Ο κατακλυσμός: Μύθος ή πραγματικότητα

Ο μύθος του κατακλυσμού αποτελεί έναν παγκόσμιο μύθο, ένα μύθο-αρχέτυπο, που σύμφωνα όμως με ιστορικές και αρχαιολογικές ανακύψεις, περιγράφει ένα πραγματικό γεγονός. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό από τους μελετητές, ότι οι αρχαίοι μύθοι περιέχουν στον πυρήνα τους μία συγκεκαλυμμένη αλήθεια, σε αντίθεση με το παρα-μύθι. Το ερώτημα λοιπόν στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε απάντηση είναι όχι εάν ο κατακλυσμός συνέβη, αλλά πότε συνέβη.

Στη παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές των μύθων που αφορούν κατακλυσμούς στην λεκάνη της μεσογείου και της Μεσοποταμίας, αλλά και να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση πότε αυτοί συνέβησαν. Για να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση χρονικά τον ή τους κατακλυσμούς, θα καταφύγουμε εκτός από τις αρχαίες πηγές, και στα πορίσματα προσφάτων γεωλογικών μελετών.

Έτσι σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε σήμερα, το επίπεδο της θάλασσας σε παγκόσμιο επίπεδο από το 15.000 π.χ έως το 5.000 π.χ, «ανέβηκε» περίπου 80 μέτρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου συνέβη έως το 9.750 π .χ περίπου, όταν η μεσόγειος ξεχείλισε στην μαύρη θάλασσα η οποία έως τότε ήταν λίμνη. Νοτιότερα στην Μεσοποταμία, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Τίγρη και του Ευφράτη η άνοδος της στάθμης των ποταμών προκαλεί εκτεταμένες καταστροφές στην ενδοχώρα γύρω στο 3.500-2800 π.χ, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον Νείλο γύρω στο 3.000 π.χ. Αυτή την εποχή οι Σουμέριοι αναπτύσσουν τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό της Μεσοποταμίας, ενώ σταδιακά οι Ακκάδες και άλλα σημιτικά φύλλα από το 3.000 έως το 2.500 π.χ εισβάλουν στην χώρα. Ο Σαργών θα κατακτήσει τελικά την Σουμερία και περίπου το 2.125 η πόλη της Ουρ (τόπος γέννησης του Αβραάμ) θα ακμάσει. Με βάση τα παραπάνω οι κατακλυσμοί που θα μπορούσαν να έχουν μυθολογικά περιγραφεί, θα έπρεπε να είχαν συμβεί σε κάποιες ή σε όλες από τις παρακάτω περιπτώσεις;

15.000-10.000 π.χ άνοδος του επιπέδου της θάλασσα παγκοσμίως 10.000-9.000 π.χ υπερχείλιση της μεσογείου στην μαύρη θάλασσα 3.000 -2.500 π.χ έντονες βροχοπτώσεις και υπερχείλιση ποταμών στην Μεσοποταμία

ΠΙΝΑΚΑΣ: Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΝΟΔΟΣ

15,000 έως 10,000 -80 m έως -30 m

10,000 έως 7,000 -30 m έως -10 m

7,000 έως 5,000 -10 m έως -5 m

Θα εξετάσουμε αρχικά τον κατακλυσμό που περιγράφεται στο Ασσυριακό έπος του Γκιλκάμες τον οποίο οι μελετητές με βάση τα γεωλογικά ευρήματα στην πόλη Ούρ από τον sir Leonard Wooley, πιστεύουν (όπως και ο ίδιος) ότι έγινε μεταξύ του 2.800 π. χ και 3.100 π.χ., την εποχή δηλ που δρα μυθολογικά ο ήρωας Γκιλκάμες. Σύμφωνα με τον Issak Asimov υπάρχουν Σουμεριακά αρχεία που κάνουν λόγο για γεγονότα που συνέβησαν πριν τον κατακλυσμό. Σε αυτά τα αρχεία σύμφωνα πάντα με τον Issak Asimov, οι Σουμέριοι αναφέρουν Βασιλείς που βασίλεψαν για δέκα χιλιάδες χρόνια πριν τον κατακλυσμό.!!

Ο Ασσυριακός κατακλυσμός του έπους του Γκιλκάμες, αναφέρει ότι οι άνθρωποι πλήθαιναν και γεννοβολούσαν και οι θεοί με προτροπή του Θεού Ενλίλ, αποφάσισαν να εξαπολύσουν τον κατακλυσμό γιατί οι άνθρωποι ήταν θορυβώδης. Ο Θεός Εά όμως προειδοποίησε τον Ουτναπιστίμ γιο του Ουμπάρα να φτιάξει ένα πλοίο, και να πάρει σπόρους όλων των ζωντανών πλασμάτων μαζί του. Έξι μερόνυχτα φυσούσαν δυνατοί άνεμοι και θύελλες και πλημμύρες, και την έβδομη η θύελλα κόπασε. Σιγή βασίλευε και όλη η ανθρωπότητα είχε γίνει λάσπη. Το πλοίο προσάραξε στο βουνό Νισίρ, και την έβδομη ημέρα ο Ουτναπιστίμ άφησε ένα περιστέρι ελεύθερο. Το περιστέρι πέταξε μακριά αλλά επειδή δεν βρήκε μέρος να καθίσει ξαναγύρισε. Ύστερα άφησε ένα χελιδόνι, αλλά και αυτό ξαναγύρισε. ʼφησε ύστερα ένα κοράκι, το οποίο δεν ξαναγύρισε. Ο Ουτναπιστίμ τότε κατάλαβε ότι ο κατακλυσμός σταμάτησε, και έκανε θυσία για να ευχαριστήσει τους θεούς .

Ο Αιγυπτιακός μύθος είναι διαφορετικός από αυτόν της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα με αυτόν ο Ρα αποφάσισε ότι οι άνθρωποι είχαν γίνει φιλοπόλεμοι και ασεβείς και σκόπευαν να επαναστατήσουν ενάντια στους θεούς. Έστειλε έτσι τον αδελφό του ʼθορ στην γη για να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια αίματος, ο Νείλος ξεχείλισε και έλαβε μέρος η μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε το ανθρώπινο είδος. Ο Ρα συνειδητοποιώντας την καταστροφή, μετάνιωσε μίας και δεν ήθελε πλέων να αφανίσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, για αυτό και συμβουλεύτηκε τον Θεό της σοφίας Θωθ, ο οποίος μέθυσε τον ʼθωρ έτσι ώστε να μην εξαφανιστεί το ανθρώπινο γένος. Όπως είδαμε παραπάνω η υπερχείλιση του Νείλου συνέβη σύμφωνα με τους μελετητές γύρω στο 3.000 π. Χ

Στον κατακλυσμό της παλαιάς διαθήκης οι άνθρωποι πλήθαιναν επί της γης. Οι δε υιοί του θεού όταν είδαν ότι οι θυγατέρες των ανθρώπων ήταν όμορφες έλαβαν αυτές ως γυναίκες τους, και τεκνοποίησαν με αυτές.( ; ) Μαζί όμως με την αύξηση των ανθρώπων αυξανόταν και η κακιά τους, Ο θεός τότε αποφάσισε να εξαλείψει τον άνθρωπο από προσώπου γης. Ο Θεός όμως προειδοποίησε τον Νώε να φτιάξει ξύλινη κιβωτό όπου θα έπρεπε να μπει ο Νώε με την γυναίκα του, τους υιούς του και τις γυναίκες τους, αλλά και με κάθε ζώο που υπήρχε στην γη. Ο κατακλυσμός διήρκεσε σαράντα ημέρες και νύχτες. Την σαρακοστή πρώτη ο Νώε έστειλε ένα κόρακα να βρει στεριά, αλλά ο κόρακας επέστρεψε. Κατόπιν έστειλε περιστέρι το οποίο και αυτό επέστρεψε καθώς δεν βρήκε στεριά να κάτσει. Μετά από επτά ημέρες ξανάστειλε την περιστέρα και το απόγευμα η περιστέρα επέστρεψε με κλάδο ελιάς στο στόμα της, και έτσι κατάλαβε ο Νώε ότι έπαυσαν τα ύδατα επί της γης.

Η εβραϊκή εκδοχή παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες τόσο με το έπος του Γκιλκάμες όσο και με αυτόν του Δευκαλίωνος όπως θα δούμε στην συνέχεια, άρα το πρόβλημα είναι ποιος δανείστηκε από ποιόν, κάτι όμως που είναι εύκολα αναγνωρίσιμο.. Και αυτό διότι ο πατριάρχης των Εβραίων γεννήθηκε και έζησε στην πόλη Ούρ, o οποίος στην συνέχεια με την οικογένεια του μετακινήθηκαν στην Καναάν γύρω στο 1.900 π. χ. (Η έξοδος του Μωησή τοποθετείται γύρω στο 1.300 π.χ), έτσι είναι απίθανο ο μύθος της παλαιάς διαθήκης να προηγείται είτε του Αιγυπτιακού είτε του έπους του Γκιλκάμες, πόσο μάλλον του Ελληνικού όπως θα εξετάσουμε στην συνέχεια.

Στην Ελληνική εκδοχή του μύθου τα πράγματα περιπλέκονται μίας και υπάρχουν μαρτυρίες όχι για έναν αλλά για τρεις κατακλυσμούς.

1. Του Ωγύγου

2. του Δευκαλίωνα

3. του Δαρδάνου.

Σύμφωνα με τον Α. Σταγειρήτη ο Ωγύγος πιστεύεται ότι ήταν ο πρώτος αυτόχθονος βασιλιάς της Αττικής. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι ήταν υιός της Γης και αυτόχθων, ενώ άλλοι πίστευαν ότι ήταν υιός του Ποσειδώνα, επί της βασιλείας του οποίου έγινε ο πρώτος κατακλυσμός. Λογικά η πρώτη αυτή περιγραφή κατακλυσμού, πρέπει να αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση της παγκοσμίου ανόδου των υδάτων, που όπως είδαμε συνέβη γύρω στο 15.000 π.χ-10.000 π.χ .

Η δεύτερη ιστορία κατακλυσμού είναι αυτή του Δευκαλίωνα, για την οποία πρέπει να αναφερθεί ότι πολλοί ξένοι μελετητές τοποθετούν γύρω στο 1.500 π. χ όπου συνέβη η έκρηξη της Θήρας με αποτέλεσμα τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε το Τσουνάμι με την έκρηξη του Ηφαιστείου. Κάτι όμως που δεν μπορεί να ισχύει διότι το Τσουνάμι δεν έχει σχέση με βροχόπτωση αλλά με ύδατα που παρασύρθηκαν από το τεράστιο ωστικό κύμα, και που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού, αλλά και διότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα προηγείται του κατακλυσμού του Δαρδάνου.

Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ο Δάρδανος καταγόταν από την Σαμοθράκη η οποία υπέστη καταστροφές από τις πλημμύρες. Κατόπιν τούτου ο Δαρδάνος πέρασε στην μικρά Ασία όπου και ίδρυσε την πόλη που ονομάστηκε Τροία από τον εγγονό του Τρώα.

Oι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει 10 πόλεις την μία χτισμένη πάνω από την άλλη, με την πρώτη και αρχαιότερη να είναι χτισμένη περίπου το 3.000 π.χ. ʼρα ο κατακλυσμός του Δαρδάνου πρέπει να συνέβη τότε ακριβώς γύρω στο 3.000 π. Χ, όταν συνέβησαν και οι καταστροφές στην Μεσοποτάμια και Αίγυπτο. Συνεπώς το πιο πιθανό είναι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος ως παλαιότερος του Δαρδάνου, να τοποθετείται γύρω στο 9.700 π. Χ, όταν όπως είδαμε παραπάνω συνέβη η υπερχείλιση της μεσογείου στην μαύρη θάλασσα. Μία ενδιαφέρουσα επίσης πληροφορία που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι, ότι την εποχή του Δευκαλίωνα στην Θεσσαλία υπήρχε θάλασσα, όπως αποκαλύπτεται και από το όνομα που της δόθηκε.( Θεσσαλία - θέση θάλασσας – αλός στα αρχαία Ελληνικά ). Στον μύθο του Δευκαλίωνα ο κατακλυσμός προκλήθηκε από την οργή του Δία ενάντια στο γιο του Πελασγού Λυκάονα. Αυτό συνέβη διότι όταν κάποτε ο Δίας επισκέφτηκε τους γιους του Λυκάονα, αυτοί θυσίασαν μυστικά τον αδελφό τους Νύκτιμο και τον κομμάτιασαν για να φτιάξουν μια σούπα, την οποία και πρόσφεραν στο Δία ο οποίος είχε μεταμφιεστεί σε φτωχό ταξιδιώτη. Ο Δίας δεν εξαπατήθηκε και τιμώρησε τους γιους του Λυκάονα, μεταμορφώνοντάς τους σε λύκους, ενώ επανέφερε στη ζωή τον Νύκτιμο. Η οργή του Δία ήταν τέτοια για τον ξεπεσμό των ανθρώπων που όταν επέστρεψε στον Όλυμπο, αποφάσισε να στείλει έναν κατακλυσμό με σκοπό να αφανίσει το γένος των ανθρώπων. Όμως ο Προμηθέας, που έμαθε τι σχεδίαζε ο Δίας, ειδοποίησε το γιο του, το βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα για ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Έτσι ο Δευκαλίωνας κατασκεύασε μία κιβωτό, την οποία γέμισε με διάφορα εφόδια κι επιβιβάστηκε σε αυτήν μαζί με την γυναίκα του την Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα.

