Νωρίς το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. ένας μικρός στρατός έτρεχε στην πεδιάδα του Μαραθώνα για να αντιμετωπίσει μαχόμενος σώμα με σώμα τις ορδές ενός ανατολίτη δυνάστη, ο οποίος επέκτεινε για αρκετά χρόνια το αχανές κράτος του προς τα δυτικά, σκοπεύοντας να κατακτήσει τον κόσμο. Μόνο μερικές ώρες κράτησε, κατά τον Ηρόδοτο, η μάχη κατά την οποία η δύναμη των Αθηναίων απώθησε τον κατά πολύ ισχυρότερο στρατό των Περσών, οδηγώντας τους σε άτακτη φυγή. Πολλοί από αυτούς πέθαναν προσπαθώντας να φτάσουν στην θάλασσα μέσα από τους βάλτους του Μαραθώνα, ενώ άλλοι υποχώρησαν στη βάση του περσικού ιππικού στα ανατολικά του στρατοπέδου τους. Στη συνέχεια, ο Αθηναίος μαντατοφόρος Φειδιππίδης έτρεξε τον ιστορικό Μαραθώνιο για να μεταφέρει τα νέα στην πόλη και να εκπνεύσει αμέσως μετά.
Έγιναν όμως τα πράγματα ακριβώς έτσι; Όχι, απαντάει ο μυθιστοριογράφος Paul Anastasi, ο οποίος προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα… μυστήρια του Μαραθώνα μέσα από το βιβλίο του Marathon Mysteries. Σύμφωνα με τον Anastasi, η μάχη δεν τελείωσε με τη φυγή των Περσών, ενώ το κλειδί της επιτυχίας των Αθηναίων σε εκείνη την αρχαία 11η Σεπτεμβρίου ήταν η διαδρομή όχι ενός αλλά πολλών Αθηναίων, οι οποίοι έτρεξαν όχι μόνο μετά αλλά και πριν τη μάχη. Οι δε διαδρομές που τέλεσαν περιλάμβαναν μεν τον Μαραθώνιο αλλά και την πολύ μεγαλύτερη διαδρομή Αθήνα – Σπάρτη!
Ο Anastasi απορεί με την απόφαση να τρέξει ένας μόνο, εξουθενωμένος από τη μάχη, άνδρας τη στιγμή που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άλογα για ταχύτητα αλλά και περισσότεροι άνδρες για ασφάλεια. Απορεί επίσης για την ταχύτητα με την οποία οι Αθηναίοι οργανώθηκαν, μετά τη μάχη, στο λόφο του Κυνοσάργους, για να απωθήσουν με επιτυχία μια απόπειρα απόβασης του περσικού στόλου στο Φάληρο, το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Αντίθετα μας υπενθυμίζει την αναφορά του ίδιου του Ηροδότου σε ένα Σπάρταθλο (διαδρομή από την Αθήνα στην Σπάρτη) που τέλεσαν οι Αθηναίοι με στόχο το αίτημα βοήθειας από τους Σπαρτιάτες λόγω της περσικής απειλής. Η διαδρομή πραγματοποιήθηκε κατά τον αρχαίο ιστορικό από τον Φειδιππίδη, ο οποίος συνδέθηκε γι αυτή του τη δραστηριότητα και με τον μετέπειτα Μαραθώνιο. Στην πραγματικότητα όμως, η σύνδεση αυτή είναι μόνο υποθετική. Ο Anastasi μάλιστα, αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Φειδιππίδης έτρεξε τη διαδρομή
Όσο για τον Μαραθώνιο, ο Anastasi κάνει λόγο για τη συμμετοχή όχι ενός αλλά 11.000 στρατιωτών που έτρεξαν σε διάταξη μάχης, για να εμποδίσουν τελικά επιτυχώς την περσική απόβαση. Δίνει έτσι εξήγηση στην μυστήρια ταχύτητα με την οποία οργανώθηκε η αθηναϊκή άμυνα και στον εξοπλισμό που διέθετε τότε η Αθήνα. Για το τελευταίο όμως αυτό θέμα προσθέτει και μια δική του υπόθεση: τη συμμετοχή και των Σπαρτιατών! Αναφέρει λοιπόν ότι η μυστήριας κατάληξης έκκληση των Αθηναίων μέσω του Φειδιππίδη, ίσως είχε τελικά αποτέλεσμα, και Σπαρτιάτες πολεμιστές πράγματι έφτασαν την επομένη της μάχης για να ενισχύσουν την αθηναϊκή άμυνα στο λόφο του Κυνοσάργους.
Αυτή είναι λοιπόν όλη η αλήθεια; Πολύ πιθανόν. Αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι ότι Paul Anastasi μας διαφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις βασισμένες στις πηγές και τη λογική, στα επόμενα έργα του. Για την ιστορία, ο συγγραφέας επιδιώκει να δημιουργήσει μια σειρά εργασιών σε παρόμοια θέματα, με βάση δεκαετές σχέδιο έρευνας. Η συνέχεια θα δείξει αν θα τα καταφέρει.
Πηγή: Athens News, 26/02/10
More Pages
| Polls + Surveys | Lectures | Documentaries | Articles | Videos | Forum | Ιστορικά Θέματα | Contact |
Αρχαιότητες στο φως
Μία ασημένια δραχμή της κλασικής εποχής που ήρθε στο φως στις Φερές της Μαγνησίας, αρχαία πόλη με διαρκή ζωή από το 3000 π.Χ. ως τον 1ο αι. μ.Χ., υπενθυμίζει την ιστορία αυτού του σημαντικότατου κέντρου της Θεσσαλίας, το οποίο ζητεί την ανάδειξή του με την οργάνωση ενός αρχαιολογικού- ιστορικού πάρκου. Διαθέτει ακρόπολη όπου σώζεται η οχύρωση του 4ου αι. π.Χ., την Υπέρεια Κρήνη (πηγή στην οποία ο Σοφοκλής αναφέρεται ως «νάμα θεοφιλέστατον» και βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας πόλης), τον ναό του Θαυλίου Διός, έναν από τους ελάχιστους ανασκαμμένους της Θεσσαλίας, και άλλα δημόσια κτίρια. Ο νεότερος οικισμός με το όνομα Βελεστίνο δημιουργήθηκε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
ΠΗΓΗ: Το ΒΗΜΑ
ΠΗΓΗ: Το ΒΗΜΑ
Ο Περικλής επισκέπτεται την Αθήνα
Ακρόπολη χωρίς τον Περικλή και αντίστοιχα Μουσείο Ακρόπολης χωρίς τον δημιουργό του κλέους της μέσα στους αιώνες δεν υφίσταται. Στον μεγάλο οραματιστή και πολιτικό της αρχαιότητας, λοιπόν, στον οποίο οφείλεται ο Χρυσούς Αιών της Αθήνας- στα γράμματα, στις τέχνες και στην πολιτική με την εδραίωση της Δημοκρατίας- είναι αφιερωμένη η πρώτη περιοδική έκθεση του νέου μουσείου, η οποία θα εγκαινιασθεί μέσα στην άνοιξη. Ειδικά γι΄ αυτήν μάλιστα θα ταξιδέψει στην Αθήνα η εξαιρετικής τέχνης προτομή του Περικλή που βρίσκεται στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι «η φιλοσοφία της έκθεσης θα περιορισθεί στην περιγραφή του αντικειμένου και μόνον», όπως διευκρινίζει και ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης καθηγητής κ. Δημήτρης Παντερμαλής. Αντίθετα:
«Η έκθεση θα αναδείξει το πλαίσιο- πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και καλλιτεχνικό ασφαλώς- στο οποίο λειτούργησε ο Περικλής και υλοποιήθηκαν τα μεγάλα οικοδομικά προγράμματα της Αθήνας. Γιατί ο περίφημος Χρυσούς Αιών δεν αφορούσε μόνο τα γράμματα και τις τέχνες. Αποτυπώνει επίσης τις φιλοδοξίες, τις ζυμώσεις και τις συγκρούσεις της πρώτης Αθηναϊκής Δημοκρατίας» λέει ο κ. Παντερμαλής. Παρά τη σημασία και το εύρος του θέματος, πάντως, η έκθεση δεν θα είναι δαπανηρή, όπως ο ίδιος σπεύδει να δηλώσει.
Το σήμα κατατεθέν της έκθεσης, η προτομή του Περικλή από το Μουσείο της Περγάμου, είναι μαρμάρινο αντίγραφο των αυτοκρατορικών χρόνων του πρωτότυπου χάλκινου έργου του μεγάλου γλύπτη Κρησίλα. Το αντίγραφο ύψους 0,54 του μέτρου βρέθηκε στη Λέσβο το 1901, ενώ στο μουσείο περιήλθε κατόπιν αγοράς, όπως αναφέρεται στον κατάλογό του. Και σε αυτή την απεικόνιση ο Περικλής φορά περικεφαλαία, προτίμηση για την οποία τον διακωμωδούσαν στην αρχαιότητα, όπως αναφέρουν κάποιες πηγές, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο «έκρυβε» το κεφάλι του που είχε περίεργο σχήμα... Λόγος σχολίων, ενίοτε και αντιδράσεων, υπήρξε και η σχέση του με την εταίρα Ασπασία, κυρίως για το γεγονός ότι της συμπεριφερόταν ως ίση, κάτι που σκανδάλιζε τη δημοκρατική μεν, χάρη σε αυτόν, αλλά πάντα συντηρητική ως προς τις γυναίκες αθηναϊκή κοινωνία.
Η ανακατασκευή των μνημείων της Ακρόπολης και ειδικά η ανέγερση νέου ναού στην Αθηνά μετά τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι Πέρσες αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα που προσέφερε στην πόλη του.
Τα χρήματα προήλθαν από διάφορες πηγές αλλά και από το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας που είχε μεταφερθεί από τους Αθηναίους στη Δήλο, με αποτέλεσμα φυσικά τη διαμαρτυρία των άλλων πόλεων-κρατών. (Ενας από τους λόγους που η πολιτική του είχε γίνει τότε- αλλά και σήμερα μεταξύ των μελετητών- αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών κατηγορούμενος για επεκτατική πολιτική εναντίον των αδυνάτων.)
Τ ο κόστος του προγράμματος ήταν τεράστιο. Αρκεί να αναφερθεί ότι μόνο για τον Παρθενώνα και μόνο για τον πρώτο χρόνο δαπανήθηκαν 5.000 τάλαντα, ενώ κάποια έργα έμειναν ημιτελή εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στην έκθεση του Μουσείου Ακρόπολης, πέρα από την πολιτιστική κληρονομιά που άφησε ο Περικλής, θα αναδειχθεί και ο πολιτικός ρόλος του ως ιδανικού τύπου ηγέτη για την αρχαία Ελλάδα. Εκ των υστέρων μπορεί να θεωρείται από ορισμένους ότι έκανε μεν καλό στον λαό αλλά κακό στο κράτος και ότι η δημοκρατία του ήταν ευάλωτη σε κάθε δημαγωγό, εκείνος ωστόσο έπραξε πάντα με γνώμονα την άνοδο και την ευημερία της πόλης του.
