Μουσική-Χορός
Από τα πιο παλιά χρόνια n μουσική και ο χορός δεν έλειπαν από τα συμπόσια. Αργότερα (5ο-4ο αιώνα) για τη διασκέδαση των καλεσμένων συμφωνούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς που ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο αοιδούς, χορεύτριες, αυλητές. Τραγουδούσαν κι οι καλεσμένοι όλοι μαζί ή με τη σειρά. Ο Πλούταρχος μας λεει ότι το κλαδί της μυρτιάς περνούσε από χέρι σε χέρι. Αυτός που το έπαιρνε έπρεπε να τραγουδήσει παίζοντας λύρα, αν, βέβαια, ήταν σε θέση. Προς το τέλος του συμποσίου ο αριθμός των συνδαιτυμόνων που ήξεραν να τραγουδούν ήταν συνήθως μεγαλύτερος από ό,τι στην αρχή. Επίσης δεν υπήρχε συμπόσιο χωρίς κότταβο, ένα παιχνίδι που το έφεραν από τη Σικελία. Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε στο κύπελλο λίγο κρασί, το οποίο έχυνε σε καθορισμένο μέρος. Ενώ άδειαζε το κύπελλο έλεγε από μέσα του ή δυνατά το όνομα της γυναίκας που αγαπούσε. Ο ήχος του χυνόμενου υγρού λεπτότερος ή χοντρότερος καθώς και η ακριβής ή λιγότερο ακριβής επιτυχία του καθορισμένου στόχου, ήταν δείκτες αν το αγαπώμενο πρόσωπο συμμεριζόταν τα αισθήματά του. Κάποτε το κρασί το έχυναν στο δίσκο μιας ζυγαριάς, που έπρεπε να κατεβεί ως ένα ορισμένο σημείο ή να γκρεμίσει ένα σωρό αντικείμενα που ήταν στημένα από κάτω σε σχήμα πυραμίδας. Οι συνδαιτυμόνες εξέλεγαν έναν "πρόεδρο" του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιουν και την ποιότητά του. Οι Έλληνες έπιναν με μέτρο. Να πιει κανείς κρασί χωρίς να το ανακατεύει με νερό, θεωρούνταν κατά τη γνώμη τους βάρβαρη συνήθεια. Μια κωμωδία λεει: Το πρώτο κροντήρι φέρνει υγεία, το δεύτερο ευχαρίστηση, το τρίτο ύπνο κι αφού το πιεις πρέπει να πας στο σπίτι σου. Το τέταρτο κροντήρι φέρνει αυθάδεια, το πέμπτο ουρλιαχτά, το έκτο φασαρία στους δρόμους, το έβδομο ένα μελανιασμένο μάτι, το όγδοο κλήση στο δικαστήριο. Ο Αριστοφάνης το λεει συγκεκριμένα: "Δεν είναι καλά να μπεκρουλιάζεις. μόλις πιεις πιο πολύ, μπαίνεις σε ξένες αυλές, ξυλοκοπάς και κάποιον. Ύστερα σαν συνέλθεις πληρώνεις τα σπασμένα".
