαν και νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι έρχονταν προς βοήθεια τους. Την ίδια μέρα, οι Αθηναίοι πέρασαν στην Εύβοια και κατατρόπωσαν τους Χαλκιδείς. Οι κτηματικές περιουσίες των ευγενών κατασχέθηκαν και εδόθηκαν με κλήρο σε 4000 Αθηναίους (κληρούχοι). Ο Κλεισθένης έχοντας τώρα την εξουσία, άρχισε τις μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν την Αθήνα σε εδραιωμένη δημοκρατία. Έπεισε τον λαό να αλλάξουν την πολιτική οργάνωση από την οικογένεια και γένος σε τοπικές ομάδες. Κατήργησε την δύναμη των τεσσάρων παλαιών Ιωνικών φυλών (Αιγικορείς, Οπλίτες, Γελέοντες, Αργαδείς), επιτρέποντας στις φιλές να επιζούν μόνο για τις τελετουργικές τελετές.

Ο πληθυσμός της Αθήνας στα χρόνια του Κλεισθένη, περιελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων, οι οποίοι δεν ήταν υπήκοοι και φυσικά δεν έπαιρναν μέρος στις πολιτικές αποφάσεις. Ο Κλεισθένης διαίρεσε την Αττική σε εκατόν σαράντα Δήμους. Όλοι οι κάτοικοι που έμεναν στους δήμους έγιναν πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών και των ελεύθερων σκλάβων. Οι δήμοι είχαν υπευθυνότητες και δημόσια καθήκοντα, όπως την αναγραφή των πολιτών, την συλλογή φόρων και την εκλογή δημοσίων υπαλλήλων. Ο δήμος ήταν ένα αυτόνομο τοπικό όργανο, το οποίο είχε τον δικό του Δήμαρχο, δική του οικονομική διαχείριση, κοινή περιουσία, δικούς του ιερείς και ιέρειες. Οι δήμοι ήταν οργανωμένοι σε τριάντα τριττύες, με ισάριθμο πληθυσμό. Κάθε τριττύς αποτελείτο από ένα αριθμό δήμων, αν και μερικές από αυτές είχαν μόνο έναν μεγάλο δήμο. Οι τριττύες δεν είχαν κοινοτική ζωή και λειτουργούσαν σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δήμων και της φυλής. Από τις τριάντα τριττύες, συνέθεσε δέκα φυλές, κληρώνοντας μία τριττύα από τους Παράλιους, μία από τους Διάκριους και μία από τους Πεδιείς, και έτσι οι τρεις αυτές τάξεις που είχαν προκαλέσει ταραχές στην Αθήνα επί αιώνες, άλλαξαν ριζικά.

Οι καινούργιες περιοχές τώρα ήταν: το Άστυ (η πόλη), η οποία περιελάμβανε την Αθήνα, τον Πειραιά και το Φάληρο; η Ακτή, η οποία περιελάμβανε καινούργιες περιοχές και το Εσωτερικό, αποτελείτο από περιοχές του άστεως και της ακτής. Η ανακατανομή αυτών των τοπικών λειτουργιών ανάμεσα στις φυλές, είχε σαν σκοπό να χωρίσει τους οργανισμούς, δίνοντας ένα τέλος στις ατελείωτες διαμάχες του παρελθόντος.

Οι άνθρωποι δεν ήταν μόνο γνωστοί από το όνομα του πατέρα τους αλλά και από το όνομα του δήμου. Ο Κλεισθένης διευθέτησε τους δήμους με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά ήταν διασπαρμένοι σε διαφορετικά τμήματα της Αθήνας. Ο λόγος ήταν να παρεμποδίσει τις φυλές να αποκτούν ανεξάρτητα τοπικά συμφέροντα, καθώς επίσης να εμποδίσει τους δήμους να γίνουν πολιτικές οντότητες. Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη είχαν σαν αποτέλεσμα, την ισονομία και ο λαός συμμετείχε περισσότερο ενεργά στην δημόσια ζωή. Ο Κλεισθένης αύξησε επίσης τον αριθμό των πρυτάνεων. Η Βουλή αυξήθηκε από 400 σε 500 μέλη, 50 μέλη από κάθε φυλή. Ο αττικός χρόνος αποτελείτο από 12 σεληνιακούς μήνες, 354 ημέρες. Ο Κλεισθένης διαίρεσε τον χρόνο, για λειτουργικούς σκοπούς, σε δέκα περιόδους και οι 50 πρυτάνεις τις κάθε φυλής υπηρετούσαν για 35-36 ημέρες. Επί πλέον για μεγαλύτερη ευκολία διακυβερνήσεως, οι πενήντα γερουσιαστές ήταν χωρισμένοι σε πέντε σώματα, από δέκα άτομα το καθένα και ονομάζονταν Πρόεδροι. Οι Πρόεδροι κυβερνούσαν επί 7 ημέρες και διέμεναν στο κτίριο Θόλος, όπου και δειπνούσαν με δημόσια έξοδα. Από τους προέδρους εκλέγετο δια κλήρου κάθε μέρα, ένας Επιστάτης, ο οποίος υπηρετούσε την Βουλή και την Εκκλησία και ήταν υπεύθυνος και φύλακας των κλειδιών της Ακροπόλεως και του θησαυροφυλακίου.

Ο Κλεισθένης εισήγαγε επίσης τον οστρακισμό (εξορία από την πόλη). Η λέξης οστρακισμός προέρχεται από την λέξη όστρακο, ένα κομμάτι αγγείου, το οποίο χρησιμοποιείτο σαν ψήφος. Το άτομο, του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε όστρακα και ο αριθμός τους υπερέβαινε τις 6000, εξορίζονταν για δέκα χρόνια. Αυτό το μέτρο το εισήγαγε ο Κλεισθένης για να διασφαλίσει την πόλη από μελλοντικούς τυράννους.

Ο Κλεισθένης υπήρξε ο μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής των Αθηνών και ο ιδρυτής της Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Επίκουρος

Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύτερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος. Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ?περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου?, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυ¬ρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποι¬κοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια ? πράγμα ανακριβές, όμως.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε¬λούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστα¬τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή. Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».

Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλι¬σης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.

Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο¬τικό• οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό¬τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν' απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδο¬νές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο• η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή• πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλο¬ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο¬ρεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί¬νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ¬κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυχισμένο.

Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυ¬χισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του ?όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος? θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο¬κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ' έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά¬ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι¬διά ... και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και κατα¬λάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ¬όντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικα¬νοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο¬ρούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή¬συχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.

Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμητικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.

Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδι¬αίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνη¬ση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βού¬λησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφο¬ροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκ¬κλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».

Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν δια¬λυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας ?ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως?, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβό¬μαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι ?ανύπαρκτο, τελικώς? θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» ?ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμα¬στε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.

Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Σόλων (2)

Οι μετέπειτα γενεές θεωρούσαν τον Σόλωνα πατέρα της δημοκρατίας, γιατί απελευθέρωσε το άτομο από την πολιτική κυριαρχία της ολιγαρχίας και από τα οικονομικά βάρη, δίνοντας πολιτικά δικαιώματα στους Θήτες, για να πάρουν μέρος στο συμβούλιο της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα έδωσε στο άτομο καινούργιες υπευθυνότητες ως πολίτη, θεωρώντας ατιμία, να μην πάρει τα όπλα ενάντια σε τυράννους και σε επαναστάσεις.

Πριν από αυτόν, οι διαθήκες ήταν άγνωστες στην Αθήνα, την περιουσία του αποθανόντος την κληρονομούσαν οι συγγενείς. Ο Σόλων έδωσε ελευθερία στο άτομο, επιτρέποντας να διαχειρίζεται την περιουσία του όπως ήθελε, σε περίπτωση που δεν είχε παιδί. Ο Σόλων έβαλε τα θεμέλια της βιομηχανίας. Κάθε πατέρας έπρεπε να μάθει στο παιδί του μια τέχνη, διαφορετικά τα παιδιά του δεν θα ήταν υπεύθυνα να τον κοιτάξουν στα γεράματα του. Με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανέπτυξε την Αθηναϊκή βιομηχανία, φέρνοντας τεχνίτες από την Κόρινθο και άλλες πόλεις, υποσχόμενος να τους δώσει την Αθηναϊκή υπηκοότητα. Ο Σόλων ήταν επίσης έξοχος λυρικός και ελεγειακός ποιητής. Ήταν ο πρώτος Αττικός ποιητής και έγραψε ιαμβικά και ελεγειακά σε ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οι ελεγείες του αριθμούσαν πάνω από πέντε χιλιάδες γραμμές. Στις πολιτικές ελεγείες, έγραψε για το νησί της Σαλαμίνας και για το πως διέγειρε τους πολίτες της Αθήνας να επανακτήσουν το νησί. Σαν χαρακτήρας ο Σόλωνας ήταν ειλικρινής, με καλοσύνη και γενναιόδωρος. Χαρακτηρίζονταν από μετριοπάθεια και το σύνηθες ρητό του ήταν "Μηδέν άγαν" (τίποτα με υπερβολή). Ήταν ένας από τους επτά σοφούς. Η σοφία του και ο ευγενής πατριωτισμός του σημάδεψαν την Αθηναϊκή πολιτεία, ως το πρώτο αληθινό παράδειγμα ανθρωπισμού. Στις ηθικές ελεγείες ανήκει και το ποίημα του, "οι παροτρύνσεις στον εαυτόν μου", καθώς επίσης και το συχνά αναφερόμενο απόφθεγμα:

"Γηράσκω δ' αιεί πολλά διδασκόμενος".