η Μεγάλη η προσέλευση επισκεπτών στο νέο Μουσείο Ακρόπολης και με το νέο έτος, οπότε και αυξήθηκε το εισιτήριο στα 5 ευρώ. Στους 100.000 μετρούνται οι επισκέπτες μηνιαίως, ενώ μεταξύ αυτών είναι και οι μαθητές που έρχονται από τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο.
Επιπλέον περί τα 400-500 παιδιά συμμετέχουν ημερησίως στα εκπαιδευτικά προγράμματα.
η Απομένει η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου όπου είναι ενσωματωμένο το μουσείο- η σχετική μελέτη έχει σταλεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο-, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζεται η εκθεσιακή μελέτη για την ανάδειξή του.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
«Η έκθεση θα αναδείξει το πλαίσιο- πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και καλλιτεχνικό ασφαλώς- στο οποίο λειτούργησε ο Περικλής και υλοποιήθηκαν τα μεγάλα οικοδομικά προγράμματα της Αθήνας. Γιατί ο περίφημος Χρυσούς Αιών δεν αφορούσε μόνο τα γράμματα και τις τέχνες. Αποτυπώνει επίσης τις φιλοδοξίες, τις ζυμώσεις και τις συγκρούσεις της πρώτης Αθηναϊκής Δημοκρατίας» λέει ο κ. Παντερμαλής. Παρά τη σημασία και το εύρος του θέματος, πάντως, η έκθεση δεν θα είναι δαπανηρή, όπως ο ίδιος σπεύδει να δηλώσει.
Το σήμα κατατεθέν της έκθεσης, η προτομή του Περικλή από το Μουσείο της Περγάμου, είναι μαρμάρινο αντίγραφο των αυτοκρατορικών χρόνων του πρωτότυπου χάλκινου έργου του μεγάλου γλύπτη Κρησίλα. Το αντίγραφο ύψους 0,54 του μέτρου βρέθηκε στη Λέσβο το 1901, ενώ στο μουσείο περιήλθε κατόπιν αγοράς, όπως αναφέρεται στον κατάλογό του. Και σε αυτή την απεικόνιση ο Περικλής φορά περικεφαλαία, προτίμηση για την οποία τον διακωμωδούσαν στην αρχαιότητα, όπως αναφέρουν κάποιες πηγές, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο «έκρυβε» το κεφάλι του που είχε περίεργο σχήμα... Λόγος σχολίων, ενίοτε και αντιδράσεων, υπήρξε και η σχέση του με την εταίρα Ασπασία, κυρίως για το γεγονός ότι της συμπεριφερόταν ως ίση, κάτι που σκανδάλιζε τη δημοκρατική μεν, χάρη σε αυτόν, αλλά πάντα συντηρητική ως προς τις γυναίκες αθηναϊκή κοινωνία.
Η ανακατασκευή των μνημείων της Ακρόπολης και ειδικά η ανέγερση νέου ναού στην Αθηνά μετά τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι Πέρσες αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα που προσέφερε στην πόλη του.
Τα χρήματα προήλθαν από διάφορες πηγές αλλά και από το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας που είχε μεταφερθεί από τους Αθηναίους στη Δήλο, με αποτέλεσμα φυσικά τη διαμαρτυρία των άλλων πόλεων-κρατών. (Ενας από τους λόγους που η πολιτική του είχε γίνει τότε- αλλά και σήμερα μεταξύ των μελετητών- αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών κατηγορούμενος για επεκτατική πολιτική εναντίον των αδυνάτων.)
Τ ο κόστος του προγράμματος ήταν τεράστιο. Αρκεί να αναφερθεί ότι μόνο για τον Παρθενώνα και μόνο για τον πρώτο χρόνο δαπανήθηκαν 5.000 τάλαντα, ενώ κάποια έργα έμειναν ημιτελή εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στην έκθεση του Μουσείου Ακρόπολης, πέρα από την πολιτιστική κληρονομιά που άφησε ο Περικλής, θα αναδειχθεί και ο πολιτικός ρόλος του ως ιδανικού τύπου ηγέτη για την αρχαία Ελλάδα. Εκ των υστέρων μπορεί να θεωρείται από ορισμένους ότι έκανε μεν καλό στον λαό αλλά κακό στο κράτος και ότι η δημοκρατία του ήταν ευάλωτη σε κάθε δημαγωγό, εκείνος ωστόσο έπραξε πάντα με γνώμονα την άνοδο και την ευημερία της πόλης του.
η Μεγάλη η προσέλευση επισκεπτών στο νέο Μουσείο Ακρόπολης και με το νέο έτος, οπότε και αυξήθηκε το εισιτήριο στα 5 ευρώ. Στους 100.000 μετρούνται οι επισκέπτες μηνιαίως, ενώ μεταξύ αυτών είναι και οι μαθητές που έρχονται από τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο.
Επιπλέον περί τα 400-500 παιδιά συμμετέχουν ημερησίως στα εκπαιδευτικά προγράμματα.
η Απομένει η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου όπου είναι ενσωματωμένο το μουσείο- η σχετική μελέτη έχει σταλεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο-, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζεται η εκθεσιακή μελέτη για την ανάδειξή του.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Πώς φορολογούσαν οι αρχαίοι
Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν μάστορες στην επιβολή και την είσπραξη φόρων, σήμερα ίσως να μην υπήρχε ο Παρθενώνας. Υπερβολή; Κι όμως, χάρη στο χαράτσι που πλήρωναν οι άλλες πόλεις κατά την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία -ειδικότερα από το 454 π.Χ., το ένα εξηκοστό του ετήσιου φόρου πήγαινε υπέρ της... θεάς Αθηνάς- ο Περικλής εξοικονόμησε τα χρήματα για να χτιστεί ο περίφημος ναός.
Οι αρχαίοι φόροι έμπαιναν με την έγκριση της Βουλής. Όσο για τη διαφάνεια, τα ονόματα όσων πλήρωναν αναγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής, που βρίσκονταν σε κοινή θέα. Πάνω σε πέτρινες πλάκες και στήλες δηλαδή, σαν αυτές που υπάρχουν στο Επιγραφικό Μουσείο.
Οι εισφορές ήταν ανάλογες με την οικονομική κατάσταση των 265 συμμάχων. Βλέπουμε δηλαδή από τους Ίωνες οι Κυμαίοι να πληρώνουν 12 τάλαντα (6.000 δραχμές) και οι Νισύριοι μόλις ένα, ενώ από τη Θράκη οι Μενδαίοι έδιναν εννέα τάλαντα και οι Θάσιοι 30!
Εκτός από αυτόν τον τακτικό φόρο, από το 440 π.Χ. η Αθήνα επέβαλλε στους συμμάχους της και έκτακτη εφάπαξ εισφορά, τη λεγόμενη επιφορά. Η δε είσπραξη είχε ανατεθεί σε ειδικούς άρχοντες, τους Ελληνοταμίες.
Οι αρχαίοι φόροι έμπαιναν με την έγκριση της Βουλής. Όσο για τη διαφάνεια, τα ονόματα όσων πλήρωναν αναγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής, που βρίσκονταν σε κοινή θέα. Πάνω σε πέτρινες πλάκες και στήλες δηλαδή, σαν αυτές που υπάρχουν στο Επιγραφικό Μουσείο.
Οι εισφορές ήταν ανάλογες με την οικονομική κατάσταση των 265 συμμάχων. Βλέπουμε δηλαδή από τους Ίωνες οι Κυμαίοι να πληρώνουν 12 τάλαντα (6.000 δραχμές) και οι Νισύριοι μόλις ένα, ενώ από τη Θράκη οι Μενδαίοι έδιναν εννέα τάλαντα και οι Θάσιοι 30!
Εκτός από αυτόν τον τακτικό φόρο, από το 440 π.Χ. η Αθήνα επέβαλλε στους συμμάχους της και έκτακτη εφάπαξ εισφορά, τη λεγόμενη επιφορά. Η δε είσπραξη είχε ανατεθεί σε ειδικούς άρχοντες, τους Ελληνοταμίες.
Να παίρνουν ιδέες οι νεότεροι
Με δικαστική απόφαση η επιστροφή αγάλματος στην Ιταλία από το Γκετί
Την επιστροφή από το Μουσείο Γκετί του Λος Αντζελες στην Ιταλία τού χάλκινου αγάλματος της «Νικηφόρας Νεότητας», του αρχαίου Έλληνα γλύπτη Λύσιππου, διέταξε ιταλικό δικαστήριο, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή αρχαιοτήτων στους τόπους προέλευσής τους.
Η απόφαση εκδόθηκε από το δικαστήριο του Πέζαρο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του μουσείου που προτίθεται να υποβάλει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας.
Το θέμα έχει λάβει και πολιτικές διαστάσεις, δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση είναι άμεσα εκτελεστέα. Έτσι, το ιταλικό υπουργείο Δικαιοσύνης θα ζητήσει από το αντίστοιχο αμερικανικό να παρέμβει για την επιστροφή του αγάλματος.
Το μουσείο υποστηρίζει ότι αγόρασε το άγαλμα το 1977 με καθ' όλα νόμιμες διαδικασίες και έναντι 4 εκατ. δολαρίων, αλλά η ιταλική πολιτεία αντιτείνει πως βγήκε από τη χώρα παράνομα και έτσι πρέπει να επιστραφεί.
Το έργο του Λύσιππου -ένα από τα πιο γνωστά έργα στο μουσείο Γκετί- ανελκύστηκε από έναν ψαρά, το 1964, από τη θαλάσσια περιοχή της πόλης Φάνο, κοντά στο Πέζαρο.
Ο Λύσιππος, ο οποίος έζησε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. θεωρείται συνεχιστής της παράδοσης του Πολύκλειτου και του Σκόπα, ενώ ορισμένα από τα διάσημα έργα του είναι ο «Αποξυόμενος» που βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού, ο «Ηρακλής», ο «Πυγμάχος των Θερμών» και ο «Ερμής».
Να σημειωθεί ότι τον Αύγουστο του 2007, μετά από χρόνια διαφωνιών, το Γκετί και η Ιταλία συνήψαν συμφωνία για την επιστροφή 42 αρχαιοτήτων στις συλλογές του Μουσείου της Ρώμης.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Η απόφαση εκδόθηκε από το δικαστήριο του Πέζαρο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του μουσείου που προτίθεται να υποβάλει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας.
Το θέμα έχει λάβει και πολιτικές διαστάσεις, δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση είναι άμεσα εκτελεστέα. Έτσι, το ιταλικό υπουργείο Δικαιοσύνης θα ζητήσει από το αντίστοιχο αμερικανικό να παρέμβει για την επιστροφή του αγάλματος.
Το μουσείο υποστηρίζει ότι αγόρασε το άγαλμα το 1977 με καθ' όλα νόμιμες διαδικασίες και έναντι 4 εκατ. δολαρίων, αλλά η ιταλική πολιτεία αντιτείνει πως βγήκε από τη χώρα παράνομα και έτσι πρέπει να επιστραφεί.