Όταν ξέσπασε ο κατακλυσμός, ο νότιος άνεμος φύσηξε με όλη του την ορμή και η βροχή έκανε τα ποτάμια και τη θάλασσα να υψωθούν, σαρώνοντας όλες τις πόλεις των ανθρώπων. Σε λίγες ημέρες όλη η γη είχε πλημμυρίσει, εκτός από ελάχιστες βουνοκορφές και όλα τα θνητά πλάσματα αφανίστηκαν εκτός από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, που βρισκόταν στην κιβωτό. Επί εννιά ημέρες η κιβωτός έπλεε πάνω στα νερά έως ότου προσάραξε στην κορυφή του Παρνασσού. Όταν η βροχή σταμάτησε, ο Δευκαλίωνας έστειλε ένα περιστέρι να δει εάν υπήρχε αρκετή ξηρά, ώστε να βγουν από την κιβωτό. Όταν σιγουρεύτηκε ότι ο κατακλυσμός είχε σταματήσει, αυτός και η γυναίκα του αποβιβάστηκαν στην ξηρά και προσέφεραν θυσία στον Δία. Ο Δίας ευχαριστήθηκε μαζί τους κι έστειλε τον Ερμή να τους διαβεβαιώσει πως οποιαδήποτε επιθυμία τους θα ικανοποιούταν από τον άρχοντα των θεών. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα μόνοι και απελπισμένοι πάνω στην γη ζήτησαν να μπορέσουν να αναστήσουν το ανθρώπινο γένος κι έτσι ο Δίας έστειλε τη Θέμιδα να τους πει τι έπρεπε να κάνουν. Έπρεπε να πάρουν πέτρες, που ήταν τα κόκαλα της Μητέρας Γης και να τις πετούν πίσω καθώς προχωρούσαν. Όταν το έκαναν, οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας γινόταν άντρες και οι πέτρες που έριχνε η Πύρρα γίνονταν γυναίκες. Έτσι δημιουργήθηκε ξανά το γένος των ανθρώπων (εξού και η λέξη λαός από το Λάος που σημαίνει λίθος). Από τον Δευκαλίωνα και την Πυρρά γεννιούνται παιδιά, πρώτον εκ των οποίων ήταν ο Έλλην, για τον οποίον λένε ότι γεννήθηκε από τον Δία, δεύτερος ο Αμφικτύων ο οποίος βασίλευσε μαζί με τον Κραναό στην Αττική και είχε κόρη την Πρωτογένεια. Απ' αυτήν και τον Δία γεννήθηκε ο Αέθλιος. Από τον Έλληνα και την νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκε ο Δούρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός λοιπόν ο Έλλην, από τον εαυτόν του ονόμασε Έλληνες αυτούς που ονομάζονται γραικοί και εις τα παιδιά του διαμοίρασε την χωράν και ο Ξούθος παίρνοντας την Πελοπόννησο, από την Κρέουσα την κόρη τον Ερεχθέα, γέννησε τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάζονται οι Αχαιοί και οι Ίωνες, ο Δώρος δε παίρνοντας την χωράν πέραν από την Πελοπόννησο, από τον εαυτόν τον ονόμασε τους κατοίκους Δωριείς, ο δε Αίολος βασιλεύοντας εις τους τόπους γύρω από την Θεσσαλία, τους κατοίκους ονόμασε Αιολείς.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Πλάτωνας επίσης στον γνωστό μύθο της Ατλαντίδος, μιλάει για τον καταποντισμό της Ατλαντίδος που συνέβη το 9000 π.χ, διότι οι άνθρωποι είχαν γίνει ασεβείς. Σύμφωνα με τα παραπάνω αλλά και με τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι φανερό ότι οι κατακλυσμικοί μύθοι όπως όλοι οι αρχαίοι μύθοι, αποτελούν συγκεκαλυμμένες ιστορικές αλήθειες, που χρήζουν μελέτης αλλά και αποσυμβολισμού.

Όπως είπε εξάλλου και ο Αριστοτέλης :

"Ο εραστής του μύθου είναι κατά μία έννοια φιλόσοφος, γιατί ο μύθος συντίθεται από θαύματα"


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Οι γερανοί του Ίβυκου

Ο Ίβυκος, ο ποιητής από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας (530 π.Χ.), ήταν στο τέλος του ταξιδιού του. Ερχόταν από την Σάμο και επισκεπτόταν τώρα την Κόρινθο, όπου θα λάμβανε μέρος σε μουσικό διαγωνισμό. Από μακριά οι πύργοι της Ακροκορίνθου διακρίνονταν, καθώς έμπαινε στο ιερό δάσος του Ποσειδώνος.

Ήταν πολύ ευτυχής αυτές τις στιγμές και όταν είδε ένα σμήνος γερανών να πετούν πάνω από το δάσος, για το ταξίδι τους προς στο νότο, είπε: "Καλή τύχη φίλοι. Βλέπω την παρουσία σας ως καλό οιωνό, είμαστε και οι δύο συνταξιδιώτες που αναζητάμε φιλοξενία". Βρισκόταν τώρα στην καρδιά του δάσους και περπατούσε σε ένα στενό μονοπάτι, όταν δύο άνδρες, ληστές κατά τα φαινόμενα, εμφανίστηκαν μπροστά του. Ο Ίβυκος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να φωνάξει για βοήθεια, αλλά ματαίως. Καθώς έπεφτε αιμόφυρτος στο χώμα θανάσιμα πληγωμένος, κατάφερε να πει: "μαρτυρήστε τον φόνο μου γερανοί". Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.

Όχι πολύ αργότερα, το παραμορφωμένο του σώμα βρέθηκε και αναγνωρίσθηκε από τον φίλο του, που θα τον φιλοξενούσε. Όταν το γεγονός έγινε γνωστό στον συγκεντρωμένο από όλη την Ελλάδα κόσμο, προξένησε μεγάλη θλίψη. Ήταν μεγάλη βλασφημία στους Θεούς και στην φιλοξενία.

Αργότερα στο θέατρο οι αναστατωμένοι από το γεγονός θεατές άκουγαν με νεκρική σιγή και μεγάλο δέος, τα λόγια των Ερινυών. "Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει την ψυχή του καθαρή από έγκλημα ... αυτούς τους ανθρώπους δεν τους ενοχλούμε ... αλλά αλίμονο σε εκείνον που κρυφά έχει διαπράξει εγκλήματα. Εμείς, οι τρομεροί εκδικητές της νύχτας, τον κατατρέχουμε ως το τέλος της δυστυχισμένης και άθλιας ζωής του".

Ξαφνικά, μία αδύνατη φωνή γεμάτη φόβο, αλλά που ακούστηκε στην σιγή του θεάτρου, είπε: "Κοίτα, κοίτα σύντροφε.. οι γερανοί του Ίβυκου". Πραγματικά, ο ουρανός είχε γεμίσει από γερανούς που κατευθύνονταν προς το θέατρο. Δεν πήρε πολύ στους ακόμη θρηνούντες για τον Ίβυκο θεατές, να καταλάβουν την σημαντική έννοια που είχαν τα λόγια που ειπώθηκαν, και μπορούσες να ακούσεις ανάμεσα στις φωνές του πλήθους "παρατηρήστε την δύναμη των Ευμενίδων, ο Ίβυκος θα πάρει εκδίκηση". Αμέσως συνέλαβαν τον άνδρα που μίλησε και τον σύντροφο του. Ουδέποτε η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί με καλύτερο τρόπο.


Τα δάκρυα της Αίθρας

Όταν ο Σπαρτιάτης διοικητής Φάλανθος επισκέφθηκε τους Δελφούς, όπως ήταν καθιερωμένο να ζητήσει την συμβουλή του για την ίδρυση αποικίας στην Ιταλία, έλαβε τον χρησμό ότι, όταν θα αισθανόταν βροχή σε αίθρια ημέρα, μόνο τότε θα πετύχαινε η αποστολή του. Ο Φάλανθος βρίσκοντας τον χρησμό ακατανόητο, προχώρησε με το σχέδιο της αποστολής του, αλλά μετά από πολλές μάχες με τους βαρβάρους δεν μπορούσε να ιδρύσει την αποικία.

Ήταν λυπημένος και απελπισμένος, σκεφτόμενος πόσο σωστός ήταν ο χρησμός, όταν η γυναίκα του αισθανόμενη τον πόνο του, προσπάθησε να του βγάλει τις ψείρες από τα μαλλιά του. Αλλά όταν έβαλε το κεφάλι του στα γόνατα της, ξέσπασε σε κλάμα και τα δάκρυα έπεσαν πάνω του. Αμέσως ο Φάλανθος εξήγησε τον χρησμό και την επόμενη νύχτα επιτέθηκε και κατέλαβε το Τάρεντουμ, την μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της ακτής. Το όνομα της γυναίκας του ήταν Αίθρα (καθαρός ουρανός).


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Οι πρώτοι νόμοι στον κόσμο

Οι πρώτοι νόμοι στον κόσμο έγιναν από τους Έλληνες αποίκους της Ιταλίας. Αν κάποιος υποστηρίξει ότι οι πρώτοι νόμοι έγιναν από τον βασιλιά της Μεσοποταμίας Χαμουραμπί, το 1750 π.Χ., η απάντηση είναι ότι οι νόμοι του ήταν ποινικός κώδικας που έγινε από ένα άτομο τον ίδιο τον βασιλιά και όχι από τον δήμο (λαό) ή κάποιον νομοθέτη. Μάλιστα, οι νόμοι του Χαμουραμπί ήταν απάνθρωποι και βάναυσοι. Κάποιοι από αυτούς σίγουρα επηρέασαν τους σκληρούς νόμους του Ισλάμ, σύμφωνα με τους οποίους, για παράδειγμα, όποιος κλέψει του κόβουν το χέρι και οι μοιχαλίδες σε κάποια ισλαμικά κράτη εκτελούνται. Η νότιος Ιταλία και η Σικελία είχαν αποικηθεί από τους Έλληνες από τον 8ο αιώνα π.Χ. (σίγουρα πιο πριν έγιναν οι πρώτες αποικίες εκεί, ίσως και από τον 15ο αιώνα π.Χ.) και ονομαζόταν Μεγάλη Ελλάδα. Μάλιστα, αλλού αναφέρθηκε η θεωρία ότι οι Ετρούσκοι ήταν νησιώτες Έλληνες άποικοι που έφυγαν από την Ελλάδα μετά την κάθοδο των Δωριέων από τον βορά, τον 11ο αιώνα π.Χ.! Την Μεγάλη Ελλάδα αργότερα οι Ρωμαίοι την κατέλαβαν επεκτείνοντας την κυριαρχία τους.

Στην Μεγάλη Ελλάδα πολύ πριν καταληφθεί από τους Ρωμαίους έπειτα από εξεγέρσεις του καταπιεσμένου από τους αριστοκράτες λαού, θεσπίστηκαν οι πρώτοι νόμοι. Ο Ζάλευκος από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας (ελληνική αποικία από κάτοικους της Λοκρίδας) έγραψε τους πρώτους νόμους το 650 π.Χ.! Οι νόμοι αυτοί προστάτευαν τους γεωργούς με το να απαγορεύουν το μεσιτικό εμπόριο και να καθιστούν δυνατή την άμεση πώληση των προϊόντων τους στον καταναλωτή. Οι νόμοι του Ζάλευκου επηρέασαν τους μετέπειτα Έλληνες νομοθέτες, όπως τον Δράκοντα, τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη στην Αθήνα, τον Φιλόλαο στην Θήβα, τον Πιττακό στη Μυτιλήνη, τον Χαρώνδα στην Κατάνη (αποικία της Νάξου στη Σικελία η Νάξος ιδρύθηκε το 732 π.Χ. στη Σικελία από τους Έλληνες κάτοικους της Νάξου και της Χαλκίδας) και τον Αρίσταρχο στην Έφεσο. Γνωστοί νομοθέτες ήταν επίσης ο Θαλής από την ελληνική αποικία Μίλητο και ο Λυκούργος στη Σπάρτη. Τελικά, η θέσπιση γραπτών νομών, πέρα από τους άγραφους κανόνες και τα βασιλικά διατάγματα, επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα και τις αποικίες της στην Μεσόγειο, στην Μ.Ασία και την Μαύρη Θάλασσα.

