Η οικονομική δραστηριότητα στις ακροπόλεις. Τέσσερα ιδιαίτερα και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά, που μας περιγράφει ο Όμηρος, τα οποία δεν ξαναβρίσκουμε μαζί ούτε πριν, στη Μινωική Κρήτη, ούτε μετά, στον ελληνικό κόσμο εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα το μελετητή το μυκηναϊκού πολιτισμού κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του: οι πολλές ακροπόλεις, η δύναμη Των πολεμιστών, η εκμετάλλευση των ανθρώπων της γης, ο πλούτος των ναυτικών. Και αυτό άσχετα με το έθνος, τη δυναστεία που βασίλευε, τη γλώσσα, τη γεωγραφική θέση.
Έχουμε εδώ κάποιο
είδος ανθοδέσμης με τέσσερα, λίγο-πολύ, φαρμακερά λουλούδια δεμένα με τον
αρκετά χαλαρό δεσμό των οικονομικών αναγκών.
Πάνω από tις τρεις λειτουργικές και απόλυτα
θεωρητικές τάξεις στις ινδοευρωπαϊκές κοινωνίες και στις τέσσερις οργανικές
τάξεις στις αιγαιοπελαγίτικες κοινωνίες εμφανίζεται ένα ιεραρχικό μισοφεουδαρχικό,
μισοφιλελεύθερο σύστημα. Μερικές, γερά ριζωμένες στις πόλεις οικογένειες,
βασιλεύουν στο όνομα των θεοτήτων πάνω σ' ένα λαό από στρατιώτες, χωριάτες,
κτηνοτρόφους, τεχνίτες, ναυτικούς, τυχοδιώκτες και ληστές. Στα πόδια τους,
ωστόσο, βρίσκεται η θάλασσα, που τους τραβάει όλους αυτούς.
Μπορεί η ακρόπολη
με τα ανάκτορα, τα ιερά, τα εργαστήρια και τις αποθήκες της, να δίνει την
εντύπωση πως διατάζει, πως είναι η πρωτεύουσα, η κεφαλή μ' άλλα λόγια σ' αυτό
το μεγάλο σώμα: η τόσο κοντινή Μεσόγειος, που τα νερά της προσφέρονται για
πειρατεία και οι στεριές της για κατακτήσεις, με τους ασύγκριτους κατακτητές
της και πειρατές της σιγοτρώει τον κοινωνικό δεσμό, όπως το νερό σιγοτρώει τους
βράχους, ανεβαίνει και πλημμυρίζει τις ακτές.
Μπορεί το τείχος
της ακρόπολης να φαντάζει πελώριο και από αιώνα σε αιώνα να γίνεται πιο ισχυρό:
Θα αδειάσει ωστόσο η ακρόπολη περισσότερο σίγουρα από τους κατοίκους της, παρά
αν αυτοί αποφάσιζαν, όπως στην Τροία, να μην αμυνθούν πια.
Ακροπόλεις
Μπορεί κανείς με
την πρώτη ματιά να ξεχωρίσει στην Κρήτη ή στα νησιά ένα μεγαλοχώρι Μυκηναϊκής
εποχής από μια πόλη μεταγενέστερης εποχής. Στις πλαγιές ενός χωματοσωρού ή ενός
λόφου, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, τα χωματένια σπίτια του με το επίπεδο
δώμα απλώνονται επάλληλα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, ως την κορυφή που τη
στεφανώνει το Βασιλικό ανάκτορο.
Ένα ή δύο ακόμη
περιτειχίσματα, από μεγάλα χαλίκια, που τα έχουν ανυψώσει με τοίχους από πλίθρα
με ξύλινες συνδέσεις, προσφέρουν καταφύγιο στους άρχοντες της πόλης Βασιλιάδες
και θεότητες, και στους υπηρέτες τους. Στρατιώτες φυλάνε τις πύλες ή περιπολούν
πάνω στα οχυρά. Μέσα από τα τείχη υπάρχουν σκαμμένα μέσα στο βράχο πολλά
μικρόσπιτα και τάφοι, που πλαισιώνουν έναν πλακόστρωτο δρόμο. Σε αυτά τα
περίχωρα, τύμβοι, που το ύψος τους φτάνει καμιά φορά στο ύψος ενός τετραώροφου
σπιτιού, σκεπάζουν σαν προστέγασμα θολωτές οικοδομές, που μέσα τους μπαίνει
κανείς περνώντας από ένα διάδρομο με επένδυση από πέτρινες πλάκες. Είναι οι
θόλοι, ή θολωτοί τάφοι.