Όταν τελείωσε το έργο του, ο Σόλων έφυγε από την Αθήνα, λέγοντας στους Αθηναίους να μην αλλάξουν τίποτα επί δέκα χρόνια, ή σύμφωνα με άλλη μαρτυρία για εκατό χρόνια. Δυστυχώς έζησε για να δει το σύνταγμα του να ανατρέπεται από τον τύραννο Πεισίστρατο.

Ο Σόλων πρώτα επισκέφθηκε την Αίγυπτο, ερχόμενος σε επαφή με βασιλείς και ιερείς, μαθαίνοντας την ιστορία τους. Οι ιερείς του είπαν για το νησί της Ατλαντίδος και τον πόλεμο που οι Αθηναίοι έκαναν εναντίον του νησιού, εννέα χιλιάδες χρόνια πριν. Από τις πληροφορίες που του έδωσαν οι ιερείς, άρχισε να γράφει ένα ποίημα, αλλά πέθανε πριν να το τελειώσει. Μετά από την Αίγυπτο, πήγε στην Κύπρο και αργότερα στην Λυδία, όπου και συνάντησε τον βασιλιά Κροίσο, στις Σάρδεις. Σύμφωνα με την ιστορία του Ηρόδοτου, ο Κροίσος, αφού του έδειξε τους αμύθητους θησαυρούς του, τον ερώτησε ποιος ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε γνωρίσει, περιμένοντας από τον Σόλωνα ότι θα ανέφερε αυτόν. Ο Σόλων αποφεύγοντας να κολακεύσει τον βασιλιά, ονόμασε δυο κοινούς Έλληνες, τον Αθηναίο Τελαμόνα και τους Αργείους αδελφούς Κλεόβη και Βίτωνα. Όταν ο Κροίσος απάντησε, ότι δεν είχε λάβει υπ΄ όψιν του τα πλούτη του και την δόξα του, ο Σόλωνας του απάντησε να μην θεωρεί έναν άνθρωπο ευτυχή, αν δεν γνωρίζει πως τελείωσε η ζωή του: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" (Μην θεωρήσεις κανένα ευτυχή, πριν γνωρίσεις το τέλος του). Ο Κροίσος τότε περιφρόνησε τον Σόλωνα, αλλά όταν ανετράπη από τον Κύρο και ήταν έτοιμος να καεί στην πυρά, τα λόγια του Σόλωνα ήλθαν στο μυαλό του και φώναξε με δυνατή φωνή, τρεις φορές: "Σόλων, Σόλων, Σόλων". Όταν ο Κύρος ερώτησε να μάθει την παράξενη έννοια των λόγων του και έμαθε, διέταξε τους ανθρώπους του να σβήσουν αμέσως την φωτιά, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. Ο Κροίσος όμως στάθηκε τυχερός και σώθηκε από μιαν απότομη καταρρακτώδη βροχή. Ο Κύρος μετά από αυτό το γεγονός, επανέφερε τον Κροίσο στην βασιλεία του και τον έκανε έμπιστο φίλο και σύμβουλο του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Σόλωνα από την Αθήνα, οι τρεις τάξεις είχαν ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες μεταξύ τους. Οι Πεδειείς (κάτοικοι των πεδιάδων) είχαν αρχηγό τους τον Λυκούργο, οι Παράλιοι (κάτοικοι των ακτών ) τον Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνίδων και οι Διάκριοι (ορεινοί) τον Πεισίστρατο, εξάδελφο του Σόλωνα. Όταν ο Σόλων επέστρεψε στην Αθήνα, γύρω στο 562 π.Χ., προσπάθησε ανεπιτυχώς να δώσει τέλος στις φιλοδοξίες του εξάδελφου του Πεισίστρατου. Πέθανε στην Κύπρο και σύμφωνα με την διαθήκη του, οι στάχτες του σκορπίστηκαν γύρω από το αγαπημένο του νησί της Σαλαμίνος.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολιτικοί και φιλόσοφοι: ο Σόλων (1)

Ο Σόλων, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και νομοθέτης, γιος του Εξεκεστίδη από την Σαλαμίνα, απόγονος της οικογένειας του Κόδρου και των Νηλείδων, γεννήθηκε στην Αθήνα το 638 π.Χ. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και ο Σόλων, που ακολούθησε το επάγγελμα του, ταξίδευσε σε πολλές χώρες. Ήταν σχεδόν σαράντα χρονών, φημισμένος για την ποίηση του και την σοφία του, όταν έλαβε μέρος στην πολιτική ζωή της Αθήνας.

Οι Μεγαρείς, μετά από το Κυλώνιον άγος, είχαν καταλάβει το νησί της Σαλαμίνας, το οποίο ανήκε στην Αθήνα και ο Σόλων ήταν πικραμένος που η Αθήνα το είχε χάσει. Τα Μέγαρα, εκείνον τον καιρό, ήταν μια ισχυρή πόλη, η οποία ήταν σε θέση να συναγωνισθεί με την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, μετά από ένα πολύχρονο πόλεμο με τα Μέγαρα, προσπάθησαν να επανακτήσουν το νησί και υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Για τον λόγο αυτό ψήφισαν νόμο, να μην επιχειρήσουν ξανά πόλεμο για το νησί της Σαλαμίνος και να τιμωρούν με θάνατο αυτούς που θα τους παρότρυναν.

Ο Σόλων προσπάθησε και έπεισε του Αθηναίους να επανακτήσουν το νησί, απαγγέλλοντας το ποίημα του Σαλαμίς στην Αγορά, και σαν στρατηγός έφθασε στο ακρωτήριο της Κολιάδας, όπου οι Αθηναίες γυναίκες πρόσφεραν θυσία στην Δήμητρα. Από εκεί, έστειλε έναν έμπιστο άνθρωπο του στην Σαλαμίνα, ο οποίος προσποιούμενος ότι ήταν εξόριστος, πληροφόρησε τους Μεγαρείς ότι οι Αθηναίες γυναίκες ήταν απροστάτευτες. Οι Μεγαρείς έπεσαν στην παγίδα και όταν αποβιβάστηκαν από τα πλοία τους χωρίς τα όπλα τους, για να τις πιάσουν, τότε μόνο κατάλαβαν ότι οι γυναίκες ήταν άνδρες μεταμφιεσμένοι, με κρυμμένα μαχαίρια. Οι Αθηναίοι τους σκότωσαν όλους και ο Σόλων με τα πλοία τους, έπλευσε αμέσως στην απροστάτευτη Σαλαμίνα και την κατέλαβε. Οι Μεγαρείς προσπάθησαν να ξαναπάρουν πάλι πίσω την Σαλαμίνα και ο πόλεμος μεταξύ των Αθηναίων και Μεγαρέων αποδείχθηκε καταστρεπτικός και για τις δύο πλευρές. Έτσι αποφάσισαν τελικά να αναθέσουν την διαιτησία στην Σπάρτη, για το ποιος θα είναι ο κάτοχος του νησιού. Η διαιτησία της Σπάρτης αποφάσισε ότι η Σαλαμίς ανήκε στους Αθηναίους.

Ο Σόλων αύξησε την δημοτικότητα του υποστηρίζοντας τους κατοίκους των Δελφών εναντίον των κατοίκων της πόλεως Κίρρας. Με δυσκολία έπεισε το συμβούλιο των Αμφικτιόνων, να ανοίξουν πόλεμο εναντίον της Κίρρας (πρώτος Ιερός πόλεμος 595-585 π.Χ.). Όταν ο Σόλων έγινε άρχων της Αθήνας το 594 π.Χ., πλούτος και δύναμη ανήκαν σε λίγα χέρια. Οι φτωχοί (η τάξις των Θετών) ήταν βουτηγμένοι στο χρέος, πολλοί από αυτούς είχαν γίνει δούλοι, γιατί δεν είχαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και είχαν πουλήσει ακόμα και τα παιδιά τους.

Ο Σόλων, άνθρωπος που αγαπούσε την δικαιοσύνη, προσπάθησε να αλλάξει την σκληρή ζωή των φτωχών ανθρώπων της Αθήνας. Απέρριψε προτάσεις να γίνει τύραννος, αντί αυτού έκανε τον αξιομνημόνευτο νόμο Σεισάχθεια, μια λέξη που σημαίνει, ότι αποτίναξε από τους ώμους των φτωχών το φορτίο, που τους προκαλούσε τόσο πόνο και οδύνη. Ο νόμος Σεισάχθεια απάλειψε όλα τα συμβόλαια των φτωχών ανθρώπων, που είχαν βάλει ενέχυρο τον ίδιο τον εαυτό τους ή την περιουσία τους. Απαγορεύθηκαν όλα τα μελλοντικά δάνεια τέτοιου είδους και κατήργησε την δύναμη του πιστωτή, να υποδουλώνει ή να φυλακίζει. Ο νόμος, με την κατάργηση των πολυαρίθμων υποθηκών στις κτηματικές περιουσίες της Αττικής, απελευθέρωσε την γη από τα παλαιά χρέη.