Το έργο του Λύσιππου -ένα από τα πιο γνωστά έργα στο μουσείο Γκετί- ανελκύστηκε από έναν ψαρά, το 1964, από τη θαλάσσια περιοχή της πόλης Φάνο, κοντά στο Πέζαρο.
Ο Λύσιππος, ο οποίος έζησε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. θεωρείται συνεχιστής της παράδοσης του Πολύκλειτου και του Σκόπα, ενώ ορισμένα από τα διάσημα έργα του είναι ο «Αποξυόμενος» που βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού, ο «Ηρακλής», ο «Πυγμάχος των Θερμών» και ο «Ερμής».
Να σημειωθεί ότι τον Αύγουστο του 2007, μετά από χρόνια διαφωνιών, το Γκετί και η Ιταλία συνήψαν συμφωνία για την επιστροφή 42 αρχαιοτήτων στις συλλογές του Μουσείου της Ρώμης.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτά την Αθήνα
Κυριακή 7 το πρωί, πριν από μερικές εβδομάδες. Στο ραντεβού στην πλατεία Κοτζιά ήταν όλοι τους παρόντες. Ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Νικήτας Κακλαμάνης , ο αρχιτέκτονας κ. Δημήτρης Κουτσογιάννης, ο γλύπτης Πραξιτέλης Τζανουλίνος, ο κ. Αλέκος Παππάς, γιος του γλύπτη Γιάννη Παππά, και κατά κάποιον τρόπο ο... Μέγας Αλέξανδρος.
Θέμα της «σύσκεψης» η τοποθέτηση του χάλκινου ανδριάντα του έφιππου Αλέξανδρου, έργου του Γιάννη Παππά, στην πλατεία Κοτζιά. Στην πρόβα, που έγινε επί τόπου, χρησιμοποιήθηκε μια πρόχειρη κατασκευή με φωτογραφία του αγάλματος σε φυσικό μέγεθος. Γεγονός είναι ότι ο Αλέξανδρος βρίσκει επιτέλους μια θέση στην Αθήνα, η οποία μπορεί να μην είναι η γενέτειρά του, υπήρξε όμως και εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών από την αρχαιότητα ως σήμερα. Αλλωστε στον ανδριάντα του Γιάννη Παππά παριστάνεται ο Αλέξανδρος σε νεαρή ηλικία, όταν ήταν ακόμη ο έφηβος πρίγκιπας που ζούσε στην αυλή της Πέλλας και αγωνιζόταν με τους φίλους του στο κυνήγι με άλογο στα γύρω βουνά.
Εντός ολίγων ημερών, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το σιντριβάνι της πλατείας- και μετά την καθαίρεσή του βεβαίως- θα αρχίσει να στήνεται ο ανδριάντας. Την απόφαση άλλωστε έχει ήδη λάβει το Δημοτικό Συμβούλιο, δίνοντας έτσι λύση σε μια ιστορία ετών, καθώς το άγαλμα είχε αγοραστεί από το υπουργείο Πολιτισμού το 1993 αλλά ουδέποτε ως σήμερα είχε βρει θέση που να του αρμόζει. Το άγαλμα θα τοποθετηθεί σε βάθρο ύψους 6,20 μέτρων (περιλαμβάνονται και δύο αναβαθμίδες, συνολικού ύψους 0,80 μ.) κατασκευασμένο από γκρίζο μάρμαρο με ειδικά επεξεργασμένη αδρή επιφάνεια (χτυπημένη με το βελόνι). Μεταξύ του βάθρου και του γλυπτού θα υπάρχει μια μεταλλική επιφάνεια πάχους 0,20 μ. O ανδριάντας του Αλέξανδρου θα ατενίζει από το δικό του ύψος (3,60 μέτρα) την περιοχή μεταξύ του Δημαρχείου και της πλατείας Μοναστηρίου, ενώ σε μια πλάγια όψη του βάθρου θα είναι τοποθετημένη σχετική επιγραφή. Την αρχιτεκτονική μελέτη για την τοποθέτηση του αγάλματος και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου έχει εκπονήσει ο κ. Κουτσογιάννης και για την ολοκλήρωση του έργου, με προϋπολογισμό περί τις 60.000 ευρώ, θα απαιτηθούν περίπου δύο μήνες. Ως τότε πάντως το έξοχο γλυπτό θα εξακολουθεί να βρίσκεται στον κήπο του εργαστηρίου-μουσείου του Γιάννη Παππά στου Ζωγράφου.
Να σημειωθεί ότι η πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης ήταν ο αρχικός προορισμός του συγκεκριμένου έργου, κάτι που δεν ευοδώθηκε τελικώς, πικραίνοντας τον δημιουργό του. Αλλωστε ο Γιάννης Παππάς είχε μελετήσει ιδιαίτερα τους έφιππους ανδριάντες- έκθεση με αυτό το θέμα είχε πραγματοποιηθεί το 2006 στο Μουσείο Μπενάκη. Γιατί το «έφιππο» ήταν για τον Γιάννη Παππά μια πρόκληση στο καλλιτεχνικό του έργο, ένα πολύπλοκο πρόβλημα για τη λύση του οποίου εργάστηκε επί μακρόν. Επισκέψεις σε ιπποφορβεία και ομίλους ιππασίας τον είχαν βοηθήσει να σχεδιάσει εκ του φυσικού, ενώ φωτογραφίζοντας και φτιάχνοντας προπλάσματα εξοικειώθηκε με τη μορφολογία του αλόγου, έτσι ώστε να πετύχει τη σχέση των όγκων και την αναλογία αλόγου- ιππέα. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μεγάλων και γνωστών έργων, όπως του Γεωργίου Καραϊσκάκη , του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και φυσικά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ποιος ήταν ο καλλιτέχνης
Ο Γιάννης Παππάς γεννήθηκε το 1913 στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Εcole Superieure des Βeaux-Αrts των Παρισίων ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή της ίδιας πόλης και στο εργαστήριο του καθηγητή Ζαν Μπουσέρ . Το 1944 υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια, όπου έμεινε ως το 1951 δουλεύοντας και μελετώντας τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης. Το 1953 εξελέγη καθηγητής των Εργαστηρίων Γλυπτικής της ΑΣΚΤ στην Αθήνα και το 1980 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εχει φιλοτεχνήσει πολυάριθμα αγάλματα, μνημεία και ανδριάντες. Κυριότερα έργα του ο μαρμάρινος ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου στον χώρο της Βουλής των Ελλήνων, ανδριάντες του Μακρυγιάννη και του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα . Πέθανε τον Ιανουάριο του 2005 σε ηλικία 92 ετών.
Θέμα της «σύσκεψης» η τοποθέτηση του χάλκινου ανδριάντα του έφιππου Αλέξανδρου, έργου του Γιάννη Παππά, στην πλατεία Κοτζιά. Στην πρόβα, που έγινε επί τόπου, χρησιμοποιήθηκε μια πρόχειρη κατασκευή με φωτογραφία του αγάλματος σε φυσικό μέγεθος. Γεγονός είναι ότι ο Αλέξανδρος βρίσκει επιτέλους μια θέση στην Αθήνα, η οποία μπορεί να μην είναι η γενέτειρά του, υπήρξε όμως και εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών από την αρχαιότητα ως σήμερα. Αλλωστε στον ανδριάντα του Γιάννη Παππά παριστάνεται ο Αλέξανδρος σε νεαρή ηλικία, όταν ήταν ακόμη ο έφηβος πρίγκιπας που ζούσε στην αυλή της Πέλλας και αγωνιζόταν με τους φίλους του στο κυνήγι με άλογο στα γύρω βουνά.
Εντός ολίγων ημερών, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το σιντριβάνι της πλατείας- και μετά την καθαίρεσή του βεβαίως- θα αρχίσει να στήνεται ο ανδριάντας. Την απόφαση άλλωστε έχει ήδη λάβει το Δημοτικό Συμβούλιο, δίνοντας έτσι λύση σε μια ιστορία ετών, καθώς το άγαλμα είχε αγοραστεί από το υπουργείο Πολιτισμού το 1993 αλλά ουδέποτε ως σήμερα είχε βρει θέση που να του αρμόζει. Το άγαλμα θα τοποθετηθεί σε βάθρο ύψους 6,20 μέτρων (περιλαμβάνονται και δύο αναβαθμίδες, συνολικού ύψους 0,80 μ.) κατασκευασμένο από γκρίζο μάρμαρο με ειδικά επεξεργασμένη αδρή επιφάνεια (χτυπημένη με το βελόνι). Μεταξύ του βάθρου και του γλυπτού θα υπάρχει μια μεταλλική επιφάνεια πάχους 0,20 μ. O ανδριάντας του Αλέξανδρου θα ατενίζει από το δικό του ύψος (3,60 μέτρα) την περιοχή μεταξύ του Δημαρχείου και της πλατείας Μοναστηρίου, ενώ σε μια πλάγια όψη του βάθρου θα είναι τοποθετημένη σχετική επιγραφή. Την αρχιτεκτονική μελέτη για την τοποθέτηση του αγάλματος και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου έχει εκπονήσει ο κ. Κουτσογιάννης και για την ολοκλήρωση του έργου, με προϋπολογισμό περί τις 60.000 ευρώ, θα απαιτηθούν περίπου δύο μήνες. Ως τότε πάντως το έξοχο γλυπτό θα εξακολουθεί να βρίσκεται στον κήπο του εργαστηρίου-μουσείου του Γιάννη Παππά στου Ζωγράφου.
Να σημειωθεί ότι η πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης ήταν ο αρχικός προορισμός του συγκεκριμένου έργου, κάτι που δεν ευοδώθηκε τελικώς, πικραίνοντας τον δημιουργό του. Αλλωστε ο Γιάννης Παππάς είχε μελετήσει ιδιαίτερα τους έφιππους ανδριάντες- έκθεση με αυτό το θέμα είχε πραγματοποιηθεί το 2006 στο Μουσείο Μπενάκη. Γιατί το «έφιππο» ήταν για τον Γιάννη Παππά μια πρόκληση στο καλλιτεχνικό του έργο, ένα πολύπλοκο πρόβλημα για τη λύση του οποίου εργάστηκε επί μακρόν. Επισκέψεις σε ιπποφορβεία και ομίλους ιππασίας τον είχαν βοηθήσει να σχεδιάσει εκ του φυσικού, ενώ φωτογραφίζοντας και φτιάχνοντας προπλάσματα εξοικειώθηκε με τη μορφολογία του αλόγου, έτσι ώστε να πετύχει τη σχέση των όγκων και την αναλογία αλόγου- ιππέα. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μεγάλων και γνωστών έργων, όπως του Γεωργίου Καραϊσκάκη , του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και φυσικά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ποιος ήταν ο καλλιτέχνης
Ο Γιάννης Παππάς γεννήθηκε το 1913 στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Εcole Superieure des Βeaux-Αrts των Παρισίων ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή της ίδιας πόλης και στο εργαστήριο του καθηγητή Ζαν Μπουσέρ . Το 1944 υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια, όπου έμεινε ως το 1951 δουλεύοντας και μελετώντας τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης. Το 1953 εξελέγη καθηγητής των Εργαστηρίων Γλυπτικής της ΑΣΚΤ στην Αθήνα και το 1980 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εχει φιλοτεχνήσει πολυάριθμα αγάλματα, μνημεία και ανδριάντες. Κυριότερα έργα του ο μαρμάρινος ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου στον χώρο της Βουλής των Ελλήνων, ανδριάντες του Μακρυγιάννη και του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα . Πέθανε τον Ιανουάριο του 2005 σε ηλικία 92 ετών.