Η έννοια της δικαιοσύνης είχε αποκτήσει το πραγματικό της νόημα στην Αθήνα στην οποία η δικαιοσύνη βασιζόταν σε νόμους που θεσπίστηκαν προκείμενου να εξυπηρετείται η αρμονική συμβίωση όλων των ανθρώπων. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων πίστευαν πως δικαιοσύνη: είναι: ``έκαστον τα εαυτού πράττειν΄΄ (λατινικά: ``suum quique΄΄), δηλαδή ο καθένας να λειτουργεί με υπευθυνότητα. Κατά τον Πλάτωνα, η δικαιοσύνη είναι η αρμονική συμβίωση μεταξύ των πολιτών και της πολιτείας που τους εξασφαλίζει τα αγαθά της δημοκρατίας: ισότητα, ελευθέρια, αυτάρκεια. Η αρετή (``ιδέα΄΄, κατά τον Πλάτωνα) της δικαιοσύνης συνδυάζεται και με την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου που προάγει την σωστή και ηθική του συμπεριφορά.

Η δικαιοσύνη, επίσης, προϋποθέτει την ψυχική και πνευματική καλλιέργεια του κάθε ανθρώπου, μέσω της οικογένειας και της παιδείας, ώστε η συμπεριφορά του να είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής και όχι του εξαναγκασμού των νομών. Έτσι, η δικαιοσύνη αποκτάται ως αρετή με τη πράξη και κατά τον Αριστοτέλη με τον εθισμό. Κατά τον Πλάτωνα, οι νόμοι είναι προϊόν συλλογικής απόφασης των πολιτών για τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλιστεί το συμφέρον της πολιτείας. Οι απόψεις του Πλάτωνα επηρέασαν τους διαφώτιστες, όπως τον Ρουσσώ, που είπαν ότι οι νόμοι είναι η έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας των πολιτών. Ο Πλάτων, επεκτείνεται πέρα από τα επίγεια και λεει ότι η αδικία αν δεν τιμωρηθεί στην ζωη, θα τιμωρηθεί με σκληρό τρόπο στη μεταθανάτιο ζωη στην οποία η ψυχή του κάθε ανθρώπου θα κριθεί για όσα άδικα έπραξε κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Σωκράτης, ο δάσκαλος του Πλάτωνα, πίστευε ότι ``ουδείς εκών αμαρτάνειν΄΄, δηλαδή ότι κανείς δεν αμαρτάνει εκούσια, αλλά από άγνοια της αρετής. Και ο Σωκράτης και ο Πλάτων ονομάστηκαν προχριστιανικοί φιλόσοφοι και αφήνω τον αναγνώστη να το επιβεβαιώσει αφού μελετήσει τις απόψεις τους.

Πάλι στην Ελλάδα, στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, τέθηκε η βάση των συγχρόνων νομοθεσιών. Η αυτοκρατορία του Βυζαντίου ιδρύθηκε το 330 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Φλάβιο Βαλέριο Κωνσταντίνο (αυτοκράτορας για την περίοδο 306 - 337 μ.Χ.), γνωστός και ως άγιος Κωνσταντίνος στην ορθόδοξη εκκλησία. Η αυτοκρατορία του Βυζαντίου περιλάμβανε την ανατολική επικράτεια με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη που ιδρύθηκε το 330 μΧ. στην θέση της ελληνικής αποικίας (των Μεγαρέων), Βυζάντιο (είχε ιδρυθεί το πρώτο μισό του 7ου αιώνα με οικιστή τον Βύζαντα). Στο Βυζάντιο, το 438 μ.Χ., έγινε ο περίφημος Θεοδοσιανός Κώδικας από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Θεοδόσιο τον Β΄ (αυτοκράτορας για το διάστημα 408 - 450 μ.Χ). Ο Κώδικας αυτός προήλθε από τα αυτοκρατορικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε. Αργότερα, από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Φλάβιο Ιουστινιανό (483 - 567 μ.Χ.) έγινε συστηματικότερη κωδικοποίηση από την οποία προέκυψε το σώμα αστικού δικαίου, το ``Corpus juris civilis΄΄. Από αυτό προέκυψε το νεότερο δίκαιο των δυτικών κρατών.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Ενδυμίων

«Ορθή, ως σύννεφο γυμνή και ονειροπόλα μέσα εις την ολόχρυση ωχρότητά της Που την αντανακλά το φουσκωμένο κύμα της μακριάς, κυανής της κόμης, Μέσα εις του δρυμού το ξέφωτο όπου αστροσκορπίζονται τα βρύα Κοιτά η Δρυάς τον σιωπηλό ουρανό. -Διστακτική, η πάλλευκη Σελήνη αφήνει τον πέπλο της να κυματίζεται Εις του Ωραίου Ενδυμίωνος τα πόδια, Και του αποθέτει το ηδύ της φίλημα με μίαν χλωμήν αχτίδα.»

Αρθρούρος Ρεμπώ

Ο Ήλιος, ο Ωκεανός και η Τηθύς είναι κάποιες από τις προολύμπιες θεότητες που εξακολούθησαν να λατρεύονται με ιδιαίτερες τιμές από τους ανθρώπους ακόμη και μετά την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας του Διός και της Αρμονίας εις τον Κόσμο. Ο Ήλιος είναι υιός της Τιτανίδος Θείας (θεϊκής) και του Τιτάνος Υπερίωνος (αυτού που ευρίσκεται υψηλά). Σύζυγος του Ηλίου είναι η Θεά Πέρση, ή Περσηίς της οποίας το όνομα φαίνεται να συνδέεται με αυτό της Θεάς Περσεφόνης. Ο Ήλιος, εις τον ελληνικό Μύθο, είναι, όπως μας πληροφορεί ο Κερένυϊ, γενάρχης και σοφός Θεός. "Ακόμη και σήμερα", γράφει ο Κερένυϊ, "όταν οι Έλληνες ομιλούν για την δύση του Ηλίου, λένε χαρακτηριστικά πως ο Ήλιος βασιλεύει". Εις την αρχέγονη μάλιστα παράδοση συναντούμε και μία Θεά Ηλία, μητρική θεότητα που αποτελεί το θηλυκό αντίστοιχο του Ηλίου.

Ο Ήλιος έχει δύο αδελφές. Η μία είναι η Θεά της αυγής, η Ηώς, και η άλλη είναι η νυκτερινή Θεά Σελήνη. Όπως είναι βεβαίως αυτονόητο, οι Θεοί Ήλιος και Σελήνη δεν ταυτίζονται με τα αντίστοιχα ουράνια σώματα. Οι Έλληνες ήσαν άριστοι αστρονόμοι και ουδέποτε θεοποίησαν ουράνια σώματα. Δυνάμεθα όμως να πούμε πως οι Θεοί αυτοί είναι και οι ίδιοι που ορίζουν τα ουράνια σώματα εις τα οποία δανείζουν τα ονόματά τους. Έτσι ο Ήλιος, ο Θεός ο οποίος ορίζει τον ήλιο που μας φωτίζει και που αποτελεί προϋπόθεση της θνητής ζωής μας είναι επίσης ο Θεός ο οποίος ορίζει τους ήλιους όλων των ηλιακών συστημάτων του Σύμπαντος, όσων έχουν ήδη γεννηθεί, όσων τώρα γεννούνται και όσων θα γεννηθούν εις το μέλλον. Σύμφωνα προς την πιο διαδεδομένη πλέον άποψη, μία σχέσις στενής συγγένειας ή και ταυτότητος κάποτε συνδέει τον Ήλιο με τον Απόλλωνα και την Σελήνη με την Αρτέμιδα. Ενδεχομένως ο Ήλιος και η Σελήνη να εκφράζουν τα τιτανικά αντίστοιχα των δύο αδελφών, του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.

Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως, όχι το άπλετο φως του πρωινού αλλά τον ηδύ φωτισμό που συντροφεύει την Νύκτα. Η Σελήνη ονομάζεται και Μήνη, όνομα από το οποίο παράγονται οι λέξεις μην (μήνας) και έμμηνος ροή. Μην, ονομάζεται επίσης ένας Θεός που ελατρεύθη εις την Ιωνία. Είναι γνωστή η λυρική αφήγησις σχετικώς προς τον έρωτα της Σελήνης για τον Ενδυμίωνα. Ενδυμίων, "αυτός ο οποίος ευρίσκεται εντός", υπήρξε κάποτε βασιλεύς της Ηλείας και συνδέεται ίσως με τον Ιδαίο Δάκτυλο Ηρακλή που καθιέρωσε εκεί τους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Ενδυμίων ήταν πολύ νέος και πολύ όμορφος. Κάποιες άλλες εκδοχές του Μύθου τον θέλουν ποιμένα ή κηνυγό. Μία σκιά εσκοτείνιαζε πάντοτε το ευγενικό του βλέμμα, ως εάν είχε γεννηθεί με το σημάδι της Σελήνης το οποίο προοιωνίζετο τον μεγάλο έρωτα που καθόριζε τον βίο του. Η Σελήνη τον είδε μία νύκτα να ονειροπολεί σε έναν δρυμό της Ηλείας.

Τον ερωτεύθηκε με όλο της το νυκτερινό πάθος. Επιθυμώντας να τον κρατήσει παντοτινά εις την ζωή του, του εχάρισε τον αιώνιο ύπνο που όμως δεν είναι θάνατος. Ο Ενδυμίων κοιμάται έκτοτε μέσα σε ένα σπήλαιο αλλά κάθε νύκτα η Θεά Σελήνη στέλνει τις αχτίδες της να τον ξυπνήσουν και ενώνεται κατόπιν μαζί του σε μία πράξη ερωτική που ούτε οι ποιητές καιρών αλλοτινών δεν άντεξαν ποτέ να περιγράψουν. Λέγεται πως ο πτερωτός Θεός Ύπνος επίσης ερωτεύθη τον Ενδυμίωνα και του εχάρισε την δυνατότητα να κοιμάται με τα μάτια ανοικτά. Υπάρχει ακόμη μία εκδοχή σύμφωνα προς την οποίαν ο Ζευς εχάρισε εις τον Ενδυμίωνα την δυνατότητα να ορίζει τον θάνατό του μέσα από τον αιώνιο ύπνο του. Η Σελήνη απέκτησε από τον Ενδυμίωνα πενήντα θυγατέρες.

Αλλά η Σελήνη ενώθη και με τον Θεό Δία και εγέννησε από αυτήν την ένωση την Πανδεία της οποίας το όνομα δηλώνει την λάμψη της πανσελήνου. Την Θεά Σελήνη την ερωτεύθη και ο Παν. Τις νύκτες, όταν η πανσέληνος βασιλεύει εις τους σκοτεινούς δρυμούς και τα ξέφωτα αυτά του Είναι από όπου δυνάμεθα να δούμε και να γνωρίσουμε τα όντα, και όταν των λύκων τα ουρλιαχτά ως να μας καλούν σε χώρες αλλόκοτες, σε πρωτόγνωρους τόπους ονείρου, ο Θεός Παν, παίζοντας με τον μαγικό του αυλό που εζήλεψε κάποτε ο Μότσαρτ και συνέθεσε ένα από τα αριστουργήματά του, ακόμη προσπαθεί να συγκινήσει με την μουσική του την σοφή Σελήνη που ομοιάζει να περισυλλέγει εντός της όλους τους απωλεσμένους έρωτες, όλους τους ανεκπλήρωτους πόθους.

Η άλλη αδελφή του Ηλίου, η ροδοδάκτυλη Ηώς, διακατέχεται από μία ερωτική ορμή τόσο έντονη που μας θυμίζει την Αφροδίτη ή τον Ωκεανό. Η Ηώς ενώνεται με τον ισόθεο Τιθωνό, άνακτα της Τροίας που μεταμορφώθη κατόπιν σε τέττιγα με τους ωραίους νέους Κλειτό και Κέφαλο, αλλά και με τον Θεό Αστραίο, τον πατέρα των αστεριών, από το σπέρμα του οποίου εγέννησε το πρωινό αστέρι που ονομάζεται Εωσφόρος (αυτός που, όπως και η μητέρα του κομίζει την αυγή, το πρώτο φως της ημέρας) και τους Ανέμους: τον Ζέφυρο, τον Βορέα, τον Νότο και τον Απηλιώτη ή Εύρο ή Αργέστη. Οι Θεοί αυτοί, αν και ισχυρότατοι, υπακούουν εις τον Άνακτα των Ανέμων που φέρει το όνομα Αίολος.

Ο Ήλιος, η Σελήνη και η Ηώς είναι τρία αδέλφια που επιτελούν τρία έργα διαφορετικά αλλά κάθε ένα εκ των οποίων συμπληρώνει και ολοκληρώνει τα άλλα.