Με άλλους νόμους, βοήθησε τους πλουσίους οφειλέτες, οι οποίοι μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους. Ο Σόλων γι αυτό αύξησε την αξία της μνας, έως είκοσι επτά τοις εκατό, αλλάζοντας το νόμισμα από το Αιγινίτικο στο Ευβοιακό, κάτι το οποίο αποδείχθηκε ευνοϊκό και για το Αθηναϊκό εμπόριο, διευκολύνοντας τις συναλλαγές με την Κόρινθο, Χαλκίδα και Ερέτρια και άλλες αποικίες. Ο Σόλων δεν απαγόρευσε μόνο την υποθήκη ανθρώπων, αλλά περιόρισε τον αριθμό στρεμμάτων γης, τα οποία ένα άτομο μπορούσε να κατέχει. Απαγόρευσε στους μεγάλους κατόχους γης να εξάγουν σιτηρά από την Αθήνα, βάζοντας τους μεγάλο πρόστιμο. Επίσης απαγόρευσε την εξαγωγή όλων των δημητριακών προϊόντων, εκτός από το λάδι της ελιάς. Ο Σόλων ακύρωσε τους νόμους του Δράκου, εκτός από εκείνον της ανθρωποκτονίας και κατήργησε την θανατική καταδίκη, από όλα τα μικρά εγκλήματα.

Πολλοί που είχαν τιμωρηθεί με τους παλαιούς νόμους αποκαταστήθηκαν, λαμβάνοντας πλήρη δικαιώματα του πολίτη. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο η εξόριστη οικογένεια των Αλκμεωνίδων, επέστρεψε στην Αθήνα. Οι νόμοι του νομοθέτη Σόλωνα ήταν γραμμένοι σε ξύλινα τριγωνικά πινάκια, τα ονομαζόμενα κύρβεις και εφυλάσσοντο πρώτα στην Ακρόπολη και αργότερα στο Πρυτανείο. Επίσης άλλαξε το πολιτικό σύστημα, από Ολιγαρχία σε Τιμοκρατία, με άλλα λόγια, μείωσε την δύναμη των ευγενών και έδωσε σπουδαιότητα στην οικονομική δύναμη. Αναδιοργάνωσε το συμβούλιο ή την γερουσία (Βουλή) από 401 μέλη, τα οποία είχαν συνταχθεί από τον Δράκο (621 π.Χ.), και τα οποία εκλέγονταν από τους πολίτες. Μείωσε τα μέλη κατά ένα, στα 400, 100 από την κάθε μια φυλή (υπήρχαν τέσσαρες φυλές).
Όταν ο Σόλων έγινε άρχων, ο πληθυσμός της Αττικής ήταν χωρισμένος σε τρεις τάξεις, που συχνά έρχονταν σε διαμάχες μεταξύ τους. Οι τρεις τάξεις ήταν: οι Πεδιείς, οι Διάκριοι και οι Παράλιοι. Ο Σόλων μεσολάβησε επιτυχώς, φέρνοντας σε τέλος τις βίαιες διαμάχες τους. Κατήργησε τα αποκλειστικά δικαιώματα των Ευπατρίδων και διένειμε τον πληθυσμό σε τέσσαρες κλάσεις, σύμφωνα με το εισόδημα τους.

Η πρώτη τάξη, οι Πεντακοσιομέδιμνοι, είχε το λιγότερο πεντακόσιους μεδίμνους από σιτηρά ή κρασί ή λάδι, ως ετήσιο εισόδημα. Οι Ιππείς, με εισόδημα από τριακοσίους μεδίμνους και πάνω, οι οποίοι ήταν ικανοί να διατηρούν ένα πολεμικό άλογο. Η τρίτη τάξη, οι Ζευγίται (κάτοχοι ενός ζεύγους βοδιών), με εκατόν πενήντα μεδίμνους και πάνω, και τέλος οι Θήτες (μισθωτοί εργάτες), με εισόδημα λιγότερο από εκατόν πενήντα μεδίμνους. Μόνο οι τρεις πρώτες τάξεις είχαν το δικαίωμα ψήφου και μόνο από την πρώτη τάξη μπορούσαν να κατέχουν τα ανώτατα δημόσια αξιώματα. Η τάξη των Θετών αποκλείονταν από όλες τις δημόσιες θέσεις, αλλά μπορούσαν να ψηφίσουν στην γενική συνέλευση του λαού και είχαν επίσης το δικαίωμα να πάρουν μέρος, ως ένορκοι, σε δίκες. Δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν στον στρατό σαν οπλίτες, αλλά μόνο σαν ελαφρά οπλισμένος στρατός. Οι Ιππείς μπορούσαν να εκλεχθούν μόνο από τις δύο ανώτερες τάξεις και οι οπλίτες από τις τρεις πρώτες. Μόνον οι Θήτες ελάμβαναν μισθό για δημόσιες υπηρεσίες, όλες οι άλλες κλάσεις υπηρετούσαν το δημόσιο χωρίς αποδοχές. Σε ελαφρά αδικήματα, ο Σόλων έβαλε μικρό πρόστιμο. Εν αντιθέσει, έδωσε μεγάλα ποσά στους Ολυμπιονίκες (500 δραχμές, μια ολόκληρη περιουσία για εκείνα τα χρόνια) και στους νικητές των Ίσθμιων αγώνων, εκατό δραχμές. Στους νικητές των Παναθηναϊκών αγώνων, τους απένειμε εκατό ζωγραφισμένους αμφορείς, γεμάτους λάδι.

Αν και ο Σόλων ήταν δίκαιος στις νομοθεσίες του, δεν έκανε ριζικές αλλαγές, πιστεύοντας σύμφωνα με τα δικά του λόγια ότι οι θεοί δίνουν στον άνθρωπο ότι είναι δίκαιο γι' αυτόν. Κανένας δεν ήταν ικανοποιημένος με τις νομοθεσίες του, οι φτωχοί, οι οποίοι προσδοκούσαν ανακατανομή της γης, απογοητευτήκαν και οι πλούσιοι ήταν δυσαρεστημένοι για τα δικαιώματα που προσχώρησε στους φτωχούς.

Διατήρησε και επέκτεινε την δύναμη του αρχαίου συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο είχε την δικαιοδοσία σε θρησκευτικά αδικήματα και φόνο εκ προμελέτης.
(συνεχίζεται)

Οι διωγμοί κατά των φιλοσόφων (2)

 Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης, ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος και ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής του Λυκείου, όπως είναι γνωστό, ήταν δάσκαλος του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος είχαν επιβάλει την ενότητα στις πόλεις - κράτη της Ελλάδας. Στην Αθήνα υπήρχαν δύο αντιμαχόμενες φατρίες: η φιλομακεδονική και η αντιμακεδονική, με κύριο εκπρόσωπο το μεγάλο ρήτορα Δημοσθένη. Οσο ζούσε ο Αλέξανδρος ο Αριστοτέλης δε διέτρεχε κίνδυνο. Ομως ήταν δάσκαλός του, και η καταγωγή του από τα Στάγειρα για τους αντιμακεδονικούς τον τοποθετούσε αυτόματα στην αντίθετη παράταξη. Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που υποστήριξαν την αντίθεσή του με τη σχολή της Ακαδημίας. Θεωρείται ότι υπήρχε μια αντιζηλία ανάμεσα στις δύο σχολές. Ξέρουμε όμως ότι όξυναν τις διαφορές τους οι φιλόσοφοι των πολλών φιλοσοφικών σχολών.

Γίνονταν δημόσιες συζητήσεις και αναγνώσεις έργων, γράφονταν νέα έργα για διάφορα φιλοσοφικά θέματα κλπ. Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου η κατάσταση οξύνθηκε. Αρχισε ο διωγμός όλων όσων θεωρούνταν αντίπαλοι. Βέβαια ο Αριστοτέλης ήταν αναγνωρισμένος μεγάλος φιλόσοφος με πολλούς μαθητές. Αλλά πάλι βρέθηκε η μαγική συνταγή... κατηγορία "επί ασεβεία". Μετά τον Αναξαγόρα και το Σωκράτη, έφθασε η σειρά του. Η κατηγορία ξεκίνησε από τις τιμές που απέδωσε στον Ερμεία Τύραννο του Αταρνέως (θεωρήθηκε ότι οι τιμές που του απέδωσε ο Αριστοτέλης ήταν τιμές θεού. Με το πρόσχημα αυτό στηρίχτηκε η κατηγορία "επί ασεβεία".), προς τιμήν του οποίου συνέθεσε ο Αριστοτέλης τον περίφημο "Υμνο προς την Αρετή" (βλ. Γράβιγγερ): "Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω θήραμα κάλιστον βίω..." Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης είπε ότι δε θα άφηνε τους Αθηναίους να αμαρτήσουν ξανά εναντίον των φιλοσόφων (εννοώντας το θάνατο του Σωκράτη) και έφυγε από την Αθήνα. Κατέφυγε στη Χαλκίδα όπου πέθανε σε ένα χρόνο, ορίζοντας διάδοχο του Λυκείου το Θεόφραστο.

