Οι αμφορείς δείχνουν τους εμπορικούς δρόμους των Κυκλάδων

Κατάφορτο από αμφορείς ήταν το αρχαίο πλοίο που ανασκάφηκε τον περασμένο Νοέμβριο στον θαλάσσιο χώρο της νήσου Πολυαίγου των Κυκλάδων. Οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων χρειάστηκε να φθάσουν σε βάθος 25- 49 μέτρων προκειμένου να πραγματοποιήσουν την έρευνά τους. Από το πλήθος των αμφορέων ανείλκυσαν τέσσερις οξυπύθμενους που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά υγρών προϊόντων (λάδι ή κρασί) και είχαν διασωθεί ακέραιοι, καθώς και δύο επιτραπέζιους αμφορίσκους. Εκτός του φορτίου των αμφορέων όμως εντοπίστηκαν και τμήματα από τις άγκυρες του πλοίου. Από τα τέλη του 5ου ως και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται, σύμφωνα με τα ευρήματα, το ναυάγιο. Τουλάχιστον τρεις τύποι αμφορέων αναγνωρίστηκαν από τη μελέτη που ακολούθησε, ο ένας εκ των οποίων προερχόταν από την Πεπάρηθο (Σκόπελος). Οι άλλοι εμφανίζουν στενή συγγένεια με γνωστούς τύπους, που κατασκευάζονταν σε εργαστήρια της Κλασικής εποχής στο Βόρειο Αιγαίο. Το κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων προχώρησε στη λεπτομερή φωτογραφική τεκμηρίωση του ναυαγίου με την εκπόνηση φωτομωσαϊκού υψηλής ευκρίνειας και στην κινηματογράφησή του.

Το ναυάγιο της Πολυαίγου είχε υποδειχθεί στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων από ιδιώτες και, όπως διευκρινίζουν οι αρχαιολόγοι, ρίχνει νέο φως στη μελέτη των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων κατά την Κλασική εποχή αλλά και στη διακίνηση των εμπορευμάτων στη νοτιοδυτική περιφέρεια των Κυκλάδων. Γι΄ αυτόν τον λόγο άλλωστε προγραμματίζεται για εφέτος η συνέχιση της υποβρύχιας έρευνας λόγω της σημασίας του, ενώ παράλληλα βρίσκονται σε εξέλιξη οι ενέργειες για την κήρυξη της θαλάσσιας περιοχής ως ενάλιου αρχαιολογικού χώρου.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Προϊστορική βάρκα στο βυθό

Το πρώτο ξύλινο προϊστορικό πλοιάριο στα Βαλκάνια αποκαλύφθηκε στις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας, επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά ότι η περιοχή των λιμνών των Πρεσπών κρύβει πολλά και ενδιαφέροντα ευρήματα που, όταν έλθουν στο φως, θα εμπλουτίσουν τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής με επιπλέον προϊστορικά μνημεία. Το πλοιάριο (βάρκα) του μονόξυλου τύπου βρέθηκε από τον επίκουρο καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κορυτσάς Πετρίκα Λέρα στη θέση Γκόριτσε ε Βόγκελ, βόρεια της Κορυτσάς, στις ΒΔ όχθες της Πρέσπας και δημοσιεύεται το περιοδικό ΕΝΑΛΙΑ του Ινστιτούτου Εναέριων Αρχαιολογικών Ερευνών. Εντοπίστηκε καταβυθισμένο όχι πολύ μακριά από την όχθη της λίμνης, στον χώρο όπου 40 χρόνια νωρίτερα είχε διαπιστωθεί η παρουσία λιμναίου οικισμού της Μέσης Εποχής του Χαλκού (αρχές 2ης χιλιετίας π.Χ.). Παρόλο που το πλοιάριο δεν σώζεται σε όλο το μήκος του (μήκος: 3,5μ., πλάτος: 55εκ. και ύψος: 15εκ.), τα μορφολογικά και τεχνοτροπικά στοιχεία του είναι αρκετά σαφή και οι ειδικοί μπορούν να το συμπληρώσουν με ευκολία.