Ο Εύηνος ο Πάριος προσθέτει: "Για τον Βάκχο το καλύτερο μέτρο είναι η εγκράτεια ούτε πιο πολύ ούτε πιο λίγο. Αλλιώς μας οδηγεί στη μανία ή στη θλίψη". Παρ' όλα αυτά, οι συγγραφείς που αναφέραμε δεν τολμούν να παρουσιάσουν τους Έλληνες εγκρατείς στο ποτό. Δεν λεει τυχαία το ελληνικό ρητό: "Όποιος πίνει νερό δεν θα κάνει τίποτε σοφό". και για να αναγκάσουν τους πολύ διστακτικούς καλεσμένους να κατανικήσουν το δισταγμό τους υπάρχει ένα άλλο ρητό: "Πίνε ή φύγε". Το κρασί το ανακάτευαν σε αναλογία δύο μέρη νερό και ένα κρασί ή τρία μέρη νερό κι ένα κρασί. Το κρασί που ήταν ανακατεμένο με τρία μέρη νερό θεωρούνταν πολύ αδύνατο και το έλεγαν "ποτό για τα βατράχια". Παρά τα προληπτικά μέτρα που αναφέραμε, ο Αθηναίος όταν γύριζε από ένα συμπόσιο δεν μπορούσε να περηφανευτεί ότι είναι σε θέση να σταθεί γερά στα πόδια του κι ότι δεν έχει ανάγκη από συνοδεία. Τους καλεσμένους που δεν είχαν υπηρέτες για να τους κρατούν, τους οδηγούσαν συνήθως στο σπίτι τους με ένα φανάρι, γιατί το δείπνο άρχιζε μετά τη δύση του ήλιου και τέλειωνε όταν σκοτείνιαζε για καλά. Το καλοκαίρι το κρασί το ανακάτευαν με πάγο που έφερναν από τα βουνά και τον διατηρούσαν σε άχυρα και κουρέλια. Γι' αυτό το θέμα υπάρχει κι ένα ανέκδοτο: ένας συγγραφέας τραγωδίας ρώτησε την εταίρα με την οποία έτρωγε μαζί πώς τα καταφέρνει να κρατάει τόσο κρύο το κρασί. "Το τυλίγω με τους προλόγους σου", του απάντησε η εταίρα. Οι Βιοτέχνες Θα 'ταν απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι όλοι οι Αθηναίοι περνούσαν μια άνετη ζωή... Μέχρι τώρα έγινε λόγος μονάχα για τους ευκατάστατους. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση των πολυάριθμων Αθηναίων βιοτεχνών. Βαδίζουν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, να εργασθούν σκληρά ως τη δύση του ήλιου για να κερδίσουν το ψωμί της μέρας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε καιρό ούτε χρήματα για να μπουν στο κουρείο. Αυτοί δεν παίρνουν μέρος ούτε στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις στοές. Η τύχη τούς έγραψε να εργάζονται σκληρά κάθε μέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά τους δεν τα διαπαιδαγωγούν παιδαγωγοί, τις γυναίκες τους δεν τις περιβάλλει η ευεργετική ησυχία του γυναικωνίτη. Βοηθούν το σύζυγο ή το γονιό στη σκληρή καθημερινή πάλη. Ο συναγωνισμός της φτηνής δουλειάς των δούλων έριχνε όλο πιο χαμηλά την τιμή των προϊόντων των ελεύθερων βιοτεχνών. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η ζωή των απόρων, που ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος στην Αθήνα.
Οι Φτωχοί
Η βασική τροφή των φτωχών ήταν το κριθάρι: ζωμός από κριθάρι, πίτες με κριθάλευρο και κρίθινα ψωμιά. Τους άρεσαν οι πηχτοί ζωμοί με μπιζέλια ή φακές, κι αγόραζαν φτηνά αλλαντικά. Ο Αριστοφάνης κατηγορεί τους αλλαντοποιούς ότι χρησιμοποιούν κρέας από σκυλί ή από γαϊδούρι, αλλά ας ελπίσουμε ότι ο ποιητής ήταν υπερβολικός. Το κρέας και το άσπρο ψωμί σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι των φτωχών. Αντίθετα οι φτωχοί έτρωγαν πολλά αλατισμένα ψάρια φερμένα από τον Εύξεινο Πόντο. Έπιναν φτηνό κρασί νερωμένο, αλλά συνήθως έμεναν ευχαριστημένοι μονάχα με το νερό. Η Σπάρτη διέφερε εντελώς από την Αθήνα κι από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες τρέφονταν με πιο πρωτόγονες και πιο χοντρές τροφές, μ' έναν παχύ χυλό από μπιζέλια το ζωμό που ήταν το φαγητό που προτιμούσαν. "Μπορείς να φας μέλανα ζωμό" λεει ειρωνικά σ' ένα Σπαρτιάτη ένα πρόσωπο μιας χαμένης κωμωδίας του Αριστοφάνη. Διηγούνται πως ένας Συβαρίτης, που έτυχε σ' ένα σπαρτιατικό γεύμα, είπε: "Αληθινά οι Σπαρτιάτες είναι οι πιο γενναίοι άνθρωποι. Κάθε άλλος θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει, παρά να ζήσει όπως αυτοί". "Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό", Βραστό χοιρινό κρέας, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από Βρώμη. τα δάχτυλα τα σκούπιζαν με τα ψίχουλα του ψωμιού. Αν θα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήταν απαραίτητη μια ειδική αγωγή για να εκτιμήσει κανείς αυτό το ζωμό, που τόσο αγάπησαν οι Σπαρτιάτες. Ο Διόνυσος, ο τύραννος των Συρακουσών, αγόρασε ένα μάγειρα από τη Σπάρτη και του έδωσε εντολή να του παρασκευάσει το γνωστό φαγητό. Όμως δεν κατάφερε να καταπιεί ούτε την πρώτη κουταλιά και την έφτυσε. Τότε ο μάγειρας του είπε: "Για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιατική γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα". Επειδή η πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνης της εποχής δεν έκανε κάτι τέτοιο, ο σπαρτιατικός ζωμός δεν είχε καμιά επιτυχία, εκτός από τη Σπάρτη βέβαια. Η καθημερινή ζωή των Αθηναίων πολιτών, η εύθυμη και γεμάτη χαρές για ορισμένους, η Βαριά και θλιβερή για τους άλλους, κυλούσε με την καθορισμένη τάξη, κάτω απ' τον ήρεμο ουρανό της Αττικής, μέχρι τότε που οι τρομερές θύελλες των πολέμων αναστάτωναν την πόλη.