Στο βάθος, πίσω
από την πόρτα και το τριγωνικό τόξο του υποστηρίγματος, αναπαύονται τα λείψανα
των ανώτατων αξιωματούχων: ηγεμόνες ή ιερείς και τα μέλη των οικογενειών τους,
που έχτισαν τα τείχη. Τα μικρά σπίτια έξω από τα τείχη εξαρτιόνταν κι αυτά από
τα ανάκτορα. Στέγαζαν βοηθητικές υπηρεσίες, όπως στις Μυκήνες, όπου το λεγόμενο
αυθαίρετο σπίτι του λαδέμπορου, με ολόκληρη τη λογιστική του, τα μεγάλα πιθάρια
του και τα μυρωδικά του, δεν ήταν παρά μια από τις βασιλικές αποθήκες, που τις
έλεγχαν έξι, το λιγότερο, γραφείς.
Αυτό το
αποδείχνουν τόσο οι τοιχογραφίες που διασώθηκαν στο διάδρομο και σε πολλά
δωμάτια, όσο και οι σφραγίδες στα αγγεία, καθώς και το περιεχόμενο από τις
τριάντα μία ενεπίγραφες πινακίδες, που ανακαλύφθηκαν εκεί το 1952: κατάλογοι
από δεκαοχτώ άντρες και από διάφορους προμηθευτές λαδερών προϊόντων και γνεσμένου
ή υφασμένου μαλλιού, περισσότεροι από ογδόντα άτομα όλοι μαζί. Στα βορινά και
στο συνεχόμενο σπίτι, βρέθηκε από τους αρχαιολόγους, που έκαναν τις ανασκαφές
το 1953, μια μοναδική συλλογή αντικειμένων από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο.
Επειδή βρέθηκαν
πολλές απεικονίσεις από πολυάριθμες οκτάσχημες μυκηναϊκές ασπίδες, το ονόμασαν
Σπίτι των Ασπίδων. Υπήρχαν, ωστόσο, ακόμη εκεί και αγγεία από λαξευτή πέτρα.
Ήταν το αντίστοιχο ενός άλλου σπιτιού που το είχαν ανασκάψει το 1954 νότια από
την πρώτη αποθήκη. Το ονομάζουν Σπίτι των Σφιγγών από μια πλάκα από
ελεφαντόδοντο που τις απεικονίζει από την κάθε πλευρά μιας ιερής κολόνας.
Σφραγίδες με σχήματα εραλδικά, λίστες από προμήθειες και κατάλογοι από αγγεία
και διάφορα μυρωδικά, δείχνουν και εδώ πως πρόκειται για βασιλική αποθήκη.
Ανεβαίνοντας, με λίγα λόγια, στο παλάτι, συναντούσε κανείς κάθε είδους τεχνίτες
που δούλευαν γι' αυτό.
Οι οικοδόμοι
Ακριβώς γύρω στο
1250, έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό, άρχισαν να μεγαλώνουν τα τείχη των
Μυκηνών. Στον ανηφορικό δρόμο, ππγαινοέρχονταν αδιάκοπα αρχιτεχνίτες, που ήταν
ταυτόχρονα αρχιτέκτονες και εργολάβοι, ξυλουργοί, χτιστάδες, σιδεράδες, βοηθοί
και δούλοι. Στα περίχωρα κατοικούσαν από παλιά εμιγκρέδες δουλευτάδες και
χειρώνακτες, που οι αστοί, που ζούσαν μέσα στα τείχη, θεωρούσαν τις ασχολίες
τους κακόφημες ή επικίνδυνες: χύτες, μεταλλουργοί, βυρσοδέψες, βαφείς,
λαναράδες, αγγειοπλάστες, γναφείς... Ακόμη και έξω "όλοι αυτοί εκεί οι
άνθρωποι" χρειάζονταν κάποιο χώρο και ορισμένη ποσότητα νερού, που τους τα
αρνιόνταν μέσα στις ακροπόλεις.