Riding with Alexander
An eminent scholar takes to horseback in the new film
At the University of Oxford's New College, Robin Lane Fox teaches Greek and Latin literature, Greek and Roman history, and early Islamic history. He is perhaps best known for his books The Search for Alexander and Alexander the Great: A Biography. ARCHAEOLOGY's Executive Editor Mark Rose asked him about his most recent project: advisor to the Oliver Stone production Alexander.
How did you become involved in this film?
I first became involved with the film back in March 2002 when co-producer Thomas Schühly rang me during one of my tutorials in my rooms in Oxford University and insisted I should go up to London and meet Oliver Stone. Oliver, in filming mode, does not observe public holidays and so we met in Covent Garden, London, on Good Friday. Seven hours later, we parted, Oliver having put no end of questions about the outlines of the script, then forming in his mind, and me having specified my non-negotiable reward for this advice: a place on horseback in the front ten of every major cavalry charge by Alexander's cavalrymen to be filmed by Oliver on location. I have ridden for years, including in horse-races, but even Oliver was surprised. To his credit, he agreed, and we lived up to the deal, as filmgoers can now see.
We know a lot about Alexander--thanks to Plutarch, Arrian, Curtius, Diodorus Siculus, and other ancient sources--but there are enduring mysteries about him. Why did he set out to conquer Persia, but then just keep going?
Alexander inherited the idea of an invasion of the Persian Empire from his father Philip whose advance-force was already out in Asia in 336 B.C. Philip's campaign had the slogan of "freeing the Greeks" in Asia and "punishing the Persians" for their past sacrileges during their own invasion (a century and a half earlier) of Greece. No doubt, Philip wanted glory and plunder. Alexander took over the ambition, but for him, "Asia" meant even more than the existing Persian Empire as far as north-west India. He himself meant to conquer all of it, out to the Outer Ocean, the eastern edge of the world. He had no idea of Burma or China or the "Far East." Perhaps his tutor Aristotle's ignorant lessons in geography had made the world seem mistakenly small to him. But Alexander also wished to excel as the supreme hero, probably in rivalry with his great father's glory: I doubt if Philip's aims ever went so far in Asia as his ambitious son's. To outshine Philip and all previous conquerors, Alexander wanted so much more. And he was supremely good at it: did the taste for victory in battle become self-feeding?
What did he die of? Poison, cirrhosis, typhoid, and, most recently, West Nile have been suggested. Do you have a favorite among these?
Alexander fell ill after a drinking party in late May 323. He did not die till June 10. "Poison" was not the cause of death: "slow acting poisons" were probably unknown, and anyone who wished to kill him would have made sure of the job within hours. He certainly drank heavily, but always in company, not as a compulsive lone "alcoholic." I rather doubt it killed him, as he had not lost his energy and physical drive. "West Nile" disease is irrelevant, and supposed evidence for it [crows supposedly observed flying erratically near Babylon] has been misunderstood out of context. There was no epidemic among other troops or officers, but I incline to malaria, caught (admittedly, only by him) in recent trips down the rivers beyond Babylon. Perhaps his seven wounds (the last, nearly three years before) compounded the problem. The truth is that we do not know, though we do know about the slander and accusations which his successors then circulated.
Dozens of attempts have been made, by scholars and quacks, to find Alexander's tomb. Andrew Chugg has recently claimed that a bit of massive Ptolemaic-era wall near medieval Alexandria's Rosetta Gate was a fragment of it. Do you concur?
Andrew Chugg has contributed yet more detail to the studies of the possible whereabouts of Alexander's corpse. I am one of many scholars who certainly do not believe his, naturally tentative, suggestions--least of all that Alexander's bones were possibly transferred from Alexandria in Egypt and placed, centuries later, in St. Mark's in Venice. I think his tomb and body were lost forever in city-riots in the later Roman Empire. But the studies of Chugg and others do encourage us all to look again at this old orthodoxy, and already we have newly recovered textual evidence that Alexander's tomb could be said, by some, to be still "on show" in the A.D. 360s, a century or so later than most of us believed. But I certainly do not think we will find it--although in the last 30 years, we have found what is surely the tomb of his father Philip. We have also found clues to deciphering the Bactrian language spoken by his bride Roxane and her father, a sculpture vowed by a worshiper to the dead Hephaestion as a semi-divine hero, a fragmentary Greek inscription mentioning Alexander, new silver coin-types showing war-elephants in his reign, underwater evidence of the lost monuments and palaces of Alexandria-in-Egypt, and even a hint of how to find the missing burial of the great king Cyrus, founding-father of the Persian Empire. All we need now is to relocate the city which Alexander founded in India in honor of his horse, Bucephalas.
How can what we do know of Alexander's extraordinary career be distilled into a screenplay that runs perhaps two hours without reducing events and characters to mere sketches, assuming that they aren't "cut" entirely?
In only two-and-a-half hours, Oliver knew he had to leave out many major events in Alexander's restless career. But cleverly, he used Ptolemy, reminiscing and as "voice-over," who could hint at things the film could not show. And he designed the script as a drama, hung round Alexander's turbulent youth and his present actions, with Ptolemy speaking for the future. These "parallel stories" are not flashbacks: they are a dramatic, closely woven web, of Oliver's design, whose aim is a powerful drama. Of course, some events had to be brought forward in time or place and merged with similar ones, so as to be all shown on one (expansive!) location. Oliver knew all these changes, and why the film had made them. He was not making a documentary. He was making an epic drama, but the drama is unusually rooted in history. It has scope, though not the total story. And the major characters have a real dramatic power. These characters are all historical people and broadly they play in their main historical roles--as father, mother, tutor, wife, eunuch, general, and so forth. But they are actors in a drama, not a history book, and I accept that a drama must be all to re-combine events which, correctly, occurred at separated intervals, too far apart to be shown in each correct context.
What would be your concerns in approaching this?
My worry would be either that the film would be undramatic and boring, just one more thing after another, or ignorantly claiming to be "nothing but the history," or totally detached from known history altogether. In fact, I find it tremendously exciting, a real epic drama--Oliver's deliberate, respectful aim.
Beyond reviewing the screenplay, how big a role did you have in the details--authenticity of costumes and sets, selecting appropriate locations, getting the right elephants, having the Macedonians marching correctly, and so forth?
As design and production began, all the heads of department--sets, clothes, weaponry, décor--came to Oxford University to meet with myself and archaeological experts in their individual areas. Questions then flew to and fro to us all, myself included: our "clothing expert" visited Pinewood [studio] more than 30 times. For months, we answered queries on anything from animal sacrifices to beds or helmets--and advised the team on finding other experts and their books for consultation. We all understood that the separate "parts" of Oliver's drama must be "color-coded" and decorated to give a distinct feel--and so must the set-buildings, which could not totally depart from audiences' expectations of Greek or Babylonian imagery. The locations were chosen already by Oliver and Jan Roelfs and their scouts. My book, and advice, encouraged the search for elephants, and their use in war--but their décor was very much a job for the designers. We do not even know whether Indian elephants were decorated or carried "howdahs" [seats with railings] in Alexander's time. The army-drill was the field of Captain Dale Dye who read my book carefully and consulted many others. I talked often, on and off the set, with Dale who was always well-informed but wary of theories which were still only scholars' favorite guesses. He had thousands of real troops to train, not to confuse.
Throughout, all our concerns were that the team should know the facts (if known at all) and the prevailing scholarly arguments--so that where they departed from them, they did so for good dramatic and "visual" reasons, not through ignorance. Obviously we could not clothe every soldier in real metal--or make statues out of real bronze and marble. But there are dozens of deliberate historical references, which experts and non-experts, I hope, will really be stretched by. They enhance the separate parts of the dramatic web and distinguish them.
Were you on locale for any of the filming?
I was not only "on set." In Morocco's desert, for the Gaugamela battle, and in Thailand's jungle, for the elephant battle, I was charging on camera on horseback with Colin and the stars in the front line--galloping for my king, with a long lance and no stirrups. As well as those weeks in the field, I was at Shepperton and at Pinewood [studios]. Oliver always had questions or new ideas, running them at me too all the while. I do not believe any other historical adviser has ever had such a role in a film.
Did you coach any of the actors about their characters?
Many of the actors read my Alexander history book, even on set Oliver directed every inch of their acting, but I discussed on set (or horseback!) the characters of many of them, including Cleitus, Ptolemy, and Hephaestion, and Craterus and Antigonus on foot. The women were so brilliant that sadly, they did not need coaching from me! But Roxane shared her secrets, and at night Colin would talk for hours about his ideas of Alexander, what the histories say and what we did or did not think.
For people in antiquity and today the life of Alexander has a legendary, heroic quality to it. But Alexander was autocratic and at times cruel, and his armies killed thousands upon thousands. When does glorification of Alexander, without reference to the less admirable aspects of his career (like the death of his cousin, and potential rival, Amyntas), become mythmaking? Does the movie avoid that?
Military conquest of thousands of "barbarian" peoples and lands was widely considered glorious--nobody at the time is known to have attacked Alexander for killing "enemy" Indians whom he invaded! "Imperial conquest" of the barbarian world was certainly incorporated in Aristotle's political and ethical theories. And by Romans later, Pompey or Caesar, hundreds of tribes and cities, if captured, were proudly recorded and paraded. If people surrendered to Alexander, they were spared and their leaders were often reinstated. Often, he himself was received as a "liberator," replacing a Persian Empire which was not exactly loved by one and all.
When he sacked whole cities who opposed him--Thebes or Tyre--his ferocity shocks us, but it was not outside the conduct of war by other contemporaries: his father Philip did the same, and Greek cities in the past had urged the total destruction, even, of Athens. In India, it was he who invaded an "innocent" land, and then killed women, children, and fugitives of peoples who refused to surrender. But here, too, he was being guided, or used, by other Indian leaders who wanted to do down their enemies--and in his vast army, no more than a fifth would have been Macedonians, while more than half were Orientals, including many Indian recruits, fighting with him. When he arrived, Indian chiefs were fighting one another, or were bitter enemies. When he left, these internal wars were ended--at least until his unforeseen early death.
Historians with our distaste for unprovoked war and killing now cast Alexander as increasingly murderous and exceptionally savage. Their older contemporaries remember Hitler or Stalin. My generation, and later, have also grown up in a post-colonial world: explicitly, at least, Americans never had an empire, anyway. In antiquity, Alexander came to be credited with taming or civilizing barbarian peoples, not least by his many Alexandrias. He was believed to have had plans for an inclusive, "harmonious" kingdom where Macedonians and Iranians would share as a ruling class. He even made the two nobilities [Macedonian and Persian] inter-marry.