Oι Πόλεμοι
Οι δρόμοι ερήμωναν. Στην Αγορά Βασίλευε ησυχία. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύβονταν από το φόβο στους γυναικωνίτες περιμένοντας θλιβερές ή χαρούμενες ειδήσεις. Κάτω απ' τις στέγες των στοών οι γέροι με τις κατάλευκες γενειάδες κλωθογύριζαν αναμνήσεις για τους αγώνες που έκαναν στα νιάτα τους, κριτικάροντας την τακτική των στρατηγών, και σκέφτονταν τι θα 'φερνε στα παιδιά τους ο καινούργιος πόλεμος: δόξα ή πρόωρο χαμό στα μακρινά πεδία των μαχών. Μα αν από μακριά οι πόλεμοι έρχονταν κοντά, αν ο εχθρός, συντρίβοντας τον αθηναϊκό στρατό, επέδραμε στην Αττική, η πόλη γνώριζε τότε τη δυστυχία, τα ερείπια, την πείνα και συχνά το μαζικό χαμό και την υποδούλωση των αγαπημένων.
Από τα πιο παλιά χρόνια n μουσική και ο χορός δεν έλειπαν από τα συμπόσια. Αργότερα (5ο-4ο αιώνα) για τη διασκέδαση των καλεσμένων συμφωνούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς που ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο αοιδούς, χορεύτριες, αυλητές. Τραγουδούσαν κι οι καλεσμένοι όλοι μαζί ή με τη σειρά. Ο Πλούταρχος μας λεει ότι το κλαδί της μυρτιάς περνούσε από χέρι σε χέρι. Αυτός που το έπαιρνε έπρεπε να τραγουδήσει παίζοντας λύρα, αν, βέβαια, ήταν σε θέση. Προς το τέλος του συμποσίου ο αριθμός των συνδαιτυμόνων που ήξεραν να τραγουδούν ήταν συνήθως μεγαλύτερος από ό,τι στην αρχή. Επίσης δεν υπήρχε συμπόσιο χωρίς κότταβο, ένα παιχνίδι που το έφεραν από τη Σικελία. Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε στο κύπελλο λίγο κρασί, το οποίο έχυνε σε καθορισμένο μέρος. Ενώ άδειαζε το κύπελλο έλεγε από μέσα του ή δυνατά το όνομα της γυναίκας που αγαπούσε. Ο ήχος του χυνόμενου υγρού λεπτότερος ή χοντρότερος καθώς και η ακριβής ή λιγότερο ακριβής επιτυχία του καθορισμένου στόχου, ήταν δείκτες αν το αγαπώμενο πρόσωπο συμμεριζόταν τα αισθήματά του. Κάποτε το κρασί το έχυναν στο δίσκο μιας ζυγαριάς, που έπρεπε να κατεβεί ως ένα ορισμένο σημείο ή να γκρεμίσει ένα σωρό αντικείμενα που ήταν στημένα από κάτω σε σχήμα πυραμίδας. Οι συνδαιτυμόνες εξέλεγαν έναν "πρόεδρο" του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιουν και την ποιότητά του. Οι Έλληνες έπιναν με μέτρο. Να πιει κανείς κρασί χωρίς να το ανακατεύει με νερό, θεωρούνταν κατά τη γνώμη τους βάρβαρη συνήθεια. Μια κωμωδία λεει: Το πρώτο κροντήρι φέρνει υγεία, το δεύτερο ευχαρίστηση, το τρίτο ύπνο κι αφού το πιεις πρέπει να πας στο σπίτι σου. Το τέταρτο κροντήρι φέρνει αυθάδεια, το πέμπτο ουρλιαχτά, το έκτο φασαρία στους δρόμους, το έβδομο ένα μελανιασμένο μάτι, το όγδοο κλήση στο δικαστήριο. Ο Αριστοφάνης το λεει συγκεκριμένα: "Δεν είναι καλά να μπεκρουλιάζεις. μόλις πιεις πιο πολύ, μπαίνεις σε ξένες αυλές, ξυλοκοπάς και κάποιον. Ύστερα σαν συνέλθεις πληρώνεις τα σπασμένα".