Το Άργος, η
Κόρινθος, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα, η Αθήνα, η Θήβα δεν ξέφευγαν από τον
κανόνα. Η Ελλάδα της κλασικής εποχής είδε μέσα στα πελώρια τείχη της, το έργο
ξένων εργατών, των Κυκλώπων, που δούλευαν με τις οδηγίες των ειδικών, οι οποίοι
κατάγονταν από τη μακρινή Λυκία. Οι βασιλιάδες της Τίρυνθας, της Κορίνθου και
του Άργους, ο Προίτος, ο Βελλερεφόντης και ο Περσέας, πρόσωπα σίγουρα ιστορικά
του τέλους του 14ου και της αρχής του 13ου αιώνα, πρέπει να είχαν φέρει, για τα
οικοδομήματά τους, ολόκληρο στρατό από παρόμοιους μισθοφόρους που η παράδοση
συνέχιζε να ονομάζει Εκατόγχειρες, Γαστερόχειρες ή Χειρογάστορες, "αυτοί
δηλαδή που είναι όλο κοιλιά και χέρια".
Η ίδια παράδοση
διέκρινε τεσσάρων ειδών Κύκλωπες, που όλοι τους ήταν ξένοι, όλοι πρωτόγονοι κι
ωστόσο απαραίτητοι στον μυκηναϊκό πολιτισμό: γίγαντες, ασυναγώνιστοι
μεταλλουργοί, που είχαν, λένε, σφυρηλατήσει τα όπλα των θεών του Ολύμπου, όταν
οι τελευταίοι μάχονταν με τους ντόπιους θεούς, χτίστες και βοηθοί από τη Λυκία,
που έχτισαν όλα τα κολοσσιαία μνημεία της Ελλάδας και της Σικελίας, βοσκοί με
τεράστια δύναμη, φημισμένοι κτηνοτρόφοι, που είχαν τα μαντριά τους μέσα σε
σπηλιές αλλά και που ταυτόχρονα ήταν μεγάλοι φαγάδες, μεγάλοι πότες και καλοί
μουσικοί και, τέλος, υπεράνθρωποι πολεμιστές, κάτοικοι της Πάνω Χώρας και
παλιοί καταπιεστές των Φαιάκων.
Αρχισιδηρουργοί,
πρωτομάστορες, αρχιτσελιγκάδες, δάσκαλοι στα όπλα θεωρούνταν εξαίρετοι
τεχνίτες. Ήταν οργανωμένοι σε μυστικές συντεχνίες και ήταν ικανοί να μυήσουν τη
νεολαία. Όφειλαν, έλεγαν, τη δύναμή τους και την εξυπνάδα τους στο γεγονός ότι
είχαν ένα εξαιρετικό μάτι, ή τοποθετημένο σε εξαιρετική θέση, το μάτι της
μαντικής ικανότητας και της γνώσης.
Οι αρχαίοι μύθοι
της εποχής του ορείχαλκου δεν έχουν ολότελα εξαφανιστεί: μπόρεσα να συγκεντρώσω
στα βουνά της Κρήτης, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου εξήντα περίπου ιστορίες
που μιλούν για Τριόματες, Τριμάτες ή Τριαμάτες, γι' αυτούς τους πονηρούς και
επίφοβους γίγαντες, που, όπως ο θεός Δίας της Λάρισας ή της ακρόπολης του
Άργους, έχουν τρία μάτια κι ωστόσο τους ξεγελάνε άντρες ή παιδιά πιο πονηρά από
αυτούς. Η απόδοση τιμής σ' αυτούς τους επινοητικούς δημιουργούς του πολιτισμού
δεν είναι σημερινό φαινόμενο: σε πολλές ενεπίγραφες πινακίδες του Οπλοστασίου
της Κνωσού, αναφέρεται, γύρω στο 1300 π.Χ., ένα άτομο που το έλεγαν Τιrιοqa, δηλαδή Τριώπα, "αυτός που έχει τρία μάτια".
Πώς θα μπορούσαμε
να αγνοήσουμε τους χειρώνακτες αυτούς όταν βλέπουμε τα "κυκλώπεια"
μνημεία που άφησαν; Τους λαξεμένους ή ακατέργαστους αυτούς όγκους που, όπως το
υπέρθυρο του Θησαυρού του Ατρέα, ζυγίζουν γύρω στους εκατόν είκοσι τόνους και
φτάνουν στο μάκρος τα 8,50 μ.; Οι τέσσερις μονόλιθοι που πλαισιώνουν την
περίφημη Πύλη των Λεαινών στις Μυκήνες, που έχει ύψος πάνω από 3 μέτρα και άλλο
τόσο φάρδος και βάθος, δεν ζυγίζουν λιγότερο. Με την πολυμάθειά τους, ωστόσο,
και την ενεργητικότητά τους οι μυθικοί Κύκλωπες, μηχανικοί ή τεχνίτες,
μπόρεσαν, τη στιγμή ακριβώς που θα ξεσπούσε ο Τρωικός Πόλεμος, να τους
μεταφέρουν από τα λατομεία του Χαρβατιού, σε δύο χιλιόμετρα απόσταση
νοτιοδυτικά από την ακρόπολη, να τους ανασηκώσουν πάνω από 200 μέτρα, να τους
πελεκήσουν και να τους στήσουν όρθιους και να τους συναρμολογήσουν κατά τρόπο
που να αψηφούν την οργή των στοιχείων της φύσης και των ανθρώπων.