Η Θεά Σελήνη, η οποία θεωρείται συγγενής προς την Αρτέμιδα, συνδέεται και με την Θεά Εκάτη που, όπως είδαμε, επίσης συγγενεύει προς την Αρτέμιδα. Να αναφέρουμε εδώ πως η Εκάτη είναι θυγατέρα της Αστερίας και του Περσαίου. Αλλά η Εκάτη θεωρείται επίσης θυγατέρα της Μεγάλης Μαίας, της Θεάς Νυκτός. Ο Ησίοδος μας διδάσκει (αλλά σε ένα απόσπασμα της "Θεογονίας" του τού οποίου, όπως επισημαίνει ο Παναγής Λεκατσάς, η γνησιότης έχει αμφισβητηθεί καθώς κάποιοι μελετητές διετύπωσαν την άποψη ότι πρόκειται περί Ορφικής παρεμβολής ενώ άλλοι επιμένουν ότι ανήκει εις τον Ησίοδο), πως η Εκάτη είναι μονογενής Θεά διακρίνοντάς την έτσι σαφώς από την Θεά Αρτέμιδα, την "δίδυμη" αδελφή του Απόλλωνος:

« ΟΥΤΩ ΤΟΙ ΚΑΙ ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ ΕΚ ΜΗΤΡΟΣ ΕΟΥΣΑ ΠΑΣΙ ΜΕΤ' ΑΘΑΝΑΤΟΙΣΙ ΤΕΤΙΜΗΤΑΙ ΓΕΡΑΕΣΣΙΝ ΘΗΚΕ ΔΕ ΜΙΝ ΚΡΟΝΙΔΗΣ ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΝ ΟΙ ΜΕΤ' ΕΚΕΙΝΗΝ ΟΦΘΑΛΜΟΙΣΙ ΙΔΟΝΤΟ ΦΑΟΣ ΠΟΛΥΔΕΡΚΕΟΣ ΗΟΥΣ. ΟΥΤΩΣ ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΣ, ΑΙ ΔΕ ΤΕ ΤΙΜΑΙ »

« Έτσι λοιπόν, αν και μονογενής είναι από την μητέρα της, ετιμήθη ανάμεσα εις τους Αθανάτους με τιμές ξεχωριστές. Του Κρόνου ο υιός (ο Ζευς) τροφό την έκανε των νέων που έχοντας γεννηθεί την νύκτα αίφνης τα μάτια τους εφώτισε της πολυδερκούς Ηούς το φως. Έτσι εξ αρχής κουροτρόφος ήταν και τιμές γι' αυτό απολάμβανε »

Όπως και η Άρτεμις, η Εκάτη έρχεται επίσης αρωγός εις τις επιτόκους γυναίκες. Έχει ιδιαίτερες σχέσεις με τους Θεούς της θαλάσσης αλλά και με τον Άρρητο, τον Ανείπωτο Κόσμο των Νεκρών. Με την προσωνυμία Προθυραία λατρεύεται ως Θεά που στέκει εμπρός από τις θύρες των οίκων των θνητών αλλά και ως αυτή που στέκει εις τα σταυροδρόμια, όπως ακριβώς ο Ερμής, ο Θεός του λυκαυγούς και του λυκόφωτος, που είναι επίσης υιός της Μαίας Νυκτός και συνδέεται με τον Κόσμο των νεκρών καθώς είναι ο Ψυχοπομπός θεός. Η Εκάτη προσφωνείται ακόμη με τα ονόματα Σκύλλα και Λύκαινα, ονόματα που φέρουν κάποια ζώα ιερά για την Αρτέμιδα και τον Απόλλωνα. Η Εκάτη δεν συνδέεται μόνον με την Σελήνη και την Αρτέμιδα αλλά και με την Θεά Περσεφόνη.

Πρέπει όμως να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν εκείνη η παρατήρησις του Καρλ Κερένυϊ, σύμφωνα προς την οποίαν η Άρτεμις δεν είναι σεληνιακή θεότης και οπωσδήποτε δεν ταυτίζεται με την Σελήνη. Υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα για να στηρίξουν και την μία άποψη και την άλλην.

Η Σελήνη, ως αδελφή του Ηλίου, δύναται να συνδεθεί με την Αρτέμιδα που μία ανάλογη αδελφική σχέσις την συνδέει με τον Θεό του Φωτός Απόλλωνα. Ο Ήλιος όμως έχει και μία αδελφή ακόμη την Ηώ, ενώ η Άρτεμις και ο Απόλλων δεν έχουν άλλον αδελφό ή αδελφή από την ίδια μητέρα. Η Άρτεμις δεν τεκνοποιεί ενώ η Σελήνη αποκτά πενήντα θυγατέρες μόνο από τον Ενδυμίωνα. Από την άλλη πλευρά, η μυστηριακή φύσις της Σελήνης φαίνεται να την συνδέει με την Αρτέμιδα που έχει έντονη παρουσία εις τα Μυστήρια της Ελευσίνος. Και οι δύο Θεές εμφανίζονται εις τις αναπαραστάσεις να κρατούν αναμμένη την δάδα τους. Και οι δύο θεές είναι κουροτρόφοι.

Από όλα αυτά, και από πολλά ακόμη, προκύπτει ότι η Άρτεμις έχει μία πλευρά σεληνιακή, και πρόκειται εδώ για την πλέον μυστηριακή πλευρά της Θεάς, χωρίς όμως οι δύο Θεές να ταυτίζονται απολύτως. Η ταύτισις των δύο Θεαινών άλλωστε θα εδύνατο να είναι καρπός και αποτέλεσμα της εσφαλμένης, τουλάχιστον εις το πλαίσιο της πολυθεϊκής συλλήψεως του Κόσμου, τάσεως να αναγνωρίζεται η ιδία θεότης πίσω από πολλούς διαφορετικούς Θεούς.

Με δύο διαφορετικούς Θεούς οι Έλληνες ουδέποτε εννόησαν δύο ακριβώς ίδιες Φυσικές Δυνάμεις ή δύο ακριβώς ίδιες Ιδέες. Αυτό το οποίον είναι, είναι το θεϊκό-συμπαντικό Ένα το οποίο διασπάται εις τα πολλά διανοίγοντας έτσι την δυνατότητα του Κόσμου. Ας μην είμεθα όμως υπερβολικά αναγωγικοί. Οι άλογες αναγωγές και οι ταυτίσεις είναι προϊόντα υπεραπλουστεύσεων που αρμόζουν περισσότερο εις την μονοθεϊα παρά εις την πολυθεϊκή σκέψη.

Έχοντας κατά νου λοιπόν την θεμελιώδη αυτήν αρχή του παγανισμού, ημπορούμε εις την συνέχεια να προχωρήσουμε και να ομιλήσουμε για μία βαθειά συγγένεια που συνδέει τις δύο διαφορετικές μεταξύ τους Θεές την Αρτέμιδα και την Σελήνη. Όταν όμως αποκαλούμε την Αρτέμιδα με το όνομα της Σελήνης, το κάνουμε μόνον ποιητική αδεία.

Η Άρτεμις είναι νυκτερόφοιτος, είναι Θεά δαδούχος που την νύκτα περιπλανάται εις τους δρυμούς και κατά την Ιερά Νύκτα της Ελευσίνος είναι πάντοτε παρούσα, είναι η Ιερά Άρκτος και η Έλαφος, είναι η Λέαινα που κυνηγά για να εξασφαλίσει την τροφή διότι είναι κουροτρόφος. Η Σελήνη συνδέεται περισσότερο με τον Ταύρο και την Αγελάδα.

Ας μην λησμονούμε ότι όταν ο Κάδμος αναζητούσε την αδελφή του Ευρώπη που είχε απαχθεί από τον Δία, έλαβε έναν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών σύμφωνα προς το οποίον έπρεπε, αφού διασχίσει την χώρα των Φλεγύων και την χώρα της Φωκίδος και συναντήσει τον ποιμένα Πελάγοντα με το κοπάδι του από βοοειδή, να ακολουθήσει εκείνην την αγελάδα από το κοπάδι που θα έφερε επάνω της τα σημάδια της Σελήνης. Ο Κάδμος ακολούθησε την συμβουλή του Απόλλωνος και οδηγήθηκε από την αγελάδα ως την Θήβα. Εκεί εθυσίασε την αγελάδα και ίδρυσε την Ακρόπολη των Θηβών. Η Σελήνη λοιπόν συνδέεται και με τα Μυστήρια των Καβείρων.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Αριστοτέλης 03


Ορισμένοι, όπως είδαμε, τόσο πολύ νικήθηκαν από τη δυσκολία να ερμηνεύσουν την κίνηση, ώστε κατέληξαν στο απελπισμένο τέχνασμα να αρνηθούν την ύπαρξη τους. Ο ίδιος ο Πλάτων (αν και υπάρχουν χωρία στους τελευταίους του διάλογους που δείχνουν ότι το θέμα τον ανησυχούσε) αναγκάστηκε, από το γεγονός ότι ο κόσμος μεταβάλλεται, να δηλώσει ότι ο κόσμος είναι σαν πραγματικός και ότι πρέπει να αναζητήσουμε την πραγματικότητα σε μια σφαίρα υπερβατική χωρίς φυσική κίνηση και μεταβολή. Με την εγκάρδια λοιπόν αποδοχή της κίνησης, στην οποία τον οδηγούσε η πιο επιστημονική (και ειδικότερα βιολογική) νοοτροπία του, έθεσε ο Αριστοτέλης στον εαυτό του την υποχρέωση να απαντήσει σε όσους, όπως ο Παρμενίδης, είχαν δηλώσει πως η κίνηση δεν υπάρχει. Το δίλημμα του Παρμενίδη ήταν, όσο και οτιδήποτε άλλο, συνέπεια της ανωριμότητας της γλώσσας και της λογικής στην εποχή του, και την οδό διαφυγής την είχε κιόλας υποδείξει ο Πλάτων. Ο Αριστοτέλης παράφρασε το δίλημμα ως εξής: Δεν υπάρχει γίγνεσθαι, γιατί ούτε αυτό που είναι θα γίνει (γιατί είναι κιόλας), ούτε κάτι μπορεί να γίνει (= υπάρξει), εφόσον δεν είναι. Ο Πλάτων είχε δείξει ότι αυτό το δίλημμα εξακολουθούσε να υπάρχει, γιατί δεν ήμασταν σε θέση να αντιληφθούμε ότι το ρήμα «είμαι» έχει δύο τελείως διαφορετικές σημασίες, (α) υπάρχω, (β) είμαι κάτι (είμαι άνθρωπος, είμαι θερμός κλπ.). Στηριζόμενος σε αυτό ο Αριστοτέλης εισήγαγε ως λύση τη διπλή έννοια του όντος, τη δυνητική και την πραγ­ματική, μια διάκριση που τόσο σταθερά χρησιμοποιείται σήμερα, ώστε είναι δύσκολο να θυμηθούμε πόση σκέψη χρειάστηκε για να στρωθεί ο δρόμος ο σχετικός.

Η παλιά αντίθεση ανάμεσα στο «τι υπάρχει» και στο «τι δεν υπάρχει» δεν αντιπροσωπεύει, λέει ο Αριστοτέλης, τη σωστή θέση. Βέβαια όπου δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει κάτι. Κανείς Έλληνας δεν θα αρνιόταν την αλήθεια του ρητού «ex nihilo nihil», και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που θεωρούσαν το σύμπαν αιώνιο. Αυτό όμως δεν είναι το θέμα μας. Το έμβρυο «δεν είναι» άνθρωπος. Η κρίση δεν σημαίνει ανυπαρξία του εμβρύου, αλλά μάλλον το θετικό γεγονός ότι εδώ έχουμε ένα τμήμα ύλης τέτοιας φύσεως που να μπορεί να μετατραπεί σε άνθρωπο. Με άλλα λόγια αποτελεί δυνητικά άνθρωπο. Με δεδομένη την ανάλυση των συγκεκριμένων όντων σε υποκείμενο (= ύλη) και μορφή, θα μπορούσε να πει ο Αριστοτέλης ότι το ον αυτό αποτελείται από ένα υποκείμενο που τη στιγμή εκείνη «έχει στέρηση»*16 της μορφής του ανθρώπου. Και αυτό δεν αποτελεί καθαρά αποφατική κρίση, αλλά ενυπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η μορφή. Βλέπει όλη τη φύση με τα μάτια ενός τεχνολόγου, και εδώ πάλι προέχει η έννοια της λειτουργίας.

Λειτουργία του οφθαλμού π.χ. είναι η όραση. Με αριστοτελικούς όρους, το μάτι δεν έχει πραγματοποιήσει τη μορφή του και δεν λειτουργεί στην πράξη, αν δεν βλέπει. Αν λοιπόν ένα μάτι είναι τυφλό, χαρακτηρίζεται από τη στέρηση της όρασης. Η κρίση δεν μπορεί να ισχύσει σωστά για το φύλλο ενός φυτού, κι ας μη βλέπει περισσότερο από το τυφλό μάτι ενός νεογέννητου γατιού, γιατί δεν είναι δουλειά του να βλέπει. Αν από την άλλη ένα φυτό μεγαλώνει στο σκοτάδι και τα φύλλα του είναι ασπριδερά, σωστά θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζονται από τη στέρηση του πράσινου χρώματος, γιατί είναι στη φύση τους να γίνουν πράσινα. Η μορφή αποτελεί την ουσία ή την αληθινή φύση ενός όντος και η πλήρης κατοχή της μορφής εξισώνεται προς τη σωστή εκτέλεση της λειτουργίας.