Το πλοιάριο αυτό αποκτά ιδιαίτερη αρχαιολογική αξία, καθώς είναι το πρώτο που αποκαλύπτεται αυτού του τύπου σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο. Η αποκάλυψή του παρέχει μία σαφή εικόνα για τον τρόπο κατασκευής, το μέγεθος και τη χωρητικότητα ενός πλωτού μέσου, το οποίο χρησιμοποιείται από τις τοπικές πληθυσμιακές ομάδες για να ικανοποιήσει τις καθημερινές ανάγκες μεταφοράς και αλιείας. Η αρκετά καλή κατάσταση στην οποία σώζεται, χάρη στις περιβαλλοντικές συνθήκες της λίμνης, επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό την αποκατάσταση των περισσότερων τεχνικών λεπτομερειών και το καθιστά πρωτοπόρο στην έρευνα για τον τρόπο ζωής των πληθυσμών που αναπτύχθηκαν κατά την Προϊστορική Περίοδο σε λιμναία περιβάλλοντα.

Σχετικά με την ηλικία αυτού του πλοιαρίου, η Μέση Εποχή του Χαλκού (πρώτοι αιώνες 2ης χιλιετίας π.Χ.) είναι η περίοδος στην οποία μπορεί να ενταχθεί χρονολογικά, αφού το υλικό που προέρχεται από τον λιμναίο οικισμό δεν είναι ούτε πρωιμότερο, ούτε υστερότερο της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Με τη διαδικασία της συντήρησης, αποκατάστασης αλλά και της δενδροχρονολόγησης θα προσδιοριστεί με ακρίβεια η χρονολογική και αρχαιολογική του αξία.

Στο ίδιο σημείο, στο οποίο αποκαλύφθηκε το πλοιάριο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, με αρκετή βέβαια επιφυλακτικότητα, ότι εντοπίστηκαν και ίχνη δεύτερου, γεγονός που, αν επιβεβαιωθεί, θα προσθέσει νέες πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του τοπικού πολιτισμού, που είχε ως επίκεντρο τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας αλλά και όλης της περιοχής των βαλκανικών λιμνών, που απλώνεται από τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αλβανία και την ΠΓΔΜ.

Ο αριθμός των προϊστορικών θέσεων που έχουν αποκαλυφθεί στη ζώνη της Μεγάλης Πρέσπας τα τελευταία είκοσι χρόνια ξεπερνά τις 74, γεγονός που καθιστά την περιοχή ως μία από τις πλουσιότερες περιοχές της ΝΑ Ευρώπης.



Πηγή: Έθνος

Λινός ήταν ο θώρακας του Μ. Αλεξάνδρου


Η πανοπλία του Μ. Αλεξάνδρου αλλά και των στρατιωτών του δεν ήταν μεταλλική αλλά λινή, σύμφωνα με μια πρωτοποριακή ανακοίνωση αμερικανών επιστημόνων.

Ειδικότερα, μια ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον καθηγητή Gregory Aldrete, του πανεπιστημίου του Wisconsin-Green Bay, υποστήριξε σε παρουσίαση στην ετήσια συνάντηση του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αμερικής ότι τόσο ο Αλέξανδρος όσο και οι σύντροφοί του ήταν εφοδιασμένοι με λινοθώρακες. Στρώσεις υφάσματος από φυσικό λινάρι ενώνονταν έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα παχύ ένδυμα το οποίο ήταν αρκετά ελαστικό ώστε να αφήνει περιθώρια γρήγορων κινήσεων στον μαχητή ενώ ταυτόχρονα απορροφούσε την ώθηση από τα επερχόμενα όπλα (βέλη, ακόντια, ξίφη, πελέκεις κ.α). Το αποτέλεσμα δηλαδή ήταν παρόμοιο με εκείνο που εξασφαλίζεται με τη χρήση του συνθετικού υλικού Kevlar στα σύγχρονα προστατευτικά.

Κατά την έρευνά τους οι επιστήμονες συγκέντρωσαν 27 κειμενικές μαρτυρίες από 18 αρχαίους συγγραφείς για την ύπαρξη λινοθωράκων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Πλουτάρχου ο οποίος στον “Βίο του Αλεξάνδρου” παραδίδει ότι ένας θώρακας από διπλό λινό χρησιμοποιήθηκε από τον μεγάλο στρατηλάτη στα Γαυγάμηλα. Αντίθετα, αμφίβολες – αν και πολυάριθμες - είναι οι οπτικές μαρτυρίες για το ένδυμα, ενώ αντίστοιχα υλικά κατάλοιπα απουσιάζουν εντελώς. Οι επιστήμονες δυσκολεύτηκαν αλλά πέτυχαν τελικά να ανασυστήσουν το ένδυμα βασισμένοι στα κείμενα και χρησιμοποιώντας χειροποίητα υφάσματα από ίνες λινού και ενωμένα με κόλλα από φυσικά υλικά (δέρμα κουνελιού, σπόροι λιναριού). Σύμφωνα μάλιστα με την ειδική στο λινό, επίσης συνεργάτιδα του πανεπιστημίου του Wisconsin-Green Bay Heidi Sherman, “δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα πόσο πλησιάζει η ανασύσταση τη λινή πανοπλία του στρατού του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά μερικά στρώματα σύνθετου λινού μπορούν σίγουρα να αντέξουν σε μια σκληρή μάχη.”.