Υπατεία.
Ενα τραγικό παράδειγμα στην ιστορία της φιλοσοφίας ήταν η Υπατεία, η τελευταία φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας, που έζησε μέσα στην ταραχή των συγκρούσεων των Χριστιανών και των "εθνικών", κατά τις οποίες ομάδες φανατικών χριστιανών, ανάμεσα σε άλλα, κατέστρεφαν με σφυριά τις παραστάσεις των Αιγυπτιακών ναών, πιστεύοντας ότι εκτελούσαν "θεάρεστο" έργο. Οι μεγάλες γνώσεις και η ευγένεια του χαρακτήρα της Υπατείας, που είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου (έτσι ονομαζόταν η φιλοσοφική Νεωπλατωνική σχολή στην Αλεξάνδρεια), προσέλκυσαν πάρα πολλούς μαθητές. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και θεωρείται σαν μια από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της εποχής της στο χώρο της φιλοσοφίας. Οι σχέσεις της με όλους ήταν πολύ καλές. Ομως ο χριστιανικός φανατισμένος όχλος - οπαδοί του επίσκοπου Κύριλου- καιροφυλακτούσε. Λόγω των καλών σχέσεών της με τον έπαρχο, "θεώρησαν" ότι αυτή έφταιγε για κάποια δυσμενή απόφαση. Ετσι μια μέρα, ενώ διέσχιζε το δρόμο, όρμησαν, την κατέβασαν από την άμαξα και την τράβηξαν μέχρι την πιο κοντινή εκκλησία.

Εκεί την κομμάτιασαν ζωντανή σε μικρά κομμάτια με κοχύλια, την έκαψαν και σκόρπισαν τη στάχτη. Μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο εγκληματικής ατμόσφαιρας εξόρκιζαν το "σατανά" που προσωποποιούσε και ενσάρκωνε η φιλοσοφία. Ο αυτοκράτορας για "τιμωρία" απαγόρευσε στους μοναχούς να εμφανίζονται δημόσια στην πόλη.

Η Υπατεία ήταν ο τελευταίος μάρτυρας της φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια. Τα έργα της χάθηκαν και το όνομά της παραμελήθηκε για αιώνες. Δεν παύει όμως να ανήκει στους μάρτυρες της ελεύθερης σκέψης και στα θύματα της μισαλλοδοξίας και του θρησκευτικού φανατισμού.

Τζορντάνο Μπρούνο.
Μέσα στο Μεσαίωνα της Ευρώπης και στον τρόμο που προκαλούσε η Ιερά Εξέταση, εμφανίζεται ένας κοσμοπολίτης φιλόσοφος, ο Τζορντάνο Μπρούνο. Γεννημένος στη Νόλα της Νάπολης, πρωτοπόρος της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης, ταξιδεύει παντού. Εκπλήττει τους πάντες με τη βαθειά γνώση του, πολλές φορές ανεξήγητη, τον αντιδογματισμό και την ευθύτητά του. Δεν "κάνει πολιτική" αλλά εκφράζει καθαρά και ξάστερα τις ιδέες του αντίθετα προς το κάθε λογής κατεστημένο. Μέσα σ' ένα θρησκόληπτο όχλο που κυριαρχεί στην Ευρώπη μιλά για άπειρους κόσμους, για την ενότητα της ζωής, για τον ολιστικό άνθρωπο, για τη δύναμη της δημιουργικής φαντασίας και το ρόλο της, για την ολοκλήρωση καθώς και για τη μνημοτεχνική. Θεωρείται μάλιστα ότι κατείχε ένα σύστημα μνημοτεχνικής τόσο αποτελεσματικό, που τον ζητούσαν παντού να το διδάξει.

Επίσης έφερε στο φως διδασκαλίες των προσωκρατικών, του Πλάτωνα και ακόμη του μυθικού Ερμή του Τρισμέγιστου, χτυπώντας την Αριστοτέλεια λογική που, μέσω μιας εκφυλισμένης σχολαστικής μορφής της, κυβερνούσε τη βυθισμένη στο Μεσαίωνα Δύση. Ομως η Ιερά Εξέταση καιροφυλακτεί. Ενας αποτυχημένος μαθητής τον προδίδει κι έτσι σύντομα βρίσκεται έγκλειστος στις τρομερές φυλακές "Πιόμπι" της Ρώμης, φυλακές υποβρύχιες όπου ο χτύπος των νερών "θρυμματίζει" το νου κάθε φυλακισμένου. Εκεί έμεινε έγκλειστος ο Τζορντάνο Μπρούνο επτά ολόκληρα χρόνια. Λίγες μέρες πριν από τη δίκη του κατορθώνει να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα της πολύχρονης φυλάκισης που τον είχε μετατρέψει σε ζωντανό τέρας και με θάρρος κατακεραυνώνει τους δικαστές του που τον δίκαζαν "στο όνομα του θεού" και του πάπα. Καταδικάζεται να καεί στο "Κάμπο ντι Φιόρι" της Ρώμης, πλατεία που πουλούσαν λουλούδια... Μαζί του καίγονται και πολλά από τα βιβλία του, τα οποία μετά τις "μάγισσες" και τους "μάγους" θεωρούνταν από την Ιερά Εξέταση ο υπ' αριθμόν ένα εχθρός της "πίστης".

Λέγεται ότι, όταν άκουσε την απόφαση, είπε στους δικαστές: "Εσείς που με δικάζετε και λέτε την απόφαση τρέμετε περισσότερο από μένα που την ακούω". Ο Τζορντάνο Μπρούνο υπήρξε ένας φιλόσοφος μάρτυρας των ιδεών του. Δεν υποχώρησε όπως ο Γαλιλαίος, δε μίλησε με καλυμμένα λόγια ούτε κρύφτηκε. Ηταν ένας γνήσιος εκφραστής της ελεύθερης σκέψης σε μια εποχή που βασίλευε ο σκοταδισμός, η κυριαρχία του πάπα, ο φανατισμός των μοναχικών ταγμάτων και κυρίως η άγνοια. Σαν νέος Σωκράτης πέθανε για τις ιδέες του. Σκόρπισαν τις στάχτες του στους ανέμους και για δύο σχεδόν αιώνες το όνομά του και τα έργα του δεν αναφέρονταν καν. Ομως ο κύκλος του σκοταδισμού έκλεισε και ένας νέος κύκλος έρευνας ξεκίνησε μετά τις πυρές της Ιεράς Εξέτασης. Οπως συμβαίνει με όλους τους μάρτυρες, εκ των υστέρων ο Τζορντάνο Μπρούνο αναγνωρίστηκε σα γνήσιος εκφραστής της ελεύθερης σκέψης και στην πλατεία που κάηκε υψώνεται σήμερα ένα πανύψηλο μπρούντζινο άγαλμα με παραστάσεις της ζωής και της δίκης του ανάγλυφες στο βάθρο του. Στη βάση του βρίσκονται πάντα φρέσκα λουλούδια που τοποθετούν θαυμαστές του απ' όλο τον κόσμο γι' αυτόν που ήξερε να ζήσει αλλά και να πεθάνει για τις ιδέες του.

Κάναμε μια αναδρομή κατά μήκος της Ιστορίας και αναφέραμε ενδεικτικά τα ονόματα μερικών μόνο φιλοσόφων. Ο κατάλογος όμως θα ήταν πολύ μακρύς, αν επιμέναμε έστω και λίγο. Γιατί η πρωτοπορία στη σκέψη πάντα ήταν ενοχλητική για τους κάθε λογής φανατικούς. Ετσι ονόματα όπως του Ηράκλειτου, του Εμπεδοκλή, των μεγάλων τραγικών αλλά και του φιλόσοφου αυτοκράτορα Ιουλιανού - ο οποίος φαίνεται ότι δολοφονήθηκε από τους χριστιανούς - ανήκουν στη λίστα αυτή. Από τη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων της Ιεράς Εξέτασης στη Δύση, δε γλίτωσαν παρά ελάχιστα. Κάποια στιγμή απαγορεύτηκαν μέχρι και τα βιβλία του Καντ. Στην Ανατολή ο Γνωστικισμός - που συνδύαζε πάρα πολλά φιλοσοφικά στοιχεία με τη θρησκεία - κυνηγήθηκε άγρια με την ταμπέλα της "αίρεσης".

Στη Δύση οι Καθαροί και οι Ναϊτες εξοντώθηκαν εντελώς. Πολλοί κάλυψαν τη διδασκαλία με τις αλληγορίες τις οποίες μετά ειρωνεύονται, εξηγώντας τις κατά γράμμα οι διάφοροι καλόγεροι. Ομως η Αναγέννηση ήταν αναπόφευκτη. Με την αραβική επίδραση η Επιστήμη και η Φιλοσοφία ακμάζουν ξανά στην άκρη της Ευρώπης. Στην Ιταλία ο Φιτσίνο μεταφράζει Πλάτωνα και γεννιούνται οι νέες Ακαδημίες.