Οι δύο έννοιες που εδώ περιγράψαμε, α) η σύμφυτη μορφή, και β) η έννοια του «δυνάμει καί εντελέχεια είναι», συνδέονται έτσι στενά. Η άποψη ότι τα φυσικά όντα προχωρούν από το δυνητικό στο πραγματικό χάρη στην ίδια τους τη δυναμική φύση δεν μπορεί να διαχωριστεί μέσα στο νου μας από την ανάλυση των πραγμάτων, αν τα πάρουμε όπως είναι, η οποία ανάλυση αποκαλύπτει την ανάγκη να υπάρχει ένα ακαθόριστο «υποκείμενο» ικανό να διαμορφωθεί σε ποικίλους βαθμούς χάρη σε ιδιότητες που είναι καθαυτές μη μεταμορφώσιμες. Το ένα μπορεί να παραβληθεί προς τη στιγμιαία ακτινογραφία των ακτινών Χ. Το άλλο αποτελεί ερμηνεία της πορείας. Εφόσον όμως κατά την Αριστοτέλεια αντίληψη τα φαινόμενα που πρώτιστα απαιτούν ερμηνεία είναι η μεταβολή και η κίνηση, η δυναμική άποψη για τη φύση - αυτή που μας δίνουν οι όροι «δύναμις» και «ενέργεια» — κυριαρχεί στο σύστημα και βοηθεί πάρα πολύ αυτόν που την επινόησε να διαμορφώσει θεωρίες ανάλογες για κάθε κλάδο της γνώσης.

Μπορούμε τώρα να πλησιάσουμε το πρόβλημα του αριστοτελικού θεού και τη σχέση Θεού και κόσμου. Ο Πλάτων στα γηρατειά του, όπως είδαμε, όρισε τον Θεό ως ψυχή και την ψυχή ως «το εαυτό κινούν». Ο Αριστοτέλης ξεκίνησε από εκεί, αλλά δεν μπορούσε να μείνει εκεί, εφόσον η ιδέα αυτή δεν ικανοποίησε τον συνειδησιακό του ορθολογισμό. Ο θεός του δεν αποτελούσε αρχικό αίτημα, αλλά το τελικό βήμα σε μια αλυσίδα επιχειρημάτων που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατη η έννοια του αυτοκινούμενου. Αυτό το επιχείρημα από την κίνηση μπορεί να φαίνεται ελάχιστα σχετικό προς οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ως θεολογία, αλλ’ όμως είναι ουσιώδες για την κατανόηση της περίεργης φύσης της Αριστοτελικής θεότητας.

Για κάθε μεταβολή πρέπει να υπάρχει εξωτερική αιτία. Ξέρουμε ότι η φύση καθενός περιέχει μια έμφυτη τάση ή ικανότητα για μεταβολή και ανάπτυξη προς κάποια κατεύθυνση, και γι' αυτό καλείται «δύναμις». Είναι μια δύναμη που ανταποκρίνεται στο σωστό ερέθισμα, αλλά δεν αποτελεί επαρκή ερμηνεία της μεταβολής που πραγματοποιείται. Η μεταβολή απαιτεί ένα εξωτερικό αίτιο ή ένα ερέθισμα, χωρίς το οποίο η εσωτερική δυνατότητα θα παραμείνει υπνώττουσα. Κάτι άλλο πρέπει να ενεργήσει μαζί με την τριπλή ικανότητα, δηλ. το ποιητικό αίτιο (που δίνει την κίνηση), το μορφικό αίτιο (γιατί στα έμψυχα όντα το ξεκίνημα πρέπει να προέλθει από ένα μέλος του ίδιου γένους) και το τελικό αίτιο (που αναπαριστά τον σκοπό προς τον οποίο κατευθύνεται η ανάπτυξη). Δεν υπάρχει παιδί χωρίς φυσικούς γονείς ή σπόρος που να μην προέρχεται από ώριμο φυτό.

Το αδύνατο της μεταβολής που έχει αιτία τον εαυτό της προκύπτει από την παράθεση δύο κρίσεων. Πρώτα-πρώτα η μεταβολή ή κίνηση αποτελεί πορεία ή, με αριστοτελικούς όρους, όσο διαρκεί η πορεία, η δυνατότητα για την οποία μιλούμε δεν έχει ολοκληρωμένα πραγματωθεί. Κατά δεύτερο λόγο, αυτός που κινεί πρέπει έχει κιόλας στην κατοχή του τη μορφή ή την πραγματικότητα προς την οποία κινείται το μεταβαλλόμενο αντικείμενο. Για να γεννηθεί ένας άνθρωπος, θα πρέπει να υπάρχει ενήλικας• για να ζεσταθεί ένα υγρό μέχρι κάποια θερμοκρασία, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που έχει κιόλας φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία ή την έχει ξεπεράσει. Η άποψη λοιπόν ότι κάτι αποτελεί αιτία της δικής του κίνησης, αν μεταφραστεί σε Αριστοτελικούς όρους, θα σήμαινε ότι είναι ταυτόχρονα δυνητικό και πραγματικό, όσον αφορά την ίδια συγκεκριμένη μεταβολή• πράγμα που είναι άτοπο.

Αυτό το αίτημα του έξωθεν κινούντος ικανοποιείται για κάθε συγκεκριμένη μεταβολή μέσα στα όρια του φυσικού κόσμου. Πρέπει όμως να ικανοποιηθεί και για το Σύμπαν ως σύνολο. Πρέπει να υπάρχει ένα αίτιο εκτός του κόσμου και, εφόσον το κοσμικό πλαίσιο είναι αιώνιο, πρέπει και η αιτία να είναι αιώνια. Αναζητούμε ένα τέλειο ον, το «άριστον», με βάση το οποίο κρίνεται το «κρείττον» και το «χείρον» σε αυτόν τον κόσμο της ύλης και της ατέλειας, μια πρώτη δηλ. αιτία στην οποία τελικά οφείλουν την κίνηση τους όλες οι αιτίες της μεταβολής και της κίνησης μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια αιτία πρέπει να υπάρχει που να κρατεί σε κίνηση τα περιστρεφόμενα ουράνια σώματα, από την κανονικότητα των οποίων εξαρτάται η σωστή διαδοχή ημέρας και νύχτας, θέρους και χειμώνα και επομένως τελικά η ζωή όλων των όντων πάνω στη γη. Όντας αιώνια η αιτία αυτή και τέλεια, δεν περιέχει στοιχεία μη πραγματοποιημένης δυνατότητας, και γι’ αυτό δεν μπορεί να κινείται με τη φιλοσοφική έννοια, δηλ. να προχωρεί από το «δυνάμει» στο «ενεργεία (εντελέχεια) είναι». Φτάνουμε έτσι στην έννοια του Θεού ως του Κινούντος Ακινήτου.

Πριν δούμε τη φύση αυτού του θεϊκού όντος, ίσως διασαφήσουμε περισσότερο τα πράγματα, αν δώσουμε μια σύντομη περιγραφή του διαγράμματος του αριστοτελικού σύμπαντος. Είναι σφαιρικό, με τους απλανείς στην περιφέρεια της και τη γη, σφαιρική και αυτή, ακίνητη στο κέντρο. Στο εσωτερικό της εξώτατης σφαίρας βρίσκονται, η μία μέσα στην άλλη, οι σφαίρες που μεταφέρουν τους πλανήτες, τον ήλιο και τη σελήνη. Αυτές οι σφαίρες αποτελούνται από το πέμπτο στοιχείο (ή «πεμπτουσία»), συγκεκριμένα τον αιθέρα, μια ουσία αόρατη, καθαρότερη από τη φωτιά. Τα αστέρια και οι πλανήτες έχουν στερεωθεί σε κάποιο σημείο στις αντίστοιχες σφαίρες τους και περιστρέφονται με την περιφορά της όλης σφαίρας. Κάθε σφαίρα περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα και η φαινομενικά ακανόνιστη κίνηση των πλανητών εξηγείται με την υπόθεση ότι οι σφαίρες τους δεν περιστρέφονται γύρω από τους ίδιους άξονες ή με τις ίδιες ταχύτητες προς την εξώτερη σφαίρα των απλανών, και από το ότι κάθε σφαίρα μεταδίδει την κίνηση της στη σφαίρα που είναι αμέσως μέσα της. Έτσι η κίνηση όλων των σφαιρών, εκτός της σφαίρας της εξώτατης περιφέρειας, αποτελεί συνδυασμό της δικής τους περιστροφής με τις κινήσεις των σφαιρών που βρίσκονται επάνω τους• και έξυπνες μαθηματικές λύσεις προτάθηκαν από τους αρχαίους αστρονόμους, για να εξηγηθούν οι προφανείς κινήσεις με βάση αυτή την υπόθεση. Αυτή την υπαγωγή των εμφανώς ακανόνιστων κινήσεων των πλανητών σε ένα συνδυασμό κυκλικών κινήσεων, σαν τις κινήσεις που μπορούμε να έχουμε στο εσωτερικό μιας ομάδας σφαιρών που περιστρέφονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διατήρησαν οι Ευρωπαίοι αστρονόμοι ως τα χρόνια του Kepler.

Κάτω από τις ουράνιες σφαίρες του αιθέρα βρίσκονται οι υποσελήνιες περιοχές των κατώτερων στοιχείων (γη, νερό, αέρας και φωτιά). Κάθε στοιχείο έχει φυσική κίνηση, από τις οποίες η του αιθέρα είναι κυκλική και οι των ζευγών γη-νερό, αέρας-φωτιά προς τα κάτω και προς τα πάνω αντίστοιχα. Έτσι το βάρος και η ελαφρότητα ερμηνεύονται ως εσωτερικές «δυνάμεις» μέσα στα ίδια τα στοιχεία.

Απομένει μόνο να προσθέσουμε ότι ο αιθέρας, όπως στην παμπάλαιη ελληνική αντίληψη, είναι ζωντανός και έχει αίσθηση, είναι πράγματι θεϊκός, το ίδιο και οι σφαίρες και τα ουράνια σώματα που αποτελούνται από αιθέρα, ή από μείγμα αιθέρα και φωτιάς.

Για να ξαναγυρίσουμε στον υπέρτατο θεό, δείξαμε ότι πρέπει να είναι ακίνητος, αιώνιος και τέλειος. Έπεται πως πρέπει να είναι αυλός. Επί πλέον, αν βρίσκεται εκτός κινήσεως και τίποτε μέσα του δεν είναι «δυνάμει», θα πρέπει να είναι καθαρή «ενέργεια». Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, με την έμφαση που δίνει στην έννοια της λειτουργίας, η απόκτηση της μορφής, ως στατικής κατάστασης ή δομής, δεν αποτελεί ακόμα το υψηλότερο στάδιο υπάρξεως για οτιδήποτε. Το στάδιο αυτό δεν συνίσταται στην κατοχή των δυνατοτήτων, αλλά στην άσκηση τους. Αυτό είναι η «ενέργεια» . Ενώ «κίνησις» είναι η κοπιώδης πορεία της ανάπτυξης, της πραγμάτωσης, η «ενέργεια» είναι η ακώλυτη ροή της δραστηριότητας που καθίσταται δυνατή, άπαξ και επιτευχτεί η πραγμάτωση. Έτσι η έννοια του Θεού ως ακίνητης - ή αμετάβλητης - καθαρής μορφής, αν και παραμένει μη ικανοποιητική - για πολλούς λόγους - για το θρησκευτικό πνεύμα, δεν είναι και τόσο ψυχρή και στατική, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ως καθαρή πραγματικότητα είναι ο Θεός, αν και δεν περιέχει «κίνησιν», αιωνίως ενεργός με μία δραστηριότητα που δεν κουράζει, αλλά είναι πάντα ευχάριστη. Η ουσιώδης ιδιότητα του είναι η ζωή.

Σε τι λοιπόν συνίσταται η δραστηριότητα του; Αιωνίως σκέπτεται (νοεί). Σε μια γλαφυρή του φράση που αποτελεί τη σπάνια ανταμοιβή μας για το ότι κατέχουμε μόνο τις σημειώσεις του Αριστοτέλη και όχι τα δημοσιευμένα του έργα, ανακεφαλαιώνει το πιστεύω του ως φιλοσόφου: «Ζωή είναι η ενέργεια του νου». Νους είναι η ζωή στην ύψιστη εκδήλωσή της. Δεν ταυτίζονται με τον «συλλογισμόν», την πορεία για τη λογική κατάκτηση των πραγμάτων βήμα βήμα. Τέτοια είναι η «κίνησις», πορεία από τη δυνητικότητα στην πραγματικότητα, που είναι απαραίτητη για το ατελές πνεύμα των ανθρώπινων όντων, αν πρόκειται να ανταμειφθούν κάποτε, όπως ίσως συμβεί μετά από αρκετή σωστά κατευθυνόμενη προσπάθεια, με την ξαφνική αστραπιαία λάμψη, της σύνολης αλήθειας, στην οποία φτάνει ο ανόθευτος «νους». Ο Θεός, όπως ξέρουμε, δεν περνά από εξελικτικές πορείες. Είναι καθαρός νους που μπορεί μέσα σε μια μόνο στιγμή να δει το όλο βασίλειο του όντως όντος, και αυτό πράττει αιωνίως.