Ο Εύηνος ο Πάριος προσθέτει: "Για τον Βάκχο το καλύτερο μέτρο είναι η εγκράτεια ούτε πιο πολύ ούτε πιο λίγο. Αλλιώς μας οδηγεί στη μανία ή στη θλίψη". Παρ' όλα αυτά, οι συγγραφείς που αναφέραμε δεν τολμούν να παρουσιάσουν τους Έλληνες εγκρατείς στο ποτό. Δεν λεει τυχαία το ελληνικό ρητό: "Όποιος πίνει νερό δεν θα κάνει τίποτε σοφό". και για να αναγκάσουν τους πολύ διστακτικούς καλεσμένους να κατανικήσουν το δισταγμό τους υπάρχει ένα άλλο ρητό: "Πίνε ή φύγε". Το κρασί το ανακάτευαν σε αναλογία δύο μέρη νερό και ένα κρασί ή τρία μέρη νερό κι ένα κρασί. Το κρασί που ήταν ανακατεμένο με τρία μέρη νερό θεωρούνταν πολύ αδύνατο και το έλεγαν "ποτό για τα βατράχια". Παρά τα προληπτικά μέτρα που αναφέραμε, ο Αθηναίος όταν γύριζε από ένα συμπόσιο δεν μπορούσε να περηφανευτεί ότι είναι σε θέση να σταθεί γερά στα πόδια του κι ότι δεν έχει ανάγκη από συνοδεία. Τους καλεσμένους που δεν είχαν υπηρέτες για να τους κρατούν, τους οδηγούσαν συνήθως στο σπίτι τους με ένα φανάρι, γιατί το δείπνο άρχιζε μετά τη δύση του ήλιου και τέλειωνε όταν σκοτείνιαζε για καλά. Το καλοκαίρι το κρασί το ανακάτευαν με πάγο που έφερναν από τα βουνά και τον διατηρούσαν σε άχυρα και κουρέλια. Γι' αυτό το θέμα υπάρχει κι ένα ανέκδοτο: ένας συγγραφέας τραγωδίας ρώτησε την εταίρα με την οποία έτρωγε μαζί πώς τα καταφέρνει να κρατάει τόσο κρύο το κρασί. "Το τυλίγω με τους προλόγους σου", του απάντησε η εταίρα. Οι Βιοτέχνες Θα 'ταν απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι όλοι οι Αθηναίοι περνούσαν μια άνετη ζωή... Μέχρι τώρα έγινε λόγος μονάχα για τους ευκατάστατους. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση των πολυάριθμων Αθηναίων βιοτεχνών. Βαδίζουν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, να εργασθούν σκληρά ως τη δύση του ήλιου για να κερδίσουν το ψωμί της μέρας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε καιρό ούτε χρήματα για να μπουν στο κουρείο. Αυτοί δεν παίρνουν μέρος ούτε στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις στοές. Η τύχη τούς έγραψε να εργάζονται σκληρά κάθε μέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά τους δεν τα διαπαιδαγωγούν παιδαγωγοί, τις γυναίκες τους δεν τις περιβάλλει η ευεργετική ησυχία του γυναικωνίτη. Βοηθούν το σύζυγο ή το γονιό στη σκληρή καθημερινή πάλη. Ο συναγωνισμός της φτηνής δουλειάς των δούλων έριχνε όλο πιο χαμηλά την τιμή των προϊόντων των ελεύθερων βιοτεχνών. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η ζωή των απόρων, που ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος στην Αθήνα.