Βέβαια πολλοί νοσταλγούν το παρελθόν και ο ολιστικός τύπος ανθρώπου που ενσαρκώνει ο Ντα Βίντσι δεν τους συγκινεί. Αλλά η πορεία προς την αλήθεια δεν μπορεί να εμποδιστεί. Σιγά σιγά με την ολοκληρωμένη παρακμή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης του Βατικανού - και όχι μόνο της θρησκευτικής - θα έλθουν στο φως πολλά εγκλήματα του καθολικισμού όχι μόνο διώξεις κατά της φιλοσοφίας αλλά και πολλά άλλα, όπως η γενοκτονία των Ινδιάνων της Βορείου και Νοτίου Αμερικής "στο όνομα του Χριστού", η "δουλεία" των μαύρων στο όνομα αυτού που έλεγε ότι δεν υπάρχει δούλος και οι οπαδοί του διακήρυξαν ότι καταργήθηκε η δουλεία και όμως η δουλεία των μαύρων στους χριστιανούς αποίκους ήταν η χειρότερη που υπήρξε στην ιστορία και με χριστιανούς κυρίως. Και όλα αυτά γιατί ο πολιτισμός δε χρειάζεται μόνο τη θρησκεία ή την τεχνολογία.

Πρέπει να βασίζεται στην αρμονική συνύπαρξη Θρησκείας, Επιστήμης, Τέχνης, Φιλοσοφίας. Τότε δεν θα παρατηρούμε φαινόμενα "αφορισμού" όπως του Νίκου Καζαντζάκη, που τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και παντού στις σελίδες του "ψάχνει να βρει το θεό", ή όπως του Θεόφιλου Καϊρη, ο οποίος δίδασκε τη "Θεοσέβεια", με αποτέλεσμα να φυλακιστεί, να πεθάνει από τις κακουχίες και το σώμα του να το γεμίσουν ασβέστη, να το κάψουν και να σκορπίσουν τη στάχτη του στους τέσσερις ανέμους, γιατί ήταν "αιρετικός".

Σήμερα όμως έχει στηθεί το άγαλμά του και η προτομή του και πολλοί δρόμοι έχουν το όνομά του. Εκ των υστέρων αναγνώριση. Δε θα έπρεπε να μας προβληματίσουν όλα αυτά; Η μήπως η εποχή μας είναι καλύτερη;

Οι εθνικισμοί και οι θρησκευτικοί φανατισμοί ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους και το κυνήγι μάγων και μαγισσών ξαναζωντανεύει. Η φιλοσοφία και σήμερα είναι υπό διωγμόν. Οποιος αμφιβάλλει ας διακηρύξει ανοιχτά τις ιδέες του.

Οι διωγμοί κατά των φιλοσόφων (1)

 Η φιλοσοφία ήταν πάντα ένας τρόπος ζωής για τους ανθρώπους που ήθελαν και θέλουν να νικήσουν την άγνοια. Αυτό δείχνει και η ίδια η λέξη φιλο-σοφία, αγάπη στη Σοφία, που αποδίδεται στον Πυθαγόρα. Μέσω της φιλοσοφίας ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει κάθε δογματισμό, φανατισμό και σκοταδισμό, γιατί όλα αυτά είναι παιδιά της άγνοιας, την οποία πάντα πολεμά ο φιλόσοφος με όπλο τη γνώση. Μέσα στην πορεία του χρόνου βρίσκουμε πολλούς φιλόσοφους και φιλοσοφικές σχολές, που με αθάνατα έργα και με αντίστοιχο προς αυτά τρόπο ζωής - π.χ. Πυθαγόρας, Σωκράτης, Πλάτωνας, Πλωτίνος και πολλοί άλλοι - έδωσαν απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα του ανθρώπου σε σχέση με τον εαυτό του, το Θεό, το Σύμπαν. (βλ."Θεμελιώσεις του εσωτερισμού", περί των τριών κέντρων.)

Ποιος είμαι -πού βρίσκομαι και πού πηγαίνω, είναι ένα τριπλό ερώτημα που πάντα απασχόλησε τον άνθρωπο. Ποιοι κανόνες καθορίζουν τη σχέση μου με τους άλλους ανθρώπους; Πάντα η φιλοσοφία έδωσε απαντήσεις. Ο ενδιαφερόμενος δεν έχει παρά να μελετήσει για τους φιλοσόφους και τα φιλοσοφικά ρεύματα όλων των εποχών και σε όλες τις χώρες, στην Ανατολή και τη Δύση. Όμως σ' αυτή την προσπάθεια η φιλοσοφία πάντα κυνηγήθηκε από το κατεστημένο κάθε εποχής, που στηρίζεται στην άγνοια της μάζας, την οποία ποδηγετεί και ελέγχει, και αυτή με τη σειρά της είναι ο καλύτερος φίλος και υποστηρικτής του κάθε λογής δογματισμού και κατεστημένου τρόπου σκέψης. Κι αυτό γιατί οι φιλοσοφικές γνώσεις και αξίες προϋποθέτουν τον άνθρωπο - άτομο και όχι τον άνθρωπο μάζα. Ο άνθρωπος της μάζας πάντα ήταν υποχείριος της κάθε μορφής εξουσίας και κυρίως της άγνοιας και του φανατισμού του.

Έτσι κάθε μορφή φιλοσοφικής σκέψης που απελευθέρωνε τον άνθρωπο από τα δεσμά της άγνοιας και της μισαλλοδοξίας κυνηγήθηκε με κάθε τρόπο. Οι φανατικοί πιστοί - κυρίως στον Μεσαίωνα - πάντα ήταν από τους πρωτοπόρους στις διώξεις κατά των φιλοσόφων. Θα παρουσιάσουμε μερικά ξεχωριστά παραδείγματα στην ιστορία της φιλοσοφίας του Δυτικού πολιτισμού, που δείχνουν ακριβώς ότι διώξεις και διωγμοί δεν έγιναν μόνο κατά των Χριστιανών - που μια και έγιναν επίσημη θρησκεία σίγουρα τους έχουν μεγαλοποιήσει - αλλά και κατά των φιλοσόφων. Ακόμη φαίνεται ότι οι διωγμοί κατά της φιλοσοφίας δεν σταματούν, κάτι που δείχνει ότι η φιλοσοφία ποτέ δε γίνεται κατεστημένο και πάντα ενοχλεί - σαν αλογόμυγα όπως έλεγε ο Σωκράτης - τους κάθε λογής "βολεμένους". Πυθαγόρας. Βρισκόμαστε στην αυγή της Δυτικής φιλοσοφίας.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, πρώτος ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε τη λέξη φιλόσοφος για τον εαυτό του. Μετά από πολλά ταξίδια και περιπέτειες, και αφού μυήθηκε στα άδυτα της Αρχαίας Αιγύπτου και στα μυστηριακά κέντρα πολλών άλλων χωρών, ο Πυθαγόρας καταλήγει στην Νότιο Ιταλία, στη λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα. Ιδρύει τη φιλοσοφική σχολή του, το Ομακοείο στον Κρότωνα.

Η μεγάλη γνώση και ακτινοβολία του προσελκύει μαθητές από παντού. Το φιλοσοφικό του σύστημα εκπαίδευσης με μυητική πειθαρχία δημιούργησε τους ανώτερους χαρακτήρες που μπορούσε να επιδείξει η εποχή του. Οι Πυθαγόρειοι επαινέθηκαν πάντα για την ηθική τους, την ταπεινοφροσύνη τους και τη συνέπεια του λόγου της τιμής τους. Όμως....δύο ρήτορες μοιράζονταν τις δημαγωγικές αγορεύσεις και έστρεφαν τον λαό-μάζα κατά των Πυθαγορείων: ο Κύλων και ο Νίνων. Ο πρώτος δεν είχε γίνει δεκτός από τον Πυθαγόρα στη σχολή, όταν αυτοεπαινούμενος είχε πάει στον Πυθαγόρα ζητώντας να γίνει μαθητής του. Ήταν πλούσιος, καλής καταγωγής αλλά φορτικός, βίαιος και τυραννικός, χρησιμοποιώντας τον κύκλο των φίλων του και τη δύναμη του πλούτου του για να μπορεί ν' αδικεί. Θεωρούσε ότι ήταν πιο άξιος απ' όλους για να γίνει μέτοχος και στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα. (Πορφύριος "Πυθαγόρου βίος"54).