Πρόκειται για λαμπρή σκέψη, αλλ’ ατυχώς δεν τελειώσαμε με τη φιλοσοφική συνείδηση. «Το όλο βασίλειο του όντως όντος» - ναι, αλλά τι αποτελεί αυτό το βασίλειο; Το συμπέρασμα είναι ότι το μόνο πιθανό αντικείμενο της αιώνιας σκέψης του Θεού είναι ο εαυτός του, το μόνο πλήρες και τέλειο όν. Δεν υπάρχει τρόπος να περιλάβει στη σκέψη του τα πλάσματα του φυσικού κόσμου, χωρίς να εγκαταλείψει το αρχικό αίτημα από το οποίο εξαρτάται όλη του η φύση. Δεν θα μπορούσε να ελευθερωθεί από την «κίνησιν», αν έστρεφε τη σκέψη του σε αντικείμενα που τα ίδια υπόκεινται στην «κίνησιν». Έτσι αποκλείεται κάθε δυνατότητα θείας πρόνοιας. Ο Θεός δεν μπορεί να νοιάζεται για τον κόσμο: δεν ξέρει καν την ύπαρξη του. Ο άγιος Θωμάς προσπάθησε να απαλύνει αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζοντας ότι η θεϊκή αυτογνωσία πρέπει να περιέχει και γνώση του κόσμου, που Του οφείλει την ύπαρξη του, αλλ’ όπως λέει ο Sir David Ross: «Αυτό αποτελεί πιθανό και καρποφόρο συλλογισμό, αλλά δεν τον υιοθετεί ο Αριστοτέλης».

Ποια λοιπόν είναι η σχέση του Θεού με τον κόσμο και κατά ποια έννοια είναι Αυτός η αιτία του; Είναι ο Θεός ο αναγκαίος εξωτερικός σκοπός της τελείωσης, χωρίς την οποία όλη η «δύναμις» στη φύση θα παρέμεινε βυθισμένη στην αδράνεια. Τυλιγμένος σε αιώνια αυτοπαρατήρηση προκαλεί με την απλή του παρουσία τις κρυφές δυνάμεις της φύσης, που αγωνίζονται με τους ποικίλους τρόπους των να φτάσουν στη μορφή και να εκπληρώσουν τις δικές τους ακριβώς δραστηριότητες, μιμούμενες στις δικές τους ειδικές σφαίρες τη μόνη καθαρή μορφή και το αιωνίως ενεργό όν. Ο Θεός δεν πορεύεται έξω, προς τον κόσμο, αλλ' ο κόσμος δεν μπορεί παρά να πορευτεί έξω, προς τον Θεό. Αυτή είναι η σχέση τους, που την ανακεφαλαιώνει μια άλλη έμφορτη φράση: «(Ο Θεός) κινεί όπως ένα ον που έχουμε ερωτευτεί»*21. Στα πλάσματα που έχουν αίσθηση η επιθυμία είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνειδητή και κυριολεκτική. Στις κατώτερες τάξεις της φύσης ίσως μόνο αναλογικά μπορεί να ονομαστεί επιθυμία. Αλλά παντού βρίσκεται η ίδια θεμελιώδης δύναμη, η «δύναμις» της φύσης να αναπτυχθεί ως την ωριμότητα, να πάρει τη μορφή που πρέπει και να επιτελέσει την οφειλόμενη λειτουργία. Και οι βιολογικές σπουδές του Αριστοτέλη τον είχαν διδάξει ότι δεν υπάρχει αυστηρή και σταθερή γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στις ικανότητες των διάφορων τάξεων της φύσης, όπως δεν υπάρχουν σταθερές και αυστηρές γραμμές ανάμεσα στα γένη. Αν και δεν είναι οπαδός της εξελίξεως σημειώνει - ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων του πάνω στη θαλάσσια ζωή - ότι σαφώς δεν υπάρχει προσδιορίσιμη γραμμή διαχωρισμού μεταξύ φυτών και ζώων για μερικά πλάσματα είναι δύσκολο να πεις σε ποια τάξη ανήκουν. Τέτοιες παρατηρήσεις πρέπει να διευκόλυναν το αίτημα του για μια μόνη εσωτερική δύναμη, ή élan, που διαπερνά όλη τη φύση, και αυτήν που έχει αίσθηση και αυτήν που δεν έχει.

Ίσως μας δυσαρεστούν τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε ο Αριστοτέλης, αλλά είναι δύσκολο να μη θαυμάσουμε τη συνέπεια της σκέψης του. Στη θεολογική κορύφωση του συστήματος του φτάνει με το να εφαρμόζει τις ίδιες θεμελιώδεις αρχές σταθερά στο όλο του σύστημα. Στην έμψυχη δημιουργία, όπως είδαμε, οι κυριότερες πλευρές του γονέα ως αιτίες είναι η τυπική και η τελική. Είναι αναγκαίος πάνω απ’ όλα για το ότι προσφέρει το παράδειγμα του πλήρως σχηματισμένου πλάσματος προς το ποίο θα συμμορφωθεί το γεννώμενο. Εφ όσον το γεννώμενο δημιουργείται «εν χρόνω», ο γονέας θα πρέπει να ενεργήσει και ως ποιητική αιτία• πρέπει να υπάρξει μια αρχική ενέργεια συλλήψεως. Αλλά μετά απ’ αυτό θεωρητικά δεν χρειάζεται να φροντίσει για το νέο πλάσμα, του οποίου η εσωτερική «δύναμις» θα εξασφαλίσει τη συνεχή του ανάπτυξη, αρκεί μόνο να υπάρχουν τα τέλεια μέλη του είδους, για να προσφέρουν το πρότυπο. Η σχέση του Θεού προς τον κόσμο είναι ίδια, με την αναγκαία διαφορά ότι, εφόσον ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε κάποτε αλλά είναι σύγχρονος του χρόνου, δεν χρειάζεται αρχική ενέργεια για τη δημιουργία του κόσμου «εν χρόνω» και απορρίπτεται η τελευταία σκέψη που θα δικαιολογούσε το να δείξει ο Θεός ένα στιγμιαίο έστω ενδιαφέρον για τον κόσμο. Δεν είναι όμως λιγότερο αναγκαίος για την ύπαρξη του κόσμου, με ένα τρόπο που τώρα γίνεται σαφής. Για να θυμηθούμε το απόφθεγμα του Cornford, μπορούμε να πούμε ότι στον Αριστοτέλη «η φιλοσοφία της έφεσης αγγίζει την τελική της κορύφωση».


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Αριστοτέλης 02


Το ερώτημα που μπορεί και πρέπει να απαντήσει η φιλοσοφία είναι: «Γιατί;» Δεν αρκεί να απαντή­σουμε στο ερώτημα «Πώς;» Για να μιλήσουμε πιο αυστηρά, μπορούμε να πούμε ότι η διαρκής κληροδοσία του πλατωνισμού στον Αριστοτέλη ήταν διπλή, αν και οι δύο της πλευρές συνδέονται εσωτερικά. Ό,τι ανέλαβε και διατήρησε ήταν: (α) η τελεολογική άποψη• (β) η πεποίθηση ότι η πραγματικότητα έγκειται στη μορφή.

Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη συναίσθηση ότι η μορφή είχε την υπέρτατη σημασία, στην οποία μορφή, όπως είδαμε, ήταν φυσικό για τους Έλληνες να περικλείουν και τη λειτουρ­γία. Το να ξέρουμε την ύλη από την οποία είχε προέλθει κάτι αποτελούσε μόνο δευτερεύουσα γνώση, εφόσον από την ίδια αρχική ύλη είχαν προέλθει και άλλα πράγματα που είχαν δια­φορετικά εξελιχτεί, ενώ το να κατανοήσεις κάτι σήμαινε να δείξεις γυμνά τα χαρακτηριστικά που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα. Ο ορισμός λοιπόν πρέπει να δηλώνει τη μορφή στην οποία είχε φτάσει. Σε αυτό, κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έγκειται η ουσία του. Αυτό το ερώτημα να ζητούμε την ουσία των πραγμάτων στο «από τι προέρχον­ται» ή «σε τι καταλήγουν» μας εισάγει σε μια θεμελιακή διά­σπαση θεώρησης που υπάρχει και στον σημερινό κόσμο, όσο και στον αρχαίο, μεταξύ των απλών ανθρώπων, όπως και με­ταξύ των φιλοσόφων. Ξέροντας ότι ο άνθρωπος εξελίχτηκε από κατώτερες μορφές ζωής, είναι φυσικό μερικοί από μας να λένε ότι ο άνθρωπος «δεν είναι στο κάτω κάτω παρά» ένας πίθηκος ή και ένα κομμάτι από πρωτόπλασμα που συνέβη να ακολουθήσει μια κάποια κατεύθυνση. Για άλλους η ουσία του ανθρώπου συνίσταται στις ιδιότητες που τον κάνουν να ξεχω­ρίζει σήμερα από τις κατώτερες μορφές ζωής, στις οποίες ανή­καν οι προγονοί του. Δεν βλέπουν τι άφησε πίσω αλλά τις δυνατότητες του, και σημερινές και μελλοντικές. Ό,τι σήμερα μπορεί να κάνει, αυτό είναι το σημαντικό - η λειτουργία του, που εξαρτάται από τη μορφή του. Το έσχατο επιχείρημα που βαραίνει στην εκλογή πιθανόν δεν είναι ορθολογικό και είναι - πασίγνωστο! - αδύνατο για τη μια πλευρά να πείσει με επι­χειρήματα την άλλη.

Εδώ λοιπόν συναντάμε έναν άνθρωπο με πεποίθηση εξίσου ισχυρή όσο και ο Πλάτων και για τα δύο, και για το ότι η γνώση είναι δυνατή και για το ότι πρέπει να είναι γνώση της μορφής και όχι της ύλης. Όμως από αυτές τις μείζονες ο Πλά­των, όπως ξέρουμε, συμπέρανε ότι η μόνη δυνατή ερμηνεία ήταν η προϋπόθεση της υπάρξεως ενός κόσμου υπερβατικών και απόλυτων μορφών, που εν μέρει και παροδικά πραγματο­ποιούνται στον κόσμο της φύσης. Αυτό δεν ανεχόταν ο κοινός νους του Αριστοτέλη, γιατί η σχέση ανάμεσα στους δύο κό­σμους, η αιτιολόγηση των Ιδεών, έμενε ανεξήγητη. Πάνω απ' όλα δεν βοηθούσαν στο να ερμηνευτεί αυτό που υπήρξε η κύ­ρια δυσκολία της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας και που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως το μόνο πράγμα που πάνω απ' όλα χρειαζόταν ερμηνεία• δηλαδή τα φαινόμενα της κίνησης και της μεταβολής. Γι' αυτό και τις αντέκρουσε, αλλά η δυσκολία που είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν μπορούμε να πούμε ότι παρέμενε. Πώς να φέρεις μέσα στην περιοχή της φιλοσοφικής γνώσης έναν κόσμο ασταθών φαινομένων, που συνεχώς μετα­βάλλεται, που δημιουργείται και φθείρεται πάλι, που δεν εί­ναι ο ίδιος για δύο διαδοχικά χρονικά σημεία; Πού βρίσκεται αυτή η σταθερότητα που, όπως είδαμε στην αρχή, αναζητεί ο ανθρώπινος νους;

Η απάντηση του Αριστοτέλη βρίσκεται σε δύο σχετικές έν­νοιες θεμελιώδεις για τη φιλοσοφία του:

α) την έννοια της σύμφυτης μορφής•

β) την έννοια της δυνατότητας («δύναμις»).

α) Σύμφυτη μορφή. Με γενικούς όρους, η άποψη του Αρι­στοτέλη είναι ότι, αν και με πρώτη ματιά ο κόσμος φαίνεται να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και δεν προσφέρει σταθερές αλήθειες τέτοιες που να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της επιστημονικής σκέψης, όμως ο φιλόσοφος μπορεί, σε μια νοητική πορεία, να αναλύσει αυτή τη συνεχή παλίρροια και θα βρει ότι σε αυτήν υπόκεινται κάποιες βασικές αρχές ή στοιχεία που δεν αλλάζουν. Δεν είναι μια σειρά από ουσίες που υπάρχουν χωριστά από τον αισθητό κόσμο, αλλά ενυπάρ­χουν και κατανοούνται χωριστά από τα υλικά αντικείμενα. Δεν μεταβάλλονται και αποτελούν τα αντικείμενα της ορθής φιλοσοφίας.

Καθώς προχωρούμε στο ερώτημα ποιες είναι αυτές οι αρ­χές, θα πρέπει να θυμηθούμε το αρχικό αίτημα του κοινού νου κατά τον Αριστοτέλη ότι μόνο τα επιμέρους αισθητά αντικεί­μενα έχουν ατομική ύπαρξη*6 - αυτός ο άνθρωπος, αυτό το άλογο, όπως λέει. Η όλη έρευνα γίνεται για να κατανοήσουμε αυτό το ατομικό αντικείμενο. Για να πραγματοποιήσουμε αυ­τό, θα πρέπει να αντιληφθούμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με αυτό, πρέπει να ορίσουμε την τάξη στην οποία ανήκει, να αναλύσουμε την εσωτερική του δομή που βάσει της λογικής υποθέτουμε ότι έχει. Παρουσιάζεται λοιπόν ο φιλόσοφος να εξετάζει τα γύρω του πράγματα σε μια προσπάθεια να συλλά­βει με την αφαίρεση, με τη βοήθεια αρχικά μιας επαγωγικής ανάλυσης, ορισμένες κοινές αρχές που υπάρχουν (δεν είναι απλώς νοητικές αφαιρέσεις), υπάρχουν όμως μόνο στα συγκε­κριμένα αντικείμενα. Μπορούμε παρ’ όλ’ αυτά να τα αντιμε­τωπίσουμε χωριστά με τη νοητική μας μέθοδο και έτσι ιδωμέ­να θα ερμηνεύσουν τη φύση του ίδιου του συγκεκριμένου αν­τικειμένου.