Πηγή: Discovery News, 11/01/10

Ιστορική Ανασκόπηση της Αθήνας

Οι πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις.
Αδιάψευστες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν πως η Αθήνα είχε κατοικηθεί ήδη πριν από το 3000 π.Χ., δηλαδή από τη νεολιθική εποχή. Μερικοί αρχαιολόγοι ωστόσο τοποθετούν την παρουσία ανθρώπων στον αθηναϊκό χώρο από την ΣΤ’ χιλιετία π.Χ.

Στη μυκηναϊκή εποχή, η Ακρόπολη ήταν έδρα βασιλικής οικογένειας. Ταυτόχρονα, άλλοι βασιλιάδες διοικούσαν διάφορους οικισμούς της Αττικής. Η ενοποίηση της Αττικής σε ένα κράτος φαίνεται πως έγινε πριν από τον Η’ αιώνα π.Χ. από το Θησέα.

Η μοναρχία όμως άρχισε να παραμερίζεται από τους ευγενείς. Έτσι το 638 π.Χ. καθιερώθηκε το καθεστώς των εννέα αρχόντων. Ο βασιλιάς περιορίστηκε τότε σε καθαρά θρησκευτικά καθήκοντα. Το παλιό συμβούλιο του βασιλιά, ο Άρειος Πάγος, εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντά του. Και οι συνελεύσεις του λαού, οι οποίες, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής της πόλης, γίνονταν στην αγορά, εξακολούθησαν να γίνονται ακόμη εκεί.

Η διαίρεση ωστόσο της αθηναϊκής κοινωνίας σε τάξεις, πολλές από τις οποίες δεν είχαν κανένα δικαίωμα, προκαλούσε τη δυσφορία μεγάλου μέρους του πληθυσμού και σ’ αυτήν ασφαλώς τη δυσφορία θα οφείλεται η αστάθεια που χαρακτήριζε τα χρόνια εκείνα. Το 636 ή το 632 π.Χ. ο ολυμπιονίκης Κύλων θέλησε να επιβάλει τυραννικό καθεστώς στην Αθήνα, αλλά δεν πέτυχε. Ο Κύλων κατόρθωσε να φύγει, οι οπαδοί του όμως παραδόθηκαν και τους περισσότερους τους έσφαξαν.

Οι πρώτοι νομοθέτες.
Τροποποιήσεις στο καθεστώς της πολιτείας προσπάθησε να φέρει ο Δράκων. Η πρώτη όμως θετική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η νομοθεσία του Σόλωνα (594 - 593 π.Χ.). Με τα μέτρα που πήρε ο Σόλωνας οι φτωχές τάξεις ανακουφίστηκαν. Και πολλοί, οι οποίοι είχαν γίνει δούλοι για τα χρέη τους, απελευθερώθηκαν. Ο Σόλωνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του, αποχώρησε από την εξουσία. Ακολούθησαν πολύχρονοι αγώνες ανάμεσα στους πλούσιους και στις φτωχότερες τάξεις έως ότου ο Πεισίστρατος πήρε την εξουσία και επέβαλε με τη βία λύσεις που ευνοούσαν τις λαϊκές τάξεις.

Ο Πεισίστρατος και οι Πεισιστρατίδες.
H δικτατορική εξουσία του Πεισίστρατου («τυραννίδα» κατά την αρχαία έκφραση) κράτησε περίπου 50 χρόνια. Μετά το θάνατό του, τη συνέχισαν τα παιδιά του, οι «Πεισιστρατίδες».

Στον Πεισίστρατο οφείλονται τα πρώτα καλλωπιστικά έργα στην πόλη, αλλά και η υιοθέτηση της εξωτερικής επεκτατικής πολιτικής η οποία έκανε την Αθήνα θαλασσοκράτειρα. Ο γιος του Ίππαρχος δολοφονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Και ο άλλος του γιος, ο Ιππίας, για να αποφύγει την ανατροπή του, μεταχειρίστηκε σκληρά μέτρα.