Οι αιγυπτιακές
γκραβούρες, η μυκηναϊκή λογιστική, οι πραγματείες αρχιτεκτονικής και οι
επιγραφές, οι αρχαιολογικές αποκαταστάσεις καθώς και οι εργασίες της Ελληνικής
Υπηρεσίας Αναστηλώσεων, μας βοηθούν να διακρίνουμε με τι τρόπο εργάζονταν οι
οικοδόμοι των μεγάλων και μικρών μνημείων.
Και πρώτα απ' όλα
διαπιστώνουμε πόσο ο δικός μας τρόπος, με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την
ειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας δεν μπορεί καθόλου να εφαρμοστεί
στους μεροκαματιάρηδες της εποχής του ορείχαλκου. Αν αφήσουμε κατά μέρος τους
χειρώνακτες με το τριγωνικό πανί στα γεννητικά τους όργανα, που η προσπάθειά
τους κάτω από τον ήλιο περιορίζεται σε τρεις εξαντλητικές κινήσεις να
περπατούν, να κουβαλούν και να σέρνουν, μαθαίνουμε ότι οι επικεφαλής ομάδων, οι
αρχιτεχνίτες και οι εργολάβοι στα διάφορα οικοδομικά έργα, έπρεπε να ξέρουν να
κατεργάζονται τόσο το ξύλο όσο και τον πηλό, την πέτρα ή το μέταλλο, να
διακρίνονται ταυτόχρονα σαν μακετίστες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, να χαράζουν
δρόμους δίπλα στα ποτάμια για να ρυμουλκούν πλοία ή να κατασκευάζουν αναχώματα,
να χτίζουν φούρνους, να χρησιμοποιούν σοφά τον ασβέστη, το γύψο, την αμμοκονία,
τα πλίθρα, να επινοούν, να πραγματοποιούν, να χειρίζονται τα κατάλληλα όργανα
και ιδιαίτερα τα μέτρα και τα σταθμά, τα δοχεία, τα εργαλεία, τις συσκευές
έλξης και ανύψωσης.
Άφθονη είναι η
πέτρα στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για γνεύσιο, ασβεστόλιθο ή ψαμμόλιθο, δεν
χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς πολύ μακριά. Τα σπίτια κτίζονται κατά
κανόνα από άργιλο, πάνω σ' ένα υπόβαθρο από σκληρές πέτρες, που τις βρίσκουν
εκεί κοντά. Όταν, ωστόσο, πρόκειται για τους μεγάλους ογκόλιθους των θεμελίων
κάποιου ιερού ή ηγεμονικού κτιρίου, των τειχών ή μόλων, έπρεπε να σηκώνουν και
να μεταφέρουν φορτία πολλών τόνων.
Τίποτε δεν μας
επιτρέπει να πιστέψουμε ότι οι σύγχρονοι του Αγαμέμνονα γνώριζαν το παλάγκο με
τροχαλίες, το βαρούλκο, το λοστό για τη μεταφορά των υλικών και τους αναγωγείς
της ελληνικής κλασικής εποχής. Το πολύ-πολύ να χρησιμοποιούσαν τα μαγκάνια και
τον εργάτη, ξύλινους δηλαδή κινητούς κυλίνδρους γύρω από τον άξονά τους, ιστούς
για φορτία, ανάλογους με εκείνους των ψαράδικων του Αιγαίου, μάγκανα πηγαδιών,
βαλμένα στη σειρά τους, για να ξεκολλούν από το έδαφος τους βαρείς όγκους, για
να μπορούν να τους δένουν με σχοινιά και ψάθα και να τους τοποθετούν πάνω σ'
ένα είδος έλκηθρου για τις κατηφοριές ή σε φορτηγά αμάξια για τους άλλους
δρόμους.