There are modern historians, deploring "imperialism," who try to brush these moves away as "pragmatic" or very limited. I think their modern prejudices mislead them, as do many others. Alexander was born a king--he did not overthrow a constitution, like a Hitler. He had no idea of ethnic or racial cleansing. He wanted to include conquered peoples in his new kingdom, Alexander's own, while their fellows, of course, paid tribute and could not rebel. Oliver's film credits Alexander himself with these aims, in my view rightly. But through his friends, fellow-officers, and Ptolemy himself, it also gives us the viewpoints of those who disbelieved him. In real life, Alexander drank long and hard: he killed without much scruple; he must have had a taste for war. Oliver's film shows all these sides, including aspects which even historians in antiquity tried to omit or explain away. Alexander made, and cultivated, his own myth in his lifetime. Oliver shows it, but he himself sees the doom which it brought.
One tricky area in a film adaptation of Alexander's life is his relationship with Hephaestion. How does the film deal with this? There would be the danger of downplaying it, but wouldn't there also be a danger of making a Macedonian male-male relationship into a modern one?
Alexander did not have a one-way homosexual orientation, in the prevailing modern use of the term. He had sexual relations with males (including a eunuch) but also with a Persian mistress, his first wife Roxane (mother of his child) and two more Persian wives, too. In youth, his great friend was Hephaestion, and surely the sexual element (frequent between young males, or and older and younger male, in Greek city-states) developed already then. Oliver, Colin, and Jared Leto [who portrays Hephaestion] rightly concluded that sex was not the main element in this love, Alexander's greatest friendship in his lifetime. But it happened, as authors in antiquity assumed: "Patroclus" to Alexander's role as a new Achilles. Alexander was not behaving in this way in a "gay," one-way relationship or counter-culture, nor was he exceptional. The film aims to show a wider love, from boyhood, between the two, and I find it very touching. Correctly, it also shows a sexual element, this time of pure physical desire, between Alexander and the eunuch Bagoas--again, as direct and indirect evidence supports. But no viewer could also miss the sexual charge of Roxane, the woman whom Alexander marries. By avoiding a one-way male-male love-life, the film captures both the "homoerotic" flashes and a boyhood relationship--but also makes it an element, not the element, in Alexander's nature and his personal appeal.
Women played important roles in Alexander's life. He formed relationships with older women whom he treated as surrogate mothers--the Carian noblewoman Ada, Darius' mother--and his bond with his own mother Olympias was very strong. How does the film handle these relationships? Beyond those specific relationships, how are women portrayed in the film in general?
"Surrogate mother" is the wrong term for the older queens whom Alexander met and respected in Asia. Ada, of Caria, "adopted" him, but as a political move, in the local tradition of rulership. Darius' mother was respected, and respected her captor in turn, but never "adopted" him. Alexander could certainly be chivalrous. His own mother Olympias was certainly ruthless, impassioned and a force to be considered. We know she was a keen worshiper of the gods, including Dionysus. We do not know that she dominated her son's deeper psychology, as the woman he really feared. To my mind, it is likely, though, that she encouraged the murder of Philip, her husband. Oliver plays up the drama that Roxane resembled aspects of Olympias, that Alexander was therefore drawn to her--and found her just as hard. In his memories, he was unable, even at the end, to cut free of his mother's hold over him. Who knows? Historians cannot, but the two actresses are, for me, the brilliant supporting performers in the film. Oscars for both of them, please!
Obviously there will be critics out there who will pick out every miscue in the history and archaeology that may creep into the film. How will you respond to them?
The film is not a documentary. It uses historical references and detail as its springboards. These references are frequent, and clever. Obviously, the props, costumes, and décor were designed, from scratch, in an amazing four months. Materials forced compromises--and nothing but known, absolutely certain "authenticity" would have left huge gaps anyway (so we often have to guess) or required impossible materials (bronze, marble, etc.). Critics hunting for "historical errors" are hunting for the wrong category. Total "historicity" was impossible, and would leave big gaps besides. The right approach is to look for the density of historical allusion, and reference--and ask whether if gives a powerful "feel" to the drama. I think it does. I remain amazed by the quick researches and commitment to the known details by every department under Oliver's direction.
As a historian, what do you hope the audience will take away after seeing Alexander?
I hope audiences go away enthralled by the scope of Alexander's aims and drawn into it all by the drama Oliver has imposed. Film, with today's special effects, can show vast crowds, armies and cities, giving a stunning sense of scale which archaeology cannot. That scale comes out brilliantly, especially at Gaugamela--but so does the interrelation of great names--Ptolemy, Aristotle, Roxane, Philip--with Alexander, as in his history. I think anyone fascinated by the drama would love to know more about the historical record (and its limits) of the years and people on whom Oliver's "web" has been imposed. If only, too, they would also learn Greek--and share, like Alexander, in the Homeric epics, the world's greatest poems, which inspired Alexander too. But their governments will have to restore them to our school curricula, instead of subjects which have never drawn such world-wide audiences or caught such a director's fascination and taken his cast and team to such lengths, with such respect.
Originally Posted: http://www.archaeology.org/online/interviews/fox.html
At the University of Oxford's New College, Robin Lane Fox teaches Greek and Latin literature, Greek and Roman history, and early Islamic history. He is perhaps best known for his books The Search for Alexander and Alexander the Great: A Biography. ARCHAEOLOGY's Executive Editor Mark Rose asked him about his most recent project: advisor to the Oliver Stone production Alexander.
How did you become involved in this film?
I first became involved with the film back in March 2002 when co-producer Thomas Schühly rang me during one of my tutorials in my rooms in Oxford University and insisted I should go up to London and meet Oliver Stone. Oliver, in filming mode, does not observe public holidays and so we met in Covent Garden, London, on Good Friday. Seven hours later, we parted, Oliver having put no end of questions about the outlines of the script, then forming in his mind, and me having specified my non-negotiable reward for this advice: a place on horseback in the front ten of every major cavalry charge by Alexander's cavalrymen to be filmed by Oliver on location. I have ridden for years, including in horse-races, but even Oliver was surprised. To his credit, he agreed, and we lived up to the deal, as filmgoers can now see.
We know a lot about Alexander--thanks to Plutarch, Arrian, Curtius, Diodorus Siculus, and other ancient sources--but there are enduring mysteries about him. Why did he set out to conquer Persia, but then just keep going?
Alexander inherited the idea of an invasion of the Persian Empire from his father Philip whose advance-force was already out in Asia in 336 B.C. Philip's campaign had the slogan of "freeing the Greeks" in Asia and "punishing the Persians" for their past sacrileges during their own invasion (a century and a half earlier) of Greece. No doubt, Philip wanted glory and plunder. Alexander took over the ambition, but for him, "Asia" meant even more than the existing Persian Empire as far as north-west India. He himself meant to conquer all of it, out to the Outer Ocean, the eastern edge of the world. He had no idea of Burma or China or the "Far East." Perhaps his tutor Aristotle's ignorant lessons in geography had made the world seem mistakenly small to him. But Alexander also wished to excel as the supreme hero, probably in rivalry with his great father's glory: I doubt if Philip's aims ever went so far in Asia as his ambitious son's. To outshine Philip and all previous conquerors, Alexander wanted so much more. And he was supremely good at it: did the taste for victory in battle become self-feeding?
What did he die of? Poison, cirrhosis, typhoid, and, most recently, West Nile have been suggested. Do you have a favorite among these?
Alexander fell ill after a drinking party in late May 323. He did not die till June 10. "Poison" was not the cause of death: "slow acting poisons" were probably unknown, and anyone who wished to kill him would have made sure of the job within hours. He certainly drank heavily, but always in company, not as a compulsive lone "alcoholic." I rather doubt it killed him, as he had not lost his energy and physical drive. "West Nile" disease is irrelevant, and supposed evidence for it [crows supposedly observed flying erratically near Babylon] has been misunderstood out of context. There was no epidemic among other troops or officers, but I incline to malaria, caught (admittedly, only by him) in recent trips down the rivers beyond Babylon. Perhaps his seven wounds (the last, nearly three years before) compounded the problem. The truth is that we do not know, though we do know about the slander and accusations which his successors then circulated.
Dozens of attempts have been made, by scholars and quacks, to find Alexander's tomb. Andrew Chugg has recently claimed that a bit of massive Ptolemaic-era wall near medieval Alexandria's Rosetta Gate was a fragment of it. Do you concur?
Andrew Chugg has contributed yet more detail to the studies of the possible whereabouts of Alexander's corpse. I am one of many scholars who certainly do not believe his, naturally tentative, suggestions--least of all that Alexander's bones were possibly transferred from Alexandria in Egypt and placed, centuries later, in St. Mark's in Venice. I think his tomb and body were lost forever in city-riots in the later Roman Empire. But the studies of Chugg and others do encourage us all to look again at this old orthodoxy, and already we have newly recovered textual evidence that Alexander's tomb could be said, by some, to be still "on show" in the A.D. 360s, a century or so later than most of us believed. But I certainly do not think we will find it--although in the last 30 years, we have found what is surely the tomb of his father Philip. We have also found clues to deciphering the Bactrian language spoken by his bride Roxane and her father, a sculpture vowed by a worshiper to the dead Hephaestion as a semi-divine hero, a fragmentary Greek inscription mentioning Alexander, new silver coin-types showing war-elephants in his reign, underwater evidence of the lost monuments and palaces of Alexandria-in-Egypt, and even a hint of how to find the missing burial of the great king Cyrus, founding-father of the Persian Empire. All we need now is to relocate the city which Alexander founded in India in honor of his horse, Bucephalas.
How can what we do know of Alexander's extraordinary career be distilled into a screenplay that runs perhaps two hours without reducing events and characters to mere sketches, assuming that they aren't "cut" entirely?
In only two-and-a-half hours, Oliver knew he had to leave out many major events in Alexander's restless career. But cleverly, he used Ptolemy, reminiscing and as "voice-over," who could hint at things the film could not show. And he designed the script as a drama, hung round Alexander's turbulent youth and his present actions, with Ptolemy speaking for the future. These "parallel stories" are not flashbacks: they are a dramatic, closely woven web, of Oliver's design, whose aim is a powerful drama. Of course, some events had to be brought forward in time or place and merged with similar ones, so as to be all shown on one (expansive!) location. Oliver knew all these changes, and why the film had made them. He was not making a documentary. He was making an epic drama, but the drama is unusually rooted in history. It has scope, though not the total story. And the major characters have a real dramatic power. These characters are all historical people and broadly they play in their main historical roles--as father, mother, tutor, wife, eunuch, general, and so forth. But they are actors in a drama, not a history book, and I accept that a drama must be all to re-combine events which, correctly, occurred at separated intervals, too far apart to be shown in each correct context.
What would be your concerns in approaching this?