Από την αφόρητη αυτή κατάσταση έσωσε τους Αθηναίους η οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Και οι Αλκμεωνίδες όμως, μετά το διώξιμο του Ιππία, θέλησαν να επιβάλουν, με τη σειρά τους, την εξουσία τους στο λαό. Πήρε έτσι την εξουσία ο Κλεισθένης, ο πιο δημοφιλής Αλκμεωνίδης.

Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη.
O Κλεισθένης αναδιάρθρωσε το διαχωρισμό της αθηναϊκής κοινωνίας σε τάξεις. Ο τρόπος με τον οποίο εκλέγονταν οι 400 Αθηναίοι βουλευτές, αποτελεί το πρώτο δημοκρατικό παράδειγμα που αναφέρει η ιστορία. Χάρη στον Κλεισθένη, περισσότερο και από το Σόλωνα, μπήκαν οι βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας και προετοιμάστηκε το έδαφος για τη μεταγενέστερη ακμή της πολιτείας. Το 506 η Σπάρτη, διαβλέποντας ίσως τη μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων, θέλησε να ανατρέψει τον Κλεισθένη και να εγκαθιδρύσει στην Αθήνα ολιγαρχία. Έστειλε τότε στρατό στην Αττική, αλλά, παρά τη βοήθεια των Βοιωτών και των Χαλκιδέων, η απόπειρα των Σπαρτιατών δεν πέτυχε.

Οι κλασικοί χρόνοι και ο Περσικός κίνδυνος.
Οι εσωτερικοί αγώνες και οι πολιτικές εξελίξεις δεν εμπόδισαν τους Αθηναίους των κλασικών χρόνων να αντιληφθούν πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος που τους απειλούσε με την αδιάκοπη αύξηση της επιρροής των Περσών, στους οποίους βασίλευε τότε ο Δαρείος. Όταν οι ιωνικές πόλεις επαναστάτησαν εναντίον της περσικής κυριαρχίας (500 - 499 π.Χ.), η Αθήνα και η Ερέτρια ήταν οι μόνες πόλεις που έσπευσαν να βοηθήσουν τους επαναστάτες.

Οι Πέρσες, μετά την καταστολή της επανάστασης, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να τιμωρήσουν τους Αθηναίους και τους Ερετριείς για τη στάση τους, διάταξαν το στόλο τους να κατευθυνθεί προς την Εύβοια και την Αττική (490). Η Ερέτρια παραδόθηκε έπειτα από εξαήμερη άμυνα και οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στην Αττική. Επικεφαλής των Αθηναίων ήταν ο στρατηγός Μιλτιάδης. Ο Μιλτιάδης πίστευε πως η δύναμη των Περσών θα αντιμετωπιζόταν κυρίως στην ξηρά. Αντίθετα, ένας άλλος Αθηναίος στρατιωτικός και πολιτικός, ο Θεμιστοκλής, διακήρυττε πως η συντριβή των Περσών θα γινόταν μόνο με ισχυρό στόλο.

Η επικράτηση του Μιλτιάδη στην πολιτική ζωή της αθηναϊκής δημοκρατίας (με το μέρος του ήταν και ο Αριστείδης) είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ισχυρός αθηναϊκός στρατός που δε δίστασε να αντιπαραταχτεί στον όγκο των περσικών δυνάμεων.

Η νίκη στο Μαραθώνα.
Η νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα αποτελεί το πρώτο κοσμοϊστορικό γεγονός της Ευρώπης. Οι Αθηναίοι, κατά το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, δεν πολέμησαν στο Μαραθώνα για την πόλη τους μόνο, αλλά ως πρόμαχοι όλων των Ελλήνων.

Η ήττα των Περσών αποτέλεσε την αρχή για ανάπτυξη της ναυτικής δύναμης των Αθηναίων. Γιατί ευθύς έπειτα ο Μιλτιάδης εκστράτευσε εναντίον των κατοίκων των Κυκλάδων, οι οποίοι είχαν συνθηκολογήσει, με τους Πέρσες. Έτσι, διαπίστωσε πια και ο ίδιος πως η Περσία έπρεπε να συντριβεί κυρίως στη θάλασσα. Την πραγματοποίηση του ναυτικού εξοπλισμού της Αθήνας την ανέλαβε τότε ο Θεμιστοκλής που τόσο επίμονα αλλά και τόσο διορατικά την είχε υποστηρίξει.