Από αυτή την άποψη κάθε χωριστό αντικείμενο του φυσι­κού κόσμου αποκαλύπτεται σύνθετο. Στην πράξη μπορούμε να το ονομάσουμε συγκεκριμένο αντικείμενο• η αντίστοιχη λα­τινική λέξη (concretimi) σημαίνει «συνενωμένο» και αποτελεί μετάφραση του ελληνικού όρου που χρησιμοποιεί για ένα τέ­τοιο αντικείμενο ο Αριστοτέλης.*7 Αποτελείται σε κάθε δεδο­μένη στιγμή από ένα υπόστρωμα, που ονομάζεται ύλη του, που έχει διαμορφωθεί, και κυριαρχείται, από μια μορφική φύση. Εφόσον τα αισθητά μεταβάλλονται (και τη μεταβολή θεωρούσαν οι αρχαίοι ως κάτι που συνέβαινε ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή άκρως αντίθετα - από μαύρο σε άσπρο, από ζεστό σε ψυχρό, από μικρό σε μεγάλο κ.ο.κ.), ο Αριστοτέλης έκαμε χρήση του όρου που οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι εχρησιμοποίησαν, και αποκάλεσαν - και εκείνοι - τις μορφές «εναντία». Ο λόγος για τον οποίο οι πρόδρομοι του βρήκαν το πρόβλημα της μεταβολής τόσο δύσκολο να ερμηνευθεί λογικά, είπε, ήταν ότι συζητούσαν σαν να επιζητούσαν τη συναίνεση των άλλων στην άποψη τους ότι αυτές οι αντίθετες ιδιότητες μπορούσαν να μεταβληθούν η μία στην άλλη. Έκαμαν σύγχυ­ση της κρίσης «αυτό το ψυχρό αντικείμενο ζεστάθηκε» και της κρίσης «η θερμότητα έγινε ψύχος». Η δεύτερη κρίση αποτελεί παραβίαση του νόμου της αντιφάσεως και είναι αδύνατη, όπως ο Παρμενίδης πολύ έξυπνα είχε παρατηρήσει. Από εδώ προκύπτει η ανάγκη να αξιώσουμε την ύπαρξη υποστρώμα­τος,*8 που είναι καθαυτό (αν και βέβαια ποτέ δεν υπάρχει γυμνό και μόνο του) χωρίς καμιά ιδιότητα. Με δεδομένο το υποκείμενο - με δεδομένη δηλαδή τη, θεωρούμενη ως ουσια­στική, διάκριση μεταξύ ουσίας και ιδιότητας (κατηγορήματος) - μπορούμε να εξηγήσουμε κάποια εξελικτική πορεία - π.χ. την ψύχρανση, το ξεθώριασμα ή το θάνατο - με το να πούμε όχι ότι η θερμότητα, το βαθύ χρώμα ή η ζωή μεταβλήθηκαν στο αντίθετο της, το ψύχος, το ανοικτό χρώμα, το θάνατο, αλλ' ότι η θερμότητα, το βαθύ χρώμα ή η ζωή εγκατέλειψαν το συγκεκριμένο αντικείμενο και αντικαταστάθηκαν σε αυτό από κάτι άλλο. Τη διάκριση είχε τονίσει ο Πλάτων, που μιλάει στον «Φαίδωνα» για τη διανοητική σύγχυση που προκύπτει από την υποκατάσταση των «πραγμάτων που έχουν αντίθετες ιδιότητες» με τα αντίθετα καθαυτά. Αλλ' η λύση του Αρι­στοτέλη διέφερε από την πλατωνική ως προς αυτή την ουσια­στική άποψη, ότι δηλ., ενώ ο Πλάτων θεωρούσε ζωτικό να επιβεβαιώσει την ύπαρξη των «ειδών» χωριστά και καθαυτά, καθώς ταυτόχρονα με κάποιο μυστηριώδη τρόπο «διείσδυαν» στα συγκεκριμένα όντα που τα αποκαλούμε με το όνομα τους, για τον Αριστοτέλη τα «είδη» βρίσκονται πάντοτε μέσα σε κά­ποιο φυσικό σώμα.

β) «Δύναμις», «δυνάμει είναι» (= δυνατότητα). Καθώς εισά­γουμε την έννοια αυτή, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να πούμε ότι η τελολογία, όπως την καταλάβαιναν ο Πλάτων και ο Αριστο­τέλης, ζητούσε την ύπαρξη ενός «τέλους» (= σκοπού), δηλαδή μιας τελειότητας που κάτω από την επιρροή της θα τελείται η δραστηριότητα του φυσικού κόσμου. Αυτή δεν προϋποθέτει αναπόφευκτα την έννοια της οργανωμένης προόδου. Η οργα­νωμένη πρόοδος είναι έννοια απολύτως νοητή και χωρίς δη­λαδή την υπόθεση ότι η τελειότητα, ή ο σκοπός, στην οποία τείνει υπάρχει κιόλας κάπου. Αυτή την ιδέα πράγματι υπο­στηρίζει ένας σύγχρονος βιολόγος της εξέλιξης, ο Julian Hu­xley. Αλλ' ο πλατωνιστής δεν σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο. Όπως λέει ο Αριστοτέλης: «όπου υπάρχει κάτι καλύτερο, εκεί πρέπει να υπάρχει και το άριστο»*10, ή - όπως θα το λέγαμε εμείς - οι συγκρίσεις δεν έχουν νόημα, εκτός αν υπάρχει από­λυτο πρότυπο στο οποίο να αναφέρονται. Δεν μπορείτε δηλα­δή να μιλάτε για πρόοδο ή να ξέρετε αν αληθινά τα πράγματα πάνε μπροστά ή πίσω, αν η κλίμακα των αξιών σας δεν είναι διαφορετική από την καθαρά σχετική. Και θα πρέπει να είναι σχετική, εκτός αν υπάρχει κάπου μια τελειότητα με δάση την οποία να κρίνονται όλα, ανάλογα με το αν φτάνουν ως αυτή ή όχι, είτε υστερούν περισσότερο είτε λιγότερο. Έτσι τουλάχι­στον σκεπτόταν ο Αριστοτέλης. Αυτή την τελειότητα προσφέ­ρει, στο αριστοτέλειο σύμπαν, ο θεός του, που είναι η μόνη υπάρχουσα καθαρή αυλή μορφή. Δεν έχει τη μορφή κανενός στον κόσμο, κι έτσι δεν ξαναγυρίζουμε στις χωριστές ειδικές πλατωνικές μορφές, που ο Αριστοτέλης τις θεωρούσε κάτι σαν άχρηστα πανομοιότυπα των αισθητών πραγμάτων.

Στη φύση αυτού του ανώτατου όντος πρέπει να ξαναγυρί­σουμε αργότερα, συνεχίζοντας προς το παρόν την πορεία μας στον κόσμο των αισθητών. Σε αυτόν τον κόσμο κάθε καινού­ριο έμψυχο ον πρέπει να έχει γονέα, ο οποίος αποτελεί κατά δύο τρόπους την αιτία του γεννώμενου• πρώτα-πρώτα είναι ο γεννήτορας και κατά δεύτερο λόγο αποτελεί το παράδειγμα της ειδικής μορφής στην οποία θα αναπτυχθεί το νέο ον. Με αριστοτελικούς όρους ο γονέας είναι αναγκαίος και ως ποιη­τική και ως μορφική-τελική αιτία. Ανήκει στη «φύση» του νεογέννητου ζώου ή φυτού να αγωνιστεί να πραγματώσει την ειδική του μορφή - όπως αυτή παραδειγματικά ενσαρκώνεται στον γεννήτορα - η οποία πρέπει να προϋπάρχει. Αν ο κόσμος είχε δημιουργηθεί «εν χρόνω», η κότα - κατά την Αριστοτελι κή φιλοσοφία — θα είχε κάμει το αυγό. Υποστήριζε όμως ότι ο κόσμος υπάρχει αιώνια και η συνολική του ύπαρξη εξασφαλί­ζεται με την αιώνια και απόλυτη τελειότητα της καθαρής μορ­φής, του Θεού. Βέβαια μόνο σε χαλαρή, καθότι σχετική, έν­νοια ο συγκεκριμένος γεννήτορας αντιπροσωπεύει την τελειό­τητα. Ο εντομολόγος μιλεί για το «τέλειο έντομο» σε αντίθεση με τη νύμφη, αλλά το έντομο δεν έχει απόλυτη τελειότητα. Αν η δημιουργία ενός μεμονωμένου έμψυχου όντος απαιτεί να προϋπάρχει τελειότητα στη μερική και σχετική σφαίρα των ει­δών, η ύπαρξη του όλου κόσμου συνολικά απαιτεί την ύπαρξη μιας απόλυτης τελειότητας. Με το να πραγματώσει όσο επαρ­κέστερα μπορεί τη δική του ειδική μορφή κάθε πλάσμα, μιμεί­ται (μπορούμε να πούμε), με το δικό του περιορισμένο τρόπο, την αιώνια τελειότητα του Θεού. Η εσωτερική ώθηση να κάμει κάτι τέτοιο, αυτό αποτελεί την «φύσιν» κάθε έμψυχου όντος. Τόσο πολύ επηρέαζε τον Αριστοτέλη η ανάγκη να ερμηνεύσει την κίνηση - μια ανάγκη που η προηγούμενη ιστορία της ελλη­νικής σκέψης την είχε καταστήσει, με τρόπο που ελπίζω πως διασάφησα, υπέρτατη - ώστε την περιέλαβε στον ορισμό των έμψυχων όντων, τα οποία «περιέχουν μέσα τους μια αρχή κι­νήσεως και ηρεμίας»


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Αριστοτέλης 01


Ο Αριστοτέλης, εξεταζόμενος με βάση τις αρχές μιας Επιτο­μής της Φιλοσοφίας του - αρχές πολύ συμπαθείς σήμερα - υποφέρει λιγότερο από τον Πλάτωνα, και μια τέτοια μεταχεί­ριση του προτίθεμαι να επιχειρήσω. Θα προσπαθήσω να εξη­γήσω τις θεμελιώδεις αρχές που υπόκεινται σε κάθε κλάδο της φιλοσοφίας του και όχι τις λεπτομέρειες οποιουδήποτε από αυτούς. Πρώτα όμως θα είναι καλό να δώσω ένα περίγραμμα της ζωής του.

Γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα της Β. Ελλάδας, ήταν Ίωνας με αίμα επιστημονικό στις φλέβες του, γιατί ο πατέρας του ήταν μέλος της ιατρικής συντεχνίας των Ασκληπιαδών και γιατρός του πατέρα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Στην ηλικία των δεκαεπτά ετών ήρθε στην Αθήνα, να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Τότε ο Πλάτων έλειπε στη Σικελία, την οποία επισκέφτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα δέκα χρόνια, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία για το πόσο τερά­στια επίδραση είχε η κεφαλή της σχολής πάνω στον περιφημό­τερο μαθητή της. Ο Αριστοτέλης έμεινε στην Ακαδημία του Πλάτωνα μέχρι το θάνατο του τελευταίου, είκοσι χρόνια αρ­γότερα. Ήταν επιμελής σπουδαστής των διαλόγων, από τους οποίους οι σπουδαιότεροι είχαν κιόλας γραφεί, και θεώρησε τον «Φαίδωνα» ως το πρότυπο για το δικό του φιλοσοφικό δοκίμιο. Όταν, μετά το θάνατο του Πλάτωνα, άφησε την Αθήνα, δεν είχε ίσως σκοπό να διακόψει σχέσεις με την πλα­τωνική παράδοση, γιατί έφυγε μαζί με τον Ξενοκράτη, έναν από τους πιο συντηρητικούς πλατωνιστές, που αργότερα ξα­ναγύρισε για να αναλάβει την αρχηγία της σχολής, και η νέα τους έδρα βρισκόταν σε έναν άλλο πλατωνικό κύκλο. Δεν είχε και πολλά κίνητρα να μείνει στην Αθήνα ο Αριστοτέλης. Ο νέος αρχηγός της Ακαδημίας ήταν ο ανεψιός του Πλάτωνα Σπεύσιππος, του οποίου τις φιλοσοφικές απόψεις δεν συμπα­θούσε ούτε ο ίδιος ούτε ο Ξενοκράτης και επιπλέον την πόλη είχαν πρόσφατα ταράξει τα νέα της κατάληψης της Ολύνθου από το Φίλιππο. Οι φίλοι της Μακεδονίας δεν ήταν συμπα­θείς στην Αθήνα και ο Αριστοτέλης είχε ευνοϊκές διαθέσεις για τη Μακεδονία, και εξ αιτίας των σχέσεων του πατέρα του και από φυσική κλίση.