My worry would be either that the film would be undramatic and boring, just one more thing after another, or ignorantly claiming to be "nothing but the history," or totally detached from known history altogether. In fact, I find it tremendously exciting, a real epic drama--Oliver's deliberate, respectful aim.
Beyond reviewing the screenplay, how big a role did you have in the details--authenticity of costumes and sets, selecting appropriate locations, getting the right elephants, having the Macedonians marching correctly, and so forth?
As design and production began, all the heads of department--sets, clothes, weaponry, décor--came to Oxford University to meet with myself and archaeological experts in their individual areas. Questions then flew to and fro to us all, myself included: our "clothing expert" visited Pinewood [studio] more than 30 times. For months, we answered queries on anything from animal sacrifices to beds or helmets--and advised the team on finding other experts and their books for consultation. We all understood that the separate "parts" of Oliver's drama must be "color-coded" and decorated to give a distinct feel--and so must the set-buildings, which could not totally depart from audiences' expectations of Greek or Babylonian imagery. The locations were chosen already by Oliver and Jan Roelfs and their scouts. My book, and advice, encouraged the search for elephants, and their use in war--but their décor was very much a job for the designers. We do not even know whether Indian elephants were decorated or carried "howdahs" [seats with railings] in Alexander's time. The army-drill was the field of Captain Dale Dye who read my book carefully and consulted many others. I talked often, on and off the set, with Dale who was always well-informed but wary of theories which were still only scholars' favorite guesses. He had thousands of real troops to train, not to confuse.
Throughout, all our concerns were that the team should know the facts (if known at all) and the prevailing scholarly arguments--so that where they departed from them, they did so for good dramatic and "visual" reasons, not through ignorance. Obviously we could not clothe every soldier in real metal--or make statues out of real bronze and marble. But there are dozens of deliberate historical references, which experts and non-experts, I hope, will really be stretched by. They enhance the separate parts of the dramatic web and distinguish them.
Were you on locale for any of the filming?
I was not only "on set." In Morocco's desert, for the Gaugamela battle, and in Thailand's jungle, for the elephant battle, I was charging on camera on horseback with Colin and the stars in the front line--galloping for my king, with a long lance and no stirrups. As well as those weeks in the field, I was at Shepperton and at Pinewood [studios]. Oliver always had questions or new ideas, running them at me too all the while. I do not believe any other historical adviser has ever had such a role in a film.
Did you coach any of the actors about their characters?
Many of the actors read my Alexander history book, even on set Oliver directed every inch of their acting, but I discussed on set (or horseback!) the characters of many of them, including Cleitus, Ptolemy, and Hephaestion, and Craterus and Antigonus on foot. The women were so brilliant that sadly, they did not need coaching from me! But Roxane shared her secrets, and at night Colin would talk for hours about his ideas of Alexander, what the histories say and what we did or did not think.
For people in antiquity and today the life of Alexander has a legendary, heroic quality to it. But Alexander was autocratic and at times cruel, and his armies killed thousands upon thousands. When does glorification of Alexander, without reference to the less admirable aspects of his career (like the death of his cousin, and potential rival, Amyntas), become mythmaking? Does the movie avoid that?
Military conquest of thousands of "barbarian" peoples and lands was widely considered glorious--nobody at the time is known to have attacked Alexander for killing "enemy" Indians whom he invaded! "Imperial conquest" of the barbarian world was certainly incorporated in Aristotle's political and ethical theories. And by Romans later, Pompey or Caesar, hundreds of tribes and cities, if captured, were proudly recorded and paraded. If people surrendered to Alexander, they were spared and their leaders were often reinstated. Often, he himself was received as a "liberator," replacing a Persian Empire which was not exactly loved by one and all.
When he sacked whole cities who opposed him--Thebes or Tyre--his ferocity shocks us, but it was not outside the conduct of war by other contemporaries: his father Philip did the same, and Greek cities in the past had urged the total destruction, even, of Athens. In India, it was he who invaded an "innocent" land, and then killed women, children, and fugitives of peoples who refused to surrender. But here, too, he was being guided, or used, by other Indian leaders who wanted to do down their enemies--and in his vast army, no more than a fifth would have been Macedonians, while more than half were Orientals, including many Indian recruits, fighting with him. When he arrived, Indian chiefs were fighting one another, or were bitter enemies. When he left, these internal wars were ended--at least until his unforeseen early death.
Historians with our distaste for unprovoked war and killing now cast Alexander as increasingly murderous and exceptionally savage. Their older contemporaries remember Hitler or Stalin. My generation, and later, have also grown up in a post-colonial world: explicitly, at least, Americans never had an empire, anyway. In antiquity, Alexander came to be credited with taming or civilizing barbarian peoples, not least by his many Alexandrias. He was believed to have had plans for an inclusive, "harmonious" kingdom where Macedonians and Iranians would share as a ruling class. He even made the two nobilities [Macedonian and Persian] inter-marry.
There are modern historians, deploring "imperialism," who try to brush these moves away as "pragmatic" or very limited. I think their modern prejudices mislead them, as do many others. Alexander was born a king--he did not overthrow a constitution, like a Hitler. He had no idea of ethnic or racial cleansing. He wanted to include conquered peoples in his new kingdom, Alexander's own, while their fellows, of course, paid tribute and could not rebel. Oliver's film credits Alexander himself with these aims, in my view rightly. But through his friends, fellow-officers, and Ptolemy himself, it also gives us the viewpoints of those who disbelieved him. In real life, Alexander drank long and hard: he killed without much scruple; he must have had a taste for war. Oliver's film shows all these sides, including aspects which even historians in antiquity tried to omit or explain away. Alexander made, and cultivated, his own myth in his lifetime. Oliver shows it, but he himself sees the doom which it brought.
One tricky area in a film adaptation of Alexander's life is his relationship with Hephaestion. How does the film deal with this? There would be the danger of downplaying it, but wouldn't there also be a danger of making a Macedonian male-male relationship into a modern one?
Alexander did not have a one-way homosexual orientation, in the prevailing modern use of the term. He had sexual relations with males (including a eunuch) but also with a Persian mistress, his first wife Roxane (mother of his child) and two more Persian wives, too. In youth, his great friend was Hephaestion, and surely the sexual element (frequent between young males, or and older and younger male, in Greek city-states) developed already then. Oliver, Colin, and Jared Leto [who portrays Hephaestion] rightly concluded that sex was not the main element in this love, Alexander's greatest friendship in his lifetime. But it happened, as authors in antiquity assumed: "Patroclus" to Alexander's role as a new Achilles. Alexander was not behaving in this way in a "gay," one-way relationship or counter-culture, nor was he exceptional. The film aims to show a wider love, from boyhood, between the two, and I find it very touching. Correctly, it also shows a sexual element, this time of pure physical desire, between Alexander and the eunuch Bagoas--again, as direct and indirect evidence supports. But no viewer could also miss the sexual charge of Roxane, the woman whom Alexander marries. By avoiding a one-way male-male love-life, the film captures both the "homoerotic" flashes and a boyhood relationship--but also makes it an element, not the element, in Alexander's nature and his personal appeal.
Women played important roles in Alexander's life. He formed relationships with older women whom he treated as surrogate mothers--the Carian noblewoman Ada, Darius' mother--and his bond with his own mother Olympias was very strong. How does the film handle these relationships? Beyond those specific relationships, how are women portrayed in the film in general?
"Surrogate mother" is the wrong term for the older queens whom Alexander met and respected in Asia. Ada, of Caria, "adopted" him, but as a political move, in the local tradition of rulership. Darius' mother was respected, and respected her captor in turn, but never "adopted" him. Alexander could certainly be chivalrous. His own mother Olympias was certainly ruthless, impassioned and a force to be considered. We know she was a keen worshiper of the gods, including Dionysus. We do not know that she dominated her son's deeper psychology, as the woman he really feared. To my mind, it is likely, though, that she encouraged the murder of Philip, her husband. Oliver plays up the drama that Roxane resembled aspects of Olympias, that Alexander was therefore drawn to her--and found her just as hard. In his memories, he was unable, even at the end, to cut free of his mother's hold over him. Who knows? Historians cannot, but the two actresses are, for me, the brilliant supporting performers in the film. Oscars for both of them, please!
Obviously there will be critics out there who will pick out every miscue in the history and archaeology that may creep into the film. How will you respond to them?
The film is not a documentary. It uses historical references and detail as its springboards. These references are frequent, and clever. Obviously, the props, costumes, and décor were designed, from scratch, in an amazing four months. Materials forced compromises--and nothing but known, absolutely certain "authenticity" would have left huge gaps anyway (so we often have to guess) or required impossible materials (bronze, marble, etc.). Critics hunting for "historical errors" are hunting for the wrong category. Total "historicity" was impossible, and would leave big gaps besides. The right approach is to look for the density of historical allusion, and reference--and ask whether if gives a powerful "feel" to the drama. I think it does. I remain amazed by the quick researches and commitment to the known details by every department under Oliver's direction.
As a historian, what do you hope the audience will take away after seeing Alexander?
I hope audiences go away enthralled by the scope of Alexander's aims and drawn into it all by the drama Oliver has imposed. Film, with today's special effects, can show vast crowds, armies and cities, giving a stunning sense of scale which archaeology cannot. That scale comes out brilliantly, especially at Gaugamela--but so does the interrelation of great names--Ptolemy, Aristotle, Roxane, Philip--with Alexander, as in his history. I think anyone fascinated by the drama would love to know more about the historical record (and its limits) of the years and people on whom Oliver's "web" has been imposed. If only, too, they would also learn Greek--and share, like Alexander, in the Homeric epics, the world's greatest poems, which inspired Alexander too. But their governments will have to restore them to our school curricula, instead of subjects which have never drawn such world-wide audiences or caught such a director's fascination and taken his cast and team to such lengths, with such respect.
Originally Posted: http://www.archaeology.org/online/interviews/fox.html
Αλήθειες και ψέματα για το Ακρωτήρι
«Oλοι γνωρίζουν σήμερα ότι αυτό που οδήγησε τα βήματα του Μαρινάτου στο Ακρωτήρι ήταν η προσπάθεια να επαληθεύσει τη θεωρία τουότι το τέλος τoυ μιvωικoύ πoλιτισμoύ στην Κρήτη προκλήθηκε από την έκρηξη τoυ ηφαιστείoυ της Θήρας» είπε χθες το βράδυ στην ομιλία του με θέμα «Ακρωτήρι Θήρας: Οραμα και πραγματικότητα» στην Αρχαιολογική Εταιρεία ο καθηγητής κ. Χρίστος Ντούμας, συνεχιστής επί δεκαετίες- και ως σήμεραεκείνου του έργου, το οποίο είχε ξεκινήσει το 1967.