Η δεύτερη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα. Νίκη στη Σαλαμίνα.
Τον Ιούνιο του 480 π.Χ. ο διάδοχος του Δαρείου Ξέρξης, με 175.000 άντρες και 1.207 πολεμικά πλοία, επιχείρησε δεύτερη εισβολή στην Ελλάδα. Η ναυτική δύναμη των Ελλήνων, η οποία αριθμούσε τότε 310 τριήρεις, ναυλοχούσε στα στενά της Σαλαμίνας. Εκεί κατόρθωσε ο Θεμιστοκλής να παρασύρει τον περσικό στόλο. Οι Έλληνες, πολεμώντας για την ελευθερία τους, νίκησαν τους πανίσχυρους Πέρσες.

Η νίκη στη Σαλαμίνα, η οποία συμπληρώνει τη δόξα του Μαραθώνα, έβαλε και τα θεμέλια για τη ναυτική κυριαρχία των Αθηναίων στη θάλασσα. Ο Θεμιστοκλής, με τον αθηναϊκό στόλο, ανέλαβε να τιμωρήσει τις ελληνικές πόλεις που είχαν πάει με το μέρος των Περσών. Kαι η νίκη του στη Μυκάλη ξεσήκωσε τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Έτσι οι πόλεις αυτές έδιωξαν τους Πέρσες και συμμάχησαν με τους Αθηναίους. Από τότε, και επί μισό αιώνα, το αθηναϊκό γόητρο ολοένα μεγαλώνει.

Η Αθηναϊκή συμμαχία.
Η Σπάρτη αντιλήφθηκε βέβαια πως οι Αθηναίοι επιδίωκαν τώρα στόχους άσχετους με την καταπολέμηση της περσικής δύναμης. Και θέλησε να αντιδράσει. Ο Θεμιστοκλής όμως, εφαρμόζοντας παραπλανητική πολιτική, κατόρθωσε τελικά να τους μεταπείσει και να οχυρώσει την Αθήνα χτίζοντας τείχη που περιέλαβαν και τον Πειραιά.

Όλοι σχεδόν οι Έλληνες έβλεπαν πια την Αθήνα ως τη μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τους προστατέψει από νέα περσική απειλή. Έτσι, το 478 π.Χ. η Αθήνα, οι Κυκλάδες, οι ιωνικές και οι αιολικές αποικίες συμμάχησαν με σκοπό την κοινή άμυνα εναντίον των Περσών. Όσοι σύμμαχοι δε διέθεταν πλοία, δέχτηκαν να καταβάλλουν κάθε χρόνο 460 τάλαντα στο κοινό συμμαχικό ταμείο. Το ταμείο εκείνο βρισκόταν τότε στη Δήλο, έδρα της συμμαχίας.

Αλλά η πολιτική του Θεμιστοκλή, που είχε οδηγήσει την Αθήνα σε τόσους θριάμβους, τελικά ανακόπηκε με την επικράτηση του αντιπάλου του Κίμωνα. Ο Κίμωνας πέτυχε τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή (471;). Αν και εκπρόσωπος των συντηρητικών, o Κίμωνας συνέχισε ωστόσο την εξωτερική πολιτική των αντιπάλων του. Ιδεολογικοί όμως λόγοι του επέβαλαν να σπεύσει να βοηθήσει τη Σπάρτη, όπου οι είλωτες είχαν επαναστατήσει (464 π.Χ.).

Στην απουσία του, ο αρχηγός των δημοκρατικών Εφιάλτης (καμιά σχέση με τον Εφιάλτη των Θερμοπυλών) κατόρθωσε να τροποποιήσει πολλούς νόμους και να τους δώσει δημοκρατικότερο χαρακτήρα. Τελικά, όταν ο Κίμωνας γύρισε, ο Εφιάλτης πέτυχε τον οστρακισμό του.

Ο «χρυσός αιώνας» του Περικλή.
Μετά το φόνο του Εφιάλτη, ο Περικλής, αριστοκράτης από καταγωγή, ανέλαβε την ηγεσία των δημοκρατικών και κυβέρνησε την Αθήνα ως συνεχιστής της πολιτικής του Θεμιστοκλή. Έτσι, συσχέτισε το όνομά του με την περίοδο της πιο μεγάλης ακμής της Αθηναϊκής συμμαχίας, καθώς και με την oικοδόμηση λαμπρών μνημείων που έκαναν την Αθήνα την ωραιότερη ελληνική πόλη.