Το νέο σπίτι τους ήταν η Άσσος, πόλη της Μικρασιατικής παραλίας απέναντι από το νησί της Λέσβου. Εδώ υπήρχε μια κοινότητα ενδιαφέρουσα και συμπαθητική. Ο ντόπιος τύραν­νος Ερμείας, κυβερνήτης ενός μικρού υποτελούς κράτους υπό τον Πέρση Μεγάλο Βασιλιά, είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα και είχε προσκαλέ­σει στην αυλή του ως μόνιμους φιλοξενούμενους δύο μέλη της Ακαδημίας, τον Έραστο και τον Κορίσκο, που του τους είχε συστήσει ο ίδιος ο Πλάτων. Φαίνεται πως ο Ερμείας υπήρξε σε μικρή κλίμακα ο φιλόσοφος βασιλιάς που μάταια αναζήτη­σε ο Πλάτων στη Σικελία. Όπως και να είναι, ο Ερμείας, τρο­ποποίησε το πολίτευμα με τη συμβουλή των δύο φιλοσόφων και μετά το θάνατο του Πλάτωνα φιλοξένησε με άλλη τόση θερμότητα τον Αριστοτέλη και τον Ξενοκράτη. Υπήρχε στην Άσσο κανονική σχολή, στην οποία εδίδαξε ο Αριστοτέλης κα­τά τα τρία χρόνια της εκεί παραμονής του. Στη συνέχεια έζησε για δύο χρόνια - ήταν τώρα πια σαραντάρης - στο γειτονικό νησί της Λέσβου, πατρίδα του φίλου του και μαθητή του Θεό­φραστου, και από το περιεχόμενο των βιολογικών του έργων φαίνεται πως μέγα μέρος του επιστημονικού του υλικού συγ­κεντρώθηκε στη γύρω περιοχή. Από τη Μυτιλήνη της Λέσβου πήγε το 342 στην Πέλλα με πρόσκληση του βασιλιά Φιλίππου για να αναλάβει τη διδασκαλία του νεαρού Αλεξάνδρου, τότε ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. Ένας άλλος δεσμός μεταξύ Αριστοτέλη και Ερμεία πρέπει να υπήρξαν οι μακεδονικές τους συμπάθειες. Κανείς που δεν θα κρινόταν από πολιτική άποψη υγιής δεν θα μπορούσε να επιλεγεί ως δάσκαλος του διαδόχου, και όσο για τον Ερμεία τον επόμενο χρόνο τον συ­νέλαβαν οι Πέρσες με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε με τη Μακεδονία κατά του Μεγάλου Βασιλιά και τον θανάτωσαν με βασανιστήρια. Ο Αριστοτέλης ύψωσε προς τιμή του Ερμεία ένα μνημείο στους Δελφούς και, το πιο ενδιαφέρον από όλα, συνέπεσε ένα ποίημα προς τιμήν του σε μορφή λατρευτικού ύμνου, που έφτασε ως εμάς.

Οι ευκαιρίες που πρόσφερε ο διορισμός του Αριστοτέλη στην Πέλλα θα πρέπει να ήταν απεριόριστες, γιατί ο Αριστο­τέλης υιοθετούσε απόλυτα την πλατωνική φιλοδοξία να γίνει δάσκαλος ενός διαδόχου, και συνδύαζε την παράδοση του φι­λόσοφου - βασιλιά με την ισχυρή πεποίθηση για την υπεροχή της ελληνικής φυλής πάνω στις άλλες. Θα μπορούσε να κυβερ­νήσει τον κόσμο, είπε στα «Πολιτικά» του, αρκεί να ήταν πο­λιτικά ενωμένος. Έμεινε στη Β. Ελλάδα ως το θάνατο του Φιλίππου και την ανάρρηση του Αλεξάνδρου το 336. Τότε, όταν ο Αλέξανδρος πέρασε στην Ασία σαν δεύτερος Αχιλλέας, υπέρμαχος της Ελλάδας κατά των βαρβάρων, επέστρεψε στην Αθήνα. Δεν υπήρχαν πια λόγοι, πολιτικοί ή άλλοι, να μην πραγματοποιήσει το σχέδιο του, να εγκαθιδρύσει εκεί μια σχολή δική του. Ο Σπεύσιππος πέθανε το 339 και τον διαδέ­χτηκε στην αρχηγία της Ακαδημίας ο Ξενοκράτης. Σε αυτή λοιπόν τη φάση ίδρυσε το Λύκειον, που ονομάστηκε έτσι, για­τί γειτόνευε με το τέμενος του «Λυκείου» Απόλλωνα. Εδώ ήταν ο «περίπατος», μια στοά, που έδωσε το όνομα του στους οπαδούς του Αριστοτέλη,*2 και στα κτήρια του προσάρτησε ο ιδρυτής μια βιβλιοθήκη (την πρώτη στην ιστορία, μας λέει ο Στράβων) και δημιούργησε τα μέσα για επιστημονική έρευνα, στην οποία και αφοσιώθηκε. Η όλη ατμόσφαιρα του Λυκείου φαίνεται να υπήρξε περισσότερο επιστημονική παρά φιλοσο­φική με σύγχρονη έννοια. Ενθάρρυνε τις επιστήμες της παρα­τήρησης και οι μαθητές του ρίχθηκαν στη δουλειά και ετοίμα­ζαν συλλογές υλικού που θα αποτελούσε τη βάση των επιστη­μών αυτών, και πρόσθεταν υλικό στον πελώριο όγκο που ήδη είχε συγκεντρώσει ο ίδιος.

Αυτή η ειρηνική ζωή θρυμματίστηκε το καλοκαίρι του 323, όταν το απίστευτο νέο του θανάτου του Αλεξάνδρου έφτασε στην Αθήνα. Η αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου αμέσως απο­φάσισε να ελευθερώσει τις ελληνικές πόλεις από τις μακεδονικές φρουρές. Στο κύμα των αντιμακεδονικών αισθημάτων που ακολούθησε, διατυπώθηκε μήνυση κατά του Αριστοτέλη, με την παλιά κατηγορία της «ασεβείας» που είχε εκτοξευθεί και κατά του Αναξαγόρα και του Σωκράτη. Έχοντας υπόψη του ο Αριστοτέλης τον Σωκράτη, λένε, παρατήρησε - καθώς απο­συρόταν σε εθελούσια εξορία στην ευβοϊκή Χαλκίδα - πως ήθελε να «εμποδίσει τους Αθηναίους να διαπράξουν ένα δεύ­τερο αμάρτημα σε βάρος της φιλοσοφίας». Στη Χαλκίδα έζησε μόνο ένα χρόνο και πέθανε το 322, στην ηλικία των εξήντα δύο ετών.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Αριστοτέλη ως φιλοσόφου είναι ένας ρωμαλέος κοινός νους, που αρνιόταν να πιστέψει ότι αυτός ο κόσμος ήταν κάτι άλλο και όχι απόλυτα πραγματι­κός. Η φιλοσοφία, όπως πίστευε, αποτελούσε προσπάθεια ερ­μηνείας του φυσικού κόσμου και, αν δεν κατόρθωνε να κάμει κάτι τέτοιο, ή αν μπορούσε να τον εξηγήσει μόνο με την παρα­δοχή ενός μυστηριώδους, υπερβατικού κόσμου προτύπων, χω­ρίς τη χαρακτηριστικά φυσική ιδιότητα της κίνησης, τότε θα έπρεπε να τη θεωρήσει αποτυχημένη. Το σχόλιο του σχετικά με τις πλατωνικές ιδέες είναι χαρακτηριστικό: «Το να λέμε όμως ότι αυτά είναι πρότυπα και ότι τα άλλα έχουν μετοχή σε αυτά, αυτά τα λόγια είναι κενολογίες και ποιητικές μεταφορές».

Αναπόφευκτα λοιπόν η κυρίαρχη νότα της φιλοσοφίας του ήταν η σύγκρουση. Γι' αυτό και, όπως είδαμε, ήταν ο άνθρω­πος που υπήρξε μαθητής και φίλος του Πλάτωνα για είκοσι χρόνια από την ηλικία των δεκαεπτά. Ως νέος παραδέχτηκε το σύνολο της πλατωνικής φιλοσοφίας περί της υπάρξεως δύο κόσμων - τη θεωρία των Ιδεών, την αθανασία και μετενσάρ­κωση της ψυχής, και την άποψη ότι η γήινη γνώση είναι βαθ­μιαία ανάμνηση της γνώσης που προέρχεται από έναν άλλον κόσμο. Αν αργότερα ένιωσε την παρακίνηση, ως ανεξάρτητος διανοητής, να εγκαταλείψει τις μυστικές θεωρίες περί Ιδεών και συγγένειας της ψυχής με τα επέκεινα, αποτελούσαν αυτά μέρος της κληρονομιάς που ποτέ δεν αποποιήθηκε. Βασικά παρέμεινε με το μέρος του Πλάτωνα και του Σωκράτη. Όπως είπε o Cornford: «Παρά την όλη αυτή αντίδραση που κατευ­θυνόταν προς τον κοινό νου και το εμπειρικό γεγονός, ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε ποτέ να πάψει να είναι πλατωνικός. Η σκέψη του, όχι λιγότερο από του Πλάτωνα, κυριαρχείται από την ιδέα της έφεσης (=aspiration), την οποία είχε κληρονομή­σει από τον Σωκράτη μέσω του δασκάλου του - την άποψη δηλ. ότι η αληθινή αιτία, ή εξήγηση των πραγμάτων, πρέπει να αναζητηθεί όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος».


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Αίσωπος

 Δούλος που ως πατρίδα του αναφέρεται η Φρυγία και η Σάμος ή, κατ' άλλους, οι Σάρδεις. Κατά τους βιογράφους του έζησε περί το 550 π.Χ. στη Σάμο. Οι παραδόσεις μιλούν για ταξίδι του στην Ανατολή και για βίαιο θάνατο του στους Δελφούς.

Ήταν άσχημος και καμπούρης, όμως, με ανoιχτό μυαλό (και στόμα) και με χιούμορ που τσάκιζε κόκκαλα. Ταξίδεψε πολύ στην ανατολή και στην Αίγυπτο, και υποτίθεται ότι είχε επαφές με τους επτά σοφούς. Υπήρξε γνωστός στον αρχαίο κόσμο. Aναφέρεται από τoν Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα και άλλους και χωρίς αμφιβολία ήταν ένας φιλόσοφος και παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνίας. Θεωρήθηκε πατέρας της μυθογραφίας. Ο Αίσωπος διατύπωνε -με τρόπο προσιτό στη λαϊκή νοημοσύνη- ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες. Τους ρόλους των πρωταγωνιστών του παίζουν ανθρώπινοι χαρακτήρες και, κυρίως, ζώα που στην εποχή που διαδραματίζονται οι μύθοι είχαν λαλιά. Πολλές παροιμίες που θεωρούνται αποστάγματα της λαϊκής σοφίας οφείλονται στους μύθους του Αισώπου (όσα δε φθάνει η αλεπού κ.ά.). Μελετώντας το υλικό των μύθων, δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι είναι έργο ενός ανθρώπου.

Ο αισώπειος Μύθος είναι σύντομη αφήγηση παραδειγματικού χαρακτήρα, με στοιχεία από τη λαϊκή σοφία αλλά και με δείγματα φιλοσοφικής αντίληψης για τη ζωή, όπου ένα περιστατικό με πρωταγωνιστές συνήθως ζώα, αλλά και ανθρώπους ή θεούς, χρησιμεύει για να εξάρει ή να στηλιτεύσει χαρακτήρες και συμπεριφορές.

Στη φιλολογική επιστήμη ο Αίσωπος αμφισβητείται ως «ένα» πρόσωπο και η σχηματισμένη πεποίθηση είναι ότι στoν Αίσωπο προσωποποιείται μία ανώνυμη λαϊκή, προφορική, παράδοση που αργότερα κωδικοποιήθηκε κατά διαταγήν του Διονυσίου του Φαληρέως, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε την πρώτη γνωστή έκδοση των Μύθων του Αισώπου. Η κωδικοποίηση εκείνη δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα και μόνo ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου (ελληνικά), του Φαίδρου (λατινικά) και άλλων, διέσωσαν το υλικό της επιτομής εκείνης.

Tελικά οι μύθοι έφθασαν στις ημέρες μας μέσω Βυζαντίου. Η πρώτη έντυπη έκδοση των μύθων έγινε το 1479 στο Μιλάνο και ακολούθησε αυτή των Παρισίων το 1547. Ο Αδαμάντιος Κοραής τύπωσε τους μύθους το 1810 στο Παρίσι και ακολούθησε κριτική έκδοση (1852) στη Λειψία σπό τον Χαλμ. Πολλές εκδόσεις παρουσιάστηκαν έκτοτε και οι μύθοι -πιστεύεται- ότι έχουν διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο και η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδoση των μύθων έγινε από τον οίκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδίνου (1997) σε 50000 αντίτυπα. Η απόδοση των μύθων στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που έζησαν στον 16ο αιώνα.


Απο ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