Ο δε Νίνων αναφέρει ο Ιάμβλιχος: "προσποιούμενος μεν εξητακέναι τα των Πυθαγορείων απόρρητα, πεπλακώς δε και γεγραφώς εξ ων μάλιστα αυτούς ήμελλε διαβαλείν, και δους τω γραμματεί βιβλίον εκέλευσεν αναγιγνώσκειν, ην δ' αυτώ επιγραφή μεν λόγος ιερός...", δηλ. "ισχυριζόμενος ότι είχε εξετάσει τα μυστικά των Πυθαγορείων και αφού πλαστά σχεδίασε και συνέγραψε τέτοιες λεπτομέρειες, οι οποίες ήταν ειδικά υπολογισμένες να ενοχοποιήσουν τους Πυθαγορείους, έδωσε στο γραμματέα το βιβλίο και διέταξε να το διαβάσει, το βιβλίο επιγραφόταν Ιερός Λόγος ..." (Ιαμβλίχου "Πυθαγορικός βίος" 258, σελ. 180, εκδ. Πύρινος Κόσμος.). Και συνεχίζει παρακάτω ότι "τόσο πολύ εξαγρίωσε το πλήθος με τις συκοφαντίες του, ώστε μετά από λίγες μέρες μεγάλο πλήθος λαού συναθροίστηκε με την πρόθεση να επιτεθεί κατά των Πυθαγορείων".

Αν και ο Πυθαγόρας έχαιρε άκρας εκτίμησης, όμως το πλήθος που "άγεται και φέρεται" γρήγορα γοητεύθηκε από τους δημαγωγούς και τον "αποτυχημένο μαθητή" Κύλωνα. Ετσι απέδιδαν στον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του όλα τα κακά που έπλητταν την πόλη. Σεισμός, λοιμός, κακοκαιρίες, ό,τι άσχημο και να γινόταν οφειλόταν στις "τελετές" των Πυθαγορείων που εξόργιζαν τα "πνεύματα". Κάποια μέρα το εξαγριωμένο πλήθος επιτέθηκε και έκαψε τη Σχολή σκοτώνοντας τους περισσότερους μαθητές.

Πολλοί λίγοι σώθηκαν και ανάμεσα τους και ο Πυθαγόρας, ο οποίος όμως μετά από λίγο χρονικό διάστημα πέθανε από τη λύπη του. Σήμερα εξακολουθούμε στα σχολεία να διδάσκουμε το "Πυθαγόρειο θεώρημα" στη γεωμετρία (Τα Μαθηματικά ήταν κύριο μάθημα της φιλοσοφίας και μάλιστα στους Πυθαγόρειους το σημαντικότερο.) και γίνονται συνέδρια για αυτόν, τη Σχολή και τη Διδασκαλία του. Θεωρείται ο θεμελιωτής της ελληνικής φιλοσοφίας και από τους πρωτοπόρους του Δυτικού πολιτισμού. Όμως πολύς κόσμος αγνοεί ότι διώχτηκε, κυνηγήθηκε, και η Σχολή του κάηκε από το εξαγριωμένο πλήθος που οδήγησαν οι δημαγωγοί.

Σωκράτης

"Τάδε εγράψατο και αντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος". Μετάφραση : Ο Πιτθεύς Μέλητος του Μελήτου κατήγγειλε και ενόρκως διαβεβαίωσε κατά του Σωκράτους του Σωφρονίσκου εκ του δήμου Αλωπεκής τα ακόλουθα: Ο Σωκράτης είναι ένοχος αρνούμενος να αναγνωρίσει τους θεούς που αναγνωρίζει το κράτος, και ως εισηγούμενος νέας θεότητας είναι επιπλέον ένοχος, διότι διαφθείρει τους νέους.

Η προτεινόμενη ποινή είναι θάνατος. (Διογ. Λαερτίου "Βίοι φιλοσόφων" Β-5.40) Αυτή ήταν η κατηγορία με την οποία οι Αθηναίοι έστειλαν το Σωκράτη στο Δικαστήριο και καταδικάστηκε να πιεί το κώνειο. Μάρτυρας της Φιλοσοφίας, μαζί με τον Τζορντάνο Μπρούνο, ο Σωκράτης αποτελεί ένα από τα συγκλονιστικότερα παραδείγματα ανθρώπου που διώχτηκε και πέθανε για την ελεύθερη σκέψη του.

Ο Σωκράτης είχε πάρει το αριστείο της ανδρείας για τη συμμετοχή του σε μάχες. Είχε αρνηθεί να καταδώσει στους τριάκοντα τυρράνους κάποιο πολίτη που ήθελαν να θανατώσουν. Ακόμη, σύμφωνα με το Διογένη το Λαέρτιο, ο Σωκράτης ήταν ο μόνος που εναντιώθηκε στην καταδίκη σε θάνατο των δέκα στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών - οι οποίοι διώκονταν επειδή λόγω κακοκαιρίας δεν είχαν περισυλέξει και θάψει τους νεκρούς - και πήγε ενάντια στους εξαγριωμένους πολίτες έχοντας την προεδρία της Βουλής (του δικαστηρίου που έκρινε την υπόθεση).

Ο Σωκράτης, ενώ μπορούσε να δραπετεύσει από τη φυλακή, δεν το έκανε, ούτε είχε δεχτεί να έχει δούλους ή άλλες προσφορές από πλούσιους φίλους και μαθητές του. Παρόλα αυτά όμως διώχτηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, προς μεγάλη απογοήτευση του τότε νεαρού μαθητή του και αργότερα μεγάλου φιλοσόφου, Πλάτωνα. Μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας ο Σωκράτης κατέχει σήμερα μια πολύ σημαντική θέση. Αποτελεί μάλιστα σταθμό για να χωρίζονται οι περίοδοι της φιλοσοφίας, αφού έχουμε ως γνωστόν την προσωκρατική φιλοσοφία, τη σωκρατική και τις σωκρατικές σχολές. Η ζωή του ήταν ένα υπόδειγμα αφοσίωσης στη φιλοσοφία και τα λόγια του αποτελούν αιώνιες σελίδες ηθικής φιλοσοφίας μέσα στα γραπτά του Πλάτωνα. Ακόμη και τις ημέρες και τις ώρες πριν από το θάνατό του τις αφιέρωσε σε συζητήσεις για την αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση. Μέχρι το τέλος προέτρεπε τους μαθητές του να συνεχίσουν να ασχολούνται με τη φιλοσοφία, όπως διηγείται ο Πλάτωνας στο Φαίδωνα.

Ο ίδιος ομολογούσε την άγνοιά του με το πασίγνωστο "εν οίδα ότι ουδέν οίδα", αν και το μαντείο των Δελφών είχε πει ότι αυτός ήταν ο πιο σοφός απ' όλους. Αυτή η μαρτυρία στάθηκε όμως και η αιτία για να τον φθονήσουν πολλοί, όπως μας λέει ο Διογένης ο Λαέρτιος.

Ο Σωκράτης στάθηκε σ' όλη του τη ζωή ο κυριότερος πολέμιος των σοφιστών. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να δείξει την υπεροχή της πραγματικής επιστήμης - γνώσης απέναντι στη δοκισισοφία - άγνοια που αυτοί εκπροσωπούσαν. Ομως παρόλα αυτά, και πολλά άλλα, διώχτηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή εισήγε "καινά δαιμόνια"!. Οι Αθηναίοι βέβαια μετάνιωσαν γρήγορα γι' αυτή τους την απόφαση. Εξόρισαν τους κατήγορους, καταδίκασαν το Μέλητο σε θάνατο και έφτιαξαν άγαλμα του Σωκράτη. Τον Άνυτο που κατέφυγε στην Ηράκλεια τον καταδίωξαν οι κάτοικοί της.

Ο Σωκράτης παραμένει ένα φωτεινό παράδειγμα στην ιστορία της φιλοσοφίας και της ελεύθερης σκέψης. Ήταν ένας άνθρωπος που πέθανε χωρίς να προδώσει τις ιδέες του και με το θάνατό του τις επιβεβαίωσε ακόμη περισσότερο.

Αναξαγόρας

Για "αθεΐα" κατηγορήθηκε ο φιλόσοφος Αναξαγόρας, στον οποίο ανακοίνωσαν ταυτόχρονα με την καταδίκη του σε θάνατο και την καταδίκη των παιδιών του. Τότε λέγεται ότι είπε: "Πολύ καιρό πριν η φύση έχει καταδικάσει σε θάνατο και εμένα και τους δικαστές μου". Σύμφωνα με μια εκδοχή, για τα παιδιά του είπε: "ήξερα ότι τα γέννησα θνητά". Παρά τη δίωξη, ο φιλόσοφος σώθηκε χάρη στον Περικλή, ο οποίος ήταν μαθητής του και έπεισε τους Αθηναίους να του χαρίσουν τη ζωή. Τα λόγια του Περικλή καθώς και η άσχημη κατάστασή του, εξαιτίας της φυλάκισης, επηρέασαν τους δικαστές. Αποσύρθηκε στη Λάμψακο όπου και πέθανε σε λίγο καιρό. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι, όταν τον ρώτησαν ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του, είπε: "Να αφήνετε τα παιδιά να παίζουν κάθε χρόνο το μήνα του θανάτου μου". Έτσι, οι κάτοικοι της Λαμψάκου καθιέρωσαν την τελευταία επιθυμία του σα συνήθεια.