Ο «χρυσός αιώνας του Περικλή», όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται η περίοδος που κυβερνούσε, αλλά και τα αμέσως επόμενα χρόνια, θεμελίωσαν τη φήμη της Αθήνας ως εκπολιτιστικού και πνευματικού κέντρου με πανελλήνια ακτινοβολία. Η Αθήνα της εποχής εκείνης εξακολουθεί και σήμερα ακόμη να ασκεί μεγάλη έλξη στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή όλων των πολιτισμένων λαών.

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος.
Τη μεγαλύτερη πρόοδο που είχε γνωρίσει η πόλη και την εξέλιξη του λαμπρού της πολιτισμού τις ανάκοψε ο μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Πελοποννήσιους.

Οι πρώτες εχθροπραξίες του πολέμου εκείνου σημειώθηκαν το 431 π.Χ. Ο πόλεμος κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια και ήταν ουσιαστικά αγώνας ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Επιδίωξη των αντιπάλων ήταν στο ποια από τις δύο πόλεις θα είχε την ηγεμονία στον ελληνικό χώρο.

Για την Αθήνα ο πόλεμος εκείνος στάθηκε ιδιαίτερα καταστρεπτικός εξαιτίας της τρομερής επιδημικής αρρώστιας που εκδηλώθηκε εκεί στο δεύτερο χρόνο του. Συγκλονιστική περιγραφή της αρρώστιας μας δίνει ο ιστορικός Θουκυδίδης, που και ο ίδιος είχε προσβληθεί. Τριάντα χιλιάδες Αθηναίοι πέθαναν από το «λοιμό», όπως ονόμασε την ασθένεια εκείνη παλιός χρησμός.

Ο θάνατος του Περικλή, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, οι συμφορές που είχαν προκαλέσει οι πολεμικές επιχειρήσεις και η αύξηση του φιλειρηνικού ρεύματος και στις δύο παρατάξεις οδήγησαν σε βραχύχρονη περίοδο ειρήνης.

Η εμφάνιση όμως στην πολιτική σκηνή της Αθήνας του Αλκιβιάδη και η εκλογή του ως στρατηγού (420 π.Χ.) έφεραν την επανάληψη των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι αρχικές λαμπρές νίκες του Αλκιβιάδη και το γόητρο που ασκούσε στο λαό με την ευφράδειά του και με την αποφασιστικότητά του δεν άργησαν να παρασύρουν την πόλη στην περιπέτεια της εκστρατείας της Σικελίας. H ανάκλησή του όμως, με την κατηγορία της ασέβειας, και η προσφυγή του στη Σπάρτη, όπου έκανε υποδείξεις στους Σπαρτιάτες πως να πετύχουν την καταστροφή της πατρίδας του, οδήγησαν την αθηναϊκή δημοκρατία στην καταστροφή. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε και όλα μαρτυρούσαν την επικείμενη ήττα. Ο Αλκιβιάδης όμως που ανακλήθηκε στην Αθήνα, μπόρεσε να αναπτερώσει το ηθικό των κατοίκων και να αναδιοργανώσει το στρατό της.

Η αθηναϊκή νίκη του 406 π.Χ. στη ναυμαχία των Αργινουσών έδειξε πως θα τερμάτιζε τον πόλεμο, γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν έτοιμοι να συνάψουν ειρήνη. Οι φιλοπόλεμοι όμως Αθηναίοι (ο δημαγωγός Κλέων κ.α.) υπερίσχυσαν και παρέσυραν τελικά την Αθήνα στην ήττα, στους «Αιγός Ποταμούς». H ήττα εκείνη τερμάτισε ουσιαστικά τον πόλεμο. Η άλλοτε πανίσχυρη πολιτεία έζησε μέρες ταπείνωσης και ντροπής με την τυραννική διακυβέρνηση των τριάντα αρχόντων, που της είχαν επιβάλει οι νικητές Σπαρτιάτες.

Αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Το καθεστώς των «τριάντα τυράννων» κατόρθωσε να το ανατρέψει ο Θρασύβουλος. Ο Θρασύβουλος, ξεκινώντας από τη Θήβα με μικρή δύναμη πατριωτών, μπήκε νικητής στην Αθήνα. Έτσι, το 403 π.Χ. αποκαταστάθηκε η δημοκρατία και η βουλή ξανάρχισε να λειτουργεί. Την αποκατάσταση όμως της δημοκρατίας την εκηλίδωσε η θανάτωση του φιλόσοφου Σωκράτη (399 π.Χ.).