Οι Φτωχοί
Η βασική τροφή των φτωχών ήταν το κριθάρι: ζωμός από κριθάρι, πίτες με κριθάλευρο και κρίθινα ψωμιά. Τους άρεσαν οι πηχτοί ζωμοί με μπιζέλια ή φακές, κι αγόραζαν φτηνά αλλαντικά. Ο Αριστοφάνης κατηγορεί τους αλλαντοποιούς ότι χρησιμοποιούν κρέας από σκυλί ή από γαϊδούρι, αλλά ας ελπίσουμε ότι ο ποιητής ήταν υπερβολικός. Το κρέας και το άσπρο ψωμί σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι των φτωχών. Αντίθετα οι φτωχοί έτρωγαν πολλά αλατισμένα ψάρια φερμένα από τον Εύξεινο Πόντο. Έπιναν φτηνό κρασί νερωμένο, αλλά συνήθως έμεναν ευχαριστημένοι μονάχα με το νερό. Η Σπάρτη διέφερε εντελώς από την Αθήνα κι από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες τρέφονταν με πιο πρωτόγονες και πιο χοντρές τροφές, μ' έναν παχύ χυλό από μπιζέλια το ζωμό που ήταν το φαγητό που προτιμούσαν. "Μπορείς να φας μέλανα ζωμό" λεει ειρωνικά σ' ένα Σπαρτιάτη ένα πρόσωπο μιας χαμένης κωμωδίας του Αριστοφάνη. Διηγούνται πως ένας Συβαρίτης, που έτυχε σ' ένα σπαρτιατικό γεύμα, είπε: "Αληθινά οι Σπαρτιάτες είναι οι πιο γενναίοι άνθρωποι. Κάθε άλλος θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει, παρά να ζήσει όπως αυτοί". "Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό", Βραστό χοιρινό κρέας, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από Βρώμη. τα δάχτυλα τα σκούπιζαν με τα ψίχουλα του ψωμιού. Αν θα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήταν απαραίτητη μια ειδική αγωγή για να εκτιμήσει κανείς αυτό το ζωμό, που τόσο αγάπησαν οι Σπαρτιάτες. Ο Διόνυσος, ο τύραννος των Συρακουσών, αγόρασε ένα μάγειρα από τη Σπάρτη και του έδωσε εντολή να του παρασκευάσει το γνωστό φαγητό. Όμως δεν κατάφερε να καταπιεί ούτε την πρώτη κουταλιά και την έφτυσε. Τότε ο μάγειρας του είπε: "Για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιατική γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα". Επειδή η πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνης της εποχής δεν έκανε κάτι τέτοιο, ο σπαρτιατικός ζωμός δεν είχε καμιά επιτυχία, εκτός από τη Σπάρτη βέβαια. Η καθημερινή ζωή των Αθηναίων πολιτών, η εύθυμη και γεμάτη χαρές για ορισμένους, η Βαριά και θλιβερή για τους άλλους, κυλούσε με την καθορισμένη τάξη, κάτω απ' τον ήρεμο ουρανό της Αττικής, μέχρι τότε που οι τρομερές θύελλες των πολέμων αναστάτωναν την πόλη.
Oι Πόλεμοι
Οι δρόμοι ερήμωναν. Στην Αγορά Βασίλευε ησυχία. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύβονταν από το φόβο στους γυναικωνίτες περιμένοντας θλιβερές ή χαρούμενες ειδήσεις. Κάτω απ' τις στέγες των στοών οι γέροι με τις κατάλευκες γενειάδες κλωθογύριζαν αναμνήσεις για τους αγώνες που έκαναν στα νιάτα τους, κριτικάροντας την τακτική των στρατηγών, και σκέφτονταν τι θα 'φερνε στα παιδιά τους ο καινούργιος πόλεμος: δόξα ή πρόωρο χαμό στα μακρινά πεδία των μαχών. Μα αν από μακριά οι πόλεμοι έρχονταν κοντά, αν ο εχθρός, συντρίβοντας τον αθηναϊκό στρατό, επέδραμε στην Αττική, η πόλη γνώριζε τότε τη δυστυχία, τα ερείπια, την πείνα και συχνά το μαζικό χαμό και την υποδούλωση των αγαπημένων.
Πολύ όμορφα όλα αυτά. Τι χρησιμοποιείς για τις πηγές σου;
ReplyDeleteΟπως έχω γράψει και κάτω απο τα Labels του Blog μου η πηγή μου είναι ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
ReplyDelete