Στην πρώτη
περίπτωση οι εργάτες συγκρατούσαν το έλκηθρο με σχοινιά. Στην άλλη περίπτωση
έζευαν στα φορτηγά αμάξια, που είχαν διπλό άξονα, πολλά ζευγάρια βόδια ή
μουλάρια ή ακόμη και ανθρώπους. Έπαιρνε ο καθένας ένα σχοινί στον ώμο και
τραβούσαν. Ο Ξενοφών, στην Κύρου Παιδεία του, ισχυρίζεται ότι ένα ζευγάρι
υποζύγια μπορούσε να μετακινήσει πάνω σε καλό δρόμο γύρω στα εννιακόσια κιλά.
Ο Διόδωρος ο
Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη, ΙΝ, 80) μας πληροφορεί ότι χρειάστηκαν εκατό ζευγάρια
βόδια για να μεταφέρουν σε απόσταση δεκαεννιά χιλιομέτρων τις βαριές πέτρες του
ναού της διπλής θεάς Έννας.
Οι λογαριασμοί
των μεγάλων ελληνικών ιερών μας δείχνουν ότι δούλευαν κάπου σαράντα ζευγάρια
υποζύγια για να σύρουν ένα μόνο σπόνδυλο κίονα. Οι λογαριασμοί της Πύλου δίνουν
μεγάλη θέση στους κατασκευαστές παλαμαριών και διχτυών.
Η ανθρώπινη,
ωστόσο, δύναμη, μαζί με τη δύναμη των ζώων, δεν θα αρκούσαν για να ανασηκώσουν
τους εκατόν είκοσι τόνους ορισμένων ογκόλιθων από τα κυκλώπεια τείχη σε ύψος
γύρω στα δεκαπέντε μέτρα πάνω από το έδαφος, αν οι μηχανικοί δεν σκέφτονταν να
φτιάξουν, όπως και στην Αίγυπτο, προσωρινές κατωφέρειες από χώμα και να
περιζώσουν, όπως στη Σικελία, με πολλά ξύλινα στεφάνια τους όγκους που θα
μετακινούσαν.
Τους έκλειναν, με
τον τρόπο αυτό, σε μεγάλες ρόδες ή μέσα σ' ένα ολόκληρο κύλινδρο και τις
κυλούσαν κατόπιν σαν τεράστια καρούλια. Ένα σύστημα από ξύλινα κατρακύλια και
λοστούς, στα τελευταία μέτρα της διαδρομής, έβαζε την πέτρα στη θέση που
επιθυμούσαν. Τη στήριζαν κατόπιν με λιθάρια και γέμιζαν τα κενά με πηλό. Πόσα
άραγε να κέρδιζαν οι χιλιάδες αυτοί μισθοφόροι, που δούλευαν από την αυγή ως το
δείλι, ανάμεσα στις φωνές των καροτσέρηδων, στο τραγούδι που ρύθμιζε την
προσπάθειά τους να τραβήξουν τις πέτρες, και στο κουδούνισμα των εργαλείων πάνω
στην πέτρα; Το μαθαίνουμε από τη χωρίς τέλος λογιστική των ανακτόρων: ενώ στην
Πύλο οι γυναίκες παίρνουν κάτι λιγότερο από ένα λίτρο δημητριακά για άλεσμα και
ένα λίτρο σύκα την ημέρα και στην Κνωσό οι άντρες ενάμισι μόνο λίτρο
δημητριακά, δώδεκα χτίστες που δουλεύουν στη Μεσσηνία και καταγράφονται στη
λογιστική πινακίδα An 35
μοιράζονται 6 κιλά ακατέργαστο μαλλί, 4 κατσίκες, τρία κομμάτια πανί, 360 λίτρα
κρασί και 480 λίτρα σύκα.Αυτό ήταν όλο το κέρδος τους, το "όφελός"
τους (ΟΝΟ): ένα λίτρο κρασί και γύρω στο ενάμισι λίτρο σύκα το άτομο την ημέρα,
λίγο κρέας, και ακόμη ένα μικρό δώρο, που θα τους επέτρεπε να μη δουλεύουν
ολόγυμνοι. Και έχουν να ζήσουν ακόμη και ολόκληρη οικογένεια! Έχουν τάχα άδικο
οι μεταγενέστεροι που βεβαιώνουν ότι "δεν είναι παρά κοιλιές και
χέρια"; Και είχαν πάλι άδικο που καταδίκασαν το δόλιο Σίσυφο, τον ιδρυτή
του Ακροκορίνθου, να κυλάει αιώνια πάνω στον ανήφορο της Κόλασης, έναν τεράστιο
βράχο, που ξανακατρακυλούσε μόλις έφτανε στην κορυφή.
No comments:
Post a Comment