Αναβίωση του αθηναϊκού μεγαλείου.
H αθηναϊκή πολιτεία, στον καιρό της μεγάλης ακμής της, είχε αναδείξει μεγάλους άντρες στον πνευματικό και στον καλλιτεχνικό τομέα, όπως ο Φειδίας, ο Ικτίνος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης κ.α.

Ωστόσο και κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα, που μαζί με τον Ε’ κατατάσσεται και αυτός στους «κλασικούς» αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας, δεν έπαψε να αναδείχνει πνευματικές μεγαλοφυίες, όπως λ.χ. ο φιλόσοφος Πλάτωνας κ.ά. που λάμπρυναν την ιστορία της, αλλά και την ιστορία της ανθρωπότητας με τα έργα τους. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό και τώρα η Αθήνα, στον πολιτικό τομέα, να μην αντλήσει δυνάμεις από το ένδοξο παρελθόν της και να μη συνεχίσει τον αποφασιστικό ρόλο της στη διαμόρφωση των ελληνικών πραγμάτων. Έτσι, το 389 - 388 π.Χ. συμμαχεί με το βασιλιά Ευαγόρα της Κύπρου και με το φαραώ της Αιγύπτου Άνορη και το αθηναϊκό μεγαλείο ξαναζεί και πάλι. Η πρόσκαιρη εξάλλου δύναμη της Θήβας, που τερμάτισε την ηγεμονία της Σπάρτης με τη μάχη στα Λεύκτρα (371), έδωσε την ευκαιρία στους Αθηναίους να συνεννοηθούν με τους Σπαρτιάτες. Απώτερος σκοπός τους ήταν να ξαναπάρουν και πάλι το ρυθμιστικό ρόλο τους στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Αλλά το όνειρο να ξαναζήσει η αθηναϊκή δύναμη δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ήρθε σε σύγκρουση με ανάλογα σχέδια του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ για λογαριασμό της δικής του πατρίδας. Ο Φίλιππος προσπάθησε στην αρχή να υποτάξει τις ελληνικές πόλεις με ειρηνικά μέσα. Τις βαθύτερες όμως επιδιώξεις του τις γνώριζαν όλοι και ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης δεν έπαυε να τις καταγγέλλει με σφοδρούς λόγους. Η δολοφονία όμως του Φιλίππου (336 π.Χ.) έπεισε πολλούς ότι τα σχέδιά του ναυάγησαν και οι Αθηναίοι ετοιμάστηκαν να εφαρμόσουν ανενόχλητοι τα δικά τους.

Μακεδόνες και Αθηναίοι.
Ο διάδοχος του Φιλίππου Β’ Αλέξανδρος, συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του, της έδωσε πανελλήνιο χαρακτήρα. Σκοπός του ήταν να συνενώσει τη χώρα σε ενιαία δύναμη, ικανή να συντρίψει την Περσία, γιατί η χώρα αυτή εξακολουθούσε να επεμβαίνει στα ελληνικά πράγματα και να επιδιώκει να τα ρυθμίζει για όφελος δικό της.

Η Αθήνα υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον Αλέξανδρο παραχωρώντας του δέκα πλοία. Προσπάθησε όμως, με κάθε μέσο, να μείνει ουδέτερη σε όλη τη διάρκεια των νικηφόρων πολέμων του. Ωστόσο, όταν οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν το θάνατό του, έσπευσαν να πρωτοστατήσουν στο απελευθερωτικό κίνημα των ελληνικών πόλεων εναντίον της μακεδονικής ηγεμονίας.

Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου αντέδρασαν έντονα και το 322 π.Χ. σταμάτησαν οριστικά τη δραστηριότητα των Αθηναίων με τη νίκη των Μακεδόνων στη ναυμαχία της Αμοργού. Σποραδικές προσπάθειες των Αθηναίων να ξαναπάρουν και πάλι τον ηγετικό ρόλο τους δεν πέτυχαν.