Ερευνες και μελέτες έγιναν, βιβλία γράφτηκαν, ντοκυμαντέρ γυρίστηκαν- άλλωστε το θέμα διαθέτει όλα τα στοιχεία μιας χολιγουντιανής περιπέτειας: ηφαίστεια, εκρήξεις, καταποντισμούς -, ωστόσο σαφείς αποδείξεις ότι πράγματι έτσι συνέβη δεν υπάρχουν. Γεωλόγοι και ηφαιστειολόγοι που ερευνούν την υπόθεση του Σπυρίδωνα Μαρινάτου αναζητούν αλλά δεν βρίσκουν τις ενδείξεις ότι ο πολιτισμός των Μινωιτών καταστράφηκε εξαιτίας της έκρηξης του θηραϊκού ηφαιστείου. Πρόκειται δηλαδή για έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που συνδέονται με το προϊστορικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να είναι ο μόνος, όπως ανέλυσε ο κ. Ντούμας.
Παρ΄ ότι η δύναμη της έκρηξης ήταν πολλαπλάσια εκείνης που εκτίμησε ο Μαρινάτος, οι καταστροφές στην Κρήτη δεν ήταν αντίστοιχες. Αντίθετα « οι τεράστιες ποσότητες τέφρας που εκτινάχτηκαν από το ηφαίστειοκινήθηκαν προς τα ανατολικά, αφήνοντας την Κρήτη σχεδόν έξω από την ακτίνα διασποράς τους» είπε ο κ. Ντούμας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικές μαρτυρίες στη Ρόδο, στην Κω, στη Μικρά Ασία. Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι καταστροφές στην Κρήτη χρονολογούνται με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, σε περίοδο πολύ μεταγενέστερη της ηφαιστειακής έκρηξης.
Πλάνη δεύτερη: Ενα ανάκτορο ανάλογο με αυτά της Κρήτης πίστευε ότι θα ανακάλυπτε ο Μαρινάτος στο Ακρωτήρι, γαλουχημένος με τις ιδέες της αρχαιολογίας του 19ου αιώνα και επιθυμώντας διακαώς να συνδέσει το όνομά του με ένα εντυπωσιακό εύρημα, όπως ο Εβανς και ο Σλήμαν. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη. «Τα λεγόμενα ανάκτορα στην Κρήτη λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και διαχείρισης του αγροτικού πλεονάσματος. Αλλά τα μικρά νησιά, μη έχοντας τέτοιες δυνατότητες πλούτου, δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να αναπτύξουν τέτοιους μηχανισμούς και να δημιουργήσουν ανάκτορα» είπε ο κ. Ντούμας.
Πλάνη τρίτη: Οχι, δεν ήταν μινωικές αποικίες υπό την ηγεμονία της Κρήτης τα νησιά των Κυκλάδων, όπως θεωρούσαν ως πρόσφατα φιλόλογοι και ιστορικοί. Κατά τον ομιλητή, «αυτός ο μύθος ανατράπηκε στο Ακρωτήρι!». «Οι Κυκλάδες διατήρησαν την πολιτισμική αυτονομία τους, γιατί ο πλούτος τους ήταν προϊόν ναυτικών δραστηριοτήτων, τις οποίες είχαν ανάγκη ακόμη και οι αυτάρκεις στεριανοί» προσθέτει.
Πλάνη τέταρτη: «Αλλος μύθος της νεότερης έρευνας, που καταρρίφθηκε εντελώς στο Ακρωτήρι, είναι ότι οι Κυκλάδες κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού είχαν περιπέσει σε παρακμή. Το αντίθετο συνέβη» είπε ο κ. Ντούμας. Οι πόλεις αυτής της εποχής διέθεταν διώροφα κτίρια με επιμελημένη κατασκευή, ενώ οι θηραίοι αγγειογράφοι εισάγοντας την πολυχρωμία στην τέχνη τους έγιναν οι πρωτοπόροι της εικονιστικής ζωγραφικής σε ολόκληρο το Αιγαίο- περιλαμβανομένης και της Κρήτης- προετοιμάζοντας το έδαφος για μεγάλη τέχνη της τοιχογραφίας.
Οταν ολοκληρωθεί το στέγαστρο...
«Η ανάγκη της αντικατάστασης του παλιού στεγάστρου που βρισκόταν σε πλήρη δυσαρμονία με το περιβάλλον και με το απαλό τοπίο της περιοχής, μας οδήγησε σε αναζήτηση λύσεων που θα αναδεικνύουν τα αρχαία χωρίς να υποβαθμίζουν επιστημονικά τον χώρο» είπε ο κ. Ντούμας. Μια μικρή αναφορά στις διαδρομές των επισκεπτών μέσα στην προϊστορική πόλη - την Πομπηία του Αιγαίου, αν και κατά πολλούς αιώνες παλαιότερη-, τα μικρά αμφιθέατρα, τις εκθέσεις, την πληροφόρηση του κοινού, ακόμη και τις ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας, έδωσε την εικόνα του χώρου, όταν ολοκληρωθεί επιτέλους το στέγαστρο. Ηδη, όμως, το αρχαιολογικό έργο σημειώνει καθυστέρηση πέντε χρόνων.
Ερευνες και μελέτες έγιναν, βιβλία γράφτηκαν, ντοκυμαντέρ γυρίστηκαν- άλλωστε το θέμα διαθέτει όλα τα στοιχεία μιας χολιγουντιανής περιπέτειας: ηφαίστεια, εκρήξεις, καταποντισμούς -, ωστόσο σαφείς αποδείξεις ότι πράγματι έτσι συνέβη δεν υπάρχουν. Γεωλόγοι και ηφαιστειολόγοι που ερευνούν την υπόθεση του Σπυρίδωνα Μαρινάτου αναζητούν αλλά δεν βρίσκουν τις ενδείξεις ότι ο πολιτισμός των Μινωιτών καταστράφηκε εξαιτίας της έκρηξης του θηραϊκού ηφαιστείου. Πρόκειται δηλαδή για έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που συνδέονται με το προϊστορικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να είναι ο μόνος, όπως ανέλυσε ο κ. Ντούμας.
Παρ΄ ότι η δύναμη της έκρηξης ήταν πολλαπλάσια εκείνης που εκτίμησε ο Μαρινάτος, οι καταστροφές στην Κρήτη δεν ήταν αντίστοιχες. Αντίθετα « οι τεράστιες ποσότητες τέφρας που εκτινάχτηκαν από το ηφαίστειοκινήθηκαν προς τα ανατολικά, αφήνοντας την Κρήτη σχεδόν έξω από την ακτίνα διασποράς τους» είπε ο κ. Ντούμας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικές μαρτυρίες στη Ρόδο, στην Κω, στη Μικρά Ασία. Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι καταστροφές στην Κρήτη χρονολογούνται με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, σε περίοδο πολύ μεταγενέστερη της ηφαιστειακής έκρηξης.
Πλάνη δεύτερη: Ενα ανάκτορο ανάλογο με αυτά της Κρήτης πίστευε ότι θα ανακάλυπτε ο Μαρινάτος στο Ακρωτήρι, γαλουχημένος με τις ιδέες της αρχαιολογίας του 19ου αιώνα και επιθυμώντας διακαώς να συνδέσει το όνομά του με ένα εντυπωσιακό εύρημα, όπως ο Εβανς και ο Σλήμαν. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη. «Τα λεγόμενα ανάκτορα στην Κρήτη λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και διαχείρισης του αγροτικού πλεονάσματος. Αλλά τα μικρά νησιά, μη έχοντας τέτοιες δυνατότητες πλούτου, δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να αναπτύξουν τέτοιους μηχανισμούς και να δημιουργήσουν ανάκτορα» είπε ο κ. Ντούμας.
Πλάνη τρίτη: Οχι, δεν ήταν μινωικές αποικίες υπό την ηγεμονία της Κρήτης τα νησιά των Κυκλάδων, όπως θεωρούσαν ως πρόσφατα φιλόλογοι και ιστορικοί. Κατά τον ομιλητή, «αυτός ο μύθος ανατράπηκε στο Ακρωτήρι!». «Οι Κυκλάδες διατήρησαν την πολιτισμική αυτονομία τους, γιατί ο πλούτος τους ήταν προϊόν ναυτικών δραστηριοτήτων, τις οποίες είχαν ανάγκη ακόμη και οι αυτάρκεις στεριανοί» προσθέτει.
Πλάνη τέταρτη: «Αλλος μύθος της νεότερης έρευνας, που καταρρίφθηκε εντελώς στο Ακρωτήρι, είναι ότι οι Κυκλάδες κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού είχαν περιπέσει σε παρακμή. Το αντίθετο συνέβη» είπε ο κ. Ντούμας. Οι πόλεις αυτής της εποχής διέθεταν διώροφα κτίρια με επιμελημένη κατασκευή, ενώ οι θηραίοι αγγειογράφοι εισάγοντας την πολυχρωμία στην τέχνη τους έγιναν οι πρωτοπόροι της εικονιστικής ζωγραφικής σε ολόκληρο το Αιγαίο- περιλαμβανομένης και της Κρήτης- προετοιμάζοντας το έδαφος για μεγάλη τέχνη της τοιχογραφίας.
Οταν ολοκληρωθεί το στέγαστρο...
«Η ανάγκη της αντικατάστασης του παλιού στεγάστρου που βρισκόταν σε πλήρη δυσαρμονία με το περιβάλλον και με το απαλό τοπίο της περιοχής, μας οδήγησε σε αναζήτηση λύσεων που θα αναδεικνύουν τα αρχαία χωρίς να υποβαθμίζουν επιστημονικά τον χώρο» είπε ο κ. Ντούμας. Μια μικρή αναφορά στις διαδρομές των επισκεπτών μέσα στην προϊστορική πόλη - την Πομπηία του Αιγαίου, αν και κατά πολλούς αιώνες παλαιότερη-, τα μικρά αμφιθέατρα, τις εκθέσεις, την πληροφόρηση του κοινού, ακόμη και τις ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας, έδωσε την εικόνα του χώρου, όταν ολοκληρωθεί επιτέλους το στέγαστρο. Ηδη, όμως, το αρχαιολογικό έργο σημειώνει καθυστέρηση πέντε χρόνων.
Κάτω από τις γραμμές του τρένου εντοπίσθηκαν τα Μακρά Τείχη
Κάτω από τις γραμμές του τρένου, σε βάθος το πολύ δύο μέτρων, ήρθαν στο φως τα Μακρά Τείχη του Πειραιά, δύο τμήματά τους μάλιστα, μήκους περίπου 40 μέτρων το καθένα. Εντυπωσιακής κατασκευής και εξαιρετικής διατήρησης (ιδίως το ένα τμήμα), αποκαλύφθηκαν πριν από 20 ημέρες κατά τις εργασίες του ΗΣΑΠ για αντικατάσταση των σιδηροτροχιών του και ήδη ανασκάπτονται από αρχαιολόγους της ΚΣτ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων. Τα αρχαία εντοπίστηκαν στο τμήμα των γραμμών μεταξύ των σταθμών Καλλιθέας και Νέου Φαλήρου, παράλληλα και σε μικρή απόσταση από την οδό Πειραιώς. Και στις δύο περιπτώσεις εξάλλου πρόκειται για το εσωτερικό τείχος.