Πλάτων
Μέσα στις διώξεις αυτές, με διάφορες προφάσεις διώχτηκε και ο Πλάτωνας, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους όλων των εποχών. Ιδιαίτερα χαρακτηρίστηκε για το θάρρος και το ελεύθερο πνεύμα του. Είχε πάρει το αριστείο της ανδρείας για το θάρρος του στη μάχη. Λέγεται ότι κάποτε ανέβαινε στην Ακρόπολη μαζί με το στρατηγό Χαβρία, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Μόνος απ' όλους τους Αθηναίους τον υπεράσπισε ο Πλάτωνας. Τότε πλησίασε τον Πλάτωνα ένας συκοφάντης, ο Κρωβύλος, και του είπε: "Έρχεσαι άλλον να υπερασπιστείς και δεν ξέρεις ότι και σένα σε περιμένει το κώνειο του Σωκράτη". Τότε ο Πλάτωνας επικαλέσθηκε τη διάκρισή του στη μάχη και του είπε: "Και όταν πολεμούσα για την πατρίδα υπέμενα τους κινδύνους, και τώρα για το χρέος μου προς ένα φίλο θα τους υπομείνω".

Ο Πλάτωνας διώχτηκε από τους τυράννους των Συρακουσών, όταν πήγε εκεί σε μια προσπάθεια να ιδρύσει μια πολιτεία βασισμένη στις αρχές του ομωνύμου διαλόγου του. Στην αρχή ο τύραννος Διονύσιος του Ερμοκράτη τον ανάγκασε να τον συναναστρέφεται. Όμως ήρθε σε αντίθεση με το πνεύμα του Πλάτωνα, ο οποίος εξέφραζε ελεύθερα τις ιδέες του. Σκέφτηκε μάλιστα να σκοτώσει τον Πλάτωνα και θα το έκανε, αν δεν το συγκρατούσαν οι φίλοι του. Έτσι τον πούλησε σα δούλο. Τον έδωσε σε κάποιο Σπαρτιάτη, ο οποίος τον πούλησε στην Αίγινα που τότε βρισκόταν σε θανάσιμη έχθρα με τους Αθηναίους. Τότε τον κάλεσαν αμέσως σε δίκη, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Σύμφωνα με μια παράδοση, το δικαστήριο κράτησε απόλυτη σιωπή περιμένοντας το αποτέλεσμα. Τελικά αποφάσισαν να μην τον σκοτώσουν, αλλά να τον πουλήσουν πάλι, σαν αιχμάλωτο πολέμου πια. Τότε βρέθηκε ο Αννίκερις ο Κυρηναίος κατά τύχη στην Αίγινα και τον αγόρασε, για να τον αφήσει αμέσως ελεύθερο. Μάλιστα λέγεται ότι δε δέχτηκε τα χρήματα που του πρόσφεραν μετά οι φίλοι του Πλάτωνα.

Ο θρύλος λέει ότι ο Λακεδαιμόνιος Πόλλις που τον πούλησε, πνίγηκε από την οργή του θεού για τη συμπεριφορά του προς το φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας είχε επίσης πολλές περιπέτειες και με το Διονύσιο το Νεώτερο. Πιστεύεται ότι αυτός κράτησε στην αρχή θετική στάση απέναντι στον Πλάτωνα, ο οποίος ήταν τότε γνωστός σ' όλη την Ελλάδα. Γρήγορα όμως υπερίσχυσε το τυραννικό του πνεύμα και ο φιλόσοφος βρέθηκε ξανά σε θανάσιμο κίνδυνο. Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα χάρη στη βοήθεια των φίλων του. Κύριο ρόλο σ' αυτές τις περιπέτειες και τις διώξεις κατά του Πλάτωνα έπαιξε το γεγονός ότι ο Φιλόσοφος είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια κατά πρόσωπο.

Συνεχίζεται ...

Η ιατρική στην Αρχαία Ελλάδα (2)

Ο Ιπποκράτης ασχολήθηκε και με την ανατομία. Επίσης, επινόησε ειδικά χειρουργικά εργαλεία και προχώρησε σε δύσκολες χειρουργικές επεμβάσεις. Τέτοιες ήταν η διάνοιξη του θώρακα (θωρακοτομή), ο τρυπανισμός του κρανίου (για εγκεφαλικό οίδημα ή όγκο) κ. α. Τα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν νυστέρια, λαβίδες, ενδοσκόπια (!), κρανιακά εργαλεία για τις επεμβάσεις στο κρανίο, εμβρυουλκοί για τον τοκετό και πολλά άλλα εργαλεία. Τα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε τα απολύμανε, πριν την εγχείρηση, σε φωτιά ή σε παλιό κρασί (πλούσιο σε οινόπνευμα).

Οι αρχαίοι Έλληνες πέθαιναν συνήθως σε μεγάλη ηλικία, αν εξαιρέσουμε τους θανάτους από πολέμους και τις επιδημίες. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο αναγνώστης με τις αναγραφόμενες περιόδους που γεννήθηκαν και πέθαναν οι αρχαίοι Έλληνες που αναγράφονται στο βιβλίο αυτό. Οι περισσότεροι που αναφέρονται εδώ, πέθαναν μετά τα 70!!! Οι απαράδεκτες ``έρευνες΄΄ κάποιων μη Ελλήνων ``μελετητών΄΄ από φθόνο παρουσιάζουν δήθεν χαμηλό μέσο όρο ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Ο χαμηλός μέσος όρος ζωής στην Ελλάδα ίσχυε από τις αρχές ως τα μέσα του 20ου αιώνα μ.Χ. (πείνα, συνεχείς πόλεμοι). Γενικά, οι Έλληνες χαρακτηρίζονται για την μακροζωία τους. Οι σημερινές εξαιρέσεις οφείλονται στην υιοθέτηση του δυτικού τρόπου ζωής και ιδίως της δυτικής διατροφής που προκαλεί καρδιοπάθειες και καρκίνο. Άλλωστε, οι τοξικές και οι καρκινογόνες ουσίες βρίσκονται σήμερα παντού: στον αέρα, στα τρόφιμα, στο νερό που πίνουμε, ακόμα και στο μητρικό γάλα!!!

Τα φυσικά φάρμακα των αρχαίων Ελλήνων περιείχαν τις ουσίες τις οποίες η φαρμακολογία αργότερα απομόνωσε και προχώρησε στη συνθετική τους παραγωγή. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν πολλές ιατρικές σχολές όπως στην Κω (του Ιπποκράτη) και στην Κνίδο (ελληνική αποικία στη Μ. Ασία απέναντι από την Κω). Στην Κνίδο γνωστός ιατρός ήταν ο Εύδοξος που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ. Επίσης, υπήρχαν πολλά Ασκληπιεία που ήταν όπως αναλύθηκε παραπάνω ναοί προς τιμήν του θεού Ασκληπιού. Στην ουσία ήταν θεραπευτήρια και θα τα αποκαλούσαμε ως τα πρώτα νοσοκομεία!!! Αναφέρθηκε πριν το Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Άλλα μεγάλα Ασκληπιεία ήταν της Αθήνας, της Κω και της Περγάμου. Η Πέργαμος ήταν πόλη στη Μ. Ασία που στα ελληνιστικά χρόνια έγινε πρωτεύουσα του βασιλείου της Περγάμου. Ιατρικές σχολές στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν στην Κω από τον Ιπποκράτη, στην Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) από τον Αλκμαίων. Πάντως, σημειώνεται ότι όλοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ιατρικές γνώσεις και μάλιστα στην Αθήνα και σε πολλές άλλες πόλεις οι νέοι διδάσκονταν και το μάθημα της ιατρικής, στα πλαίσια της σχολικής τους εκπαίδευσης! Αυτό δυστυχώς δεν γίνεται στα σημερινά σχολεία

Πέρα από τον Ιπποκράτη, στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα έζησε ο Φιλόλαος στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας (ελληνική αποικία). Ο Φιλόλαος ήταν πυθαγόρειος φιλόσοφος και ιατρός. Μετά την καταστροφή της σχολής των πυθαγορείων στον Κρότωνα, ο Φιλόλαος κατέφυγε στην Θήβα όπου δίδαξε. Κατά τον Φιλόλαο τις ασθένειες πρέπει να τις αναζητήσουμε στους χυμούς του ανθρώπου, δηλαδή στο αίμα, στη χολή και στο φλέγμα. Αυτό το δέχεται και η σύγχρονη ιατρική με τις εξετάσεις αίματος, τις βιοχημικές εξετάσεις και την εξέταση πτυέλων (για λοίμωξη ή μακροσκοπικά για καρκίνο ή φυματίωση). Ο Φιλόλαος έλεγε, επίσης, ότι η υπερβολική ζεστή ή κρύο, καθώς και η υπερβολική τροφή μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες. Σε ό, τι αφορά την υπερβολική τροφή είναι γνωστή η μάστιγα του δυτικού κόσμου, η παχυσαρκία. Σχετικά με το υπερβολικό κρύο προκαλεί κρυοπαγήματα και ευπάθεια στις λοιμώξεις, ενώ η υπερβολική ζεστή προκαλεί θερμοπληξία.