Η σοβαρότερη από τις προσπάθειες αυτές, η γνωστή ως «Χρεμωνίδειος πόλεμος» (267 - 261 π.Χ.), παρά τα φλογερά κηρύγματα του φιλελεύθερου Χρεμωνίδη, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να εγκατασταθεί στην Αθήνα μακεδονική φρουρά και οι Αθηναίοι να χάσουν την ανεξαρτησία τους. Το 229 η Αθήνα απελευθερώθηκε πάλι και προσχώρησε στην Αχαϊκή συμπολιτεία.

Ρωμαιοκρατία.
Στο μεταξύ ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε στην Ελλάδα και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην πολιτική της ζωή: οι Ρωμαίοι. Μετά τη νίκη τους εναντίον των Μακεδόνων (168 π.Χ.) οι Ρωμαίοι θέλησαν να ανασυνταχτούν. Και έτσι η Αθήνα έζησε ειρηνικά για μια τουλάχιστον γενιά.

Η περίοδος εκείνη τη διευκόλυνε στο να ανορθώσει τα οικονομικά της και να ξαναβρεί την παλιά καλλιτεχνική και πνευματική της άνθιση. Η ενίσχυση όμως που έδωσε η Αθήνα στον ισχυρό αντίπαλο της Ρώμης Μιθριδάτη τον ΣΤ’ προκάλεσε την οργή της και η Ρώμη αποφάσισε να τιμωρήσει την Αθήνα με παραδειγματικό τρόπο. Oι Αθηναίοι γνώρισαν τότε τα πάνδεινα από τις λεγεώνες του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα. Η υποταγή τους στη Ρώμη (146 π.Χ.) είχε ωστόσο και μια φωτεινή ανάπαυλα με την άνοδο στην εξουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού.

Φωτεινό διάλειμμα.
Θαυμαστής των πνευματικών επιδόσεων της Αθήνας και της συμβολής της στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας, ο Αδριανός ευεργέτησε την πόλη με τα έργα του. Έτσι, η Αθήνα, έστω και με περιορισμένη την ελευθερία της, έγινε πάλι κέντρο του ελληνισμού και το αττικό πνεύμα διείσδυσε βαθύτατα στις τάξεις των Ρωμαίων διανοούμενων. Στην εποχή των Αντωνίνων (138 - 180 μ.Χ.) ο πνευματικός βίος των Αθηναίων συνδέεται στενά με τα ονόματα του Ηρώδη του Αττικού και του Αιλίου Αριστείδη. Ο μαθητής του Ηρώδη αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161 - 180) ενίσχυσε την αθηναϊκή παιδεία και έτσι τα σχολεία της συγκέντρωναν φιλομαθείς από κάθε γωνιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η παρακμή.
Ο φιλελληνισμός όμως των αυτοκρατόρων αυτών δεν αποτέλεσε παράδοση.Ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193 - 211) κατέλυσε και τα τελευταία ίχνη της αθηναϊκής αυτονομίας. Και η Αθήνα έγινε μια επαρχιακή μόνο πόλη της αυτοκρατορίας. Στην παρακμή της συνέβαλαν και οι επιδρομές διάφορων βάρβαρων λαών και ιδιαίτερα των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν κυριολεκτικά τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.

Χριστιανικές αναλαμπές.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας με οξύτατη διορατικότητα, θέλησε να αποκαταστήσει το αθηναϊκό κύρος θεωρώντας την πόλη ως πρωτεύουσα του ελληνικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Ο ίδιος άλλωστε αυτοτιτλοφορήθηκε «στρατηγός της Αθήνας» και σύμφωνα με μερικούς χρονικογράφους «μέγας δούκας της Αθήνας». Στον καιρό του η αττική παιδεία γνώρισε νέα περίοδο ακμής. Στα σχολεία της φοιτούσαν όχι μόνο εθνικοί (δηλαδή ειδωλολάτρες) αλλά και χριστιανοί, όπως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης σπούδασε επίσης εκεί και η επίδραση των διδασκαλιών των νεοπλατωνικών φιλοσόφων διαφαίνεται και στην προσπάθειά του να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία (χωρίς επιτυχία, φυσικά).

Στον Δ’ μ.Χ. αιώνα ότι είχε απομείνει από την αρχαία Ελλάδα ήταν η αττική παιδεία, το κλασικό πνεύμα. Το πνεύμα αυτό, ως μοναδική μαρτυρία του ελληνικού μεγαλείου μιας εποχής, διδασκόταν ακόμη στα σχολεία της Αθήνας. Και η αττική «παιδεία» είναι εκείνη που θεμελίωσε το λεγόμενο «ευρωπαϊκό πνεύμα» και γενικότερα το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.