Στο πρώτο και καλύτερα διατηρημένο τμήμα, μεταξύ Καλλιθέας - Μοσχάτου, το τείχος σώζεται σε ύψος 1,80 μέτρων (έχουν αποκαλυφθεί επίσης η υποθεμελίωση και θεμελίωση στον φυσικό βράχο, καθώς και η ευθυντηρία) και είναι κατασκευασμένο από άριστα πελεκημένους δόμους με πλάτος περί τα 0,80 του μέτρου ο καθένας. Ενδιαφέρον εύρημα είναι η κλίμακα με τρία σκαλοπάτια και το κεφαλόσκαλο.
Δίπλα της αποκαλύφθηκε ένα άνοιγμα στο τείχος, πιθανότατα πυλίδα για την είσοδο και την έξοδο των ανθρώπων. Τέτοιες μικρές πύλες εξάλλου υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα σε όλο το μήκος των τειχών.
Το πλάτος των Μακρών Τειχών σε αυτό το σημείο έχει αποκαλυφθεί σε πλάτος 3,5- 4 μέτρων, αλλά προφανώς η ανασκαφή θα σταματήσει εκεί, καθώς η συνέχεια της οχύρωσης «βγαίνει» εκτός των γραμμών του τρένου και βρίσκεται κάτω από το πεζοδρόμιο.
Σε απόσταση περίπου 500 μέτρων και στο ύψος της γέφυρας Θεσσαλονίκης έχει εντοπιστεί το δεύτερο τμήμα, το οποίο τέμνει ελαφρώς διαγώνια της γραμμές του τρένου. Το τείχος εδώ έχει διαφορετική κατασκευή, αφού ανάμεσα στους δόμους υπάρχει «γέμισμα» από μικρές πέτρες. Ενα μικρό κτίριο ήρθε εξάλλου στο φως δίπλα του, καθώς και ένας εγχυτρισμός (ταφή βρέφους σε πίθο). Τέλος, στο ίδιο σημείο αποκαλύφθηκε και ένας αρχαίος μεν, αλλά μεταγενέστερος του τείχους δρόμος, ενώ έχει εντοπιστεί και ένα στρώμα καταστροφής. Το πώς και το πότε θα απαντηθεί από τη μελέτη των ευρημάτων. Τα νερά του Κηφισού πάντως που αναβλύζουν στο σημείο αυτό καθιστούν την ανασκαφή δύσκολη.
Σοβαρότερο είναι το πρόβλημα των αδημονούντων συνεργείων του ΗΣΑΠ που περιμένουν την ολοκλήρωση της ανασκαφής προκειμένου να προχωρήσουν στην αποκατάσταση των γραμμών και στην εκ νέου λειτουργία τους, καθώς η συγκοινωνία έχει διακοπεί με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του κοινού.
Και το τείχος; Το ζήτημα θα εξεταστεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αλλά η μοίρα του φαίνεται να είναι προδιαγεγραμμένη: η κατάχωσή του κάτω από τις γραμμές, με συνέπεια ένα ακόμη σημαντικό αρχαίο έργο να είναι «εξαφανισμένο».
Τμήματα των Μακρών Τειχών έχουν εντοπιστεί εξάλλου και σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής, πάντοτε λόγω της κατασκευής σύγχρονων έργων, όπως της διευθέτησης της κοίτης του Κηφισού (εκεί ήρθε στο φως και τμήμα της αρχαίας γέφυρας του ποταμού), του ανισόπεδου κόμβου του Κηφισού στο Μοσχάτο, παλαιότερα κατά την κατασκευή της Πειραιώς, και αλλού. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι είτε καταχωσμένα είτε απολύτως απαξιωμένα.
Τα Μακρά Τείχη άρχισαν να χτίζονται, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το 457 π.Χ. με σκοπό να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη επικοινωνία της Αθήνας με το λιμάνι της, τον Πειραιά. Θεωρείται βέβαιο μάλιστα ότι την ανέγερσή τους είχε προτείνει ο Περικλής ακολουθώντας τα σχέδια του Θεμιστοκλή. Δύο παράλληλα σκέλη, το Βόρειο ή Εξωθεν και το Μέσον ή Φαληρικό, αποτελούσαν αυτό το αμυντικό έργο, το μήκος του οποίου ήταν 40 στάδια (7,3 χλμ.). Η απόσταση μεταξύ τους εξάλλου ήταν ένα στάδιο (184 μέτρα), δεδομένου ότι σε περιόδους εχθροπραξιών το εσωτερικό των τειχών χρησίμευε ως καταφύγιο των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι μπορούσαν να ζουν εκεί για μεγάλο διάστημα.
Κατασκευαστής των Μακρών Τειχών ήταν ο Καλλικράτης και το κόστος τους αναφέρεται ότι ανήλθε συνολικά σε 6.000 τάλαντα, δηλαδή περί τα 36 εκατ. αρχαίες δραχμές. Αυτό το έργο πάντως συνετέλεσε στην ανάδειξη του Πειραιά ως μεγαλύτερου και ασφαλέστερου εμπορικού και οικονομικού κέντρου.
Εκτός αυτών των δύο, υπήρχε και το Νότιο, με κατεύθυνση από την Αθήνα προς το σημερινό Παλαιό Φάληρο, το οποίο όμως μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εγκαταλείφθηκε και κατέρρευσε. Έτσι, για την πορεία προς τον Πειραιά υπήρχαν δύο δρόμοι: ένας που περνούσε μέσα από τα τείχη, από τη Διαμέσου Πύλη, και ένας άλλος που ήταν εξωτερικός και διερχόταν από τις Αστικές Πύλες του Πειραιά.
TO BHMA
Στο πρώτο και καλύτερα διατηρημένο τμήμα, μεταξύ Καλλιθέας - Μοσχάτου, το τείχος σώζεται σε ύψος 1,80 μέτρων (έχουν αποκαλυφθεί επίσης η υποθεμελίωση και θεμελίωση στον φυσικό βράχο, καθώς και η ευθυντηρία) και είναι κατασκευασμένο από άριστα πελεκημένους δόμους με πλάτος περί τα 0,80 του μέτρου ο καθένας. Ενδιαφέρον εύρημα είναι η κλίμακα με τρία σκαλοπάτια και το κεφαλόσκαλο.
Δίπλα της αποκαλύφθηκε ένα άνοιγμα στο τείχος, πιθανότατα πυλίδα για την είσοδο και την έξοδο των ανθρώπων. Τέτοιες μικρές πύλες εξάλλου υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα σε όλο το μήκος των τειχών.
Το πλάτος των Μακρών Τειχών σε αυτό το σημείο έχει αποκαλυφθεί σε πλάτος 3,5- 4 μέτρων, αλλά προφανώς η ανασκαφή θα σταματήσει εκεί, καθώς η συνέχεια της οχύρωσης «βγαίνει» εκτός των γραμμών του τρένου και βρίσκεται κάτω από το πεζοδρόμιο.
Σε απόσταση περίπου 500 μέτρων και στο ύψος της γέφυρας Θεσσαλονίκης έχει εντοπιστεί το δεύτερο τμήμα, το οποίο τέμνει ελαφρώς διαγώνια της γραμμές του τρένου. Το τείχος εδώ έχει διαφορετική κατασκευή, αφού ανάμεσα στους δόμους υπάρχει «γέμισμα» από μικρές πέτρες. Ενα μικρό κτίριο ήρθε εξάλλου στο φως δίπλα του, καθώς και ένας εγχυτρισμός (ταφή βρέφους σε πίθο). Τέλος, στο ίδιο σημείο αποκαλύφθηκε και ένας αρχαίος μεν, αλλά μεταγενέστερος του τείχους δρόμος, ενώ έχει εντοπιστεί και ένα στρώμα καταστροφής. Το πώς και το πότε θα απαντηθεί από τη μελέτη των ευρημάτων. Τα νερά του Κηφισού πάντως που αναβλύζουν στο σημείο αυτό καθιστούν την ανασκαφή δύσκολη.
Σοβαρότερο είναι το πρόβλημα των αδημονούντων συνεργείων του ΗΣΑΠ που περιμένουν την ολοκλήρωση της ανασκαφής προκειμένου να προχωρήσουν στην αποκατάσταση των γραμμών και στην εκ νέου λειτουργία τους, καθώς η συγκοινωνία έχει διακοπεί με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του κοινού.
Και το τείχος; Το ζήτημα θα εξεταστεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αλλά η μοίρα του φαίνεται να είναι προδιαγεγραμμένη: η κατάχωσή του κάτω από τις γραμμές, με συνέπεια ένα ακόμη σημαντικό αρχαίο έργο να είναι «εξαφανισμένο».
Τμήματα των Μακρών Τειχών έχουν εντοπιστεί εξάλλου και σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής, πάντοτε λόγω της κατασκευής σύγχρονων έργων, όπως της διευθέτησης της κοίτης του Κηφισού (εκεί ήρθε στο φως και τμήμα της αρχαίας γέφυρας του ποταμού), του ανισόπεδου κόμβου του Κηφισού στο Μοσχάτο, παλαιότερα κατά την κατασκευή της Πειραιώς, και αλλού. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι είτε καταχωσμένα είτε απολύτως απαξιωμένα.
Τα Μακρά Τείχη άρχισαν να χτίζονται, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το 457 π.Χ. με σκοπό να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη επικοινωνία της Αθήνας με το λιμάνι της, τον Πειραιά. Θεωρείται βέβαιο μάλιστα ότι την ανέγερσή τους είχε προτείνει ο Περικλής ακολουθώντας τα σχέδια του Θεμιστοκλή. Δύο παράλληλα σκέλη, το Βόρειο ή Εξωθεν και το Μέσον ή Φαληρικό, αποτελούσαν αυτό το αμυντικό έργο, το μήκος του οποίου ήταν 40 στάδια (7,3 χλμ.). Η απόσταση μεταξύ τους εξάλλου ήταν ένα στάδιο (184 μέτρα), δεδομένου ότι σε περιόδους εχθροπραξιών το εσωτερικό των τειχών χρησίμευε ως καταφύγιο των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι μπορούσαν να ζουν εκεί για μεγάλο διάστημα.
Κατασκευαστής των Μακρών Τειχών ήταν ο Καλλικράτης και το κόστος τους αναφέρεται ότι ανήλθε συνολικά σε 6.000 τάλαντα, δηλαδή περί τα 36 εκατ. αρχαίες δραχμές. Αυτό το έργο πάντως συνετέλεσε στην ανάδειξη του Πειραιά ως μεγαλύτερου και ασφαλέστερου εμπορικού και οικονομικού κέντρου.
Εκτός αυτών των δύο, υπήρχε και το Νότιο, με κατεύθυνση από την Αθήνα προς το σημερινό Παλαιό Φάληρο, το οποίο όμως μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εγκαταλείφθηκε και κατέρρευσε. Έτσι, για την πορεία προς τον Πειραιά υπήρχαν δύο δρόμοι: ένας που περνούσε μέσα από τα τείχη, από τη Διαμέσου Πύλη, και ένας άλλος που ήταν εξωτερικός και διερχόταν από τις Αστικές Πύλες του Πειραιά.
TO BHMA
Subscribe to:
Posts (Atom)