Ακόμα και ο Αριστοτέλης είχε ιατρικές γνώσεις. Οι γονείς του ήταν Ασκληπιάδες και μάλιστα ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν ιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Β΄. Από τον πατέρα του ο Αριστοτέλης έμαθε την ιατρική την οποία μετέδωσε και στον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μέγα. Στον Αλέξανδρο φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη η ιατρική στην εκστρατεία του στην Ασία και μάλιστα συνιστούσε ειδικές δίαιτες σε ασθενείς στρατιώτες του. Άλλος μεγάλος ιατρός ήταν ο Ηρόφιλος από την Χαλκηδόνα της Βιθυνίας που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. Ο Ηρόφιλος άσκησε την ιατρική στην Αλεξάνδρεια και ήταν ο πρώτος ανατόμος. Έκανε τομές μάλλον σε ζώα και όχι στον άνθρωπο. Ίσως, όμως, τελικά να έκανε στον άνθρωπο, μιας και κατηγορήθηκε γι αυτό. Εξάλλου, λέγεται ότι οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο επέτρεπαν την ανατομία σε σώματα εγκληματιών. Γενικά, η ανατομία στο ανθρώπινο σώμα απαγορευόταν μέχρι λίγο μετά τα χρόνια της Αναγέννησης. Ο Ηρόφιλος διέκρινε τους τένοντες από τα αγγεία, περιέγραψε το νευρικό σύστημα, ξεχώρισε τα κινητικά από τα αισθητικά νεύρα και είπε ότι η έδρα της νόησης είναι ο εγκέφαλος. Επίσης, μελέτησε το ήπαρ, το δωδεκαδάκτυλο (αυτός έδωσε την ονομασία του που σχετίζεται με το μήκος του), τον προστάτη, τον πνεύμονα, τον εγκέφαλο (συσχέτισε τον εγκέφαλο με το νευρικό σύστημα), τα λεμφαγγεία και το ήπαρ.

Ο Ηρόφιλος ξεχώρισε το οπτικό νεύρο και μελέτησε τον οφθαλμό, ονοματίζοντας τον αμφιβληστροειδή και κερατοειδή χιτώνα. Μεγάλη σημασία έδωσε στην σωστή διατροφή και στην άσκηση, κάτι που αποδέχεται και η σύγχρονη καρδιολογία. Ο Ηρόφιλος επινόησε και ένα όργανο για τη μελέτη των σφυγμών, γιατί συνειδητοποίησε την διαγνωστική και κλινική τους άξια!!! Την ίδια εποχή με τον Ηρόφιλο, δηλαδή τον 3ο αιώνα π.Χ., έζησε και ο Ερασίστρατος από την Κέα (νησί των Κυκλάδων) που έκανε στην Αλεξάνδρεια ανατομία και έρευνες πάνω στην καρδιά. Ο Ερασίστρατος θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της ανατομίας. Σημειώνεται ότι και η Βιθυνία (περιοχή στην βορειοδυτική Μ. Ασία) που γεννήθηκε ο Ηρόφιλος και γενικά η νοτιοδυτική Ασία και η Αίγυπτος ήταν τότε ελληνιστικά βασίλεια που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος στα οποία κυβερνούσαν οι διαδόχοι του και έζησαν πολλοί Έλληνες εκεί.

Μετά τον Ιπποκράτη, ο μεγαλύτερος ιατρός της αρχαιότητας ήταν ο Κλαύδιος Γαληνός που ήταν ο ιδρυτής της πειραματικής φυσιολογίας και της περιγραφικής ανατομίας. Ο Γαληνός ήταν Έλληνας. Γεννήθηκε το 129 ή 131 μ.Χ. στην Πέργαμο της Μ. Ασίας (πρώην ελληνιστικό βασίλειο που πέρασε στους Ρωμαίους). Ήταν υιός του αρχιτέκτονα Νικία. Από παιδί ο Γαληνός σύχναζε στο Ασκληπιείο της πόλης του που οι Έλληνες ιδρύσαν όπως και σε άλλες πόλεις στην επικράτεια της νοτιοδυτικής Ασίας. Εκεί συνέρρεαν ασθενείς από όλον τον κόσμο. Ο Γαληνός παρακολουθούσε στην ιατρική σχολή τους ιατρούς να εξασκούν το ιατρικό επάγγελμα. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε μαθήματα φιλοσοφίας και ιατρικής. Σημειώνεται ότι στην αρχαιότητα η ιατρική ήταν αναπόσπαστο μέρος της φιλοσοφίας. Δάσκαλός του ήταν ο Σάτυρος, μαθητής του μεγάλου ανατόμου Κοΐντου.

Αργότερα, σε ηλικία 16 ετών, ο Γαληνός άρχισε τις ιατρικές του σπουδές στην Πέργαμο και τις συνέχισε στη Σμύρνη (ελληνική αποικία), στην Κόρινθο και στην Αλεξάνδρεια. Στην Αλεξάνδρεια έκανε ανατομία σε ζώα. Το 161 μ.Χ. ο Γαληνός πήγε στη Ρώμη όπου θεράπευσε τον αριστοτελικό φιλόσοφο Εύδημο, την στιγμή που κανένας ιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει. Αυτό ικανοποίησε τόσο τον Εύδημο που σύστησε τον Γαληνό στους αριστοκρατικούς κύκλους και τον έκανε πασίγνωστο. Η φήμη του Γαληνού έφτασε ως τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον συμβασιλέα Λεύκιο Ονήρο που έκαναν τον Γαληνό επίσημο ιατρό της αυλής τους! Ο Γαληνός έδωσε πολλές διαλέξεις και έγραψε πολλά βιβλία. Πέθανε το 199 ή το 201 μ.Χ. Δυστυχώς, τα βιβλία του – που φυλάσσονταν στον ναό της Ειρήνης καταστράφηκαν από πυρκαγιά. Έτσι, θα μείνουν κρυφά για πάντα πολλά από τα πρωτοποριακά φάρμακα και χειρουργικές επεμβάσεις του Γαληνού.

Ο Γαληνός πίστευε ότι η καλή υγειά ήταν αποτέλεσμα της ισορροπίας των 4 χυμών του σώματος: του αίματος, της χολής, της μαύρης χολής και του φλέγματος. Κάθε διαταραχή στην ισορροπία αυτή ή η κακή ανάμειξη των χυμών οδηγεί στην ασθένεια. Στην ανατομία πρώτος, αιώνες πριν τον Δαρβίνο, ανακάλυψε την ομοιότητα μεταξύ ανθρώπου και πίθηκου!!! Έτσι, χρησιμοποίησε πίθηκους από την βόρειο Αφρική για ανατομικές μελέτες (η ανατομία σε ανθρώπους προαναφέρθηκε ότι απαγορευόταν). Επίσης, έκανε ανατομία σε χοίρους. Ο Γαληνός μελέτησε την ανατομία της μήτρας, τις οφθαλμοπάθειες και την κίνηση του θώρακα και των πνευμόνων κατά την αναπνοή. Περιέγραψε το ήπαρ και τις βαλβίδες της καρδιάς! Ξεχώρισε τις αρτηρίες από τις φλέβες και είπε ότι στις πρώτες κυκλοφορεί το καθαρό αίμα. Ως τότε πίστευαν ότι στις αρτηρίες κυκλοφορεί αέρας. Πάντως, αυτό δεν είναι εντελώς λάθος μιας και τα αέρια του αίματος οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα μεταφέρονται στο αίμα διαλυμένα. Κυρίως, όμως, βρίσκονται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος από τα οποία δεσμεύονται και αποδεσμεύονται στην αιματική κυκλοφορία.

Ο Γαληνός ανέφερε ότι το περισσότερο αίμα βρίσκεται στην αορτή. Είπε ότι το αίμα διοχετεύεται στην αορτή από τον αριστερή κοιλία, αφού πριν έχει περάσει από την δεξιά. Ο Γαληνός μίλησε και για την κίνηση των μυών, την αναπνοή, το σπέρμα, τον καρκίνο του πνεύμονα, τους όγκους, την κίρρωση του ήπατος, τους σπασμούς και την επιληψία (την ιερή νόσο των αρχαίων Ελλήνων), το ρίγος, το τρομώδες παραλήρημα, την φυματίωση, τους λίθους στη χολή και τις παθήσεις του σπλήνα. Επίσης, ασχολήθηκε και με την δίαιτα, έκανε εγχειρήσεις και κατασκεύασε πολλά φάρμακα. Συγκεκριμένα κατασκεύασε αφεψήματα, εκχυλίσματα και παρασκευάσματα, για παράδειγμα από ναρκωτικά φυτά όπως το όπιο, το υοσκύαμο και τους βολβούς σκίλλας. Τους τελευταίους τους χρησιμοποίησε ως καρδιοτονωτικό, διουρητικό και αποχρεμπτικό φάρμακο! Θεραπευτικά χρησιμοποίησε και το δηλητήριο της οχιάς! Σήμερα σε διάφορα δηλητήρια όπως της μέλισσας, των φιδιών, καθώς και άλλες φυσικές ουσίες (κορμός ελάτου, ουσία καρχαριών και άλλα) οι επιστήμονες ψάχνουν φάρμακα για την θεραπεία του καρκίνου. Κάποια από αυτά, σε εργαστηριακές μελέτες, σταθεροποιούν ή μειώνουν το μέγεθος του όγκου ή εμποδίζουν την άρδευσή του με αίμα.